Archive for the 'Αγγλική Λογοτεχνία' Category



19
Απρ.
20

Colm Toibin – Η διαθήκη της Μαρίας

H διήγηση ξεκινάει από ένα μεταγενέστερο των γεγονότων παρόν. Δυο άνθρωποι επισκέπτονται την Μαρία όλο και πιο συχνά τελευταία, τώρα που δεν την κυνηγάει κανείς· ένας μαθητής του κι ένας μεταγενέστερος πιστός, πιθανώς ο Ιωάννης και ο Παύλος, προστάτες και δεσμοφύλακές της. Μοιάζουν ακόμα εγκλωβισμένοι στα κατάλοιπα του τρόπου που τότε όλοι τους νιώσανε· αλλά αυτό ακριβώς τους συνδέει, η ιστορία που όλοι τους ζήσανε. Ο ένας γράφει λέξεις που εκείνη δεν μπορεί να τις διαβάσει, αλλά είναι βέβαιη ότι γράφει πράγματα που ούτε εκείνος είδε ούτε εκείνη. Αλλά συνεχίζει να γράφει, φροντίζοντας να έχουν βάρος οι λέξεις, να καθηλώνουν όσους τις ακούνε. Και ο δεύτερος γράφει και είναι υποχρεωμένος να την ακούει, γι’ αυτό βρίσκεται εδώ. Εκείνη ζώντας πια στην Έφεσο νοιώθει μεγάλη και δεν της κολλάει ύπνος. Μπορεί να μην έχω πια την ανάγκη να ονειρευτώ ή να ξεκουραστώ.

Η Μαρία αδυνατεί να ξεστομίσει το όνομα του, νοιώθει πως θα σπάσει κάτι αν το προφέρει. Τον αποκαλεί «εκείνος», «αυτός που ήταν εδώ», «ο γιος μου». Θυμάται όταν τον παρατηρούσε που μπορούσε άνετα να περνάει ώρες μόνος του ή να κοιτάζει μια γυναίκα σαν να ήταν ισότιμή του. Μετανιώνει γιατί θα έπρεπε να έχει δώσει μεγαλύτερη προσοχή το διάστημα προτού φύγει από το σπίτι, στο ποιος έμπαινε στο σπίτι και τι συζητιόταν στο τραπέζι της. Αλλά συχνά βαριόταν εκείνες τις κουβέντες και αποτραβιόταν στην κουζίνα. Τώρα στο δωμάτιο υπάρχει μια καρέκλα όπου δεν έχει καθίσει ποτέ κανείς. Ανήκει στη μνήμη, σ’ έναν άνθρωπο που δεν θα γυρίσει, που το σώμα του είναι πια χώμα αλλά που κάποτε διαφέντευε το σύμπαν.

Μέχρι τότε δεν είχα ακούσει κανέναν  να μιλάει για το μέλλον, εκτός κι αν μιλούσαν για την επαύριον ή για κάποιο γλέντι όπου πήγαιναν κάθε χρόνο. Πάντως όχι για κάποια εποχή που θα έρθει, όπου όλα θα είναι διαφορετικά και καλύτερα. Αυτή η ιδέα σάρωνε εκείνα τα χρόνια τα χωριά σαν το λίβα κι έπαιρνε μαζί του όποιον είχε κάποια αξία, πήρε και τον γιό μου… [σ. 21] / Εκείνες τις ημέρες του Σαββάτου, όταν πια οι προσευχές είχαν αναπεμφθεί αργά και μονότονα, περίσσευε πάντα χρόνος για να αναρωτηθεί κανείς τι υπάρχει πέρα και πάνω από εμάς στον ουρανό ή τι κόσμος βρίσκεται θαμμένος στις τρύπες της γης. [σ. 29]

Στον γάμο της Κανά πήγε για να δει αν θα μπορέσει να τον φέρει πίσω στο σπίτι. Είχε ετοιμάσει προειδοποιήσεις και απειλές σε περίπτωση που δεν έφταναν οι υποσχέσεις. είχε ξεγελάσει τον αυτό της ότι θα γύριζε κοντά της, ότι περιπλανήθηκε όσο ήταν να πρειπλανηθεί. Όταν έφτασε στην Κανά, οι μόνες κουβέντες που άκουγε ήταν γι’ αυτόν, και το γεγονός ότι αυτή ήταν η μητέρα του σήμαινε ότι και την πρόσεξαν και θέλησαν να την πλησιάσουν. Οι δρόμοι ήταν ανεξήγητα άδειοι, με μια σιγαλιά παντού, σαν να κρατούσαν όλοι την αναπνοή τους. Άλλη κουβέντα δεν άκουγες εξόν για τη δύναμη και τα θαύματα. Κανείς όμως δεν πίστευε ότι γίνεται να αναστηθεί νεκρός. Οι περισσότεροι πίστευαν ότι εν έπρεπε καν να επιχειρηθεί κάτι τέτοιο,  ότι ήταν σαν να κορόιδευες τους ουρανούς. Ο θάνατος χρειάζεται χρόνο και σιωπή. Οι νεκροί πρέπει να μένουν μόνοι με το καινούργιο δώρο τους, με την καινούργια απαλλαγή από τη στέρηση.

Όταν κατέφθανε «το τσούρμο, κάτι σαν καρνάβαλος με τον κάθε πικραμένο και μισότρελο προφήτη στην σειρά» η Μάρθα πήρε τους δρόμους να τον βρει και να του πει ότι ο αδελφός της Λάζαρος πέθανε. Η ίδια του τόνισε ό,τι του έλεγαν και οι άλλοι, ότι δεν είναι θνητός αλλά ο γιος του Θεού. Μόλις φάνηκε ο νεκρός σώπασαν τα πουλιά και αποτραβήχτηκαν. Η Μάρθα μάλιστα πίστεψε ότι ακόμα και ο χρόνος έμεινε μετέωρος, ότι μέσα σ’ αυτές τις δυο ώρες τίποτα δεν μεγάλωσε, τίποτα δεν γεννήθηκε. Ήτανε λες κι η γη έσπρωχνε προς τα επάνω τον Λάζαρο, κι εκείνος, φασκιωμένος με τα σάβανα, έκανε μια στροφή σαν το παιδί στην υγρή μήτρα, ξέροντας ότι ο χρόνος του εκεί τελείωσε και πρέπει να παλέψει να βρει τον δρόμο του για τον κόσμο. Μαζί με την οικογένειά του χάθηκαν στο εσωτερικό του σπιτιού κι  έκλεισαν τα παντζούρια να μην μπαίνει ο καυτός ήλιος. Τώρα κανείς πια δεν περνούσε ούτε απέξω από το σπίτι του.

Η Μαρία σκέφτεται πως ο Λάζαρος ζει με ένα μυστικό που κανείς τους δεν γνωρίζει. Το πνεύμα του πρόφτασε να ρίξει ρίζες στον άλλο κόσμο κι οι άνθρωποι φοβούνται ν’ ακούσουν αυτά που μπορεί να βγουν απ’ το στόμα του. Βλέπει ότι την έχουν πια συνδέσει με αυτό που συνέβη και επιθυμούν να την αγκαλιάσουν και να την ευχαριστήσουν, σαν να έχει παίξει κι εκείνη κάποιο ρόλο στο γεγονός ότι ο αδελφός τους ήταν ζωντανός. Όταν τον συναντάει θέλει να τον ρωτήσει γι’ αυτό το σπήλαιο με τις ψυχές απ’ όπου είχε περάσει. Ήταν βυθισμένο στο σκοτάδι που τα καταπίνει όλα, ή μήπως υπήρχε φως; Άκουγε φωνές ή υπήρχε απόλυτη σιγή ή ίσως κάποιος άλλος ήχος, όπως νερό που στάζει, αναστεναγμοί ή αντίλαλοι; Συνάντησε την μητέρα του, θυμόταν όσους άφησε, υπήρχε πόνος, υπήρχε φόβος; Αλλά η ευκαιρία γλιστράει από τα χέρια της, για να μην ξανάρθει ίσως ποτέ. Έβλεπε πως ο Λάζαρος πέθαινε κι αν ξαναγύρισε στη ζωή, το έκανε μόνο και μόνο να τους πει ένα τελευταίο αντίο. Κατείχε πια μια γνώση που φαινόταν ότι τον είχε πτοήσει, κάτι που του προκαλούσε άκρατη οδύνη. Ήταν μια γνώση που δεν μπορούσε να τη μοιραστεί με κανέναν, ίσως γιατί δεν υπήρχαν λέξεις γι’ αυτήν.

Θυμάται πως την ορδή πλέον ακολουθούσε ένα ακόμα μεγαλύτερο καραβάνι από πραματευτάδες, νερουλάδες, έμπορους τροφίμων, μέχρι και πυροφάγους. Πολλοί έσπευδαν για να είναι οι πρώτοι που θα διαδώσουν το μαντάτο ενός καινούργιου θαύματος, μιας νέα παραβίασης της ρωμαϊκής τάξης. Εκείνη ήταν έτοιμη να κλείσει τον γιο της σε μια πίσω κάμαρα, ώσπου να καταλαγιάσουν τα πράγματα, να βρούνε όλοι κάτι καινούργιο ν’ ασχοληθούνε. Η Μαριάμ έλεγε ότι μπορεί να γίνει μια επανάσταση ενάντια σε όλα όσα ξέρουμε από παλιά, συμπεριλαμβανομένου και του ίδιου του θανάτου, γι’ αυτό είχε μαζευτεί τόσος κόσμος εκεί και τους άκουγαν να φωνάζουν μες στη νύχτα.

Όταν κατέφτασε το πλήθος ο γιος της φορούσε βαρύτιμα ρούχα, έναν μπλε χιτώνα που δεν είχε ξαναδεί· σηκώθηκε να τον σφίξει στην αγκαλιά της αλλά ήταν σαν ξένος, επιβλητικός, με μια τυπικότητα ασυνήθιστη. Τον προειδοποίησε πως διέτρεχε μεγάλο κίνδυνο, πως τον παρακολουθούσαν αλλά αυτός την αποπήρε κι έπιασε με άλλους κουβέντες βαρύγδουπες και γριφώδεις. Και μετά ο χρόνος έπλασε τον άντρα που δεν με πήρε στα σοβαρά, που δεν άκουγε κουβέντα από κανέναν, τον άντρα που ήταν γεμάτος δύναμη, μια δύναμη χωρίς μνήμη, που δεν θυμόταν  τα χρόνια που είχαν περάσει, τότε που είχε ανάγκη το γάλα από το στήθος μου, το χέρι μου για στήριγμα τότε που μάθαινε να περπατάει… [σ. 58]

Πίσω στο σπίτι της η Μαρία προτιμούσε τις σκιερές γωνιές του σπιτιού. Πλέον γνώριζαν πού μένει και την παρακολουθούν ακόμα και την ώρα που φρόντιζε τα ζώα. Εκείνες οι μέρες ήταν ημέρες τέλους και αρχής. Ήταν σα να ζούσαν μια καινούργια εποχή, μια διαρκή φρενίτιδα υπήρχε στον αέρα, στον ίδιο αέρα όπου οι νεκροί ζωντάνευαν και το νερό γινόταν κρασί. Η μεγάλη αναταραχή τρύπωνε σαν την υγρασία στα δωμάτια όπου ζούσε. Ο κόσμος ήθελε σαν τρελός να τους ακολουθήσει ή έστω να μάθει πού βρίσκονταν. Υπήρχε η αίσθηση πως όλα τα αστέρια θα σταματήσουν να λάμπουν, ότι στον κόσμο θα γίνει τεράστια αλλαγή αλλά σύντομα συνειδητοποίησε ότι μπορεί η αλλαγή να γινόταν μόνο σ’ εκείνη.

Δεν τον έβλεπε πια σαν παιδί αλλά σαν μια δύναμη παγιωμένη, γνήσια, κάτι που έδειχνε να μην έχει πίσω του ιστορία, να μην προέρχεται από κάπου. Όσο εκείνος μιλούσε, τόσο εκείνη ονειρευόταν ότι δραπέτευαν μαζί για κάπου, οπουδήποτε. Οι Ρωμαίοι και οι Πρεσβύτες τον ήθελαν νεκρό αλλά και οι μεν και οι δε φοβούνταν να το δηλώσουν ανοιχτά.  Μετά την σύλληψή του, στις ώρες που πέρασε με τους μαθητές του σχημάτισε την εντύπωση πως οι πάντες πίστευαν ότι αυτό ήταν μέρος ενός σχεδίου, της μεγάλης απελευθέρωσης που θα βίωνε η ανθρωπότητα. Αλλά μιλούσαν και πάλι με έναν κυκεώνα γρίφων. Είχα γυρίσει ξανά στον κόσμο των ζαβών, των σπαστικών, των στενόκαρδων και των τραυλών, που όλοι τους τώρα σε κατάσταση υστερίας κοντοανάσαιναν από την έξαψη προτού καν ανοίξουν το στόμα τους [σ. 70-71]

Ένας μαθητής του την οδήγησε μέσα από στενά δρομάκια σε έναν τεράστιο υπαίθριο χώρο γεμάτο κόσμο. Όταν τον είδε να κοιτάζει τον κόσμο με φόβο και απορία, κατάλαβε πως ήταν η μόνη που συντηρούσε την ελπίδα να αφεθεί ελεύθερος. Όλοι οι υπόλοιποι γνώριζαν ότι αυτό που παιζόταν θα παιζόταν μέχρι τέλους εν ονόματι του μέλλοντος. Αργότερα καθώς το ίδιο πλήθος άνοιγε δρόμο για την ζοφερή πομπή, πάσχιζε να μην χαθεί από τους μαθητές του, αγωνιώντας μην τους ξεφύγει κάποια λέξη, μην γίνουν κι αυτοί θύμα τους. Όταν αντίκρισε τον σταυρό στον δρόμο για τον Γολγοθά της κόπηκε η ανάσα. Εκείνος σήκωσε προς στιγμήν το κεφάλι του τα μάτια του έσμιξαν με τα δικά της. Ήταν το παιδί που είχε βγει από τα σπλάχνα μου και τώρα ήταν πιο ανυπεράσπιστος από ποτέ. Ήθελε να ουρλιάξει αλλά της ψιθύρισαν πως έπρεπε να συγκρατηθεί, αλλιώς θα την αναγνώριζαν. Διατηρούσε την κρυφή ελπίδα ότι είχαν καταστρώσει ένα σχέδιο σωτηρίας και διαφυγής. Τον προσπέρασαν και περίμεναν στην κορυφή παραπάνω από μια ώρα.

Το σταύρωμα, το πρόσωπό του παραμορφωμένο, ματωμένο, αγνώριστο. Τριγύρω το πλήθος χασκογελούσε, φρόντιζε τα άλογά του, έπινε. Ήταν σαν κανονικό παζάρι. Άναβαν φωτιές για να μαγειρέψουν κι ο καπνός μπούκωνε τον λόφο κι έκανε τα μάτια να τσούζουν. Δεν γύρισε να κοιτάξει την μορφή του σταυρωμένου και ξεγλίστρησε από την πίσω μεριά του λόφου για να σωθεί, κάνοντας ότι ψάχνει κάποιον. Όταν αργότερα την φυγάδευσαν πανικόβλητοι στις ερημιές διαπίστωσε πως δεν υπήρχε κανένα σχέδιο διαφυγής, πως όλα ήταν τυχαία και αβέβαια.

Αυτή είναι η φωνή της άφωνης ως σήμερα Μαρίας, ένας μονόλογος μιας θεϊκής μορφής που γίνεται ανθρώπινη γιατί ποτέ δεν ένοιωσε θεϊκή. Όπως κάθε γυναίκα και κάθε μητέρα που θα είχε ζήσει αυτά που έζησε, είναι γεμάτη οργή, αδυνατεί να ξεχάσει τον φόβο, παραμένει καχύποπτη και απείρως τεθλιμμένη. Μπορεί ακόμα και να φτάσει μέχρι τον σαρκασμό και την μνησικακία. Ύστερα πάλι, να πετρώνει από τα βαριά συναισθήματα, να ανακτά την ψυχραιμία της και να αποστασιοποιείται. Και δεν παύει να δυσπιστεί όταν της λένε πως όσα καταγραφούν θα αλλάξουν τον κόσμο. όταν την διαβεβαιώνουν πως ήταν ο γιος του Θεού.

Μεγάλος μέρος όσων διηγείται είναι από άλλων διηγήσεις· είναι ακριβώς η μυθιστορία μιας εποχής αλλεπάλληλων και αντιφατικών αφηγήσεων· μιας ταραγμένης εποχής που η λιτή και ποιητική πρόζα του συγγραφέα (μεταπλασμένη και σε θεατρικές διασκευές και παραστάσεις) αποδίδει με τρόπο έξοχο, χαραγμένο με σιωπές, όσες και της Μαρίας μπροστά στον λεκτικό καταιγισμό του περιβάλλοντός της. Μεγαλωμένος σε σπίτι γεμάτος σιωπή, λόγω της εμπλοκής μελών της οικογένειάς του στον IRA, ο συγγραφέας γνωρίζει καλά ότι αυτός ο λόγος ταιριάζει σε οποιαδήποτε μητέρα χάνει τον μαχητή γιο της για έναν ευρύτερο σκοπό, όπως επίσης γνωρίζει πως ακριβώς αυτή τη σιωπή οφείλει να σπάει η λογοτεχνία και να δραματοποιεί το διάστημα ανάμεσα σε κάτι που έχει ειπωθεί κατ’ επανάληψη και σε κάτι που δεν έχει αρθρωθεί ποτέ, όπως έχει δηλώσει.

Υπάρχουν τόσες συγκλονιστικές στιγμές σε αυτό το υπέροχο κατά Μαρίαν Ευαγγέλιο. Όταν η Μαρία σταδιακά διαπιστώνει την αδυναμία της να τον προστατεύσει· όταν από την αίσθηση ότι μπορεί να κάνει κάτι περνάει στην συνειδητοποίηση ότι δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Ήταν παράξενο που μπορέσαμε να μείνουμε ως απλοί παρατηρητές. […] Πώς μπόρεσα να παρακολουθώ βουβή και ασάλευτη. Όταν την ώρα «της δημόσιας έκθεσης της ήττας του» ενώ ως τότε λαχταρούσε απελπισμένα να έρθει γρήγορα το τέλος, τώρα δεν θέλει να τελειώσει, να χαθεί. Μετά, η ντροπή και η ενοχή της όταν άφησε να θάψουν άλλοι τον γιό της, χωρίς μάλιστα να γνωρίζει αν τελικά τον έθαψαν. Κι ύστερα η σφοδρή επιθυμία της αυτά που συνέβησαν να μην είχαν συμβεί, να είχαν πάρει άλλη πορεία· εκείνος να τους κοιτούσε και να αποφάσιζε όχι τώρα, όχι σ’ αυτούς. Ήταν εύκολο να τον βοηθήσει, έπρεπε να είχε προσπαθήσει περισσότερο. Η απόλυτη πεποίθησή της πως δεν άξιζε τον κόπο.

Θέλω να ζήσω πάλι στα χρόνια πριν από το θάνατο του γιου μου ή πριν φύγει από το σπίτι […] Θέλω μία από εκείνες τις χρυσές ημέρες του Σαββάτου, τις ημέρες χωρίς ανέμους, τότε που […] πήγαινα και έψαλλα τα λόγια της ικεσίας προς το Θεό για να απονείμει δικαιοσύνη στον αδύνατο, να υπερασπιστεί τον ταπεινό […]. Τότε που έλεγα αυτά τα λόγια στο Θεό, είχε σημασία ότι ο άντρας μου και ο γιος μου βρίσκονταν κάπου εκεί κοντά και ότι σε λίγο, θα άκουγα τα βήματά τους να πλησιάζουν […] ύστερα από μια ημέρα στην διάρκεια της οποίας είχαμε ανανεωθεί ως άνθρωποι και η αγάπη του ενός για τον άλλον, για τον Θεό και για τον κόσμο είχε γίνει ακόμα πιο μεγάλη, ακόμα πιο βαθιά. [σ.100-101]

Εκδ. Ίκαρος, 2014, μτφ. Αθηνά Δημητριάδου, σελ. 115. Περιλαμβάνεται επτασέλιδο επίμετρο της μεταφράστριας [The testament of Mary, 2014]

Στις εικόνες έργα των: 1. Henry Ossawa Tanner [The Annunciation], 2. Αγνώστου, Ο γάμος στην Κανά, 4. Pedro de Mena [Dolorosa Mater], 5. Παιδική ζωγραφιά [Stewart School.org], 6. Patricia Boyer σε μια από τις θεατρικές παραστάσεις του έργου, 7. Theodore Gericault [Mater dolorosa], 8. Μιχάλης Βασιλάκης [Σταύρωση], 9. John Scott [Annunciation], 10. Moise Madon [Mater Dolorosa]

23
Φεβ.
18

Διονύσης Καψάλης – Η ταραχή των ανθρωπίνων

Μια μικροκαμωμένη γυναίκα που έζησε σε μια μικρή κωμόπολη της Μασαχουσέτης, στην καρδιά της πουριτανικής Νέας Αγγλίας, μετέτρεψε τα μέτρα της αγγλικής εκκλησιαστικής υμνογραφίας σε υψηλή ποίηση, γεμάτη γόο και μαγεία, οδύνη και ειρωνεία, φωτεινή ευσέβεια και υπόρρητη βλασφημία. Η Έμιλυ Ντίνκισον υπήρξε μια από τις σπαραχτικότερες γυναικείες φωνές, πλάι πλάι με την Σαπφώ και την Ήριννα, την Αχμάτοβα και την Τσβετάγειαβα, την Μαριάν Μουρ και την Ελίζαμπεθ Μπίσοπ. Εσωστρεφής και εκκεντρική για τους συντοπίτες της, έζησε βίο μοναχικό, αποτραβημένη στο πατρικό της σπίτι. Το εκδομένο της έργο όσο ζούσε, συμποσούται σε έντεκα ποιήματα, ενώ μετά τον θάνατό της βρέθηκαν στοίβες και αυτοσχέδια τεύχη με περίπου χίλια οκτακόσια ποιήματα. Η μοναχική περίπτωση της Έμιλυ Ντίκινσον, καθρεφτίζεται με την δόξα και την παθογένεια της ποίησης, για να αντιστρέψω τον τίτλο ενός από τα πλέον ενδιαφέροντα κείμενα σε τούτη την πλούσια δοκιμιακή συλλογή.

Πολλά από τα «επιταφικά» ποιήματά της μαρτυρούν ότι, παρά την εθελούσια απομόνωση και τον ισόβιο αναχωρητισμό της, παρέμεινε για πολλά χρόνια ευαίσθητος δέκτης των εξωτερικών γεγονότων και του συλλογικού σπαραγμού του Αμερικανικού Εμφυλίου. Έστηνε σύνθετους, αινιγματικούς και συχνά παράδοξους συλλογισμούς σ’ έναν διαρκή εσωτερικό διάλογο με τον στοχαστικό εαυτό της, προικίζοντας τα ποιήματά της με πυρετώδη διανοήματα και ελλειπτικούς συλλογισμούς. Η Ντίκινσον ανήκει στην λαμπρή εκείνη χορεία των ποιητών που πρέπει να σκεφτούν τον κόσμο εξαρχής μόνοι τους, με τα δικά τους μέσα· που έχουν πραγματικά δική τους σκέψη ή προτιμούν, όπως έγραφε ο Ουίλλιαμ Μπλαίηκ, «να επινοήσουν δικό τους σύστημα παρά να υποδουλωθούν στο σύστημα κάποιου άλλου». Ο Καψάλης εμβαθύνει στην γραφή της, εξετάζει ποιήματά της και παρουσιάζει τις αντικρουόμενες απόψεις της κριτικής.

Τα τριαντάχρονα ενός ποιήματος («Η επιθανάτια αγωνία ενός ταλέντου») αναφέρονται σ’ ένα από τα σημαντικότερα ποιήματα της αγγλικής γλώσσας, το Aubade του Φίλιπ Λάρκιν, που δημοσίευσε στο εορταστικό χριστουγεννιάτικο τεύχος του Times Literary Supplement το 1977 σε ηλικία πενήντα πέντε ετών. Για τον συγγραφέα ο Φίλιπ Λάρκιν είναι η σημαντικότερη ποιητική φωνή της Αγγλίας των τελευταίων σαράντα ετών (και όχι π.χ. πενήντα ή η σημαντικότερη μεταπολεμική φωνή, ώστε να μην αφήσει έξω τον ώριμο Ώντεν και τον Ντύλαν Τόμας, «κορυφαίους και συχνά ασύλληπτης εκφραστικής ομορφιάς ποιητές»). Σχετικά ολιγογράφος, κατέλιπε τέσσερις όλες κι όλες ποιητικές συλλογές, ενώ η σιωπηλή του δεκαετία πριν τον θάνατό του καλύπτεται επαρκώς από το συγκεκριμένο ποίημα και τα μη μυθοπλαστικά του βιβλία ενώ τα ημερολόγιά του, με δική του εντολή, κάηκαν μετά τον θάνατό του.

Ελάχιστα ποιήματα της αγγλικής γλώσσας μπορούν να σταθούν όρθια απέναντι σ’ αυτό το εκτυφλωτικό μάθημα θανάτου, σ’ αυτή την ήρεμη παραδοχή του κύκλου της ζωής και του θανάτου. Για άλλη μια φορά ο θρίαμβος της τέχνης του Λάρκιν είναι ο θρίαμβος του κατορθωμένου λόγου και της ανθρώπινης επινόησης πάνω στο χάος της εμπειρικής ύλης. Πάντα είρων, το χαρακτήρισε σε επιστολή του θανατοφοβικό και μίλησε για την επιθανάτια αγωνία ενός ταλέντου. Η δεύτερη στροφή απογυμνώνει το θέμα, «τον βέβαιο αφανισμό προς τον οποίο ταξιδεύουμε», στην τρίτη στροφή αφού ξεμπερδέψει με την θρησκεία «αυτό το τεράστιο, σκοροφαγωμένο μουσικό εργόχειρο που φτιάχτηκε για να υποκρινόμαστε ότι δεν πεθαίνουμε ποτέ», ο Λάρκιν θα απορρίψει κάθε προτεινόμενο αντίδοτο αταραξίας ή ηθικής αδιαφορίας προς τον θάνατο, στην τέταρτη θα δώσει την χαριστική βολή μ’ έναν στίχο που διαγράφει μονοκονδυλιά χιλιάδες σελίδες περί ηθικής αντοχής απέναντι στον θάνατο, στην πέμπτη και τελευταία στροφή η συνείδηση της θνητότητας μοιάζει να αραιώνει λίγο, όχι γιατί εξευμενίστηκε ή ηττήθηκε αλλά γιατί η ζωή συνεχίζεται.

Το κείμενο Η ταραχή των ανθρωπίνων αφορά σχόλια σ’ ένα ποίημα του Ουίλλιαμ Μπάτλερ Γέητς, το 6ο μέρος από το σπονδυλωτό επταμερές Meditations in Time of Civil War. Οι «Στοχασμοί σε καιρό εμφυλίου πολέμου», που αφορούν τον ιρλανδικό εμφύλιο πόλεμο [1922 – 1923], ανάμεσα στις κυρίαρχες παρατάξεις Ιρλανδών αυτονομιστών, προέρχονται από την κορυφαία συλλογή The tower, που εγκαινίαζε την τελευταία, εξωφρενικά εύγλωττη ωριμότητα του Ιρλανδού ποιητή. Σε αντίθεση με την αμετακίνητη τοπικότητα, τον Πύργο, πύργο χειροπιαστής βεβαιότητας σε αβέβαιους καιρούς, σταθμό, λιμάνι, «εδώ και τώρα» της ποίησης, το κυρίαρχο αίσθημα του ξεριζωμού αποκτά μια δριμύτερη διάσταση: την αγωνία του εκτοπισμένου και του κατακτημένου ανθρώπου, τη σκέψη του πρόσφυγα τη σκέψη  του αιχμαλώτου τη σκέψη / του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια, τη σκέψη του αυτόχθονα που νιώθει ξένος στο σπίτι του. Το ποίημα, μεταξύ άλλων, έχει απεκδυθεί τον συνήθη μεγαλοϊδεατισμό του Γέητς, την πορφύρα του ιεροφάντη και τον μανδύα του προφήτη και ανασαίνει κανονικά σ’ έναν κόσμο πιο τρυφερό και εξανθρωπισμένο. Μοιάζει μάλιστα να πάει να συναντήσει ανοχύρωτο τον φυσικό κύκλο της ζωής που γεννάει, αναγεννιέται και χτίζει μέσα στις ρωγμές του πύργου, όπως το αέναο πηγαινέλα των φιλόπονων μελισσών που διδάσκει τις αρετές της υπομονής σ’ έναν εξανθρωπισμένο κόσμο. Η ιστορία δεν εξορίζεται από το ποίημα· εξορκίζεται όμως ο πόνος και η βία της.

Το κείμενο για τον Τέλλο Άγρα επιχειρεί μια ολική επανανάγνωση του ποιητή των σχολικών αναγνωστικών και των καθιερωμένων ποιητικών ανθολογιών. Στο ερώτημα που θέτει ο Καψάλης, τι παραμένει ζωντανό για μας σήμερα στην ποίηση του Άγρα, αν απαντούσε μονολεκτικά θα έλεγε την μορφοδοξία, λέξη και έννοια που καθιέρωσε ο ίδιος ο Άγρας και που ίσως ερμηνεύεται με άλλη δική του φράση: «Η μορφή είναι η εφαρμοσμένη ηθική του καλλιτέχνου». Ποια είναι η στρεβλή εικόνα της ποίησης του Άγρα; Μικροαστική μοναξιά και λόγος ενδιάθετος, ένα είδος ψυχαναγκαστικής μόνωσης σε τόνους χαμηλόφωνης εκμυστήρευσης: αυτός είναι ο κόσμος του στην κρατούσα εικόνα της κριτικής, που διανθίζεται και με όρους όπως «νεοσυμβολισμός» και «νεορομαντισμός». Ο κανόνας στην υποδοχή του Τέλλου Άγρα είναι η συγκατάβαση κι ένα εξελικτικό και ανιστόρημα ιδεολόγημα που μετράει την αξία (και την αναγνωσιμότητα) ενός ποιητή με το μέτρο της συνεισφοράς του σε αυτό που ο εκάστοτε τιμητής θεωρεί ως νομοτελειακή εξέλιξη της ποίησης. Κάπως έτσι καλή ποίηση θεωρήθηκε εκείνη που προοιωνίζεται την έλευση του ελεύθερου στίχου.

Ο Άγρας προσαρτά ολόκληρες περιοχές εμπειρίας στην ποίηση, περιοχές ως τότε απροσπέλαστες στον λυρικό λόγο· προσαρτά κυρίως μια μεγάλη περιοχή, που δηλώνεται με τον τίτλο Καθημερινές και σχεδιάζεται προαναγγελτικά με μόττο έναν στίχο του Λαφόργκ: «Α, πόσο καθημερινή είναι η ζωή!». Την καλύτερη υπεράσπιση της ποιητικής του περιοχής  την διατυπώνει ο ίδιος ο Άγρας σ’ ένα μοναδικό κείμενο ποιητικής και κριτικής αυτογνωσίας που τιτλοφορείται Nihil…minor in litteris, στην κατακλείδα του οποίου γράφει: Δεν ξέρω μήπως το βάθος του βόρβορου μέσα στον οποίον ο πολιτισμός έχει εκπέσει – ο φυσικός, ο ηθικός, ο πνευματικός; Δεν ξέρω πως μια αναγέννηση, αν πρόκειται να γίνει, θα προέλθει από σφαίρες άλλες, παρά από την Τέχνη; Δεν ξέρω τάχα, και για σήμερα, και για αύριο, και για πάντα, πως η Τέχνη δεν έκλεισε και δε θα κλείσει παρά κάτι ελάχιστο και πάρα κάτι άλλο, από τον τερατώδη ρευστόν όγκο της ζωής; Όλα αυτά δεν τ’ αγνοώ καθόλου. Κι αν, ωστόσο, ασχολούμαι ακόμη με τα παλιά και τα λεπταίσθητα, γιατί το κάνω;

Δεν θα αποκαλύψω την απάντησή του ποιητή, οι αρετές του οποίου εντοπίζονται στο ποιητικό του σύμπαν. Η σκανδαλωδώς παρεξηγημένη «παιδικότητά» του είναι ένα μοναδικό κατόρθωμα, καθώς ποτέ άλλοτε η παιδική ηλικία δεν μίλησε τόσο καθαρά στην ποίησή μας, όχι με την γλώσσα μιας αφελώς προσδιορισμένης παιδικότητας αλλά ως καθολική συνθήκη του ανθρώπινου υποκειμένου. Και μιλώντας για την ανθρώπινη εμπειρία, οι «Μικρές αγωνίες» αποτελούν ένα από τα αρτιότερα ποιήματα στην γλώσσα μας, ποίημα ανατριχιαστικής ψυχολογικής ακρίβειας και της πιο βαθιάς αλληλεγγύης με τον ανθρώπινο πόνο.

Ο Ουίλλιαμ Μπλέηκ, ο Οδυσσέας Ελύτης απέναντι στον Σεφέρη και τον Καβάφη, ο Ελύτης του Δημήτρη Μαρωνίτη, ο Καβάφης, οι λέξεις και το πράγματα, μερικές σκέψεις για το δημοτικό τραγούδι του Αλέξη Πολίτη και μια υπόθεση για την ποίηση της παιδικής ηλικίας αποτελούν ορισμένα από τα θέματα των άλλων δοκιμίων ορισμένα από τα οποία έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά (Εντευκτήριο, Νέα Εστία, Τείχη), ειδικές εκδόσεις και τόμους ή εκφωνηθεί ως ανακοινώσεις σε εργαστήρια, ομιλίες σε εκδηλώσεις, παρουσιάσεις εκδόσεων κ.ά., ενώ τα υπόλοιπα είναι ως τώρα αδημοσίευτα. Ο δοκιμιακός λόγος του Καψάλη περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία που καθιστούν ένα σχετικό βιβλίο άξιο ανάγνωσης από ειδικούς και ανειδίκευτους: πλούσια και απολαυστική γλώσσα, πρωτότυπες και συζητήσιμες προτάσεις, κάθετες ερμηνευτικές ανασκαφές, κείμενα που σε στέλνουν κατευθείαν στα ίδια τα ερευνώμενα κείμενα.

Το τελευταίο κείμενο, η Ντροπή και η Συγχώρηση (από τον βασιλιά Ληρ στον Πρίμο Λέβι), αρχίζει με μια από τις πιο σπαρακτικές σκηνές αναγνώρισης στο θέατρο και ίσως σε όλη την λογοτεχνία: είναι η στιγμή που ο σαιξπηρικός Βασιλιάς Ληρ συνέρχεται και αναγνωρίζει την Κορδέλια. Τώρα γνωρίζει ότι αδίκησε την κόρη του, ότι η βάναυση πράξη του να την εξορίσει από το βασίλειό του και από την καρδιά του ήταν μια πράξη βίας· πρέπει να τον συγχωρήσει η Κορδέλια αλλά πρέπει εκείνος πρώτα να συγχωρήσει τον εαυτό του. Μπορεί κανείς πραγματικά να «συγχωρήσει τον εαυτό του»; Εδώ ο Καψάλης εκκινεί από μια ολόκληρη περιοχή της σαιξπηρικής δραματουργίας που κυριαρχείται από την θεματική της συγχώρησης και φτάνει ως την Χάνα Άρεντ και τον Πρίμο Λέβι, για να φωτίσει την συγγνωμοσύνη, το ήθος δηλαδή μιας πραγματικής κατανόησης του άλλου.

Εκδ. Άγρα, 2016, σελ. 304.

Στις εικόνες: Emily Dickinson, Philip Larkin [2], William Butler Yates, Τέλλος Άγρας [2], Geoffrey Rush ως Βασιλιάς Ληρ.




Μαΐου 2023
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
1234567
891011121314
15161718192021
22232425262728
293031  

Blog Stats

  • 1.138.331 hits

Αρχείο