Οι περισσότεροι μπορεί να το έχουμε φαντασιωθεί: μια μυθοπλαστική κοινωνία ή έστω μια ομήγυρη αγαπημένων συγγραφέων που συνομιλούν μεταξύ τους με τον τρόπο και το πνεύμα του έργου τους. Ο συγγραφέας που το έκανε πραγματικότητα τους έβαλε στην ίδια γειτονιά, σχεδίασε την πολεοδομική θέση του καθενός στο εξώφυλλο, και άρχισε να γράφει το σχέδιό του από το 2002 σε χωριστά βιβλία των πρώτων δέκα «κυρίων» κατά βάση συγγραφέων, προχώρησε στην συνοίκησή τους στην συνοικία ενός κοινού βιβλίου και συνεχίζει με άλλους τριάντα. Έχουμε συνεπώς εδώ δέκα μείζονες μορφές της γραφής που μοιράζονται ισάριθμα κεφάλαια και δεκάδες υπο-ιστορίες ο καθένας, μικρές και αυτόνομες, σαφώς συνδεδεμένες μεταξύ τους και χαλαρά σχετιζόμενες με εκείνες των άλλων κεφαλαίων. Αντιλαμβάνεται κανείς πως ήδη από τα αποδυτήρια ο Ταβάρες μας χωρίζει σε δυο ομάδες: εκείνοι που γνωρίζουν το έργο των «κυρίων» και οι οποίοι θα αντιληφθούν τις συνεχείς εγχύσεις του στις ιστορίες και οι άλλοι, που πιθανώς θα αντιληφθούν μέρη του έργου τους από τις μικρές αυτές βινιέτες και θα επιχειρήσουν να το ανακαλύψουν περαιτέρω. Αμφότεροι όμως θα απολαύσουμε το παιγνιώδες εγχείρημα.
Αφήστε με να σας θέσω μια ερώτηση κύριε, Μπρετόν. Όλοι γνωρίζουμε τη νύχτα και τις δυο πλευρές που έχουν όλες οι νύχτες: τη νύχτα μέσα στο σπίτι και τη νύχτα έξω απ’ το σπίτι. Δηλαδή, υπάρχει η ηρεμία και το αναμενόμενο, και υπάρχει ο φόβος και το αλλόκοτο. Φυσικά, μπορεί πάντα κανείς να πει πως η ποίηση δεν βρίσκεται ούτε στη μία πλευρά ούτε στην άλλη: η νύχτα έχει δύο πλευρές, και η ποίηση είναι η πόρτα του σπιτιού τη στιγμή που ανοίγει και το σκοτάδι καλύπτει το χορτάρι και τον ουρανό. Αλλά όταν κανείς φοβάται, πρέπει να τρέξει στο σπίτι· κι όταν αισθάνεται ανία, πρέπει να τρέξει προς την έξω πλευρά της νύχτας. Κι η ποίηση, που μοιάζει ένα πράγματα ακίνητο, επιλύει ταυτόχρονα την ανία και τον φόβο· το οποίο είναι καλό και είναι δύο, όντας ένα και μοναδικό, η ποίηση. [σ. 405]
Ας πάμε, για παράδειγμα, στον κύριο Μπρετόν, ο οποίος θα συστηθεί μέσα από μια συνέντευξη για την οποία σταδιακά πληροφορούμαστε πως δεν είναι μόνο εκείνος που (δεν) απαντάει αλλά και εκείνος που (κυρίως) ρωτάει (τον εαυτό του). Ο κύριος Μπρετόν έχει τοποθετήσει στο δωμάτιό του έναν τεράστιο καθρέφτη – το παράθυρο με την ιδανική ταχύτητα. Γνωρίζει πως οι λέξεις φτάνουν αποκαμωμένες στον αναγνώστη και υποστηρίζει ότι ένας στίχος δεν έχει βιογραφικό· όταν είναι καλός, έρχεται χωρίς τίποτα πίσω του, χωρίς διαδρομή, προκύπτει από το μηδέν. Είναι πεπεισμένος πως ένας συγγραφέας πιστεύει περισσότερο στη λέξη θεός παρά στον Θεό αυτόν καθαυτόν. Έξω στον δρόμο διασταυρώνεται με τον κύριο [Μαρσέλ] Ντισάν, που τον τελευταίο καιρό έχει εμμονή με την κατασκευή ενός χάρτη του χρόνου, ενός χάρτη γεωγραφίας και ιστορίας στον οποίο όλα τα γεγονότα θα τοποθετούνταν στον ορισμένο χώρο όπου συνέβησαν. Παράλληλα θυμάται τον κύριο Χουαρός που του άρεσε να βλέπει προτού κοιμηθεί, για να ονειρεύεται καλύτερα.
Το βιβλίο-κεφάλαιο «Ο κύριος Σβέντενμποργκ και οι γεωμετρικές έρευνες» είναι ακριβώς αυτό που δηλώνει: ο φιλόσοφος και θεολόγος Εμάνουελ Σβέντενμποργκ, ο μόνος από τους κυρίους που έζησε σε περασμένους αιώνες, γεωμετρεί την γραφή, την σαγήνη, τις επιθυμίες (η ζωή είναι συνεχές άνοιγμα και κλείσιμο επιθυμιών), ένα εγκώμιο του πνεύματος, την μνήμη των πραγμάτων, σε σειρά σελίδων όπου οι φράσεις του εικονογραφούνται με σχήματα σ’ ένα ατέλειωτο γεωμετρικό παιχνίδι. Ενώ ο κύριος Έλιοτ εντοπίζεται σε σειρά διαλέξεων όπου αναλύει στίχους της Σεσίλια Μεϊρέλες, του Ρενέ Σαρ, του Γιόζεφ Μπρόντσκι, του Πάουλ Τσέλαν, του Γ.Χ. Όντεν και του Μαρίν Σορέσκου. Κάποτε τους ανασκευάζει, τους αντιστρέφει, αφαιρεί ή προσθέτει μια λέξη μεταπλάθοντας το όποιο νόημα, μοιράζεται ένα παιχνίδι πρόσληψης και ανάγνωσης μέσα από συνεχείς ερωτήσεις. Σε τι αναφέρεται ο Ρενε Σαρ όταν στιχουργεί Απαλλάσεσθε, σύμμαχοί μου, βίαιοί μου, νύξεις μου; Σα να λέει ο ποιητής τώρα προχωρώ χωρίς κανέναν από σας; Τι είναι όμως το σώμα χωρίς τους οργανικούς ή εξωτερικούς συμμάχους του, χωρίς τους βίαιους συμμάχους του, χωρίς τις νύξεις που στοιχειοθετούν τις πιο ισχυρές και μοναδικές υποσχέσεις του; Ο κύριος Έλιοτ φτάνει να υποστηρίζει πως ο ορθός στίχος θα είχε ένα Δεν μπροστά: Δεν απαλλάσεσθε, σύμμαχοί μου, βίαιοί μου, νύξεις μου. Τι σκέφτεται η Σύλβια Πλαθ όταν γράφει Δεν είμαι κανένας· δεν έχω καμία σχέση με εκρήξεις ή ο Μαρίν Σορέσκου όταν γράφει Έχω τόσα πράγματα στο κεφάλι μου, δεν μπορεί να είναι για μένα;
Για να δείξει πως δεν υπέκυπτε στη δικτατορία των λέξεων, ο κύριος Χουαρός κάθε μέρα έδινε κι ένα διαφορετικό όνομα στα αντικείμενα. Έτσι την μισή εργάσιμη μέρα του την περνά πράγματι αποδίδοντας ονόματα στα πράγματα, όμως οι δυο ονομασίες στα όνειρά του μπερδεύονται με ανυπολόγιστα αποτελέσματα. Ύστερα σκέφτεται πως για να δώσουμε την πρέπουσα σημασία στο σκοτάδι, τουλάχιστο τόση όση δίνουμε στο φως, θα έπρεπε να είναι απαραίτητη η πράξη που ανάβει το σκοτάδι. Ευτυχώς μας κοινωνούνται οι σκέψεις του μπροστά σε μια βρύση που στάζει ή καθώς οργανώνει με μυστικό τρόπο την βιβλιοθήκη του, για παράδειγμα κατά αλφαβητική σειρά της χιλιοστής λέξης κάθε βιβλίου, αλλά και με βάση πολύπλοκες μαθηματικές ακολουθίες, σε σημείο να την επισκέπτονται όχι λάτρεις της ανάγνωσης αλλά μαθηματικοί.
Ο πολιτικός δεν διαβάζει βιβλία, το πολύ πολύ να διαβάζει τίτλους. Το ίδιο κάνει με τους ανθρώπους. Ο κύριος [Καρλ] Κράους ευθύς εξαρχής δηλώνει πως θα μιλήσει για πολιτική. Ένας από τους πλέον πνευματώδεις αφοριστές που κατακλύζεται συνεχώς από ρήσεις και αντιρρήσεις, ο Κράους αφιερώνει μια σειρά χρονογραφημάτων σε κάποια εφημερίδα – υπήρξε, άλλωστε, μεταξύ άλλων, φανατικός αντιδημοσιογράφος με σατιρικό μένος κατά των εφημερίδων «που ασελγούσαν στην αλήθεια, στην γλώσσα και στην τέχνη», βάζει στο στόχαστρο της πένας του τον (οποιονδήποτε μεγάλο πολιτικό) Αρχηγό. Όταν ο Αρχηγός λοιπόν βηματίζει νευρικός, σκεφτόμενος πως δεν υπάρχει τίποτα να εγκαινιάσει, ο Βοηθός του σκέφτεται να εγκαινιάσουν την παρουσία του σ’ αυτόν τον τόπο, όπου για πρώτη φορά έρχεται – κι όλοι μένουν ενθουσιασμένοι.
Το υπουργικό του συμβούλιο, εξάλλου, προσλαμβάνει κι έναν υπάλληλο κινηματογράφου, ταξιθέτη στην ουσία, για να οδηγεί τον θεατή-υπουργό στην ορισμένη του θέση, και καθώς οι συνεδριάσεις, όπως και οι ταινίες, εκτυλίσσονται στα σκοτεινά, ο Αρχηγός αναγκάζεται να φωνάξει, καθησυχάζοντάς τους Εδώ είμαι, εδώ είμαι! Όταν μια τεράστια αντιπροσωπεία οικονομολόγων καταφτάνει στα κεντρικά γραφεία με μια γιγάντια έκθεση εξακοσίων σελίδων για την κατάσταση της οικονομίας, αυτός εντυπωσιάζεται με το ευρετήριο και παραμένει εκεί, όσο κι αν θέλουν να του δείξουν τις άλλες σελίδες. Να το! μουρμούρισε ο Αρχηγός, διατηρώντας τον ενθουσιασμό του. Για παράδειγμα, αν με ενδιαφέρει το στοιχείο «γενικευμένη φτώχεια», πηγαίνω εδώ στο ευρετήριο και ορίστε: σελίδα 322. Είναι εξαιρετικό! Γενικευμένη φτώχεια: σελίδα 322. Τι ωραίο! Καθώς ο κύριος Κράους παραδίδει το τελευταίο χρονογράφημα στην εφημερίδα, πιθανώς σκέφτεται πως στον κόσμο σύντομα θα εμφανιστεί ένας άλλος Αρχηγός, ύστερα άλλος κι άλλος. Πάντα ο ίδιος ωστόσο.
Ανάμεσα στα όνειρα και στα «ζυμαρικά γράμματα» του Ίταλο Καλβίνο, σ’ ένα έξοχο μικρό κείμενο που τιτλοφορείται «Το παράθυρο» ο Ιταλός συγγραφέας έχει ένα παράθυρο καλυμμένο με δυο κουρτίνες που στη μέση όταν ενώνονται μπορούν να κουμπώσουν με επτά κουμπιά. Για να κρυφοκοιτάξει από το παράθυρο, συνεπώς, πρέπει να τα ξεκουμπώσει ένα προς ένα και μετά, να παραμερίσει τις κουρτίνες και να παρατηρήσει τον κόσμο. Όταν το πρωί άνοιγε το παράθυρο, ξεκουμπώνοντας αργά τα κουμπιά, ένιωθε στις κινήσεις του την ερωτική ένταση αυτού που ξεντύνει με λεπτότητα αλλά και με αγωνία, το πουκάμισο της αγαπημένης / Κοιτούσε έπειτα απ’ το παράθυρο με άλλον τρόπο. Σαν ο κόσμος να μην ήταν ένα πράγματα διαθέσιμο ανά πάσα στιγμή, αλλά κάτι που απαιτούσε απ’ αυτόν, κι από τα δάχτυλά του, ένα σύνολο επιμελών κινήσεων. Ολόκληρη η ουσία της συγγραφικής σύλληψης του κόσμου!
Ο Πολ Βαλερί, ο Ανρί Μισό, ο Μπέρτολτ Μπρεχτ, και ο Ρόμπερτ Βάλζερ συμπληρώνουν την πρώτη δεκάδα των κυρίων οι οποίοι σαφώς άφησαν ένα ανεξίτηλο στίγμα ο καθένας τους στην αχανή γειτονιά της γραφής. Οι μικρές ιστορίες του Μπέρτολτ Μπρεχτ και του Φραντς Κάφκα, οι σουρεαλιστικές βινιέτες του Μπορίς Βιάν και του Δανιήλ Χαρμς, οι παράλογες παραλογές του Γκιγιώμ Απολιναίρ και του Γιάροσλαβ Χάσεκ έχουν σαφώς επηρεάσει την πρόζα του Ταβάρες που εδώ διαποτίζεται διαρκώς με το στοιχείο της έκπληξης, του απρόβλεπτου αλλά και της βαθιάς γνώσης του έργου των τιμώμενων. Άραγε θα ολοκληρώσει την Γειτονιά ώστε να μπορούμε να την ενοικούμε όποτε επιθυμούμε;
Εκδ. Καστανιώτη, 2016, μτφ. από τα πορτογαλικά Αθηνά Ψυλλιά – Παναγιώτα Μαυρίδου, σελ. 606. Το βιβλίο βρίθει από σχέδια και σκίτσα της Ρασέλ Καϊάνο [Gonçalo M. Tavares, O Bairro, 2002-2010].
Στις εικόνες: Andre Breton, Emanuel Swedenborg, Roberto Juarroz, T.S.Elliott, Karl Kraus [έργο του Alfred Hegel], Italo Calvino, Paul Valery.
To εξίσου παιγνιώδες μυθιστόρημα του συγγραφέα Ιερουσαλήμ εδώ.
Δημοσίευση και στο mic.gr/βιβλιοπανδοχείο αρ. 236, εδώ, με τίτλο Mr you’re a better man than I, από εδώ και εδώ.