Archive for the 'Μουσική' Category



27
Δεκ.
19

Shawn Levy – Ready, Steady, Go! Η υπέροχη άνοδος και η ιλιγγιώδης πτώση του Swinging London

Τι συνέβη και το Λονδίνο της δεκαετίας του ’60 μεταμορφώθηκε από σεμνότυφη και πνιγηρή πρωτεύουσα σε κέντρο του μοντέρνου κόσμου; Σχεδόν κανένα από τα συστατικά στοιχεία εκείνης της έκρηξης δεν ήταν μοναδικό: είχαν υπάρξει και στο παρελθόν μποέμικες επαναστάσεις, οικονομικές αναγεννήσεις και νέα κύματα στις τέχνες, στη μαζική κουλτούρα και στον τρόπο ζωής. Είχαν υπάρξει και παλιότερα στιγμές που η νεολαία κυριαρχούσε στην πολιτιστική σκηνή: η εποχή της τζαζ στην δεκαετία του ’20  το σύντομο μεσουράνημα του ροκ εν ρολ τη δεκαετία του ’50. Όμως στο Λονδίνο εκείνα τα λίγα χρόνια όλα συνδυάστηκαν αρμονικά: η νεότητα, η ποπ μουσική, η μόδα, η σάτιρα, οι καλές τέχνες, η σεξουαλικότητα, ο κινηματογράφος. Το Ready, Steady, Go! παρουσιάζει ακριβώς το πώς συνέβη και αναμείχθηκαν όλα αυτά δημιουργώντας το περίφημο Swinging London και, σωστά, όπως τονίζει και ο μεταφραστής, ο όρος μένει αμετάφραστος όχι μόνο επειδή δεν έχει το ακριβές ελληνικό του αντίστοιχο αλλά και γιατί ολόκληρο το βιβλίο είναι μια αναζήτηση της σημασίας του.

Σ’ εκείνη την δεκαετία η αγγλική κοινωνία σαφώς και γινόταν όλο και πιο ανεκτική και ελεύθερη – αν και στην πραγματικότητα απλώς ακολουθούσε την κοινωνική χαλάρωση που είχε ήδη συμβεί στις ΗΠΑ. Μέχρι τότε λοιπόν η νεότητα ήταν κάτι που έπρεπε να υπομείνεις και η σάτιρα απλώς υπομειδιούσε μπροστά σε οποιαδήποτε κακώς κείμενα. Τώρα η νέοι βγαίνουν μπροστά και η σάτιρα μετατρέπεται σε ένα ζωντανό κίνημα που περιλάμβανε τους πάντες, μαζί με μια ατμόσφαιρα ειρωνείας και κυνισμού γύρω από την δημόσια ζωή και τους «καλύτερούς μας».

Ο συγγραφέας επιλέγει να αφιερώσει τα κεφάλαιά του σε έξι συγκεκριμένα πρόσωπα, τα οποία συνέλαβαν ιδέες που πυροδότησαν μια ολόκληρη ατμόσφαιρα. Σαφώς και δεν είναι τα μόνα, εξ ου και η διαρκής ακτινωτή επέκταση των κειμένων προς κάθε κατεύθυνση: δεκάδες προσωπικότητες, καλλιτεχνικά γεγονότα, νέες τάσεις εμπλέκονται το ένα με το άλλο, και όλα ως ψηφίδες φτιάχνουν την συμπαγή και ταυτόχρονα διασπασμένη εικόνα των Λονδρέζικων 60s.

Ο φωτογράφος David Bailey είχε γοητευτεί από τις φωτογραφίες στα εξώφυλλα των δίσκων του Chet Baker αγόρασε μια απομίμηση Rolleiflex κι ύστερα μια Pentax 35mm, που τον απελευθέρωσε από το τρίποδο και του επέτρεψε να φωτογραφίζει τα μοντέλα του σε ένα είδος ερωτικού χορού. Σύντομα βρήκε στο πρόσωπο της Jean Shrimpton το πρώτο μοντέλο που έγινε γνωστό μόνο και μόνο για τις ικανότητές της μπροστά στον φακό, κι ας ντυνόταν με ό,τι κουρέλια έβρισκε μπροστά της, κι ας έμοιαζε τον περισσότερο καιρό με άστεγη. Η νέα αυτή φωτογραφική συμπεριφορά ενέπνευσε τον κεντρικό ήρωα της ταινίας Blow Up του Αντονιόνι, ο οποίος έφτασε στο εσπευσμένα Λονδίνο, γνωρίζοντας πως η πόλη φλέγεται από εικόνες, το ιδανικό περιβάλλον για να γυρίσει εκείνη την ιστορία του Χούλιο Κορτάσαρ.

O κομμωτής Vidal Sassoon εμπνεύστηκε από την Αρχιτεκτονική και ειδικότερα την Σχολή Μπαουχάουζ τις αυστηρές καθαρές γραμμές και συνέλαβε την ιδέα χτενισμάτων με καθαρά γεωμετρικούς όρους. Είναι χαρακτηριστικό το περιστατικό με την περίφημη Nancy Kwan και τα ολόισια μαύρα μαλλιά της: στα γυρίσματα της ταινίας The Wild Affair [1963] ο Σασούν την κούρεψε καθώς έπαιζε σκάκι με τον μάνατζέρ της και το μόνο της σχόλιο ήταν ένα χαμόγελο. Οι γυναίκες απελευθερώνονται από την τυραννία των σαλονιών ομορφιάς και των κομμωτηρίων με τα ογκώδη σεσουάρ και τα ρόλει και ο κομμωτής γινόταν απλώς ένας κόφτης μαλλιών που τους έδινε μια εμφάνιση που μπορούσαν να διατηρούν οι ίδιες. Την ίδια στιγμή δεν έπαυε να θυμίσει την αντιστασιακή του αλλά και την σύγχρονη αντιφασιστική δράση – «τσακίζαμε τους φασίστες στους δρόμους, τόσο απλά».

Η σχεδιάστρια Mary Quant απελευθέρωσε με άλλο τρόπο τις γυναίκες: έφτιαχνε ρούχα με μια αίσθηση χρώματος, ελευθερίας, νεότητας και ερωτισμού, ρούχα που τις έκαναν να ξεχωρίζουν από τις μανάδες τους. Το ατελιέ της ήταν ο ίδιος ο δρόμος. Οι φούστες στένεψαν και κόντυναν, ακυρώνοντας το τελευταίο ταμπού της γυναικείας εμφάνισης. Την νέα κινηματογραφική πραγματικότητα εκπροσωπούν επάξια οι Terence Stamp και Michael Caine, σ’ ένα Νέο Σινεμά όπου οι ηθοποιοί υποκρίνονται γυμνές ανθρώπινες συμπεριφορές περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Ευνόητα ένα εκτενές κεφάλαιο αφιερώνεται στον Brian Epstein που ανακάλυψε και παρουσίασε τους Beatles αλλά και στον Andrew Loog Oldham, τον «ιμπρεσάριο» των Rolling Stones, τους οποίους ορθώς συνέλαβε ως μια πάντα περισσότερο εξεγερσιακή και αλήτικη από τους Beatles. Εδώ ξαναβρισκόμαστε στην αρχή των Stones, στο Crawdaddy, όπου έπαιξαν μπροστά σε είκοσι μόνο άτομα – τις επόμενες άρχισαν να μαζεύουν όλο καi περισσότερο κόσμο, μέχρι που η μπάντα έγινε το απροσδόκητο επίκεντρο μιας νέας μουσικής σκηνής.

Φυσικά η τηλεόραση δεν θα μπορούσε να μην έχει τον ρόλο της στην Λονδρέζικη Άνοιξη – ήταν η εκπομπή που έδωσε το όνομά της σε αυτό το βιβλίο. Χάρη στο Ready, Steady, Go!, θυμάται ο Pete Townshend, η μόδα των mods εξαπλώθηκε σε όλη την Αγγλία μέσα σε μια νύχτα και τίποτα δεν ήταν πια το ίδιο. Η παλιά σκηνή των μοντ ήταν κλειστή, μυστικοπαθής – κανείς δεν σου έλεγε τι να κάνεις ή που να βρεις τα κατάλληλα ρούχα. Τώρα όλοι ξεχύνονταν αναζητώντας τους όμοιούς τους. Και φυσικά υπήρχαν και τα ναρκωτικά, αλλά με μια ουσιώδη διαφορά:

Όπως συνέβη και στην Αμερική, το LSD προκάλεσε μια έκρηξη της όρασης και της ακοής, αχαλίνωτη, χίπικη συμπεριφορά και ανανεωμένο σεβασμό για το πνεύμα του έρωτα στη σωματική, στην πνευματική και στην αλτρουιστική εκδοχή του. Όμως υπήρχε μία παραμυθένια διάσταση στο ψυχεδελικό Λονδίνο, που δεν έβρισκε το αντίστοιχό της στη Νέα Υόρκη ή στο Σαν Φρανσίσκο. Αν η αμερικανική ψυχεδέλεια ήταν ένα αναμμένο φυτίλι αναπόσπαστα συνδεμένο με το αντιπολεμικό κίνημα, το κίνημα για τις ελευθερίες των φοιτητών και την κοινή αντίληψη ότι οι υπάρχουσες δομές της κοινωνίας έπρεπε να κατεδαφιστούν, η αγγλική ψυχεδέλεια είχε εξεζητημένο, απόκρυφο και ερμητικό χαρακτήρα· συνδεόταν περισσότερο με το επικούρειο παρά με το αποκαλυπτικό. [σ. 389-390]

Κι όταν όλα τελείωσαν, τι είχε μείνει; αναρωτιέται ο συγγραφέας στον επίλογο του βιβλίου του. Για πάντα μετά από εκείνη την περίοδο μπορούσες να εκφράζεσαι, να παραδίδεσαι στην αίσθηση της στιγμής, να εξερευνάς τον μεγάλο κόσμο ή τα πράγματα πέρα απ’ αυτόν. Στα χρόνια του Swinging London συνειδήσεις αφυπνίστηκαν, ο έρωτας απελευθερώθηκε, το ροκ γνώρισε μια σπάνια κορύφωση, η ομοφυλοφιλία αποποινικοποιήθηκε, οι τέχνες αλληλεπίδρασαν με τις ζωές των ανθρώπων. Θα μπορούσε να είχε συμβεί οπουδήποτε αλλά συνέβη εκεί. Μια μέρα ο κόσμος αποφάσισε να κάνει ένα άλμα μπροστά και το έκανε με ώρα Λονδίνου.

Εκδ. Κουκκίδα [Σειρά Πόρτες, 1], 2015, μτφ. Αλέξης Καλοφωλιάς, σελ. 549 [Ready, Steady, Go! The smashing rise and giddy fall of Swinging London, 2002]. Περιλαμβάνεται εκτενής θεματική βιβλιογραφία και ευρετήριο.

Πρώτη δημοσίευση σε συντομότερη μορφή: Fanzine Lung, τεύχος 5 (Δεκέμβριος 2019)

Στις εικόνες: Mick Jagger – Marianne Faithful, Vidal Sasoon κατά το θρυλικό κόψιμο των μαλλιών της Nancy Kwan, η Mary Quant στο «εργαστήρι» της (Chelsea, 1965), Jean Shrimpton, με πολλές προς τιμή της σελίδες στο βιβλίο, Cathy McGowan (οικοδέσποινα της τηλεοπτικής εκπομπής Ready, Steady, Go!) με Paul McCartney, εξώφυλλο με τα κορίτσια της επιδραστικής ταινίας Pleasure Girls (1965)

09
Δεκ.
19

Μπάμπης Αργυρίου – Άλμπουμ διασκευών

Η άγραφη πρόζα του ροκ

Η ιδέα σιγοκαίει εδώ και χρόνια όλους όσοι από εμάς έχουν την τύχη να ζουν και ν’ αναπνέουν μέσα από την μουσική, πόσο μάλλον αν αφιερώσαμε τρισεκατομμύρια στιγμές στην προσπάθεια να την μεταγράψουμε σε κριτικά κείμενα μέσα σε περιοδικά, φανζίν και ραδιοσταθμούς: Να υπήρχε επιτέλους ένα βιβλίο που να μετέτρεπε σε πρόζα τα ίδια τα τραγούδια των συγκροτημάτων που αγαπήσαμε, τους στίχους τους, την πορεία της μπάντας, τις ίδιες τις ζωές των μελών της. Αλλά τίποτα! Ένα αχανές χρυσωρυχείο ιστοριών έμενε κλεισμένο μέσα στους δίσκους και την ιστορία του ροκ εν ρολ. Ίσως υπάρχει ένα τέτοιο βιβλίο σε μια άκρη του κόσμου, αλλά ψάχνοντας χρόνια δεν έχω πέσει πάνω του. Τώρα όμως…

Έτσι οι ιστορίες εδώ αναβλύζουν μέσα ή με αφορμή το ατόφιο ροκ των Ramones και των Clash ή το πανκ των Sex Pistols, τα σκοτάδια των Cure και τις αβύσσους του Nick Cave και των Dead Can Dance· εδώ «γράφουν» ή «γράφονται» αρχιμάστορες όπως ο Bob Dylan και ο Neil Young, διαχρονικοί ραψωδοί όπως οι Tim Buckley, Nick Drake και Leonard Cohen, αιώνιοι ρόκερς σαν τον Iggy Pop και τον Rory Gallagher κι όσοι άλλοι ενέπνευσαν (ενίοτε προκάλεσαν!) τα διηγήματα του βιβλίου: The Beatles, The Rolling Stones, Pink Floyd, Simon & Garfunkel, Bob Marley, The Go-Betweens, R.E.M.,The Walkabouts, Rage against the Machine/Magazine, Talking Heads, Tindersticks, Massive Attack, Radiohead, Nirvana, PJ Harvey, Bjork κι όσοι αναφέρονται εδώ πιο κάτω.

Κάθε κείμενο έχει τίτλο το όνομα του εκάστοτε καλλιτέχνη/γκρουπ μαζί με μια φράση σαν πρόγραμμα κι επίγραμμα μαζί. H ζωή σου μπορεί να επιδεινωθεί και χωρίς την κινητοποίησή σου, αναγράφεται στο δεκασέλιδο του αφηγητή Tom Waits και η ιστορία δεν θα μπορούσε παρά ν’ αρχίσει σ’ ένα μπαρ, που στην μια του γωνιά κάποτε άραζε η Λουσίντα· τώρα του έστειλε χριστουγεννιάτικη κάρτα απ’ τη Μινεάπολις, γράφοντας ότι ξεμπέρδεψε με τις καταχρήσεις, ζούσε μ’ έναν μουσικό που την αγάπησε, υιοθέτησε το παιδί της και την έβγαζε για χορό κάθε Σαββατόβραδο. Αλλά μπορεί όλα να είναι και ψέματα, να ξαναγύρισε στο Σαν Λεμέντε και να δούλευε πάλι σαν πουτάνα. Ο Τζωρτζ παραδίπλα ψελλίζει Μόνο όταν ονειρεύομαι είμαι αθώος, μέχρι την στιγμή που το ενδιαφέρον του αφηγητή πάει στην νεαρή Μέλανι, με την οποία αρχίζει ένας διάλογος πλημμυρισμένος από ιστορίες που ίσως εμείς οι πιστοί του Waits γνωρίζουμε καλά. Αποτυχημένες σχέσεις, ματαιωμένες φυγές, τα φιλιά που είναι πάντα σαν φιλιά ξένων.

Ο συγγραφέας μας αιφνιδιάζει με την θέση στην οποία βάζει κάθε φορά τον καλλιτέχνη του. Ο Lou Reed γίνεται ταξιτζής που μονολογεί στους πελάτες τους κατά τις κούρσες του – που αλλού; – στη Νέα Υόρκη. Η Αφροδίτη με τις Γούνες, ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα του Μανχάτταν, εκείνοι που περπατούν στην άγρια πλευρά της πόλης και της ζωής, όσο έκαναν ό,τι ταπεινωτικό τους ζητήθηκε για να επιβιώσουν, είναι όλοι παρόντες στην λακωνική του πολυλογία. Και φυσικά η Κάρολιν, που την συγκρίνει με τον χρόνο, που ποτέ δεν είναι αρκετός, που είσαι ανήμπορος να τον κρατήσεις. Αλλά ο κόσμος χωρίς την αγκαλιά των γυναικών, μοιάζει μ’ ένα ανόητο παιδί. Αυτός ο τύπος πάντα αναζητούσε τα απλά και αυθόρμητα πράγματα, όσα φτιάχνουν μια perfect day· δεν θέλει άλλες ενοχές, αρνητικές σκέψεις, τους μονίμως σκυθρωπούς ανθρώπους που συζητάνε για τα στραβά του κόσμου – ή αυτούς που πάντα σε στήνουν λες και είναι ντίλερ! Δεν του αρέσει να μετανιώνει για τίποτα, αφού κάθε φορά έκανε αυτό που θεωρούσε σωστό. Κανείς δεν του δίδαξε την διαχείριση του θυμού ή την ομορφιά της λησμονιάς. Όμως σε ποιον πελάτη τα λέει όλα αυτά ο Lou και πότε; Αν φτάσουμε ως το τέλος και ξαναδιαβάσουμε την ιστορία, τότε όλα αλλάζουν.

Θα μπορούσε, λοιπόν, μια τέτοια σύλληψη να μείνει στα προφανή ή στα λιγότερο προφανή των τραγουδιών ή των ίδιων των καλλιτεχνών. Οι ιστορίες θα ήταν ποικίλες κι ατέλειωτες και δεν ήμασταν όλοι ευχαριστημένοι. Αλλά γνωρίζουμε καλά τις γραφές του Αργυρίου: δεν ευχαριστιέται με μια ιδέα, θέλει να την σκάψει ακόμα παρακάτω. Κι έτσι σχεδόν «διήγημα» έχει μια ευφάνταστη σχέση με το τιμώμενο όνομα. Ενδεικτική η περίπτωση της Patti Smith που παραμερίζει στην άκρη για να δούμε τρεις βαθύτατα κινηματογραφικές και ροκ εντ ρολ ιστορίες. Η πρώτη έχει ως πρωταγωνιστή τον Τζο, καπετάνιο σε μαούνα στον Χάντσον της Νέας Υόρκης, με μια κρυμμένη γραφομηχανή στην καμπίνα του, ερημίτη ακόμα κι όταν βρίσκεται με παρέα, να συναντάει κάπου κάπου την Ζακλίν με το τεχνητό πόδι ή την Φέι, ιδανική παρέα για να «χτυπάνε» μαζί.

Η δεύτερη μοιράζεται σε περισσότερους χαρακτήρες που ζουν παραισθησιογόνες κι ερωτογόνες ζωές θυμίζοντας χαρακτήρες του Μπάρροουζ. Και η τρίτη πρωτοπρόσωπα ξεφυλλίζει κάτι σαν ημερολόγιο ενός κλέφτη ο οποίος δεν παύει να αναζητά τον αγνό έρωτα: Η περιπέτεια της ζωής μου ήταν ένα εκτεταμένο ζευγάρωμα, φορτισμένο και περιπλεγμένο από μια βαριά, παράξενη ερωτική τελετή. Το ερωτικό παιχνίδι αποκαλύπτει έναν κόσμο χωρίς όνομα, που φτιάχνεται από τη βραχνή γλώσσα των εραστών, η οποία ψιθυρίζεται στο αφτί και το πρωί ξεχνιέται [σ. 112]. Στην ουσία χαιρόμαστε τρεις συμπυκνώσεις ισάριθμων βιβλίων των Alexander Trocchi, William Burroughs και Jean Genet, αγαπημένα της Patti Smith, όλα με ήρωες χωρίς ηθική, χωρίς ιερό και όσιο, ισόβια παραδομένους στους εθισμούς τους. Άραγε τα βιβλία που διάβασε ένας καλλιτέχνης μέχρι που εισχώρησαν στα τραγούδια του;

Η ιστορία των Calexico αναπνέει μέσα από την σκόνη του ροκ εν ρολ της λατινικής ερήμου. Μια οικογένεια ξεκινάει από την χώρα της για να διασχίσει μέσω Γουατεμάλας το Μεξικό κι από εκεί να βρεθεί στην γη της επαγγελίας. Γνωστή και χιλιοπαιγμένη ιστορία αλλά εδώ είναι τα παιδιά που παρασύρουν τους γονείς, κι οι εικόνες του ταξιδιού ό,τι πρέπει για στίχους νότιας καυτής μουσικής. Μια σπάνια εναλλαγή συναισθημάτων και καταστάσεων, μια ιστορία που φτάνει μέχρι το σημείο που μπορεί κανείς να θυσιάσει τα πάντα για μια νέα ζωή. Και πώς μπορεί κανείς να βάλει σε νέες λέξεις την παλιά περίπτωση των Joy Division; Με διάλογο των δυο διαφορετικών φωνών που μαλώνουν μέσα σ’ ένα κεφάλι – υπέρ ζωής και υπέρ αυτοχειρίας, με τον αγώνα να βαίνει ισόπαλος στα επιχειρήματα αλλά μόνο εκεί. Τρεις αυτόχειρες πλαγιοκοπούν και τους Black Sabbath, στην πιο απρόβλεπτη ιστορία, ενώ οι Clash, αντίθετα, αφήνουν σπαράγματα της αλληλογραφίας τους να συνθέσουν την δική τους.

Η κατά David Bowie πρόζα τον βρίσκει τηλεπαρουσιαστή, από την ταπεινή αρχή ως την κορυφή της καριέρας του, να ονειρεύεται ένα πρόγραμμα που θα μεταδίδεται σ’ ολόκληρο τον πλανήτη κι ακόμα παραπέρα. Έχει πέσει κανείς ποτέ από το διάστημα στη Γη; Μπορεί κανείς, αντί να ακολουθεί την μόδα, να την διαμορφώσει; Ο Αστράνθρωπος και η Λαίδη Αστερόσκονη, οι πανικόβλητοι του Ντιτρόιτ, οι γυναίκες της Suffragette City, τα τραύματα που είναι τα παράσημά μας, ο Major Tom και Α lad insane, όλοι κάνουν ένα πέρασμα από εδώ, με τελευταίο τον ίδιο που χαίρεται «γιατί άνοιξε μια πόρτα που θα μείνει για πάντα ανοιχτή». Η ζωή είναι ένας λόφος που ανεβαίνεις βαδίζοντας ανάποδα. Τον ανέβηκα τρέχοντας, ήμουν άνθρωπος της δράσης. Η ζωή είναι μικρή αλλά χωράει όσα κι αν σκεφτείς να κάνεις. [σ. 279]

Όταν όλη αυτή η πρόζα έχει τόσες φανερές κι άλλες τόσες υπόγειες αναφορές, τι είδους αναγνώστες μπορούν να την χαρούν; Εκείνοι που γνωρίζουν καλά τα ονόματα και θα τις αντιληφθούν πίσω από κάθε σχεδόν λέξη; σίγουρα· όσοι ενδιαφέρονται να μπουν σ’ ένα υπέροχο διακειμενικό παιχνίδι και να ψάξουν σαν ερευνητές τους στίχους και τα δεδομένα που κρύβονται εδώ; οπωσδήποτε! Αλλά και οι ανίδεοι, εκείνοι που δεν έχουν βυθιστεί σ’ όλη αυτή την μουσική και δεν θέλουν να αναζητούν πρόσθετα πέρα από τις σελίδες, μπορούν να απολαύσουν τις ιστορίες ως πρωτότυπες και ευρηματικές. Δεν χρειάζεται καμία προϋπηρεσία εδώ, ούτε καν να έχει διαβάσει κανείς τον συγγραφεά στο φανζίν του Rollin Under (1985-1991) ή στο Mic.gr που συνδημιούργησε από το 2000 και μετά, ούτε να τον έχει ακούσει στον ραδιοσταθμό του Radio Free (1980 – 1987). Τα προηγούμενα δυο μυθιστορήματα του συγγραφέα εδώ κι εδώ.

Εκδ. Mic Books, 2019, σελ. 336

Δημοσίευση και σε: Mic.gr / Βιβλιοπανδοχείο αρ. 232, υπό τον τίτλο Look back in hunger.

Στις εικόνες: Tom Waits, Lou Reed, δυο προφανής αφίσες, μια προφανής κασέτα, P.J. Harvey.




Μαρτίου 2023
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 12345
6789101112
13141516171819
20212223242526
2728293031  

Blog Stats

  • 1.133.258 hits

Αρχείο