Archive for the 'Αρχαιότητα' Category



23
Ιολ.
18

«Με φιλίαν παντοτινήν και άδολη». Γράμματα του Ιωάννη Συκουτρή στις μαθήτριες του (1933 – 1937)

Η παιδαγωγία ως αμοιβαία επίδραση μεταξύ δασκάλου και μαθητή

Μου χρεωστείς, λες, ευγνωμοσύνη· μα γιατί; Μήπως η σχέσις δασκάλου προς μαθητήν, αν είναι γνησία και εσώψυχος, είναι σχέσις απλής μεταγγίσεως παραστάσεων και συναισθηματικών καταστάσεων ή σχέσις παθητικής του ενός καθοδηγήσεως υπό του άλλου. Θα ήταν ασέβεια να το κατεβάση κανείς ως εκεί. Θα ήταν μάλιστα και παράλογο, γιατί θα παρεγνώριζε, ότι κάθε γνησία παιδαγωγία είναι ενέργεια αμοιβαίας επιδράσεως, είναι μια συνένωσις των ηθικών και πνευματικών δυνάμεων, μέσ’ από την οποίαν δεν μπορείς να ξεχωρίσης, ποιος δίνει και ποιος παίρνει πού και πότε προσφέρεις και πού λαμβάνεις, τι χαρίζεις και τι σου χαρίζουν… [σ. 46 – 47]

Ο Ιωάννης Συκουτρής (1901-1937) υπήρξε όχι μόνο ιδανικός μελετητής της κλασικής, μεταγενέστερης και βυζαντινής επιστολογραφίας, αλλά και ο ίδιος δεινός επιστολογράφος. Από την πλούσια όμως αλληλογραφία του πολύ λίγα ίχνη έχουν περισωθεί, διασκορπισμένα σήμερα σε βιβλιοθήκες και αρχεία. Οι σαράντα αυτές επιστολές του από τις Ράχες της Ικαρίας, το Ξυλόκαστρο και την Μήθυμνα της Λέσβου προς τις μαθήτριές του αποτελούν μια πολύτιμη κατάθεση στην επιστολογραφία του όχι μόνο επειδή καθρεφτίζουν τις ιδέες του για την πολύτιμη σχέση δασκάλου και μαθητή αλλά και επειδή αναδεικνύουν τις βαθύτερες σκέψεις αλλά και ανησυχίες ενός σπάνιου πνευματικού ανθρώπου.

«Έγραφε όπως και μιλούσε, με αληθινή μέθη. Έζησεν αδιάκοπα με υψωμένο το θερμόμετρο. Στο υψηλότερο σημείο, η στήλη έσπασεν απότομα», έγραψε ο Τέλλος Άγρας σε σημείωμα που δημοσιεύτηκε λίγο μετά την αυτοκτονία του. Και πράγματι, η γραφή του εδώ έχει όλα τα στοιχεία μιας μέθης, από τον ενθουσιασμό μέχρι και την παραφορά αλλά και μια σπάνια νηφαλιότητα· είναι μάλιστα αξιοσημείωτο το γεγονός ότι είναι τόσο νευρώδης ο τρόπος με τον οποίο χαράζει τις πυρετώδεις σκέψεις του στο χαρτί, που συχνά παρατηρούνται ορθογραφικές αβλεψίες, συντετμημένες λέξεις (αμφότερες οι περιπτώσεις αποκαταστάθηκαν σιωπηρά), διαγραφές και δυσανάγνωστοι χαρακτήρες. Συνεπής προς τις αρχές του ο Συκουτρής δεν ακολουθεί καμία γλωσσική ορθοδοξία της δημοτικής ή της καθαρεύουσας.

Ο Συκουτρής απευθύνεται σε τέσσερις μαθήτριές του, την Αγλαΐα Φακάλου, την Μαρία Κακισοπούλου, την Μαρίκα Στρομπούλη και την Ηρώ Κορμπέτη.  Οι δυο πρώτες είναι 15 χρόνων όταν αρχίζει η αλληλογραφία τους το καλοκαίρι του 1933 και τον γνώρισαν τέσσερα χρόνια πριν στην Β΄ Γυμνασίου του Αρσακείου Παρθεναγωγείου. Η απόφασή τους να σπουδάσουν φιλολογία, ήδη από εκείνη την ηλικία, προκάλεσε το αδιάπτωτο ενδιαφέρον του Συκουτρή για την πρόοδό τους. Έκτοτε τις αγαπούσε και τις αποκαλούσε παιδιά του. Ο καθηγητής μέσα από τις επιστολές αποκαλύπτει όχι τους προβληματισμούς του πάνω στα θεμελιώδη ζητήματα της ζωής και της δημιουργίας του αλλά και στοιχεία από την καθημερινή του ζωή, την πορεία της εργασίας του και τα διλήμματα της σχετικής περιόδου. Στην αλληλογραφία με την Ηρώ Κορμέτη το ενδιαφέρον του είναι αυστηρά προσανατολισμένο στην υπεύθυνη, επιστημονική καθοδήγηση της φοιτήτριάς του προς την έκδοση ενός βυζαντινού κειμένου. Εδώ αναδεικνύονται οι αντιλήψεις του για το παιδευτικό έργο, όπως και στα τρία γράμματα προς την Μαρίκα Στρομπούλη. Όλες πλέον είναι φοιτήτριες στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών.

Ήδη από το πρώτο του γράμμα, απαντώντας προφανώς στα καλά λόγια της μαθήτριάς του, γράφει πως είναι «πολύ λίγο “εξαιρετικός άνθρωπος”, πως αγωνίζεται πολύ για να κρατήσει την ισορροπία του ανάμεσα στο χάος των εξωτερικών συνθηκών της ζωής του και την άβυσσο των εσωτερικών κινημάτων της ψυχής του» και λίγο αργότερα της μεταδίδει μια σπάνια σκέψη: «στην πίστη μας σ’ έναν άνθρωπο τοποθετούμε πολύ περισσότερο από τον κόσμο μέσα μας παρ’ όσον από ό,τι η εμπειρία μας προσφέρει. Και αν εσύ τώρα βρίσκεις τόσα καλά σ’ εμένα, αυτό σημαίνει πως έχεις μέσα σου έναν εξαιρετικό ηθικό πλούτο, και αυτόν εζήτησες ν’ αντικειμενοποιήσεις, να τον προβάλης προς τα έξω συνδέουσα με τόνομά μου». Της γράφει ακόμα ότι το δικό της παράδειγμα, ως το τελευταίο από την πείρα των ανθρώπων, που μαζεύει καθημερινά, τού ενισχύει ακόμα περισσότερο την πεποίθησή του ότι το πρόβλημα της ζωής δεν είναι στο ν’ αλλάξει κανείς την μοίρα του αλλά στο να κάνει μοίρα του την ίδια του την φύση.

Δεν είναι βέβαια εύκολο, γράφει ο Συκουτρής, να ανακαλύψουμε τον εαυτό μας κάτω από τα επιστρώματα επιδράσεων του σχολείου και της κοινωνίας ξένων προς τον γνήσιο πυρήνα της οντότητάς μας· ακόμα πιο δύσκολο είναι να μείνει κανείς πιστός σ’ ότι μια φορά ανακάλυψε ως γνήσιο στοιχείο του εγώ του. Ο ανθρώπινος πόνος, που οδηγεί στην αληθινή κακοδαιμονία (με την ετυμολογική σημασία της λέξεως), έχει την πηγή του όχι τόσο στους περιορισμούς της ατομικής μας ελευθερίας, όσο στην κακή εκ μέρους μας χρησιμοποίησή της στην απάρνηση του ίδιου μας του εαυτού. Μακάρι να μπορούσαμε πάντα να θέλουμε ό,τι θέλουμε! Ο Πλάτων αισθάνθηκε αυτή την προβληματικότητα και μας την παρουσιάζει στον Γοργία του. Στο βάθος όμως μιας τέτοιας φιλοσοφίας κρύβεται η απόλυτη αισιοδοξία, η πίστη πως ο άνθρωπος στο βάθος του είναι καλύτερος από ό,τι εκδηλώνεται, η φύση του είναι ανώτερη της μοίρας του, ένας άνθρωπος ακολουθώντας πιστά τον εαυτό του ποτέ δεν μπορεί να είναι απόλυτα κακός.

Ευνόητα ο Πλάτων αναφέρεται σε πολλά γράμματα και με πλείστες αφορμές. Ακόμα κι όταν γράφει πόσο ανάγκη έχει την μοναξιά και την συγκέντρωση στον εαυτό του, περιγράφοντας την ζωή «εκεί πάνω» μόνο με τον Πλάτωνα, ο Συκουτρής ομολογεί πως του ζέστανε ό,τι είχε ψυχράνει και παγώσει μέσα του η μοίρα. Κατά την διάρκεια αυτής της τετραετίας εκδόθηκε η περίφημη εργασία του, το Συμπόσιο, και λίγο αργότερα άρχισαν να εμφανίζονται κακόβουλα δημοσιεύματα εναντίον της Εισαγωγής του, που χαρακτηριζόταν υβριστική για τους προγόνους και υποθάλπουσα την αθεΐα. Η συνέχεια είναι γνωστή: αυτή η πολεμική πήρε απροσδόκητες διαστάσεις και υπήρξε τραυματική για τον Συκουτρή.

Στα γράμματα δεν υπάρχει κάποια σχετική αναφορά. Αντίθετα, και παρά τις συχνές αναφορές στην συνεχή εναλλαγή σκότους και φωτός στον ίδιο του τον ψυχισμό, τα γράμματα ξεχειλίζουν από ολόφωτες σκέψεις και στοχασμούς πάνω στην σχέση καθηγητή και μαθητή. Παρά τους ξεκάθαρους ρόλους, ο καθηγητής κατέφασκε και μια ιδιαίτερα φιλική σχέση, ενώ συχνά διαφαίνεται μια μορφή εξάρτησης ή βαθιάς ανάγκης της παρουσίας των δυο πρώτων κοριτσιών, η οποία όμως ποτέ δεν διατυπώνεται επιτακτικά ή πιεστικά. Εσείς είσαστε πιο απαραίτητοι σ’ εμένα απ’ ό,τι είμαι εγώ για σας, παραδέχεται ο καθηγητής, στη συνέχεια του αρχικού αποσπάσματος, γιατί η μεγάλη ευεργεσία που μπορεί ένας άνθρωπος να κάνει στον όμοιό του δεν είναι να του προσφέρει κάτι αλλά να του ξυπνήσει και να του θέσει σε ενέργεια ό,τι εκείνος έχει μέσα του.

Η χαρά της επικοινωνίας σκίαζε την υφέρπουσα μελαγχολική διάθεση και, χωρίς να το συνειδητοποιούν, εκείνα τα κορίτσια του συμπαραστέκονταν στην αναμέτρησή του με την μοναξιά. Αλλά ενώ προσπαθούσε να κρατηθεί από την αγάπη των άλλων, δεν μπορούσε πλέον να παλέψει ενάντια στην πορεία προς τον θάνατο, καθώς την είχε ωραιοποιήσει και αναγάγει σε ηθική και υπαρξιακή επιλογή. Μπροστά στην αδυναμία της ζωής του κοινού ανθρώπου, προτίμησε την τραγική δύναμη του ήρωα που αποφασίζει ο ίδιος το όριο της ζωής του, για να μην τη δει να ευτελίζεται. Κι οι παραπάνω στοχασμοί, δεν προστίθενται απλά στο πλούσιο έργο του αλλά μένουν και για εμάς τους εκπαιδευτικούς φάροι διαρκώς αναμμένοι, να χαιρόμαστε όταν τους ακολουθούμε και να μας οδηγούν όταν τους ξεχνούμε. 

Αλήθεια! Σκέπτομαι καμμιά φορά: Γιατί να πιστεύωμε πως η «πραγματικότης» έχει περισσότερην ύπαρξιν από το «όνειρο»; Δεν θα μπορούσε μήπως να συμβαίνη και τ’ αντίθετο; Ίσως γιατί είναι πιο δυσάρεστο το «όνειρο»; Και ποιος μας έδωσε το δικαίωμα τόσο πεσσιμιστικά να κρίνωμε την ζωή; Ίσως γιατί επαναλαμβάνεται η ίδια συχνά ενώ το «όνειρο» είναι μοναδικό, ποτέ δεν επανέρχεται το ίδιο εις το ίδιον πρόσωπον, ποτέ δεν εμφανίζεται σ’ όλους τους ανθρώπους. Κι όμως μου φαίνεται, πως τίποτε δεν είναι τόσο πραγματικό, τόσο αληθινό, παρά εκείνο που μονάχα σου αισθάνεσαι πως έζησες, που μονάχα σ’ εσένα απεκαλύφθη, που είναι γι’ αυτό κτήμα δικό σου, ακριβώς γιατί δεν ανήκει και σ’ άλλους – δεν ανήκει και με την έννοιαν, πως ούτε να το ανακοινώσης καν δεν μπορείς· τόσον ανείπωτο και ανερμήνευτο είναι! τόσον βαθιά ριζωμένη είναι η πίστις σου, πως αυτό που τώρα δα ζης, δεν μπορεί ποτέ το ίδιο κανείς εκτός από σένα να ζήση, ούτε συν καν σε άλλη στιγμή το ίδιο. Έτσι ξαναγυρίζει κανείς στη φιλοσοφία του παρόντος – το παρόν και μόνο είναι η μόνη πραγματικότης, όλα τ’ άλλα, παρελθόν και μέλλον, υπάρχουν εν σχέσει προς το παρόν, από το παρόν αντλούν και την ύπαρξιν  και την αξίαν των… [σ. 78-79]

Εκδ. Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, 2014, σελ. 321. Εισαγωγή: Γιώργος Α. Χριστοδούλου, φιλολογική επιμέλεια και επίμετρο: Ελένη Ράμφου. Τα σαράντα γράμματα συμπληρώνονται από δελτάρια προς την Αγλαΐα Φάκαλου κι ένα παράρτημα πέντε ακόμα εγγράφων. Συμπεριλαμβάνονται εικοσασέλιδο κριτικό υπόμνημα γραφών και ευρετήριο (σύνταξη από την Κατερίνα Ευσταθίου).

Στις εικόνες: έργα των Franz Caucig [Socrates with Diotima and a Disciple], Joseph Wright of Derby και Albert Reuss. Ενδιάμεσα, απεικόνιση αρχαίου συμποσίου στον «τάφο του δύτη», Paestum, Κάτω Ιταλία, (5ος αι. π. Χ.).

05
Νοέ.
17

Κώστας Βούλγαρης – Το εμφύλιο σώμα

Η Ιστορία και το ανιστόρητο που βγαίνει κάτω από την γόνιμη γη

Το έχεις καταλάβει πως κυκλοφορείς μέσα σε μια γλώσσα στρωμένη, ετοιμασμένη, δοκιμασμένη από τα πριν; Που ελέγχεται από ανθρώπους άλλους, τροποποιείται, συντάσσεται, κατευθύνεται από άλλους; Που τα όριά της, η λογική της, η εκφραστικότητά της κ.λ.π. καθοριστήκανε, αιώνες τώρα, χωρίς να σε ρωτήσουνε, προτού εσύ υπάρξεις; Δε μιλάω για δημοτική ή καθαρεύουσα αυτό είναι μια άλλη (βρώμικη) ιστορία. Μιλάω γενικά για τη γλώσσα, γι’ αυτό το παράλληλο και φοβερότερο Σύστημα. Που οργανώθηκε σιγά-σιγά με τόσες αντιμαχόμενες (κι υποταγμένες) γλώσσες. Και όλοι (απελπιστικά όλοι) σου λένε: Αν θες να υπάρξεις, να σε ακούσουμε, να σε (ενδεχομένως) αναγνωρίσουμε, μέσα εδώ θα κινηθείς, σ’ αυτόν τον κύκλο, αλλιώς καταδικάζεσαι, καταδικάστηκες. [σ. 209]

Εδώ και χρόνια ο Κώστας Βούλγαρης δοκιμάζεται στην «ανάγνωση» της εθνικής ιστορίας δυο αιώνων και στην μεταφορά της σε μια αναπλαστική γραφή, που δεν συμπεριλαμβάνει μόνο μεγάλα σύνολα φωνών και πηγών αλλά και θα προβληματίζεται στην ίδια την γλώσσα και την ύποπτη ή θαυματουργή συνδρομή της στην ιστορική επιστήμη. Ιδίως τα βιβλία του Στο όνειρο πάντα η Πελοπόννησο [Γαβριηλίδης, 2001], Τα άλογα της Αρκαδίας [Πόλις, 2002], Ο Καρτέσιος στην Τρίπολη [Πόλις, 2003], Η παρτίδα [Βιβλιόραμα, 2004], Η περούκα της Σοφίας Νέρη [Μεταίχμιο, 2005], Η μέρα με τις δεκατέσσερις νύχτες [Καστανιώτης, 2007], Αερσίλοφος χώρα [Το Πέρασμα, 2011] αλλά και άλλα κείμενα και δοκίμια ο συγγραφέας επιχειρεί να ανασκάψει την γραπτή και άγραφη ιστορία επικεντρώνοντας κυρίως στον τόπο της αρκαδικής Πελοποννήσου και στους δυο αιώνες όπου τα εμφύλιο σώμα σπαράχθηκε και σπαράσσεται από εμφύλιες διαμάχες.

Μόνο ο λόγος ο ιστορικός ανάχωμα κραταιό γίνεται στους χρόνου το ρεύμα…και πάντα τα γενόμενα συνέχει και περιθάλπει…και φυλάσσει και παραδίδει στην μνήμη, για να μην διολισθαίνουν στην αβυσσαλέα σιωπή. [σ. 15].

Όλα τα παραπάνω βιβλία ενσωματώνονται εδώ, αυτούσια ή αποσπασματικά, συνθέτοντας μια ευρύτερη «πολυφωνική μεταμυθοπλασία» που γράφεται και ξαναγράφεται εδώ και δεκαπέντε χρόνια σε μια διαρκώς ανοιχτή αφήγηση με επάλληλους, ατελεύτητους κύκλους. Γι’ αυτό και στις πρώτες σελίδες αυτού του «κέντρωνα», όπως τον αποκαλεί ο συγγραφέας, καλπάζουν Τα άλογα της Αρκαδίας προς το μυθικό και το αρχαίο παρελθόν του τόπου αλλά φτάνουν μέχρι σήμερα, όπου εντοπίζω τουλάχιστον μια μέγιστη αναλογία με τα σύγχρονα εμφύλια δεινά: μπροστά στους λαούς που τα εναποθέτουν ή τα χρεώνουν όλα στην τύχη, εδώ ένας πληθυντικός αφηγητής ορίζει άλλες προϋποθέσεις. Η τύχη πάντα έρχεται αλλά πρέπει να είσαι εκεί και να την περιμένεις· όχι να λες, αν θέλει θα με βρει, σαν να μην έχει πού αλλού να πάει ή να την προκαλείς φωνάζοντας. «Η τύχη δεν μας φταίει, όσο και αν την εγκαλούμε, γιατί ποτέ δεν έρχεται στο χώμα να καθίσει, εκεί που ρίχνουμε τα ζάρια, αλλά βοηθάει όσους τον χώμα σκάβουνε, τις στρατιές περπατάνε, όσους παλεύουν…».

Στο 9ο κεφάλαιο φτάνει ο Καρτέσιος στην Τρίπολη, συνεπώς ανοίγουν οι σελίδες του φερώνυμου βιβλίου του συγγραφέα και μια σύγχρονη ιστορικός καλείται να διακρίνει το τεντωμένο νήμα δυο λόγων: του Ρενέ Ντεκάρτ που ανακάλυπτε στις αρχές του 17ου αιώνα τις αρχές της υπέρτατης επιστήμης του ορθολογισμού και του Πολιτικού Συντάγματος της Ελλάδος του 1827, που όριζε ως εμφύλιο σώμα όλες τις επικράτειες που πήραν ή θα πάρουν τα όπλα κατά της οθωμανικής δυναστείας. Ο προφανής συσχετισμός του διαφωτισμού και της νεωτερικότητας με την επανάσταση του ’21 και η ατέλειωτη διαπάλη εντός της λιώνουν κάθε διαχωριστική γραμμή, όσο κι αν στην συνέχεια οι εθνικές αφηγήσεις περιορίστηκαν και επέμειναν στην φυλετική και θρησκευτική αντιπαλότητα Ελλήνων και Τούρκων, αλλοιώνοντας την εικόνα.

Η Βουλγάρα ιστορικός Άννα Ντεγιάνοβα θα πιάσει το νήμα της δικής της αφήγησης, όταν βέβαια τελειώσει την δουλειά της ως καθαρίστρια σε συνεργείο καθαρισμού, ένοικος ενός άθλιου υπογείου στην Κυψέλη, επιλέγοντας το χλώριο απ’ το υποκατάστατο της εσώκλειστης ασφάλειας σε μια υποκατάστατη οικογένεια. Ο δικός της εταίρος στον διαλογικό λόγο είναι ένας συγγραφέας που υποστηρίζει μεταξύ άλλων την ανάδυση μιας νέας ποιητικής γενιάς, της γενιάς του ’89. Ένας χρονολογικός αριθμός για μια τομή που έκοψε στα δύο ιδεολογίες και οράματα. Είναι η στιγμή που οι λογοτέχνες και οι ερμηνευτές τους καλούνται να επιλέξουν: Για να συνεχίσει να υπάρχει η ποίηση, ο ποιητής είναι υποχρεωμένος να την προωθήσει, να την συναρθρώσει με τα ευρύτερα αιτούμενα του ιστορικού παρόντος. Αλλά υποχρεωτικά με τα ευρύτερα, γιατί ο σύγχρονος ποιητής αφηγείται υπό το βάρος της έκπτωσης της ιστορικά βιωμένης εμπειρίας και, για να βλαστήσει εκ νέου η ποίηση, χρειάζεται ο ίδιος να δημιουργήσει μια συνθήκη εξιστόρησης… [σ. 98]

Μέσα από την διαλεκτική των δυο επιστημόνων η ανάγνωση του αγωνιστή και συγγραφέα της Επανάστασης Φωτάκου προτείνει τα δικά της κριτήρια. Ο Φωτάκος που δεν προέβαλε τις συνήθεις αξιώσεις αντικειμενικότητας ούτε επεδίωξε το άλλοθι της μεροληπτικής από μνήμης κατάθεσης αλλά αφηγείται ό.τι είδε και άκουσε, στο μέτρο των δυνατοτήτων μιας συγκινησιακά αποφορτισμένης αφήγησης, που είναι η πιο ευθεία απάντηση στην σχετικοποίηση των υπονόμευση της διαρκώς αναζητούμενης αλήθειας. Κατά την γνώμη του συγγραφέα – συνομιλητή της ερευνήτριας η αφήγηση του Φωτάκου συνιστά τεκμήριο της πιο προωθημένης και ηττημένης συνείδησης μιας νικηφόρας επανάστασης που κερδήθηκε και χάθηκε ταυτόχρονα, όπως συμβαίνει με όλες τις επαναστάσεις, αν πρόκειται όντως για επαναστάσεις και όχι πραξικοπήματα.

Κατά τα άλλα, συνεχίζει αργότερα, ο δρόμος θα είναι πάντα ανοικτός για ρομαντικές αφηγήσεις υψηλής ρητορικής δεινότητας, χαρακτηριστικής πολιτικής αφέλειας και υστεροβουλίας, που μας έδωσαν διάσημα και πολυποίκιλα υποκατάστατα του Εθνικού Ύμνου, όπως ο Δωδεκάλογος του γύφτου του Παλαμά, η Μήτηρ θεού του Σικελιανού, ο Επιτάφιος του Ρίτσου, το Μυθιστόρημα του Σεφέρη, το Άξιον εστί του Ελύτη ή η Οκτάνα του Εμπειρίκου… Άραγε αν βρισκόταν το χαμένο μέρος του κειμένου του Φωτάκου θα άλλαζε ολοκληρωτικά τις αφηγήσεις; Αν κάθε φορά νέες πηγές άλλαζαν τα παλαιά δεδομένα αυτό θα σήμαινε πως η Ιστορία βρίσκεται διαρκώς σε κινούμενη άμμο;

Η ίδια ή μια άλλη Άννα από την Βουλγαρία διατρίβει στην βαλκανική ιστορία και εργάζεται ως καθαρίστρια σε συνεργείο συντήρησης ιστορικών μνημείων. Σε μια αξέχαστη κινηματογραφική στιγμή στον μπρούντζινο ανδριάντα του Κολοκοτρώνη στην οδό Σταδίου εγκαταλείπει την σκαλωσιά και βρίσκεται μαζί του στην ράχη του αλόγου. Αν κανείς από τους ακροδεξιούς έστρεφε το βλέμμα του προς τα πάνω και με έβλεπε σφιχταγκαλιασμένη με τον Κολοκοτρώνη, με δάκρυα στα μάτια από τις αναθυμιάσεις, δεν ξέρω τι θα μπορούσε να υποθέσει. [σ. 158]. Όταν αργότερα η περικεφαλαία του υποχωρήσει και βρεθεί στην απόλυτη εξουσία του χεριού της θα αποκαλυφθεί ένας στρατηγός διαφορετικός από εκείνον που γνώριζε στις μάχες για την γένεση των εθνικών κρατών. Τώρα ήταν ένας μεσήλικας κουρασμένος, με αρκετή μετωπιαία φαλάκρα, με τα μαλλιά χτενισμένα προς τα πίσω, σα να τον ολοκλήρωσε έτσι ο γλύπτης, χωρίς περικεφαλαία.

Για μια στιγμή πέρασε απ’ το μυαλό μου η τρελή σκέψη να ρίξω την περικεφαλαία στο μεγάλο κουβά και να την πάρω μαζί μου. Μέσα στο κλειστό φορτηγάκι θα έβρισκα έναν τρόπο να την κρύψω στην τσάντα μου. Τη φαντάστηκα μάλιστα στο ράφι της γκαρσονιέρας μου, δίπλα στις μικρές προτομές το Δημητρώφ, του Λένιν και του Ροβεσπιέρο. Είμαι αμετανόητη νοσταλγός, λένε όσοι έρχονται σπίτι μου , αλλά δεν με ενδιαφέρει η γνώμη τους και τους απαντώ πως είναι ανιστόρητοι. Έτσι βέβαια, υπαινικτικά έστω, επιστρατεύω την επιστημονική μου ιδιότητα για να δικαιολογήσω τη στάση μου, αλλά δεν μπορώ να κάθομαι να εξηγώ στον καθένα, πως αυτές οι προτομές φτιάχτηκαν απ’ τον πατέρα μου στα βουλγαρικά γκουλάγκ, ως ένδειξη μετάνοιας και τεκμήριο επιτυχίας της κομμουνιστικής διαπαιδαγώγησης των κρατουμένων. [σ. 160 – 161]

Το 19ο κεφάλαιο αποτελεί μια από τις δραματικότερες αφηγήσεις για το τέλος του εμφυλίου. Η διήγηση ενός αγωνιστή διαθλάται στον τόπο και τον χρόνο, ενώ η δραματικότητα, με την πιο γυμνή εκφορά, είναι ικανή να θρυμματίσει κάθε μυθικό ή επικό αφήγημα παρελθόντων ετών. Μερικές σελίδες αργότερα ένας άλλος ερευνητής αναζητά στην λογοτεχνία εκείνα που δεν καλύπτει η ιστορία. Η Ορθοκωστά του Θανάση Βαλτινού αναφέρεται ακριβώς στα γεγονότα του εμφυλίου στην περιοχή. Ο ερευνητής μετατρέπει το κείμενο σε ηλεκτρονικό αρχείο για να διασταυρώσει πρόσωπα, τοποθεσίες και γεγονότα, ενώ έκπληκτος διαπιστώνει στην αφήγηση ένα κλίμα Εαμικής τρομοκρατίας και πανικού των απλών ανθρώπων καθώς και την συνεχή αναφορά τεσσάρων εκτελέσεων από το ΕΛΑΣ και αποφασίζει να ερευνήσει τα συγκεκριμένα πρόσωπα.

Ο συγγραφέας (ποιος απ’ όλους;) επισκέπτεται το σπίτι του εκλιπόντος Γιάννη Πάνου, που έγραψε το καθοριστικό στο είδος του και στην θέαση της Ιστορίας λογοτέχνημα …από το στόμα της παλιάς Remington…, [Τρίλοφος, 1981, Ύψιλον, 1983, Καστανιώτης, 1998], οι διάλογοι πολλαπλασιάζονται, η θεατρικότητα επιχειρεί να δώσει λόγο στο αληθινό και το παραπλανητικό, ο Διονύσιος Σολωμός συνομιλεί με τον Ηλία Λάγιο και παρατίθεται η βιβλιογραφία με τα κριτικά σημειώματα για τα εν λόγω βιβλία του Βούλγαρη, εφόσον αποτελούν κι αυτά με την σειρά τους πηγές επί των πηγών και αποκρίσεις επί των βιβλίων.

Πολυφωνικός και πολυειδής, ο λόγος του Βούλγαρη περιλαμβάνει σύντομες ιστορίες και μεγάλες αφηγήσεις, δοκίμια και αυτοαναφορικές ομολογίες, ποιήματα και διαλόγους θεατρικούς ή αθέατους. Οι αναφορές ιστορικών γεγονότων συνυπάρχουν με τις μεταφορές τους σε ερευνητικά έργα, οι εφημερίδες της Κυβέρνησης με τα γράμματα του φυλακισμένου, η αλληλογραφία των προσώπων της Επανάστασης με τον μονόλογο ενός ληστή. Ο γλωσσικός πλούτος του συγγραφέα εκρήγνυται ανά πάσα στιγμή, καθώς άλλωστε η γλώσσα αποτελεί την δεύτερη μέγιστη δοκιμασία για έναν συγγραφέα, πόσο μάλλον όταν πρόκειται να αναμετρηθεί με πηγές που δεν είναι κι αυτές παρά μια γλώσσα.

Στην γλώσσα της ποίησης σημασία έχει όχι μόνο αυτό που βλέπεις (διαβάζεις) γραμμένο αλλά και το άλλο που δεν βλέπεις γραμμένο. Αυτό που κάποτε ακούγεται σα δεύτερος ήχος στα ενδιάμεσα των συλλαβών και των λέξεων – δεν είναι η σιωπή, μη βιάζεσαι – είναι ο ήχος που αφήνουν οι λέξεις όταν οι συλλαβές και οι λέξεις τρίβονται – τα κόκαλά τους τρίβονται – η μία με την άλλη. [σ. 225]

Στις Ιστορίες που εδώ ανοίγονται αλλεπάλληλα η μια μετά την άλλη – κάθε κεφάλαιο και μια επιτομή άγραφου εγχειριδίου Ιστορίας -,  ο καθένας διαθέτει τον αντίπαλό του: είναι αυτός που του δίνει νόημα στην μάχη και σκοπό στην ζωή. Οι εχθροί είναι απαραίτητοι, κι αν δεν υπάρχουν, ας τους εφεύρουμε, διαφορετικά ο εαυτός μας θα είναι μισός. Το εμφύλιο σώμα πλήττει και πλήττεται, ο άλλος βρίσκεται διαρκώς απέναντι. Το χάσμα του διχασμού είναι ορθάνοιχτο και στην άκρη του στέκει ο συγγραφέας, με τους δεκάδες χαρακτήρες του, που συντίθενται και οι ίδιοι από θραύσματα πολλών φωνών. Σ’ εκείνα τα βάραθρα θα αναζητήσουν νεκρούς και κρυμμένους και θα ανασύρουν τις Ιστορίες που δεν ειπώθηκαν ή ειπώθηκαν με γλώσσες πλαστές, για να διεκδικήσουν δεύτερη ζωή και να δώσουν νέο νόημα στο παρόν.

Το παρελθόν είναι αιχμηρό, δύσκολα γίνεται ιστορία. / Το ανιστόρητο είναι το ανείπωτο. Είναι όμως κι αυτό που δεν κατέχει από μύθο και ιστορία, όπως κάποιος δεν γνωρίζει από γεωγραφία ή σύνορα και ζει επικινδύνως. Είναι η ιστορία η ίδια, που δεν γράφεται όταν συμβαίνει ή γράφεται επιλεκτικά. Είναι ίσως κι όσα θα έπρεπε να συμβούν, όμως το ρεύμα της ζωής δεν τα έβγαλε στον αφρό παρά τα έχωσε βαθιά κάτω από μάζες γόνιμης γης. [σ. 336]

Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2014, σελ. 365.

Στις εικόνες: δείγματα και παραδείγματα αναπαραστάσεων και μνημείων της Ιστορίας: ένας πίνακας της μυθικής Αρκαδίας [Thomas Cole – Dream of Arcadia, 1838], προσωπογραφία του Rene Descartes, προτομή του Φωτάκου, ο αναφερόμενος ανδριάντας του Κολοκοτρώνη, δυο προσφυγόπουλα σε υπόγειο του Πειραιά κατά τη διάρκεια του εμφυλίου, μνημείο πεσόντων εμφυλίου πολέμου στο Βίτσι.




Μαΐου 2023
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
1234567
891011121314
15161718192021
22232425262728
293031  

Blog Stats

  • 1.138.325 hits

Αρχείο