Alessandro Mannarino – Supersantos (Leave Music, 2011)

Πρωτογνώρισα την μουσική του Alessandro Mannarino στην Ρώμη, σε μικρά μαγαζιά και χώρους όπου ο καφές ήταν αυτοσερβιριζόμενος, η διασκέδαση αυτοσχέδια κι οι πλακόστρωτοι δρόμοι απ’ έξω αδημονούσαν να εξαφανιστούν τα τροχοφόρα για να γεμίσουν με ανθρώπους που θα είναι ο εαυτός τους. Δεν χρειαζόταν να πληροφορηθείς τίποτα για να καταλάβεις ότι ο ίδιος ήταν σπλάχνο αυτών των δρόμων και πως η μεθούσα του ποίηση θα τρέκλιζε ανάμεσα σε ερωτικές ιστορίες και πολιτικές ραψωδίες. Σουρεαλιστικές, κραυγαλέες και παναληθινές.

Εκ πρώτης ακοής ο Α.M. είναι ένας τυπικός αστικός ιταλιάνος συνθετραγουδιστής, με μεσογειακές κεραίες. Αλλά σύντομα αντιλαμβάνεσαι πως δεν είναι και τόσο μονοκόμματος, πως από κάθε του τραγούδι αναβλύζουν αφενός οι μνήμες των εκλεκτότερων ιταλών τραγουδοποιών (ιδίως των Fabrizio De André και Franco Battiato) κι αφετέρου μια βαλκάνια, μελαμψή, ισπανόφωνη και νοτιοευρωπαϊκόφωνη (όλο το κάτω δεξιά μεσογειακό κομμάτι, όπως ερχόμαστε απ’ τον νότο) επίδραση. Σε κάθε περίπτωση η βάση των Μανναρινικών Ραψωδιών είναι η ιταλική φολκ, από την παραδοσιακή, την μεσαιωνική και την χωρική μέχρι την φανφαρόνικη, την πολίτικη και την μοντέρνα.

Εδώ λοιπόν είναι που διασταυρώνονται τα σύνορα και υπερπλακώνονται τα όρια, γιατί η Ρώμη πια δεν είναι σκέτος Φελλίνι (που όμως αντηχεί εδώ), ούτε σκέτο Σαν Ρέμο (τα φώτα του ακόμα αντανακλούν πίσω στο στενό), ούτε Domenico Modugno (που, δεν μπορεί, κάπου θα περάσει κι αυτός απ’ το απέναντι πεζοδρόμιο) αλλά κι όλοι οι γείτονες της νέας πολυεπιδραστικής και υπερπολιτισμικής πόλης, προσκεκλημένοι και απρόσκλητοι από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Κι αυτής της Νέας Ρώμης μοντέρνος παραμυθάς αναλαμβάνει ο Μανναρίνος (γεν. 1979), που ξεκίνησε το 2001 τις σκηνικές του επιδείξεις στα μπαρ της αρχαίας ρωμαϊκής περιοχής του Μόντι, εμπλέκοντας τη ζωντανή παράσταση με δισκοπαικτικές πρακτικές. Ύστερα από την ολοκλήρωση της θητείας του ως μπαρ-ρέκτη πενταετούς υποχρέωσης σχημάτισε μια πενταμελή μπάντα (Kampina) που άρχισε να λυμαίνεται την τοπική σκηνή σκαρώνοντας μίνι συναυλιακά οργιάκια κι ομαδικές (μουσικές) οργανοπαιξίες. Σκηνή του ο δρόμος, πάντα.

Ο Εκλεκτός Καντσονίστας «αφιερώνει» πραγματικά σε τέσσερα τραγούδια. Στην βηματιστή μπαλάντα Statte Zitta σταματά τα βραχνά του λόγια για να ξεκινήσει η κιθάρα του να ζωγραφίζει αργές, αξέχαστες γλυκόπικρες ριφ – ο – πινελιές. Στο  L’era della gran pubblicite ενσωματώνει τις ιδιότητες της γαλλικής κανταδορίας, την μανοτσαοϊκής μπαγαμποντίας και των παιδικών τραγουδιών. Στο Merlo Rosso, ντουετίζει με έτερη βραχνή θεραπαινίδα, ένα λυρικό παραμύθι που πρέπει να χορευτεί βαλσοειδώς μόνο στο δρόμο. Και στο θελγητρικό L’ultimo Giorno Dell’ Uumanità τριπλοπροσκαλεί Fabrizio De André, Angelo Braduardi και Paolo Conte σε σύνοψη ιδανικής ιταλικής ραψωδίας (αν και στο τέλος του ρεφρέν ξεγλιστράει σε τσιγγάνικη ερμηνεία).

Κατά τα άλλα μας φιλοδωρεί με δυο σερενάτες, μια ταχύρυθμη α λα Mano Negra (Serenata Lacrimosa), μια κλασικότερη (Serenata Silenziosa), ένα Κουστουριτσικό Βαλκανιζατέρ (Quando L’amore Se Ne Va), μια δρομίσια ρούμπα (Rumba Magica), το πνευστικό ξεφάντωμα (φωνής, πνευμόνων και χάλκινων) της Mary Lou που πηγαίνει περισσότερο προς τον Μανού και γενικώς ένα μείγμα με παρεΐστικα φωνητικά, ημιτελείς χορωδίες, αλλαγές ρυθμών και τονισμών μέσα στο ίδιο το τραγούδι. Μου κάνει πραγματικά εντύπωση πόσο κατώτερος ήταν ο προηγούμενος, πρώτος δίσκος του, Bar della Rabia (2009), με υπερτονισμένη την επιθυμία να μοιάσει με όλους τους μεσογειακούς μείκτες και υποτονισμένη την ιταλιάνικη ψυχή του. [8/10]

Πρώτη δημοσίευση: mic.gr

Μια σκέψη σχετικά μέ το “Alessandro Mannarino – Supersantos (Leave Music, 2011)

Σχολιάστε