Γελώντας με τον χείριστο εαυτό μας
Ο παράδεισος είναι γεμάτος από ηλίθιους που πιστεύουνε ότι υπάρχει.
Δεν πέρασε χρόνος από την αδιανόητη δολοφονία του Wolinski στο Charlie Hebdo, οπότε και ξαναδιαβάσαμε και παρουσιάσαμε ένα παλαιότερο πλην αειθαλές βιβλίο του. Τώρα με την επανέκδοση των Σκέψεων, έχουμε πάλι την ευκαιρία να τα ξαναπούμε μαζί του, να γελάσουμε, να χαμογελάσουμε και κυρίως να κοιταχτούμε λίγο στον καθρέφτη για να βρούμε επιτέλους και μερικές αληθινές μας όψεις. Ευτυχώς ο ευφυής ευθυμογράφος δεν μας κατηγορεί στα μούτρα – ίσα ίσα, μπαίνει στη μέση και μπροστά: γράφει σε πρώτο πρόσωπο, άρα κακός γίνεται ο ίδιος.
Πάλι καλά, ας φανεί αυτός ως σεξομανής και φαλλοκράτης, ρατσιστής και φασίστας, ειρωνικός και κυνικός. Εμείς δεν έχουμε ποτέ τέτοιες ιδιότητες, ούτε στις πιο κρυφές μας σκέψεις. Συνεπώς μπορούμε ελεύθερα να πάρουμε τοις μετρητοίς τους τίτλους των περιεχομένων: εδώ περιλαμβάνονται σκέψεις βαθυστόχαστες, ιλιγγιώδεις, σκοτεινές, φαλλοκρατικές, εθνικιστικές, πολιτικές, ρατσιστικές, αναμασημένες, οριστικές, και σκέψεις για την ανεργία, την δημοσιογραφία, τα κόμικς, την ανισότητα, και σκέψεις ενός «γερομαλάκα».
Σ’ αυτόν τον ταπεινό κόσμο υπάρχουν πάντα κάποιου που βρίσκουν λύσεις για τα προβλήματα των ανθρώπων. Οι άνθρωποι λατρεύουν τα προβλήματά τους, θέλουν να ζουν ειρηνικά με τα προβλήματά τους. Κυρίως δεν θέλουν να τα λύσουν επειδή γνωρίζουν ότι αυτό θα τους έθετε πάρα πολλά προβλήματα.
H ευθυμογραφία του συνομιλεί ευθέως με τα καρέ του – αρκούσε ένα τετράγωνο, ένα σκίτσο, μια έκφραση και μια φράση, κι έφτιαχνε ένα ολόκληρο σύμπαν. Πέρασε άλλωστε από τα καλύτερα κοσμοδρόμια του ξεκαρδίσματος: πρώτα το Hara-Kiri και από τα τέλη της δεκαετίας 1960 το Charlie Hebdo. Κι ύστερα άλωσε τις εφημερίδες, ώστε να χαμογελάνε οι πολλοί κι αμέσως μετά να τους κόβεται το χαμόγελο. Κάποτε έφτασε και σ’ εμάς, στο Βαβέλ και το Παραπέντε, κάποτε και στα Κολούμπρα και Μαμούθ.
Όταν είναι κανείς σίγουρος ότι έχει δίκιο, δεν είναι να συζητά με όσους έχουν άδικο.
Αμέτρητες «σκέψεις» του μοιάζουν με αφορισμούς, γκράφιτι, αυτοσχέδια στοχάσματα, ανέκδοτα, ραδιούργες ατάκες, απομυθοποιητικές βινιέτες, παρεΐστικες μπηχτές. Αφοριστικός και αφοπλιστικός, παραδοξολόγος και ισοπεδωτικός, ο Βολίνσκι προτίμησε ακόμα και τα πολιτικώς μη ορθά γιατί είδε και απόειδε πού μας έφτασε η πολιτική ορθότητα. Κάπου στη μέση του βιβλίου βέβαια σοβαρεύει καθώς μοιράζεται τους στοχασμούς του για τα κόμικς. Εκεί ανοίγει την καρδιά του αλλά και κατακεραυνώνει καταστάσεις.
Αν όλος ο κόσμος ήταν σαν κι εμένα, δεν θα ήμουν αναγκασμένος να μισώ τους άλλους γράφει στο κεφαλαιάκι των ρατσιστικών σκέψεων κι εκεί κι αν προβοκάρει ανελέητα τα ορθά και καθιερωμένα. Πιστεύει ότι όσο υπάρχουν ειρηνιστές θα υπάρχουν και στρατιωτικοί. Ομολογεί ότι δεν έχει κανέναν πρόβλημα με τις τροπικές χώρες, υπό τον όρο ότι θα βρίσκεται σε ξενοδοχείο με κλιματισμό και με τους ιθαγενείς να φορούν άσπρο σακάκι και να φτιάχνουν κοκτέιλ. Και «ανάμεσα σε δυο μαλάκες» παίρνει πάντοτε το μέρος του κομμουνιστή.
Έξυπνο είναι εκείνο που κάθε ηλίθιος μπορεί να καταλάβει.
Η αγαπημένη του Γαλλία έχει πάντα την τιμητική της. Την ημέρα που θα κατεβούν στους δρόμους οι άνθρωποι που δεν έχουν κανένα λόγο να διαδηλώνουν, θα υπάρξει επιτέλους τάξη στη χώρα. Τα πανεπιστήμια είναι πολύ μέτρια· καθώς όμως οι φοιτητές θα γίνουν μετριότητες, τα πανεπιστήμιά μας είναι άριστα για τον ρόλο τους.
Αργότερα ομολογεί ότι έκανε μια έρευνα: «υπάρχουν εκατομμύρια μαλάκες στη χώρα του. Ένα εβδομαδιαίο περιοδικό Ο Μαλάκας, θα είχε τεράστια επιτυχία αν δημοσίευε μόνο μαλακίες και τίποτε άλλο». Όσο για τα παλαιότερα, Πριν από τον Μάη του ’68 οι άνθρωποι δεν είχαν ανάγκη να πουν ότι δεν θέλουν να πουν τίποτα. Κάτι θα ξέρει, έζησε το «όνειρο» από μέσα.
Θα ’θελα να ήμουν γυναίκα και να αγαπούσα έναν άντρα σαν κι εμένα.
Ο Βολίνσκι είναι την ίδια στιγμή λάτρης της γυναίκας και απροκάλυπτος αντιφεμινιστής, γνωρίζοντας πως και οι δύο ασυμβίβαστες όψεις γίνονται συμβατές και ταιριαστές στο σύμπαν του γέλιου. Άλλωστε του προκαλεί ίλιγγο ο απεριόριστος αριθμός στάσεων που μπορεί να πάρει το γυναικείο σώμα. Ο ίδιος ο έρωτας απομυθοποιείται: μια νύχτα έρωτα κρατά ένα τέταρτο της ώρας. Κατά τα άλλα είναι, ομολογεί, τόσο ηδονοβλεψίας που στο σπίτι του έχει σ’ όλες τις πόρτες κλειδαρότρυπα.
Καλύτερα να είσαι αποτυχημένος ως έξυπνος παρά επιτυχημένος ως μαλάκας.
Ξεφυλλίζοντας τις σκέψεις του Βολίνσκι έχεις κάποτε την αίσθηση ότι τα γέλια κάποτε μετατρέπονται σε μειδίαμα – τότε είναι που σου περνάει κάποια ραβασάκια στο χέρι, σαν φίλος που επιθυμεί να μείνει κάτι από όλα αυτά τα ξεκαρδίσματα. Σου θυμίζει ότι το να γερνάς σημαίνει να ξέρεις να χάνεις. Και πως αν θέλει κανείς να κάνει την ανθρωπότητα ευτυχισμένη, πρέπει να αρχίσει από τη δική του ευτυχία.
Όσοι προσπάθησαν να κάνουν τον άνθρωπο να πιστέψει ότι μοναδικός του σκοπός είναι να είναι καλός, να αγαπά τους άλλους, να θυσιάζεται γι’ αυτούς είναι απατεώνες. Επινόησαν τον Θεό, έχτισαν πυραμίδες, εκκλησίες και τζαμιά, για εξαθλιωμένους φουκαράδες. Έφτιαξαν αθάνατα αριστουργήματα, «θησαυρούς τους ανθρωπότητας», ενώ μοναδικός θησαυρός της ανθρωπότητας είναι μερικές στιγμές ευτυχίας, ένα πιάτο ρύζι γι’ αυτόν που πεινά, μια κουτάλα χαβιάρι γι’ αυτόν που δεν ξέρει τι θα πει πείνα, ένα χαμόγελο, ένα χαρέμι, η συγχορδία μιας κιθάρας, η υπόσχεση ότι σήμερα δεν θα με βασανίσουν, ένα δροσερό χέρι στο μέτωπο που ψήνεται από τον πυρετό, το διάβασμα του Charlie Mensuel πάνω σ’ ένα ντιβάνι μασουλώντας σοκολάτα. [σ. 178]
Εκδ. Ροές, 2015, σειρά MicroMEGA, μετάφραση: Γ.Ξ., πρόλογος: Στάθης Σ., σελ. 80 [Georges Wolinski, Les pensées, 1981].
Πρώτη δημοσίευση: mic.gr / Βιβλιοπανδοχείο αρ. 194, υπό τον τίτλο Badly Drawn Boys και την ανάλογη έμπνευση.