Στο αίθριο του Πανδοχείου, 109. Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης

Θα μας συνοδεύσετε ως την θύρα του τελευταίου σας βιβλίου;

Πρόκειται για την “Αστοχία υλικού” που γράφτηκε μέσα σε ένα καλοκαίρι με τους ζαλιστικούς ρυθμούς μιας δωδεκάωρης και δεκατετράωρης απορρόφησης. Έγραφα πολύ, κοιμόμουν λίγο, ξαναέγραφα. Θυμάμαι μια φορά που σηκώνοντας άγαρμπα το χέρι από το πληκτρολόγιο έριξα το ποτήρι στο πάτωμα και η πρώτη σκέψη που ήρθε στο μυαλό μου ήταν η ηλεκτρονική εντολή της “αναίρεσης”.

Το απόλαυσα, όμως. Το απόλαυσα από την αρχή μέχρι το τέλος, γιατί με έσκαβε, με μαύριζε και με πονούσε.

Θα μπορούσαμε να έχουμε μια μικρή παρουσίαση – εισαγωγή στο κάθε σας βιβλίο χωριστά ή για όσα κρίνετε (είτε σε μορφή επιγραμματικής παρουσίασης, είτε γράφοντας για το πότε, πώς, υπό ποιες συνθήκες και ποιους πόθους συνεγράφησαν);

– “Τρεις μνήμες και δύο ζωές”, Μεταίχμιο, 2005, διηγήματα: όψεις της προσφυγιάς με την κυριολεκτική και μεταφορική έννοια του όρου.

Γράφτηκε με αφορμή την προφορική αφήγηση κάποιου φίλου για την αυτοκτονία ενός ηλικιωμένου, όταν πληροφορήθηκε την πτώση του τείχους, και ένα ιστορικό παράθεμα από το τότε βιβλίο ιστορίας της γ´ λυκείου για τον ανάπηρο του Μεσόβουνου, που όταν αποφάσισαν οι Γερμανοί να του χαρίσουν τη ζωή προτίμησε να μείνει στη γραμμή της εκτέλεσης μαζί με τους συγχωριανούς του.

– “Καλά μόνο να βρεις, Κέδρος”, 2006, νουβέλα: η ξενότητα, όπως εύστοχα έγραψε ο Γιώργος Χ. Παπασωτηρίου, που εκδηλώνεται μέσα από σχέσεις εκμετάλλευσης και κατατείνει στην αλλοτρίωση.

Ξεκίνησα να γράφω για έναν Κούρδο λαθρομετανάστη, που πεθαίνει λόγω ασφυξίας ανάμεσα στα κρέατα ενός φορτηγού-ψυγείου λίγο έξω από την Ηγουμενίτσα, κι ύστερα από δύο μήνες διάβασα την ίδια ακριβώς είδηση στην Ελευθεροτυπία. Απρόσκλητοι προέκυψαν στη γραφή μια Ρωσίδα πόρνη, ο αστυνομικός προστάτης και ένας απορημένος νέος, για να ολοκληρώσουν την ανθρωπογεωγραφία της νεοελληνικής πραγματικότητας.

– “Το παραμύθι του ύπνου”, Μεταίχμιο 2008, μυθιστόρημα: οι μικρές και οι μεγάλες προδοσίες της καθημερινότητας στο βωμό της μεσοαστικής βολής ή, αλλιώς, πώς  μεταμορφώνεται η αλήθεια σε ψέμα, για να καταλήξει παραμύθι.

Θυμάμαι ότι έχτιζα το σπίτι μου τότε. Από εκεί η έμπνευση. Θέλω να πω, από τις δικές μου μικρές ή μεγάλες προδοσίες.

– “Αστοχία υλικού”, Μυθιστόρημα, 2010: η μετάλλαξη των ειδών και η αλλοτρίωση των ανθρώπων, όπως αποκαλύπτονται στις σχέσεις ενός συνηθισμένου μεσοαστικού ζευγαριού της πρωτεύουσας, για να διαλύσουν πρώτα τη σχέση τους κι ύστερα να κατασπαράξουν και τους ίδιους.

Οδηγούσα, όταν άκουσα στο ράδιο για το καθεστώς της απαγόρευσης των ερωτικών σχέσεων ανάμεσα στα στελέχη μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών. Στη συνέχεια προέκυψε η ιδέα για μια εταιρεία μεταλλαγμένων ειδών.

Αγαπημένοι σας παλαιότεροι και σύγχρονοι συγγραφείς. Αγαπημένα σας παλαιότερα και σύγχρονα βιβλία.

Δανείζομαι την αρχή από το διήγημα που ολοκλήρωσα δυο μέρες πριν. Νομίζω ότι ταιριάζει γάντι:

«Ζω σε μιαν υπό κατοχή επικράτεια λέξεων και κάθε φορά, που προσπαθώ μ’ ένα γραφτό να βεβαιώσω τα πνευματικά μου δικαιώματα στην κυριότητα, στη νομή και τη χρήση τους διαβάζω ξανά και ξανά το ανέκδοτο χειρόγραφο του Πεσόα, που ως γνωστόν περιέφεραν οι ηττημένοι του εμφύλιου πολέμου στο ξύλινο Κιβώτιό τους, για να το αποθέσουν στην είσοδο ενός τεράστιου Πύργου με σκοτεινά γραφεία και δαιδαλώδεις διαδρόμους λίγο προτού εκτελεστούν, όπως μας ιστορεί η Αισθηματική Αγωγή, τα ξημερώματα της 18ης Ιουνίου του 1948 από τις δυνάμεις της παλινόρθωσης, και βρίσκω ξανά και ξανά τον εαυτό μου πίσω από τις σκιές των δικών μου ηρώων να αφουγκράζεται το αύλισμα του μικρού βοσκού, που κάθε απόγευμα παρασύρει εν αγνοία του αθώες παιδούλες στο μεγάλο μπλουμ, ενόσω οι γιαγιάδες τους εξομολογούνται τα ένοχα κρίματά τους στον Πατριάρχη Ιωακείμ, μια μέρα ακριβώς αφότου συλλειτούργησε στον καθεδρικό ναό του Αγίου Πέτρου μαζί με την εγκυμονούσα Πάπισσα Ιωάννα.

Έτσι, διατελώ αμήχανος και συγκεχυμένος, χτυπώντας πλήκτρα, ανασκολοπίζοντας λέξεις και σέρνοντας από τα μαλλιά περιόδους, με την εφηβική αφέλεια της ανακάλυψης μιας νέας ηπείρου και την αλαζονική προσδοκία μιας νέας κοσμογονίας να ξεθυμαίνουν από το πρώτο κιόλας μαρτυριάρικο γράμμα, που σε πείσμα των πιο πετυχημένων μεταφορών μου διακηρύσσει με την αξιοπιστία του αυτόπτη μάρτυρα ότι παραμένω αυτόκλητος προσκεκλημένος στο Κοινόβιο του Χάκκα, το τρίτο μέρος από το Διπλό Βιβλίο του Χατζή, ο “καλά τους κάνανε” τουρίστας του Ιωάννου, ο αργόσυρτος λυγμός του Λειβαδίτη για τη δική του Μαρία, ένα ανολοκλήρωτο ημιστίχιο από τους σπασμούς της Γώγου, τα απειλητικά μάτια της κατσαρόλας του Ρίτσου, το πρώτο τεύχος του Ιδεοδρόμιου, μαζί βέβαια με όλη τη σειρά από τον “Μικρό Σερίφη” και έναν ξεσκισμένο “Ταρατατά” που είχα κάποτε βρει, σουλατσάροντας στο δάσος, πεταμένο  από τους φαντάρους της θερινής διαβίωσης».

Σας ακολούθησε ποτέ κανένας από τους ήρωες των βιβλίων σας; Μαθαίνετε τα νέα τους;

Τους ζω καθεμέρα γύρω μου, σπανίως μέσα μου. Δεν μ’ ακολουθούν, γιατί δεν μου χρωστάνε τίποτα. Εγώ τους οφείλω, γι’ αυτό και τους αναζητώ σε ανύποπτα λόγια και βλέμματα ή σπαράγματα προσωπικής και δάνειας μνήμης.

Ποιος είναι ο προσφιλέστερός σας τρόπος συγγραφής; Πώς και πού παγιδεύετε τις ιδέες σας;

Γίνεται ως εξής: ένα ανύποπτο ανάγνωσμα ή άκουσμα καλλιεργεί υπογείως μια απροσδιόριστη εμμονή που με βασανίζει για καιρό, ώσπου να μορφωθεί από μόνη της σε ιδέα και να παρουσιαστεί μπροστά μου σαν ολοκληρωμένο σχέδιο γραφής. Από εκεί και πέρα, εννοώ από την πρώτη λέξη μέχρι και την τελευταία, το βιβλίο γράφεται μόνο του, ενώ η δική μου συνδρομή περιορίζεται στο πάτημα των πλήκτρων.

Εργάζεστε με συγκεκριμένο τρόπο; Ακολουθείτε κάποια ειδική διαδικασία ή τελετουργία; Επιλέγετε συγκεκριμένη μουσική κατά την γραφή ή την ανάγνωση; Γενικότερες μουσικές προτιμήσεις;

Φθινόπωρο και χειμώνας είναι, κατά κανόνα, η περίοδος της συγγραφικής κυοφορίας, άνοιξη και καλοκαίρι της γραφής. Αλλά πάντα, εννοώ και κατά τη γραφή και κατά την ανάγνωση, σε συνθήκες απόλυτης σιγής. Πού και πού μόνο, όταν δηλαδή με πιάνουν τα διαόλια μου ξεδίνω με Pattie Smith, Rory Gallagher, Nick Cave, Led Zeppelin ή Αγγελάκα, Μάλαμα και Active Member.

Ποιες είναι οι σπουδές σας και πώς βιοπορίζεστε; Διαπιστώνετε κάποια εμφανή απορρόφηση των σπουδών ή της εργασίας σας στη γραφή σας (π.χ στην θεματολογία ή τον τρόπο προσέγγισης);

Τέλειωσα τη Φιλοσοφική Ιωαννίνων και εργάζομαι ως φιλόλογος στη μέση εκπαίδευση. Μου ‘πε κάποτε ο Κώστας Βούλγαρης ότι για να υπάρξω ως λογοτέχνης πρέπει να αυτοκτονήσω ως φιλόλογος. Θυμάμαι ότι στην αρχή ενοχλήθηκα, αλλά τώρα που το ξανασκέφτομαι νομίζω ότι είχε απόλυτο δίκιο.

Τι γράφετε τώρα; 

Έχω ολοκληρώσει μια συλλογή διηγημάτων, αλλά με την κατάσταση που επικρατεί στον εκδοτικό χώρο και ειδικά με την τύχη που επιφυλάσσεται στα διηγήματα, υποπτεύομαι ότι θα αργήσει η έκδοση. Στο μεταξύ, λέω να αρχίσω ένα μυθιστόρημα, γιατί έστω και ασυναίσθητα νιώθω ότι κάτι κυοφορείται εδώ και καιρό.

Οι εμπειρίες σας από το διαδικτυώνεσθαι;

Από την προσωπική μου εμπειρία (δικτυωμένος από χρόνια, παλιός μπλόκερ στο ixnilasies.blogspot.com, εσχάτως και στο  FB) κλίνω πλέον στην άποψη πως ό,τι πιστέψαμε σαν καταφύγιο ή εφαλτήριο της ελευθερίας (του λόγου, των ιδεών, των κινημάτων), εξελίσσεται σε έναν ακόμη μηχανισμό ελέγχου. Δεν αναφέρομαι μόνο στον καταιγισμό των ιδεών, ούτε στη στρέβλωση της επικοινωνίας ούτε στο υβρίδιο του πολίτη του πληκτρολογίου αλλά και στον τρομακτικό ηλεκτρονικό έλεγχο του ιδιωτικού βίου. Δεν παύω όμως να ελπίζω και να αγωνίζομαι διαδικτυακά. Η μόνη διαφορά είναι ότι γκρεμίστηκαν οι αρχικές ψευδαισθήσεις.

Κάποια ερώτηση που θα θέλατε να σας κάνουμε μα σας απογοητεύσαμε; Απαντήστε την!

Για τη σχέση της λογοτεχνίας με την περιρρέουσα πραγματικότητα ή, αλλιώς, για τη θέση των λογοτεχνών μπροστά στα κοινωνικά και πολιτικά αδιέξοδα. Οπότε θα  ‘πρεπε να μιλήσω αφενός για τους μηχανισμούς της οικονομικής εξουσίας που επιχειρούν να μετατρέψουν τη λογοτεχνική γραφή σε εμπορικό προϊόν και αφετέρου για τα φαινόμενα του αυτισμού και της περιχαράκωσης της λογοτεχνικής γραφής πίσω από τα τείχη της τέχνης της. Αλλά αυτή είναι μια μακριά κουβέντα…

Σας ευχαριστώ θερμά για τη φιλοξενία.

Στις εικόνες:  Γιώργος Ιωάννου, Το δεύτερο τεύχος, Κατερίνα Γώγου, Fernando Pessoa, Δισέλιδο Ιδεοδρομίου.

2 σκέψεις σχετικά με το “Στο αίθριο του Πανδοχείου, 109. Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης

Σχολιάστε