Archive for the 'Δοκίμιο' Category

12
Φεβ.
23

Κωστής Παπαγιώργης – Οργή θεού. Μια πολιτική ανάγνωση της Βίβλου

Βιβλία περί του Ιερού, 1 (2023)

Το εν λόγω βιβλίο του Κωστή Παπαγιώργη αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση. Δεν είναι μόνο μόλις το δεύτερο από τα πρώτα του δημοσιευμένα έργα, αλλά και κάποιο που ο ίδιος προτίμησε να μην επανεκδοθεί, ενώ είναι πλέον εξαντλημένο στα βιβλιοπωλεία. Στις καθιερωμένες σελίδες του διαδικτύου η εργογραφία του Παπαγιώργη «αρχίζει» από το 1987 αλλά όπως πάντα είναι τα ίδια τα βιβλία και τα περιοδικά που θα συμβουλευτούμε. Στο εξαιρετικό αφιέρωμα του περιοδικού Νέον Πλανόδιον (τεύχος 1), που παρουσιάστηκε παλαιότερα εδώ, στο ειδικό κείμενο του Κώστα Κουτσουρέλη η Οργή Θεού αναφέρεται πράγματι ως το δεύτερο βιβλίο του, το οποίο όχι μόνο δεν ξανατυπώθηκε αλλά και αποσιωπήθηκε από τον ίδιο τον συγγραφέα, ενώ προφανώς αναφέρεται και στο εισαγωγικό σημείωμα του βιβλίου Κωστής Παπαγιώργης, Τα βιβλία των άλλων, 1. Έλληνες συγγραφείς (επιλογή κειμένων Γιάννης Αστερής, Δημήτρης Καράμπελας, εκδ. Καστανιώτη, 2020). Το βιβλίο περιλαμβάνει δυο κείμενα που γράφτηκαν το 1978 και το 1979· το πρώτο κείμενο Οργή Θεού (σ. 9-67), γράφτηκε στο Κάτω Χαλάνδρι, το 1978. Το δεύτερο (σ. 71-119 ) δεν αναφέρει τόπο αλλά πλήρη ημερομηνία: 20 Μαρτίου 1979. Το παρουσιάζουμε σήμερα στο Πανδοχείο, στην καθιερωμένη ετήσια προεαρινή και εαρινή ετήσια ακολουθία αναφοράς σε βιβλία περί του Ιερού. Η περσινή και οι παλαιότερες ακολουθίες θα προστεθούν σταδιακά στο τέλος του κειμένου.

Η Αγία Γραφή, Παλαιά και Καινή Διαθήκη, είναι η Βίβλος της εξουσίας. Ο λόγος του θεού χαρίζει υπερβατική εγγύηση στο έργο του νομοθέτη· η ανάγκη της συλλογικής ενότητας, της τάξης, της ειρηνικής συνύπαρξης και συνάμα του αισθήματος της ένοχης ζωής, βρίσκουν στην θρησκεία την ιδανική τους πλήρωση. Ο Θεός στηρίζει τον νόμο, γι’ αυτό και κάθε θρησκεία συναρτάται πάντα με πολιτικές επιταγές που, ντυμένες τη θεία θέληση, υπερυψώνουν μυσταγωγικά την βούληση του νομοθέτη και την λογική του εκφοβισμού που την υπηρετεί. Συμπλησιάζοντας Θεό και νόμο, ιερό και ανθρώπινο, γυρεύοντας με άλλα λόγια το θεολογικό στέγαστρο του νόμου και τη νομική αρχή του θείου, το αποτέλεσμα είναι διπλό: το ιερό αποκαλύπτει τη ριζική του βεβαιότητα και μεταφράζεται άμεσα σε πολιτική αποτελεσματικότητα. [σ. 15]. Οι παρουσίες του Αβραάμ, του Ισαάκ, του Ιακώβ, του Σολομώντα, του Δαυίδ και προπάντων του Μωυσή, πατριαρχικές μορφές που κρατούν στα χέρια τους αξεχώριστες την πολιτική και την θρησκευτική εξουσία. Νόμος και Θεός και στις δυο Διαθήκες, μοιάζουν πράγματα τόσο παραπλήσια, ώστε μόνο η ταύτισή τους τα κάνει κατανοητά.

Το διυστικό σχήμα του καλού και του κακού είναι που χαρίζει στην θρησκεία την αληθινή της περιοχή. Κανονικά η παντοδυναμία του Θεού θα ταίριαζε καλύτερα σε μια τάση κατάφασης απέναντι σε όλα τα δημιουργήματα. Πώς είναι δυνατόν ο Θεός να καταδίκασε τον άνθρωπο να ζει μέσα σ’ έναν κόσμο που ξεσκίζεται από δυο ασυμφιλίωτες αρχές; Ο άνθρωπος είτε θα κρατηθεί μακριά από τη γνώση του καλού και του πονηρού, άρα μακριά από την ελευθερία και την εξέγερση, είτε θα διεκδικήσει την αυτονομία του χάνοντας τον Θεό. Η θρησκεία ταυτίζει την ζωή με την ενοχή. Όλοι οι απόγονοι του Αδάμ ζουν για να λογοδοτούν.

Σύμφωνα με το «γονικό κέντρο» της Παλαιάς Διαθήκης δεν φταίει η αρχική διαίρεση του κόσμου που φέρει τη βούληση πάντα μπροστά σε ένα δίστρατο, αλλά ο ίδιος ο άνθρωπος. Με μια σοφή αντιστροφή, το πονηρό παρουσιάζεται σα να βγαίνει από ανθρώπινα χέρια και ο κόσμος πλουτίζει ή φτωχαίνει αποκλειστικά εξαιτίας της ελεύθερης ανθρώπινης βούλησης. Έτσι το πέρασμα από την κοσμογονία στο προπατορικό αμάρτημα σημαδεύει το άλμα από την μεταφυσική στην ηθική και το δίκαιο. Χωρίζοντας τον κόσμο στα δύο (Θεός-διάβολος), εγκαθιστά μια θεοκρατική νομοθεσία που, μολονότι ξένη προς την ελληνική σκέψη, καταλήγει στην ίδια αποθέωση του νόμου. Η ίδια η μορφή του Μωυσή θέτει τους όρους της: αφαιρείται κάθε σκιά ευθύνης από τον Θεό για την ανομία της Εύας. Εκείνος τους πρόσφερε τον παράδεισο και τα δημιουργήματά του τον αρνήθηκαν.

Έτσι το παράφορο πρόσωπο του Θεού κρατά τον άνθρωπο δέσμιο στη στάση της υπακοής. Ο φόβος βέβαια παίζει ρόλο νομοθετικής προϋπόθεσης. Η εξουσία πείθει μόνο αν είναι θεόπεμπτη και ο νόμος μπορεί να σταθεί μόνο αν φαίνεται θεόσταλτος. Οι δέκα εντολές έπρεπε να πέσουν από τον ουρανό· ειπωμένες ανθρώπινα χείλη, τα ίδια λόγια θα φαίνονταν ανίσχυρα. Η ανάγκη να είναι κατά κυριολεξία ουρανοκατέβατες δεν έχει τόσο σχέση με το περιεχόμενό τους όσο με το κύρος και το δέος που τις περιβάλλει. Άλλος είναι ο φόβος που εμπνέει ο άνθρωπος και άλλος ο φόβος του θεού που προστάζει αόρατος από το βήμα του ουρανού. Σημασία έχει όχι τόσο αυτό που λέγεται αλλά ο τόπος από τον οποίο λέγεται. Όσο ψηλότερα βρίσκεται ο λόγος τόσο βαθύτερα ριζώνει στην ψυχή και αυτή η κάθετη κατεύθυνση αποτελεί λειτουργία καθαρά πολιτική. Έτσι η εξουσία αποδείχνεται θεότοκος. Το θέλημα του Θεού εξομοιώνεται με το θέλημα του νόμου, ώστε κάθε παράβαση του δεύτερου σημαίνει μονομιάς προσβολή του πρώτου.

Το πρόσωπο του μοχθηρού (:μόχθος) Θεού και η οργή του, που σταδιοδρομεί υπέροχα στις σελίδες της Γραφής, όπως γράφει ο Παπαγιώργης, παρουσιάζονται όχι ως γνωρίσματα της ουσίας του, παρά σαν αναγκαστικές αντιδράσεις στα δαιμόνια που βασανίζουν τον λαό του. Το πολιτικό του καθήκον τον κάνει μαχητή και το κακό δεν μπορεί να τιμωρηθεί διαφορετικά παρεκτός αν χρησιμοποιηθούν τα ίδια του τα όπλα. Τιμωρώ σημαίνει εγκληματώ υπό την αιγίδα του νόμου – αμαρταίνω νόμιμα. Στο μεγάλο δικαστήριο της Βιβλίου πρόεδρος είναι ο πανεπόπτης Θεός. Μια παραβίαση μπορεί να ονομαστεί κλοπή ή μοιχεία, πουθενά όμως δεν γίνεται λόγος για την ηδονή του μοιχού και της μοιχαλίδας ή την τρελή χαρά του κλέφτη. Αυτό που μετρά είναι πώς βλέπει την πράξη ο δικαστής. Μέσα στην ασυμφιλίωτη διαμάχη του καλού με το πονηρό, ο λαός ασφαλίζεται μόνο αν ταυτίσει την μοίρα του με τον Θεό του. Για να κρατήσει την ταυτότητά του, πρέπει να παραδοθεί σε κάτι ανώτερο, κοινώς να αλλοτριωθεί.

Όταν ξεσπάει μια διαφωνία ανάμεσα σε δυο πρόσωπα, τον λόγο παίρνουν οι νόμοι, μα όταν η διαμάχη φέρνει αντιμέτωπα όχι άτομα αλλά λαούς ολόκληρους, τότε η μορφή του Θεού μεταμορφώνεται σα να στρέφεται ενάντια στον εαυτό της. Στην περίοδο του πολέμου οι ίδιες αρχές από το ίδιο άτομο έχουν την απαίτηση να φανεί «θεριό ανήμερο». Ο άνθρωπος από προστατευόμενος του «ου φονεύσεις» τώρα γίνεται στόχος του «φόνευε αδιάκριτα» Δεν έχει δηλαδή σημασία η πράξη αλλά το πρόσωπο και οι συνθήκες – όχι το αν σκοτώνω αλλά το ποιον, που και πότε σκοτώνω! Μια μεγάλη στιγμή της σχετικής αφήγησης είναι όταν ο ίδιος ο Θεός παίρνει θέση μαχητή στο πλευρό των άλλων στρατιωτών ή πάνω από τα κεφάλια τους: ρίχνει πέτρες σα χαλάζι από τον ουρανό και όταν ο Ιησούς του Ναυή παρακαλεί να κρατηθεί άσβηστο το φως της μέρας και της νύχτας, ακινητοποιεί τον ήλιο και την σελήνη. Η Ιουδήθ αποκεφαλίζει τον Ολοφέρνη στη σκηνή του με ακλόνητη την πίστη της στο Θεό.

Φαίνεται λοιπόν ότι στην ειρήνη και στον πόλεμο εκείνο που παραμένει είναι η πίστη στο Θεό και στην ενότητα του λαού. Μοναδική ηθική της Γραφής είναι η απόλυτη πίστη στην αυτοσυντήρηση του έθνους. Λατρεία και κηδεμονία κάνουν από την μία τον Θεό εθνική υπόθεση και από την άλλη δίνουν στο άτομο την μοναδικότητα ενός σπάνιου προνομίου: μόνο αυτό μπορεί να λατρεύει, να πιστεύει και να κηδεμονεύεται. Δύο δυνάμεις, δύο εξουσίες, αμφι-θέατρο, ο κάτοχος της δικαστικής, της νομικής και της ηθικής εξουσίας δεν διακρίνεται. Τα δυο κράτη, το ουράνιο και το επίγειο, κάνουν τη μία εξουσία πιο ισχυρή. Και φυσικά η πανταχού παρουσία του Θεού αποδεικνύεται πιο βέβαιη από την απόμακρη παρουσία του ουρανού. Αφού η θρησκεία μαθαίνει τον πολίτη να ονειρεύεται με ανοιχτά μάτια, η φαντασία και η ψευδαίσθηση καταλήγουν να είναι τα πιο δυναμικά πολιτικά μέσα.

Για το Ισραήλ ο ερχομός του Ιησού είναι μια ακόμη επαληθευμένη προφητεία. Το νέο που προσκομίζει η καινότητα της δεύτερης διαθήκης βρίσκεται στον τρόπο που ο Παύλος, θεμελιωτής του Χριστιανισμού, καθιστά την διδασκαλία του Χριστού θεωρία της εξουσίας. Άλλος ένας νομοθέτης που δεν έγραψε, πρέπει να κριθεί με βάση το έργο αυτών που κρατούν στα χέρια τους την εξουσία της γραφής! Μιλώντας διαρκώς για το νόμο, τον βασιλιά, την εξουσία, την τιμωρία και την υπακοή, ο Ναζωραίος φανερώνει απαρχής ότι η αποστολή του έχει σκοπό ανατρεπτικό: θέλει να ζωογονήσει την πίστη στις αξίες μιας γενεάς που έχει παραδοθεί στην αμαρτία (γενεά πόρνη και μοιχαλίς). Με παραστάτες μια αμήχανη ομάδα φτωχών ψαράδων χωρίς την παραμικρή υλική δύναμη, μιλούσε ως εξουσίαν έχων. Αντιπροσώπευε δηλαδή το ηθικό πρότυπο της εξουσίας που αψηφά κάθε υλική ισχύ και παρουσιάζεται γυμνή από εξωτερικά στηρίγματα. Αυτή η πλούσια σε λόγο και εσωτερικότητα φωνή για να ακουστεί πρέπει, όπως και με τον Μωυσή, να έρθει από αλλού. Τα λεγόμενά του θα αποκτήσουν την δύναμη της επιβολής μόνο στον βαθμό που θα ενσαρκώσουν την ίδια την διαφορά και η ύπαρξή του θα παρουσιαστεί αμφίβια και αμφίκοσμη: είναι άνθρωπος αλλά έχει υπεράνθρωπες ικανότητες· ζει στον κόσμο όμως κατάγεται από το υπερκόσμιο· συμμερίζεται την ζωή των θνητών κι όμως η ταφή του θα τον αναδείξει αθάνατο. Η φύση του θεανθρώπου ταυτίζεται με την φύση του νόμου: ανθρώπινη και προσιτή σε ό,τι λέγει, θεία και μυστηριακή σε ό,τι αφορά την καταγωγή της εξουσίας της.

Όλη η ζωή του πιστού πρέπει να αναλώνεται στη μάχη κατά του σώματος· αυτό είναι η γενέθλια γη του πειρασμού, της ασθένειας και της απιστίας. Η σάρκα και οι επιθυμίες ξε-θεώνουν τον άνθρωπο ενώ η ψυχή διατηρεί την ακεραιότητά της. Η σάρκα θεωρείται καλός αγωγός του κακού που πρέπει να τιμωρείται και να βασανίζεται ώστε να γίνει πειθήνιος ακόλουθος της ψυχής. Αναπόδραστα το χάσμα της ψυχής από το σώμα παίρνει την απόσταση του Θεού από τον διάβολο. Τα λόγια του Ναζωραίου δεν εξηγούν μόνο την ύπαρξη του διαβόλου αλλά και δείχνουν να την έχουν ανάγκη περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Χωρίς διάβολο Θεός δεν υπάρχει, όπως δεν υπάρχει και νόμος χωρίς την απειλή του πονηρού. Πίσω από την ασταμάτητη μάχη, διαφαίνεται η κρυφή συμμαχία και αλληλεγγύη των αντιθέτων. Και το μαρτύριο του σταυρού χάρη στην ύπαρξη του κακού βρίσκει την δικαίωσή του, ειδάλλως, σε έναν ά-κακο κόσμο κάθε μαρτυρολογία είναι μάταιη και κάθε πίστη παράλογη. Κάτω από αυτό το μανιχαϊστικό στερέωμα θεμελιώνεται μια πολιτεία που, με την απειλή της μετά θάνατον τιμωρίας, υπερασπίζεται την υπόσταση του νόμου.

Αλλά ένας λαός σαν τον ρωμαϊκό, που έχει αποδεχτεί τον νόμο και το κράτος του Καίσαρα, τι ανάγκη έχει να αναδείξει νομοθέτη του τον γιό ενός ξυλουργού που σέρνει πίσω του μια ομάδα ανίσχυρους ψαράδες; Μοιραία, κάθε φέρσιμό του παίρνει το νόημα της επανάστασης και στρέφεται καταπάνω και στους δυο λαούς: στους Εβραίους για τον νόμο που ποδοπάτησαν, στους Ρωμαίους για το κράτος της αδικίας που συντηρούν. Τα λόγια του οδηγούν στο πρότυπο μιας απόλυτα ηθικής εξουσίας που, επειδή ακριβώς μιλά την γλώσσα της ηθικής, δεν έχει ανάγκη να προστρέξει στα μέσα της πολιτικής δύναμης. Ο Ιησούς πλέον διαχωρίζει τον (κάθε) Καίσαρα από τον Θεό. Κάθε αποστροφή του έχει ως κριτήριο την ηθική: περιφρονεί την σοφία και εκθειάζει την κατάσταση του παιδιού, πρότυπο της εγκάρδιας αγνότητας· περιφρονεί το σώμα και υψώνει την μέριμνα της ψυχής· πλησιάζει τις πόρνες, τους αποδιωγμένους, τους αρρώστους. Οι παραμερισμένοι του κόσμου, αυτοί που κατέχουν τα λιγότερα, είναι οι  πιο κατάλληλοι για να δεχτούν το μήνυμά του.

Το κατόρθωμα της μίμησης του θεού απαιτεί ένα πλήθος καθηκόντων με κορυφαίο το χρέος της αγάπης. Οι ρήσεις Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν και Αγαπάτε αλλήλους αποτελούν από μόνες τους μια πολιτειολογία. Η αγάπη εξομοιώνει γιατί η ψυχή μεταμορφώνεται σε αυτό που αγαπάει. Σε αυτή τη νέα πολιτεία όλοι θα μοιάζουν με όλους και ο πολίτης θα βλέπει παντού τον εαυτό του. Έτσι όχι μόνο αποκλείεται το έγκλημα αλλά και καταργείται το δίκαιο: ένας άνθρωπος από μόνος του δεν έχει ανάγκη από δικαστή! Φυσικά η ανταμοιβή του πιστού τοποθετείται πάντα σε χρόνο μεταθανάτιο, ώστε όχι μόνο να ασφαλίζεται η τάξη αλλά και η ανίσχυρη ανθρώπινη φύση σε καμιά στιγμή να μην είναι βέβαιη για τον εαυτό της. Μοίρα της αγάπης είναι να μη βρει στιγμή ανάπαυσης σε τούτο τον κόσμο.

.Το ζήτημα του περιουσίου λαού λύνεται οριστικά με την εμφάνιση του Παύλου. Την στιγμή που ο Φίλιππος και ο Ανδρέας του αναγγέλλουν τον ερχομό μερικών Ελλήνων, φαίνεται πια ξεκάθαρα ότι η μεσσιανική αποστολή του δεν λογάριαζε τα σύνορα του Ισραήλ. Η διδασκαλία του θα γυρέψει τους πιστούς μέσα στους δρόμους του κόσμου, αδιαφορώντας για σύνορα, γλώσσα και φυλή. Η θρησκεία όλων των εθνών σημαίνει πως στην έσχατη ανάγκη οι δυο διαθήκες θα διορθωθούν από ανθρώπινο χέρι. Ο Παύλος, το μόνο πρόσωπο που καμία ρήση της Παλαιάς Διαθήκης δεν προαναγγέλλει, φτάνει απρόσκλητος για να κάνει αυτό που καμία γραφή δεν αναφέρει: την εθνική θρησκεία μετανάστιδα. Η εξαγωγή της χριστιανικής θρησκείας στους άλλους λαούς, έργο του Παύλου, είναι η αρχή του μεσουρανήματός της.

Βέβαια η θρησκεία κινδύνευε να σκαλώσει σε εθνικά χαρακτηριστικά αν δεν παραμεριζόταν η περιτομή, και η σχετική παρέκκλιση στοίχισε στον Παύλο την εχθρότητα των Εβραίων αλλά του εξασφάλισε την υποστήριξη των εθνικών. Η κατάργηση της προσφοράς των θυσιών και οι άλλες αναθεωρήσεις θα τον φέρουν ακόμα πιο κοντά στους λαούς της ξένης. Η θρησκευτική και πολιτική αναθεώρησή του δεν παρασύρει μονάχα τις θεμελιακές αρχές της εβραϊκής πίστης αλλά και της διδασκαλίας του Ιησού. Η ηθική τάξη μετατρέπεται σε πολιτική τάξη και κάθε λόγος του μεταφράζεται σε «χειροπιαστή πολιτική μέριμνα». Ο νόμος αναλαμβάνει την παιδαγωγική του φόβου και κατακτά την ψυχή με την απειλή του θανάτου και της μεταθανάτιας ζωής. Σύμφωνα με το δόγμα της σαρκοφοβίας η σάρκα ταυτίζεται με την αμαρτία και ο δρόμος που οδηγεί στον Θεό και την σωτηρία περνά από την εκμηδένιση της υλικής ζωής. Η διδασκαλία του Παύλου είναι μια μορφή φυσικής αυτοκτονίας που σκοπεύει στην αιώνια ζωή του πνεύματος σαν επιβράβευση της ισόβιας θανάτωσης του σώματος.

Μήτε στον κόσμο, μήτε στην πρόσκαιρη ζωή του, μήτε στην  όποια επιθυμία μπορεί ο πιστός να βρει κατοικία· […] Η τρομακτική πιθανότητα της δευτέρας παρουσίας (του Χριστού) αλλάζει ανεπαίσθητα σε ακλόνητη βεβαιότητα ότι η αληθινή ζωή βρίσκεται αλλού. Ιδανικό πολιτικό επιχείρημα, τούτο το άλλοθι δίνει στο πρόσωπο του τελικού κριτής τόσες εξουσίες ώστε ολόκληρη η ζωή να μετατρέπεται σε δίκη και η συνείδηση σε εισαγγελέα και καταδότη. [σ. 65].

Με συνεχείς αναφορές σε εδάφια της Αγίας Γραφής και με ακριβείς παραπομπές στα σχετικά βιβλία, ο λόγος του Παπαγιώργη αστράφτει στην «διαλεκτική» με την οποία ακριβώς έγραφε, μια «διαλεκτική» που ανεξάρτητα από την θέση του αναγνώστη ερεθίζει με την απόλαυση λόγου και περιεχομένου. Το κείμενο για τον Κορνήλιο Καστοριάδη που περιλαμβάνεται στο βιβλίο ως επίμετρο, στην ουσία μια κριτική της Φαντασιακής θεσμοποίησης της κοινωνίας, μπορεί να φαίνεται ξένο, αλλά ουσιαστικά γεννήθηκε, σύμφωνα με τον συγγραφέα από την ίδια θεωρητική μήτρα και συνεχίζει την ίδια προβληματική.

Πλήρης τίτλος: Οργή θεού. Μια πολιτική ανάγνωση της Βίβλου. Κορνήλιος Καστοριάδης. Ένας σοφιστής. Εκδ. Νεφέλη, 1981, σελ. 119.

Στις εικόνες: Αγνώστου, Joseph Eugene Dash, Αγνώστου, Ilan Hasson, Jos Speybrouck, Adolf Odorfer, Elisabetg Chaplin, Jacques Beltrand, Lucas Lorenzo.

Άλλα βιβλία του Κωστή Παπαγιώργη στο Πανδοχείο: Περί μέθης, Ίμερος και κλινοπάλη,  Περί μνήμης, Γεια σου, Ασημάκη,  Υπεραστικά

29
Ιολ.
22

Éric Marty – Ρολάν Μπαρτ. Το επάγγελμα του συγγραφέα

Οι πολίτες της αρμονίας θα επεδείκνυαν ασυγχώρητη αδεξιότητα εάν δεν γνώριζαν να αξιοποιήσουν τα σπέρματα τόσον ρομαντικών και μυθιστοριακών ψευδαισθήσεων· όχι μόνον δεν θα τις περιφρονούν αλλά θα είναι σε θέση να κάνουν να αναβλύσουν ηδονές υπέροχες από μία πηγή εκ της οποίας σήμερα αντλούμε μονάχα ματαιότητες … φυλακισμένες στα μυθιστορήματα και σε αυτούς τους πολίτες της αρμονίας ετούτες οι ηδονές δεν θα είναι ιδεατές αλλά και πραγματικές…

έγραφε ο Κάρολος Φουριέ στον Νέο ερωτικό κόσμο του (μτφ. Γ. Καυκιά, εκδ., 2003, σ. 49-50, εδώ σ. 415) και ήταν ο Ρολάν Μπαρτ στο βιβλίο του Σαντ, Φουριέ, Λογιόλα (που κυκλοφόρησε εδώ από τις αλησμόνητες εκδόσεις Άκμων, σε μτφ. Ι. Ευσταθιάδου-Λάππα, 1η έκδ. 1971) ο οποίος σε αμέτρητους από εμάς όχι μόνο σύστησε τον Φουριέ αλλά κι έναν μοναδικό τρόπο ανάγνωσής του. Η «συνάντηση» αυτών των δυο στοχαστών αποτελεί το αντικείμενο του επιμέτρου του Νίκου Παπαχριστόπουλου, ο οποίος εξετάζει την ουτοπία του νέου ερωτικού κόσμου που συνέλαβε ο Φουριέ υπό το βλέμμα του Μπαρτ.

«Πρέπει να ξαναφτιάξω τον κόσμο σύμφωνα με εκείνα που με ευχαριστούν: εκείνα που με ευχαριστούν θα είναι ταυτόχρονα ο σκοπός και το μέσο…», έγραφε ο Φουριέ, η θεωρία του οποίου ήταν ένας ριζικός ευδαιμονισμός, μια κατάφαση της αισθησιακής ηδονής. Καθώς ο πολιτισμός, ως εποχή της βαρβαρότητας, αντιτίθεται στην παγκόσμια αρμονία, το ουτοπικό πρόταγμα του Φουριέ αντιτίθεται στην αρχή κάθε πολιτικού συστήματος ως θεωρίας, ως επιστήμη. Ο Φουριέ επιτίθεται στο πολιτισμένο (κατασταλτικό) σύστημα και ζητά μια ολοκληρωτική ελευθερία στις επιθυμίες, τις ορέξεις, τα πάθη, τις μανίες, τις ιδιοτροπίες. Θα περιμέναμε επομένως μια φιλοσοφία αυθορμητισμού αλλά συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: ένα ταραγμένο σύστημα, του οποίου η φαντασιακή ένταση ξεπερνά το σύστημα και ολοκληρώνει το συστηματικό, δηλαδή την γραφή – μια γραφή που κινητοποιεί ταυτόχρονα μια εικόνα και το αντίθετό της. Το συστηματικό του Φουριέ λοιπόν είναι το ίδιο του το κείμενο. Ο Φουριέ επινοεί έναν κόσμο συστηματικής εμβέλειας, παραθέτει του όρους της κοινωνικής οργάνωσης και κατοχυρώνει ένα σύμπαν ατέρμονων υπολογισμών. Είναι ευνόητο ότι ο Μπαρτ δεν θα μπορούσε να μείνει ασυγκίνητος από ένα τέτοιο κείμενο.

Θα επανέλθουμε στα σχετικά κείμενα αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Για ποιον λόγο ένα ακόμα βιβλίο για τον Ρολάν Μπαρτ; αναρωτιέται στον πρόλογό του ο Ερίκ Μαρτύ, καθηγητής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Παρίσι 7 και επιμελητής των Απάντων του (βλ. παρακάτω). Εκείνο που αναμφίβολα διακρίνει τον Μπαρτ από τους συντρόφους του είναι ότι το έργο του, παρ’ όλο που διέπεται σταθερά από την «θεωρία», χαρακτηρίζεται από απαντήσεις στις οποίες η γραφή κατέχει την προνομιακή θέση. Η αναγωγή της σε κυρίαρχο τελεστή συνιστά και τον πιο κατάλληλο τρόπο σκέψης: η γραφή αποτελεί την υπευθυνότητα επιλογής μιας θέσεως, η οποία αποτελεί επίσης πράξη, την μετάβαση από μια θέση ως προς τον κόσμο σε μια πράξη εντός του κόσμου. Από τον Βαθμό μηδέν της γραφής έως τον Φωτεινό θάλαμο, από την Αυτοκρατορία των σημείων έως τα Αποσπάσματα του ερωτικού λόγου και από τις Μυθολογίες έως την Ευχαρίστηση του κειμένου, ο Μπαρτ αποφαίνεται περί του νοήματος της λογοτεχνίας, της φωτογραφίας, του θανάτου, του έρωτος και του λόγου του, των εικόνων και πάλι της λογοτεχνίας, με την βεβαιότητα πως καμία απάντηση δεν αξίζει χωρίς να θεμελιώνεται επί της ίδιας της υπάρξεως του βιβλίου· μονάχα το βιβλίο δύναται να καταστήσει την απάντηση ενεργό και ζώσα.

Ο Μαρτύ αποφασίζει να δώσει τρεις διαφορετικές μορφές στον λόγο του- την μαρτυρία, την σύνθεση και την έρευνα. Το πρώτο μέρος του βιβλίου («Αναμνήσεις μιας φιλίας») έχει (αυτο)βιογραφικό περιεχόμενο και εκκινεί από την συνάντηση του συγγραφέα, εικοσάχρονου τότε φοιτητή γαλλικής φιλολογίας, με τον Μπαρτ, την δεκαετία του ’80 και φτάνει ως τις τελευταίες ημέρες του απρόσμενου θανάτου του έξω από το Collège de France. Είναι ένας τρόπος, γράφει, να ανασυστήσει μια παρουσία, μια φωνή, μια ύπαρξη, ένα βλέμμα που δεν είναι δικά του. Όπως είναι αναμενόμενο, από εδώ παρελαύνουν όλα τα ονόματα της γαλλικής διανόησης από το περιβάλλον του Μπαρτ, ενώ αποτυπώνονται πτυχές της καθημερινής ζωής του.

Η δεύτερη ενότητα, «Το έργο», περιλαμβάνει τους πέντε προλόγους που έγραψε ο Μαρτύ για την κυκλοφορία των Απάντων του Μπαρτ στην Γαλλία, στις εκδόσεις Seuil. Σε αυτή την συνοπτική καταγραφή επιχειρείται μια σύνθετη παρουσίαση των σημαντικών θεμάτων και των λαϊτμοτίφ του έργου του. Σαρτρ, Μαρξ, Μπρεχτ, «Κοινωνική μυθολογία» (Α΄ τόμος), Σωσσύρ, Σημειολογία (Β΄ τόμος), Σολλέρς, Κρίστεβα, Ντερριντά, Κειμενικότητα (Γ΄ τόμος), Νίτσε, Ηθικότητα (Δ΄ τόμος) είναι ορισμένα μόνο από τα θέματα κάθε τόμου, θέματα που μαζί με τα μεταγενέστερα γραπτά του Ε΄ τόμου, ο Μαρτύ διανύει με εξαιρετικά ενδιαφέρουσες επισημάνσεις, όπως, για παράδειγμα, όταν γράφει, περί του Α΄ τόμου, πως ο Μπαρτ πριν τον Αλτουσσέρ, είχε αντιληφθεί ότι η ιδεολογία δεν τοποθετείται στο πεδίο των ακαθόριστων και ανομολόγητων πίστεων ή των μεγάλων συνειδητών και ασυνείδητων προκαταλήψεων (το στερέωμα των ιδεών) αλλά διαθέτει μιαν υλική πραγματικότητα, σωματική και οργανική. Ο Μπαρτ διέκρινε την υπόσταση μιας υλικότητας της ιδεολογίας και ότι η ισχύς της συνίσταται στην σύγχυσή της με την πραγματικότητα, στην τελική ενοίκησή της στην πραγματικότητα και στην περιβολή της στις πιο συγκεκριμένες της μορφές, τις πιο καθημερινές, τις πιο καταναλώσιμες. Γι’ αυτό και στις Μυθολογίες του προσέγγισε την ιδεολογία εντός της σειράς των αντικειμένων τα οποία περιβάλλουν τους Γάλλους την δεκαετία του ’50 στις πιο οικίες τους στιγμές, στην καθημερινότητα, δείχνοντας πως κάτω από την φυσική προφάνεια τα πάντα είναι σημεία και σημαίνοντα (σ. 133 και επ.).

Η τρίτη ενότητα, με τίτλο «Περί των Αποσπασμάτων του ερωτικού λόγου» αποτελεί μετεγγραφή του Σεμιναρίου του Μαρτύ στο Πανεπιστήμιο Παρίσι 7, το 2006, σχετικά με το μνημειώδες κείμενο του Μπαρτ. Το βιβλίο που κυκλοφόρησε το 1977 σε υπερβολικά απλή μορφή (ένα είδος λεξικού ή καταγραφής των καταστάσεων του έρωτα) φάνταζε ως εξαπάτηση έτσι όπως προερχόταν από έναν συγγραφέα του οποίου το έργο χαρακτηριζόταν από ένα είδος ερμητισμού, έναν θεωρητισμό και κυρίως από την άρνηση των προφανειών. Οι πολλαπλές αναφορές – παραπομπές σε σύγχρονους (Λακάν, Σολλέρς, Φουκώ, Σεβέρο, Σαρδουί) ή παλαιότερους (Σωκράτη, Ιωάννη του Σταυρού) είναι σα να μην ανήκουν στους επινοητές τους αλλά να αποτελούν τον ερωτικό λόγο στο αμιγές του καθεστώς, τα λόγια αυτά δηλαδή να ανήκουν πράγματι στην καθολική γλώσσα του ερωτευμένου κόσμου!

Στα αποσπάσματα του ερωτικού λόγου κυριαρχεί η κριτική της αφήγησης και η αναστολή του αφηγηματικού. Από τον Ζυλιάν Σορέλ στη λαιμητόμο έως τον Ρωμαίο και την Ιουλιέττα ενωμένους στην αυτοκτονία τους, η αφήγηση έχει επιτελέσει το άχαρο καθήκον της, την κάθαρση, επιτρέποντας στην μπουρζουαζία να εξαγνιστεί για τα πάθη της. Ιδού γιατί ο Μπαρτ δεν επιθυμεί να υποχωρήσει εμπρός στο γόητρο της ερωτικής ιστορίας και δεν επιθυμεί να της παραχωρήσει τίποτε. Δεν υποστηρίζει όμως την αισθητική ανωτερότητα του ερωτικού λόγου από την ερωτική αφήγηση. To κείμενο – «κηδεμόνας» του βιβλίου, άλλωστε, είναι ένα μυθιστόρημα επιστολών, ο Βέρθερος, του οποίου η επιστολική δομή ευνοεί τον λόγο εις βάρος της αφήγησης. Όμως ο Μπαρτ φαίνεται να μην συγκινείται από τις «ίντριγκες», από την επεισοδιακή πρακτική και την αφηγηματική διάταξη των μυθιστορημάτων τα οποία επικαλείται.

Ο ερωτευμένος δεν ευρίσκεται σε κάποιο σενάριο, αλλά εντός του δράματος, με την αρχαϊκή έννοια του όρου. Πρόκειται για ένα δράμα το οποίο πρέπει να αναπαρασταθεί ως ιστορία, χωρίς δράση – η «έκσταση» την οποία ομολογώ στον εαυτό μου συνιστά ένα ολοκληρωμένο συμβάν. Το μυθιστόρημα δεν δύναται να ενσαρκώσει την αρχαϊκή αυτή μορφή του κλασικού δράματος, την επίμονη και υπνωτική ομολογία ενός «ανέκαθεν», ίσως μονάχα με τρόπο λίαν αποσπασματικό. Το εγώ του ερωτικού υποκειμένου είναι κάποιος ο οποίος ομιλεί μέσα του ερωτικά απέναντι στον άλλον ο οποίος δεν ομιλεί.

Με το τελευταίο «νεωτερικό» βιβλίο του, το Σαντ, Φουριέ, Λογιόλα του 1971, ο Μπαρτ διαμορφώνει και προωθεί έναν κύριο όρο, την ευχαρίστηση. «Δεν υπάρχει τίποτε πιο απογοητευτικό από το να το εκλάβουμε το κείμενο ως αντικείμενο διανόησης (στοχασμού, αναλύσεως, σύγκρισης, αντανάκλασης κ.λπ.). Το Κείμενο είναι αντικείμενο ευχαρίστησης». Η ευχαρίστηση δεν είναι νεωτερική έννοια αλλά εμφανέστατα υποκειμενική, άκρως ηδονιστική και δεν ενέχει κανέναν ριζοσπαστισμό, κανένα επιτέλεσμα ισχύος, τρόμου ή εκφοβισμό. Αυτή η «ευχαρίστηση» θα αποτελέσει αργότερα το αντικείμενο του συγγράμματος «Η απόλαυση του κειμένου». Ο νέος ερωτικός κόσμος εξεδόθη για πρώτη φορά στην Γαλλία το 1967, 140 χρόνια μετά τον θάνατο του συγγραφέα, εντοπισμένος στα παραμελημένα χειρόγραφά του, και αποτελεί μια σύνθεση χειρογράφων σε ημιτελή κατάσταση, ένα εκ φύσεως ανοιχτό κείμενο, έναν κειμενικό όλο, περιχαρακωμένο στην ασφάλεια του υποκειμενικού λόγου. Σε αυτή την ατέρμονη εκτύλιξη ενός θεωρητικού λόγου γεμάτου από θέσεις, αντιθέσεις, ανασκευές και ανατροπές, παρεμβάλλεται ένα σκηνοθετικό εγχείρημα: η διήγηση μιας ιστορίας, ένα αφήγημα με πρόσωπα υπαρκτά, εντός της θεωρίας, εναρμονιζόμενο πλήρως με αυτήν.

Βρισκόμαστε ξανά στο επίμετρο του Νίκου Παπαχριστόπουλου ο οποίος παρουσιάζει ενδελεχώς το κείμενο που τόσο συγκίνησε τον Μπαρτ. Στον νέο ερωτικό κόσμο η μυθιστορία εγκιβωτίζεται εντός του θεωρητικού κατασκευάσματος και διαχέεται στο ευρύτερο θεωρητικό συγκείμενο, ο αφηγηματικός λόγος καθίσταται η κυρίαρχη μορφή πρόσληψης της πραγματικότητας, το ίδιο το κειμενικό δεν διαχωρίζεται από την κειμενική του επινόηση. Έτσι το ουτοπικό εγχείρημα της αρμονίας παρουσιάζεται σε πολλαπλή εκδοχή: θεωρία, μυθιστορία, υποκειμενικό σχόλιο του συγγραφέως. Σε αυτή την ουτοπική αφήγηση με όρους αμιγούς ρεαλισμού, η κυρίαρχη υποκειμενική βούληση αποτελεί το ύψιστο κριτήριο τοποθέτησης στην πραγματικότητα.

Ο Φουριέ διαβάζεται από τον Μπαρτ ως είναι ένας «επινοητής» και όχι ως συγγραφέας, καθώς προσφέρει μια πλήρη δυνατότητα επανακατασκευής του κόσμου αποκλειστικά και μόνο μέσω της δικής του μοναδικής επινόησης. Το βιβλίου του αποτελεί μια απλή ομιλία και ο επινοητής είναι ένα ομιλούν υποκείμενο που ομιλεί για το βιβλίο του, πρόκειται δηλαδή στην ουσία για ένα μετα-βιβλίο, χωρίς θέμα, με αναβλητικό δηλούμενο. Η αποσπασματική γραφή, ο κατακερματισμένος λόγος, το αχανές εννοιολογικό σύμπαν, η παρείσφρηση της γραφής εντός της γραφής, της ιστορίας εντός της ιστορίας, της μυθιστορίας εντός της θεωρητικής κατασκευής, και κυρίως η επεξήγηση όλων τούτων μέσω ενός προσωπικού σχολίου, όλα συνεργούν στην μανιακή εκδίπλωση ενός ερωτικού παραληρήματος και μιας κοινωνικής ερωτικής θεωρίας στον αντίποδα του φόβου του θανάτου. Επειδή κατά τον Μπαρτ ο Φουριέ είναι ένα υποκείμενο της γραφής που γράφει υπό την απειλή του «νευρωτικού φόβου της αποτυχίας» και του θανάτου και μεταστρέφει αυτό τον φόβο σε ηδονή της δημιουργίας.

Όταν το ανθρώπινο γένος, έχοντας κατακτήσει την κοινωνική αρμονία, θα έχει απαλλαγεί από αυτές τις χίμαιρες σχετικά με την άλλη ζωή, όταν θα ξέρει πως σε αυτήν την άλλη ζωή η ευτυχία των πεθαμένων συνδέεται στενά με την ευτυχία των ζωντανών, ότι δεν είμαστε ευτυχισμένοι στον άλλον κόσμο παρά ανάλογα με την ευτυχία που απολαμβάνουμε σε τούτον εδώ τον κόσμο, δεν θα ασχοληθεί παρά με την οικοδόμηση της ευτυχίας του ζωντανού κόσμου…[Φουριέ, ό.π., σ. 144, εδώ σ. 430]

Εκδ. Opportuna, 2012, μτφ. Κυριακή Σαμαρτζή, Μαγδαληνή Σαμαρτζή, Νίκος Παπαχριστόπουλος, σελ. 430. Επιμέλεια – Επίμετρο: Νίκος Παπαχριστόπουλος [Le métier d’ écrire, 2006]. Στις εικόνες: Charles Fourier [Fred Sochard], προσωπογραφίες του Roland Barthes και το πολύτιμο προσωπικό αντίτυπο των Αποσπασμάτων του ερωτικού λόγου.




Ιουνίου 2023
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 1234
567891011
12131415161718
19202122232425
2627282930  

Blog Stats

  • 1.138.669 hits

Αρχείο