Archive for the 'Ελληνική Λογοτεχνία' Category



09
Μάι.
20

Σταύρος Ζουμπουλάκης – Στ’ αμπέλια

Βιβλία σαν κι αυτό μού έρχονται ως χάρισμα και έναν, μεταξύ πολλών, παραπάνω λόγο: διάγοντας την πέμπτη δεκαετία της ζωής μου έχω συχνά αισθανθεί την επιθυμία να ζητήσω από συνομήλικους και μεγαλύτερους φίλους αλλά και συγγραφείς μια σύντομη, πυκνή αφήγηση ενός γεγονότος από τα παιδική ή εφηβικά χρόνια της ζωής του. Να δω σε ποιο βαθμό η συναισθηματική φόρτιση διαπλέκεται με την ύστερη λογική επεξεργασία και η συγκίνηση με την αποστασιοποιημένη, ψύχραιμη ματιά. Κι ας γνωρίζω πως δεν υπάρχει μεγαλύτερη φωλιά νοσταλγιών από την επιστροφή στην παιδικότητα και πως η τελευταία είναι τόσο πολύ αφηγημένη που σχεδόν δεν κομίζει τίποτα καινούργιο, παρά μια ψυχική ικανοποίηση αποκλειστικά και μόνο του βιώσαντος. Ένα τέτοιο αφήγημα μας προσφέρει ο συγγραφέας, αποφεύγοντας ακριβώς όλες τις παραπάνω παγίδες, γιατί και την ανία των διηγήσεων της παιδικής ηλικίας γνωρίζει αλλά και την καθιερωμένη διάθεση μυθοποίησης και εξωραΐσμού απαρνιέται.

Πρώτα ένας εκ μέρους μου αυθαίρετα συμπυκνωμένος ορισμός: Τ’ αμπέλια δεν σημαίνει περιοχή με αμπελώνες, μολονότι υπήρχα εκεί και αμπελάκια, αλλά το μέρος, έξω από τον οικισμό, όπου ξεκαλοκαίριαζαν οι κάτοικοι του χωριού, της Συκιάς Λακωνίας, για να ασχοληθούν με την αγροτική του παραγωγή, το λάδι και τα ξερά σύκα· εκεί που ο καθένας είχε το καλύβι ή την κάμαρά του. Θα μπορούσε να μοιάζει με απλό λήμμα λαογραφικού λεξικού αν δεν δημιουργούσε τόσες εικόνες και πολύ περισσότερο τόση προσμονή, εφόσον ορίζει την θεματική του αφηγήματος ενός πραγματικού λογοτέχνη δοκιμιογράφου.

Τι προηγείται της σπάνιας εμπειρίας που θα ανοιχτεί εδώ; Η απόλυτη θέση του πατέρα του πως μόνο με τα γράμματα προκόβει κανείς, συνεπώς η μετεγκατάσταση από το χωριό στην πόλη, σ’ ένα κατάφορτο φορτηγό. Η μνημονική αποθήκευση κάθε λεπτομέρειας από το ταξίδι της κατάκτησης της πόλης. Ο Ισθμός ως ένα από τα θαύματα του κόσμου (λίγα χρόνια αργότερα ίδια αίσθηση είχε και το μικρό παιδί που υπήρξα, κι ας τον χάζευα στα βιβλία της γεωγραφίας και προσπαθούσα αλλεπάλληλες φορές να τον ζωγραφίσω). Εικόνες που ξεφυλλίζονται η μια μετά την άλλη, συντροφιά με τις ελάχιστες απαραίτητες λέξεις· άλλες που σχεδόν τις βλέπω κινηματογραφημένες: τον ύπνο το πρώτο βράδυ με μια ξαδέλφη του, που μουσκεύει το μαξιλάρι της με κλάμα, τα διετή κλάματα της μάνας. Ένα κοτέτσι στην αυλή του σπιτιού σαν το πιο αυτονόητο πράγμα στον κόσμο. Μια νέα ζωή στην φτωχογειτονιά, το 1959.

Αλλά υπήρχαν τ’ αμπέλια, ένα θερινό τρίμηνο που περίμενε τον μικρό αφηγητή να μοιραστεί με συγγενείς το ξεκαλοκαίριασμα στην φύση, για να θρέψει και να παχύνει. Η ευγενής έγνοια των γονέων, ένα ανέλπιστο δώρο για το παιδί. Μια εκτεταμένη τελετουργία από την άφιξη μέχρι το φθινόπωρο, από τις πρώτες ώρες της ημέρας ως το τέλος της. Η ζωή σ’ ένα τσαρδί (ένα υπαίθριο κρεβάτι υπερυψωμένο από το έδαφος), με μια λιάστρα, μια στέρνα και τίποτε άλλο· η αποθέωση της απλότητας, η άγρια γέμιση της φύσης. «Ο ύπνος κάτω από τ’ αστέρια, η μισή χαρά της ζωής». Η καλύβα ήταν μόνο για βροχές, αλλά είχε μέσα τις εικόνες για την προσευχή του θείου, πάντα φωναχτή για τους ανθρώπους του προφορικού πολιτισμού, που δεν προσεύχονταν ούτε διάβαζαν από μέσα τους. Ο νυχτερινός ψίθυρος της προσευχής, μια πρόσθετη σαγήνη. Η ιδίοις όμμασι παρακολούθηση όσων δηλαδή αργότερα θα διάβαζε στα διηγήματα του Παπαδιαμάντη: των αγρυπνιών και των ευωχιών μαζί με τις φιλακόλουθες γυναίκες, τους πανηγυριστές και τους αυτοσχέδιους ψάλτες. Ένα εντός του θησαύρισμα πλούσιας ύλης λαϊκής θρησκευτικότητας.

Ένα ολομόναχο παιδί χωρίς τις εργασιακές υποχρεώσεις των μεγάλων, ακόμα κι αν συνεισφέρει με δεκάδες τρόπους, πάντα έχει ελεύθερο χρόνο. Τότε επιστρατεύει μια σειρά αυτοσχέδιων παιχνιδιών ενώ οι αισθήσεις του παραμένουν τεταμένες, και κυρίως η ακοή, που θρέφεται με διηγήσεις και ιστορίες· αφηγήσεις με τα τοπωνύμια της μικρασιατικής εκστρατείας, χαρτογράφηση των αστερισμών αλλά και απορρόφηση των δαιμονικών όψεων και των παγανιστικών στοιχείων στις ιστορίες, στοιχεία τόσο πολύτιμα στην καθημερινότητα ενός κόσμου και στην λογοτεχνία την ίδια, κρατώντας την πολύτιμη απόσταση ασφαλείας λόγω Αθήνας.

Ας μην περιμένει κανείς εδώ γλαφυρές εικόνες φύσης, κι όλα εκείνα τα περιγραφήματα που κάποτε γέμιζαν σελίδες επί σελίδων εξαντλώντας και τον πιο υπομονετικό αναγνώστη. Ο άνθρωπος του αγροτικού πολιτισμού, γράφει ο συγγραφέας, γενικώς δεν γνωρίζει την αισθητική στάση. Ένας τόπος δεν είναι γι’ αυτούς ωραίος ή άσχημος, αλλά εύφορος ή άφορος. Πολλοί θρησκευόμενοι είναι έτοιμοι να σφαχτούν μεταξύ τους· μεταξύ των γυναικών βασιλεύει η καταλαλιά και ο φθόνος. Τα ζώα είναι πιστωμένα αποκλειστικά και μόνο στις υπηρεσίες τους και υφίστανται τα πάνδεινα, η περίφημη «μεσογειακή διατροφή» είναι αποκλειστικά τηγανητή, τσιγαριστή και αλμυρή.

Μήπως ο παραγνωρισμένος θησαυρός της μνήμης είναι οι απλές, χωρίς περαιτέρω ανάλυση, εικόνες; Όταν ο συγγραφέας ψιθυρίζει «Μίλησε μνήμη» τότε εμφανίζονται ένα φρεσκογεννημένο πουλαράκι που προσπαθεί να σταθεί όρθιο, νυχτοπορίες με φανάρι για κάποια επίσκεψη, ρούχα που από το μπάλωμα δεν ξεχωρίζεις το αρχικό ύφασμα, μια φοράδα που τον προστάτευσε, οι μικρές φλόγες μιας καλαμιάς (θερισμένου χωραφιού) που έπιασε φωτιά και τρέχουν ακανόνιστα, με μεγάλη ταχύτητα, που άξιζε και μόνο για να τις ξαναβρεί σε μια φράση από την Σοφία Σολομώντος και, υποθέτω, να χαμογελάσει με την βεβαιότητα πως εκείνος που την έγραψε είδε το ίδιο πράγμα – Αλλιώς δεν γράφεται τούτη η παρομοίωση.

Το διάφραγμα της συγγραφικής ματιάς ανοίγει ακόμα περισσότερο, για να χωρέσει τις ιστορίες των συγγενών και την ζωή του χωριού. Και σε αυτή την τελευταία η ζωή είναι αδιανόητη χωρίς την χαρτοπαιξία, που, ίσως, σκέφτεται ο συγγραφέας, να οφείλεται στην ακίνητη ζωή του χωριού, στην βαθιά πλήξη της. Ήταν μια ζωή χωρίς διεξόδους και διαφυγές, αέναη επανάληψη του ίδιου. Με τα χαρτιά έσπαγαν αυτόν τον αδιάκοπα επαναλαμβανόμενο κύκλο, έβρισκαν λίγη ένταση στη ζωή τους. Ο ίδιος λόγος οδηγούσε στο πιοτό, στο κρασί. Τα μόνα ταξίδια των ανθρώπων της Συκιάς ήταν, για τους άντρες, ο στρατός και κάποιο νοσοκομείο. Η ίδια ακινησία επικρατούσε και στις καλλιέργειες, που συνεχίζονταν όπως είχαν κληρονομηθεί, χωρίς νέες δοκιμές. Δεν σκεφτόταν κανείς, για παράδειγμα, να φυτέψει στον κήπο του μια λεμονιά.

Ο φτωχός και φιλόπονος αυτός κόσμος είχε αντοχή στα βάσανα· η φτώχεια κι ο μόχθος δεν τους έκανε δυστυχισμένους· οι γιαγιάδες και οι μανάδες είχαν την μεγάλη τέχνη να σκεπάζουν την φτώχεια, να μη γίνεται αισθητή. Η ξενιτιά ήταν ένας άλλος μεγάλος πόνος. Παρών σε αναχωρήσεις εξωτερικών μεταναστών, ο συγγραφέας έχει βαθιά χαραγμένο μέσα του τον σπαραγμό του αποχωρισμού και αναρωτιέται πού βρίσκονταν τόσα δάκρυα. Τα ίδια αυτά δάκρυα των ξενιτεμένων μπορεί να έσταζαν και στο μελάνι καθώς έγραφαν γράμμα, με αποτέλεσμα να μην μπορεί εύκολα να διαβαστεί. Δεν υπάρχει ευτυχισμένος μετανάστης, γράφει.

Θα μπορούσαν όλα αυτά να σαν ξερά φύλλα θρυμματιστούν σε στίχους, που θα έφτιαχναν ιδιαίτερη ποίηση. Θα μπορούσαν επίσης να φτιάξουν ένα φορτισμένο νοσταλγικό βιβλίο. Μα οι συγγραφικές προθέσεις είναι άλλες: να αποτυπωθεί το ίχνος ενός παλιού, ανεπίστροφου κόσμου και η άνευ νοσταλγίας ατόφια, γνήσια συγκίνηση βιωμάτων που πραγματικά αξίζει να μοιραστούν. Κι αν κάτι αρκεί στον συγγραφέα είναι ακριβώς η αναγνώριση αυτών των εννέα καλοκαιριών σε αυτό που είναι σήμερα και στην ηθική του στάση, να βρίσκεται πάντα στην πλευρά των φτωχών και των κατατρεγμένων.

Σε κάποια σελίδα ο συγγραφέας γράφει πως όσο κι αν ήθελε να μεταδώσει κάποιες μαγικές στιγμές στους συμμαθητές του, αντιμετώπισε ειρωνεία ή αδυναμία να τις κατανοήσουν. Έτσι είναι, το μάθαμε καλά αυτό, ο κύκλος μας και οι φίλοι μας πάντα θα αδυνατούν να αντιληφθούν την δική μας μαγεία. Όμως ένας δεύτερος μεγάλος κύκλος ανοίγει αναπάντεχα με την πάροδο του χρόνου – πού να το γνώριζε εκείνο το μικρό παιδί! Είναι οι εταίροι μιας άλλης φιλίας, οι αναγνώστες, που τώρα όχι μόνο την αποδέχτηκαν αλλά και την είδαν με τα δικά του μάτια.

Εκδ. Πόλις, 2018, σ. 96.

Στις εικόνες, έργα των Γιάννη Κόττη, Rawan Anani, Vasily Khudyakov, Scott Gwen, Νικόλαου Χατζηκυριάκου-Γκίκα, Lloyd Rees.

05
Ιαν.
20

Δελτιοθήκη νέων εκδόσεων. Χρήστος Χρυσόπουλος – ΑΛΜΑ, εκδ. Νεφέλη, 2019

Γράψτε μας για το βιβλίο σας.

Στο κέντρο ενός μαιευτηρίου μια υγειονομική μονάδα φιλοξενεί έξι τρόφιμους. Ο καθένας ζει εκεί κλεισμένος στην προσωπική του μνήμη, βιώνοντας ξανά και ξανά, σε ατέρμονο κύκλο, την ιστορία που έχει καθορίσει τον βίο του. Στη Μονάδα θα εισέλθουν -υπό διαφορετικές περιστάσεις- τρία πρόσωπα: ένας νέος φιλοξενούμενος, μια μητέρα και η νεογέννητη κόρη της, η Άλμα. Ο κύκλος θα κλείσει με τα νέα αυτά πρόσωπα. Η «Άλμα» είναι ένα κείμενο πολλαπλού εγκιβωτισμού. Η ζωή που απέρχεται κυοφορεί τη νέα ζωή. Η επικράτεια της αγάπης εγκιβωτίζει τη λύπη. Κάτω από τη λεπτή επιφάνεια της συνείδησης του ενήλικα κυλά η αυθορμησία του παιδιού.Στο κέντρο όλων υπάρχει ο λόγος της Άλμα – δάνειος λόγος – λυτρωτικός. Το παιδί καθίσταται η φωνή όλων εκείνων που χάθηκαν.

Μοιραστείτε μια ιδέα, έμπνευση και επιθυμία που σας έκαναν να το γράψετε.

Η «Άλμα» γράφτηκε τα τελευταία δυο χρόνια με τρόπο αποσπασματικό, κομματιαστό, ως ένα κείμενο που αναπτυσσόταν ασύμμετρα προς διαφορετικές κατευθύνσεις, για να λάβει την οριστική του μορφή κατά τη διάρκεια μιας ασφυκτικής εβδομάδας πραγματικού εγκλεισμού,σε ένα σπίτι του 17ου αιώνα στην Ελβετία. Το πρώτο βράδυ της παραμονής μου σε εκείνο το διαμέρισμα όπου θα αποφάσιζα αν τελικά είχα ένα βιβλίο στα χέρια ή όχι, τράβηξα τυχαία από τη βιβλιοθήκη έναν τόμο με τα τελευταία κείμενα του Γιόζεφ Ροτ, δημοσιευμένα τα χρόνια της αυτοεξορίας του στο Παρίσι όπου και πέθανε το 1939. Εκείνο το πρώτο βράδυ διάβασα αυτό το σύντομο σημείωμα του Ροτ, το οποίο με έπεισε ότι η «Άλμα» ήταν όντως ένα ολοκληρωμένο έργο. Το βιβλίο θα τέλειωνε με αυτά τα λόγια του συγγραφέα.

Τα παιδιά που γνωρίζουν
Υπάρχει τίποτα πιο επώδυνο από την κατανόηση στα μάτια των παιδιών; Από τα παιδιά που καταλαβαίνουν; Γνωρίζουν περισσότερα από τους γονείς τους. Αντιλαμβάνονται με τόση σαφήνεια και ευθύτητα, ώστε είναι οι γονείς εκείνοι που μοιάζει να έχουν μια ανάρμοστη παιδική αθωότητα στο βλέμμα τους. Τα παιδιά γνωρίζουν – και οι ενήλικες δίπλα τους φαίνεται να μην έχουν ιδέα… Δεν κατάλαβαν πώς έπεσαν στην παγίδα του τρομερού πεπρωμένου τους. Δίπλα τους στέκονται τα παιδιά τους που γνωρίζουν, των οποίων τα ανέκφραστα μάτια έχουν ξεπεράσει την απορία και προσφέρουν ήδη συγχώρεση.
Γιόζεφ Ροτ

Συστήστε μας σε έναν χαρακτήρα του.

Θα αφήσω την Άλμα να συστηθεί η ίδια με τα δικά της λόγια:

Άλμα (με τη δική της φωνή)
Αναχρονισμός

Από τη στιγμή που ήρθα εδώ σταμάτησα να μεγαλώνω. Βγήκαν όλοι από τα δωμάτιά τους και στάθηκαν γύρω μου. Αυθόρμητα, δίχως να τους φωνάξει κανείς. Εκείνος με άφησε κάτω απαλά. Αισθάνθηκα για πρώτη και μοναδική φορά τη γη στα πέλματά μου. Ήμουν ολόγυμνη, μα δεν ντρεπόμουν. Έφεραν ένα λευκό σεντόνι και με κάλυψαν, όπως τα αγάλματα. Είμαι ό,τι πιο πολύτιμο για εκείνους. Είμαι εύθραυστη, όπως ένα νεογέννητο μωρό. Από τότε που μπήκα εδώ, αυτό που με κρατά ζωντανή δεν είναι η υλική τροφή, είναι η περίσσια αγάπη. Η επαφή, το άγγιγμα, το χάδι. Κάθε φορά που με αγκαλιάζουν, η τρυφερότητά τους με θρέφει. Δεν γνωρίζω τίποτα περισσότερο από αυτό που μου δείχνουν τα αισθητήρια όργανά μου. Μιλούν μεταξύ τους, αλλά ποτέ δεν απευθύνονται σε εμένα. Ζω με την όραση, με την αφή. Με τις θερμοκρασίες, τους ήχους… Τους περιεργάζομαι φέρνοντας τα ακροδάχτυλά τους να ακουμπήσουν στα χείλη μου.

Ο χρόνος για μένα έχει σταματήσει στο διαρκές παρόν. Οι μέρες μου περνάνε από τα χέρια του ενός στα χέρια του άλλου. Δεν πατώ στο έδαφος, ζω από αγκαλιά σε αγκαλιά. Με θωπείες, σιγοψιθυριστούς φθόγγους και ασπασμούς. Έχω σταματήσει να μεγαλώνω. Αυτό τους καθησυχάζει. Δεν θα με χάσουν. Δεν θα γίνω ποτέ κάτι διαφορετικό από αυτό που γνώρισαν όταν βρέθηκα πρώτη φορά ανάμεσά τους. Δεν θα αλλάξει η αγκαλιά στο στήθος τους. Τους αγαπώ όλους μονομιάς. Αξεχώριστα. Λες και είναι ένας άνθρωπος. Με μια αγάπη μητρική. Αποφάσισα σιωπηλά με τον νου μου να τους δώσω ονόματα δικά μου. Ονόματα θηλυκά. Διάλεξα από τις λέξεις που άκουσα γύρω μου εκείνες που ήχησαν ομορφότερες στα αυτιά μου. Τα ονόματά τους είναι: Ωλένη, Παλάμη, Χολή, Οδύνη, Τομή, Λαγόνα, Ουλή.

Έχω σταματήσει να μεγαλώνω και μένω κλεισμένη εδώ, ανάμεσά τους. Τρέφομαι με φροντίδα και τρυφερότητα. Η τροφή μου είναι το αγκάλιασμά τους. Δέρμα με δέρμα. Ζω κουλουριασμένη στα χέρια τους.

Έδωσα στον εαυτό μου το όνομα Άλμα.

Δώστε μας μια φωτογραφία, δική σας ή άλλων, αναλογική, ψηφιακή ή διαδικτυακή, που θα ταίριαζε στο βιβλίο σας και γράψτε μας γιατί.

Αυτή η φωτογραφία τραβήχτηκε στη Νάντη της Γαλλίας τον Οκτώβριο του 2016 και αποτελεί το εξώφυλλο του βιβλίου. Η επιλογή αφορά το αίσθημα της στιγμής που λήφθηκε η συγκεκριμένη φωτογραφία, ενώ περπατούσα -συννεφιασμένο απομεσήμερο- στο μικρό νησί που στέκει στο κέντρο του Λίγηρα καθώς διασχίζει τη Νάντη. Ήταν αυτή ή αίσθηση εγκατάλειψης και ελευθερίας που νομίζω υπάρχει και στην «Άλμα».Είχα γράψει τότε ένα κείμενο για αυτή τη φωτογραφία, δεν βρήκε θέση στην «Άλμα», συνοψίζει όμως το αίσθημα που έδωσε αυτό το συγκεκριμένο πρόσωπο στο βιβλίο.

Οι φράχτες, οι όχθες, τα πεζοδρόμια και οι γέφυρες, οι γερανοί, οι λογιών διαγραμμίσεις και οι επιγραφές, οι πέτρες, τα χόρτα και οι πάσσαλοι, όλα μοιάζουν να τεμαχίζουν τον χώρο σε ξεχωριστές επικράτειες. Ακόμα και ο ορίζοντας μοιάζει με φυλαγμένο σύνορο. Οι περιφράξεις συντάσσονται παρατακτικά η μια μετά την άλλη, όπως οι λέξεις σε μια σχοινοτενή πρόταση δίχως σημεία στίξης. Η Νάντη περιγράφει το τελείωμα: «Κάπου εδώ το πριν σταματά». Μόνο που ό,τι εκτείνεται στο μέλλον από εδώ και πέρα, δεν είναι αντιστοίχως μια έναρξη – αλλά μια αναβολή. Αυτό το καταλαβαίνεις καλά. Εδώ δεν είναι πλέον ούτε πόλη, ούτε μη. Εδώ βρίσκεσαι εκτεθειμένος στα ενδεχόμενα. Γι’ αυτό τα βήματά μου είναι προσεκτικά και διστακτικά. Σαν να περπατώ διαρκώς στο χείλος του ποταμού. Χαμηλώνω το βλέμμα. Εδώ πρέπει να μετράς καθεμιά κίνηση με επιμέλεια ακροβάτη. Κάθε γλίστρημα, ή ακόμα και μια αστόχαστη κλίση του κορμού, μπορεί από στιγμή σε στιγμή να σε ρίξει στο σκοτεινό νερό του Λίγηρα που κυλά αδιάφορος δίπλα σου.  Έχει χειμωνιάσει και περπατώ εκεί που η Νάντη τελειώνει. Ή μάλλον εκεί που σταματά προσωρινά. Η διαρκής αναβολή με κάνει ανήσυχο και επιφυλακτικό. Διέβην σιωπηλά το όριο. Δεν γνωρίζω ακόμη τι με περιμένει στην άλλη πλευρά.

[Φωτογραφία του συγγραφέα: Γιάννης Μισουρίδης]




Μαΐου 2023
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
1234567
891011121314
15161718192021
22232425262728
293031  

Blog Stats

  • 1.138.302 hits

Αρχείο