Η ανάδυση της μνήμης. Συζητώντας με τον W.G. Sebald. Συνεντεύξεις και δοκίμια (επιμ. Lynne Sharon Schwartz)

Sebald 1

Η πρόζα που φωτογραφίζει τον χρόνο

«Πόσο λίγα μπορούμε να συγκρατήσουμε, πόσων λογιών και πόσα πολλά πράγματα περνάνε διαρκώς στη λήθη, με κάθε ζωή που σβήνει, πώς ο κόσμος αδειάζει, σαν να λέμε, από μόνος του, καθώς κανένας δεν ακούει, δεν ζωγραφίζει και δεν διηγείται τις ιστορίες που μένουν πάνω σε αμέτρητους τόπους και αντικείμενα, που από μόνα τους δεν έχουν την δυνατότητα της μνήμης…»

… αναρωτιόταν στο Άουστερλιτς ο Ζέμπαλντ και τα λόγια του ξαναθυμάται ο ποιητής Charles Simic, που περιγράφει την αίσθησή του από την ανάγνωση των Ξεριζωμένων – Κάφκα, Μπόρχες, Προυστ, Ναμπόκοφ, Καλβίνο, Λέβι, Μπέρνχαρντ – και θυμάται σε παλαιότερη συνέντευξη τον συγγραφέα να λέει ότι ορισμένα ερωτήματα δεν επιτρέποντια σε έναν ιστορικό, επειδή είναι μεταφυσικά και πως η αλήθεια βρίσκεται πάντα κάπου αλλού, κάπου κρυμμένη ανάμεσα στις μυριάδες παραμελημένες λεπτομέρειες μιας ατομικής ύπαρξης. Για τον Simic το μυστικό της γοητείας του Ζέμπαλντ είναι ότι είδε τον εαυτό του με έναν τρόπο που σήμερα φαίνεται σχεδόν παλαιομοδίτικος, ως φωνή της συνείδησης, ως κάποιον που δεν ξεχνά την αδικία, που μιλάει για λογαριασμό αυτών που δεν μπορούν πλέον να μιλήσουν.

Sebald, Winfried - Writer, Germany - 29.06.1999     1swsw,wg,georg,portraet portrait,jahrhundert 20 zwanzigstes zwanzig jh jhr geschichte,historisch 20th century historical history c20th XX c20,prominente prominenter pa personenarchiv person personen,vip persoenlichkeit persoenlichkeiten people,personality personalities,bkst

Πρόκειται για έναν πολύτιμο τόμο που περιλαμβάνει πέντε μακροσκελείς συνεντεύξεις και τρία δοκίμια για τον συγγραφέα που εισήγαγε περισσότερες καινοτομίες από οποιονδήποτε άλλο συγγραφέα της εποχής μας, τόσο ως προς την γραφή, με εκείνον τον ελικοειδή και υπνωτιστικό μακροπερίοδο λόγο, όσο και ως προς την ιστορική αφήγηση, με μια ματιά σε ευρύτατες ζώνες οπτικής. Ο Ζέμπαλντ επινόησε μια νέα πεζογραφική φόρμα, που καθιστά απτό το θόλωμα των ορίων ανάμεσα στην μυθοπλασία και τον δοκιμιακό λόγο· χρησιμοποίησε άλλωστε τον όρο «πεζογραφικές αφηγήσεις».

Η επιμελήτρια αφιερώνει την εισαγωγή της σε ένα περιεκτικό διάγραμμα του έργου του και εστιάζει στο αγαπημένο θέμα του, την ταχύτατη άνθιση κάθε ανθρώπινης δραστηριότητας και τον αργό της θάνατο. Η αντίληψή του για τον χρόνο καθιστά δυνατή αυτή την πανοραμική οπτική. Το παρελθόν και το παρόν θα μπορούσαν να συνυπάρχουν ταυτόχρονα, θα μπορούσαν να σταματούν και να ξεκινούν με ακανόνιστους σπασμούς του νου ή της μνήμης. «Δεν θα γινόταν άραγε να δίναμε ραντεβού στο παρελθόν;» αναρωτιέται ο ίδιος στο Άουστερλιτς. Όσον αφορά ένα άλλο θέμα του, την εξορία και την ανεστιότητα, ο Ζέμπαλντ αναλαμβάνει πρώτα την αμφίσημη θέση του ακροατή, ο οποίος απορροφά τις ιστορίες των εξορίστων ώσπου αναλαμβάνει ο ίδιος το βάρος να τις διαδώσει.

Ξεριζωμένοι_

Η Ruth Franklin παρομοιάζει την πρόζα του με τα ιαπωνικά οργιγκάμι, που σχηματίζονται και διαλύονται με μια κίνηση των δαχτύλων: κινείται συγχρόνως προς τα μέσα και προς τα έξω. Το σύμπαν των βιβλίων του είναι ένα δικό του Νυκτόραμα, το οποίο κατοικείται από όντα που νιώθουν οικεία στο σκοτάδι. Η τέχνη διαφυλάττει την ανάμνηση αλλά συνάμα την καταστρέφει: αυτή τελικά είναι η πιο θεμελιώδης διαμάχη στο έργο του. Ο κίνδυνος που διατρέχει ο ίδιος, όταν αναζητά τα μοτίβα της θλίψης που οριοθετούν τα βιβλία του, είναι μην τυχόν και αυτά, χάρη στην ανείπωτη ομορφιά τους, εξαλείψουν την θλίψη που όφειλαν να περιέχουν.

Στα ισχνά χρόνια μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ο Ζέμπαλντ έφτιαχνε μόνος του τα παιχνίδια του. Όταν δεν μεγαλώνεις με έτοιμα, αγοραστά παιχνίδια, αλλά με τα πράγματα που ανακαλύπτεις στην αυλή σου, κάνεις αρκετές αυτοσχέδιες κατασκευές, είχε δηλώσει στον συνομιλητή του Arthur Lubow. O συγγραφέας θυμάται το βομβαρδισμένο Μόναχο· τα λίγα κτίρια που στέκονταν όρθια ανάμεσα σε σωρούς από μπάζα από τα κτίρια που είχαν καταρρεύσει. Το γεγονός ότι ο κόσμος δεν το σχολίαζε αυτό, τον έκανε να φαντάζεται ότι αυτή είναι η φυσιολογική κατάσταση των πόλων: με σπίτια ανάμεσα σε βουνά ερειπίων.

campo-santo

Η εξονυχιστική εξέταση τεκμηρίων – φωτογραφιών, ημερολογίων, πολεμικών αρχείων τον έκανε ιδιαίτερα επιδεκτικό. Οι φωτογραφίες κάνουν το κείμενο να φαίνεται σαν να είναι πραγματική ιστορία και όχι μυθοπλασία, κι ας είναι ευρέως γνωστό ότι ακόμα και στην προψηφιακή εποχή μπορούσε κανείς να παραποιήσει μια φωτογραφία. Στους Δακτυλίους του Κρόνου ο Ζέμπαλντ παρομοίαζε τους συγγραφείς με τους υφαντές: μελαγχολικοί άνθρωποι που επεξεργάζονται περίπλοκα σχέδια, πάντοτε με το φόβο ότι έχουν αδράξει το λάθος νήμα. Σε συνομιλία του με την Eleanor Watchel ανέφερε σχετικά με τις φωτογραφίες:

«Θεωρώ πως οι φωτογραφίες εξυπηρετούν ίσως δυο σκοπούς μέσα στο κείμενο. Ο πρώτος και προφανής είναι η αυθεντικότητα· όλοι μας έχουμε την τάση να πιστεύουμε στις εικόνες περισσότερο απ’ ό,τι στις λέξεις. […] Η άλλη λειτουργία του χρόνου που βλέπω να επιτελούν είναι πιθανώς αυτή της σύλληψης του χρόνου. […] Μεταφέρεσαι εκτός χρόνου, πράγμα που υπό μια έννοια είναι λύτρωση, εάν μπορείς να απελευθερωθείς από την πάροδο του χρόνου….Οι φωτογραφίες λειτουργούν ως φράγματα ή υδατοφράκτες που ανακόπτουν τη ροή». [σ. 58 – 60]

Sebald_24974_MR.indd

Οι συγγραφείς που είχε ως λογοτεχνικά πρότυπα έγραψαν στα γερμανικά του 19ου αιώνα: Gottfried Keller, Adalbert Stifter, Heinrich von Kleist, Jean Paul Richter. Την εποχή της συνέντευξης διάβαζε τα απομνημονεύματα του Chateubriand, με τον οποίο αισθανόταν μια εγγύτητα, μεγαλύτερη και από την οικειότητα που ένιωθε με τους ανθρώπους γύρω του. Ο Ζέμπαλντ σκεφτόταν ότι η επιθυμία του γνωρίζει μόνο κάποιους συγκεκριμένους ανθρώπους και τόπους πιθανώς να πηγάζει από εκείνη την έκδηλη αίσθηση ξεριζωμού. Χλεύαζε μάλιστα την ανερμάτιστη φύση των σύγχρονων ταξιδιών και ιδίως το γεγονός ότι δεν επιστρέφουμε ποτέ στο ίδιο μέρος, σε αντίθεση με τους παλαιούς ταξιδιώτες.

Είναι ενδιαφέρον ότι ο συγγραφέας υποστήριξε μια θέση που προκάλεσε μεγάλη διαμάχη όταν οι διαλέξεις του δημοσιεύτηκαν στον γερμανικό Τύπο: ότι η γερμανική λογοτεχνία δεν πραγματεύτηκε επαρκώς μετά τον πόλεμο την καταστροφή όλων των μεγάλων γερμανικών πόλεων, αλλά και αρκετών μικρότερων, από τις συμμαχικές αεροπορικές επιδρομές. Υπήρξε δηλαδή μια συνωμοσία σιωπής σχετικά με το ζήτημα, όπως και για πολλά άλλα που συνέβησαν στη διάρκεια της ναζιστικής περιόδου. Οι εξαιρέσεις ήταν ελάχιστες: Heinrich Boell, Hans Werner Richter και  Hans Magnus Enzensberger, που είχε κάνει παρόμοιες διαπιστώσεις σε δοκίμιό του.

Sebald 4

Εκδ. Άγρα, 2014, μτφ. από τα Αγγλικά Βασίλης Δουβίτσας, επιμ. Γιάννης Καλιφατίδης, σελ. 249. Περιλαμβάνεται βιβλιογραφία με τα λογοτεχνικά έργα, τα δοκίμια και τα υπόλοιπα έργα του συγγραφέα, οι ελληνικές εκδόσεις, όλες από την Άγρα, και βιογραφικά των συντελεστών του τόμου [The emergence of memory: Conversations with W.G. Sebald, 2007]

Πρώτη δημοσίευση: περιοδικό (δε)κατα, τεύχος 44, αρ.  χειμώνας 2015 – 2016

Βίτολντ Γκομπρόβιτς – Διαθήκη. Συνομιλίες με τον Ντομινίκ ντε Ρου

Διαθήκη

Αυτό που είμαστε ενώ δεν είμαστε

Ούτε τη ζωή μου γνωρίζω, ούτε το έργο μου. Σέρνω το παρελθόν πίσω μου σαν σκονισμένη ουρά κομήτη και για το έργο μου γνωρίζω ελάχιστα εξομολογείται ο συγγραφέας στο πρώτο κεφάλαιο μιας μεγάλης και συναρπαστικής συζήτησης που φιλοδοξούσε να αποκαλύψει την προσωπικότητα και το έργο του αλλά τελικά ανέσκαψε τα βάθη της σκέψης μιας μοναδικής περίπτωσης συγγραφέα. Από πού να ξεκινήσει κανείς; Από την καταγωγή, επιλέγει ο συνομιλητής, αλλά ο συγγραφέας αδυνατεί να ξεδιαλέξει το νήμα: στην ζωή του δράμα και αντίδραμα γίνονται αδιαχώριστα, όπως κι οι μεγάλες λέξεις εξισορροπούνται από τις μικρές. Η μόνη βεβαιότητα του παρελθόντος του ήταν ένα αβέβαιο περιβάλλον, μια ξεριζωμένη οικογένεια με ελάχιστα ξεκάθαρη κοινωνική θέση, που ζούσε μεταξύ Λιθουανίας και Πολωνίας, ανάμεσα σε γη και βιομηχανία, σε μια προυστιανή εποχή. Αυτά ήταν τα πρώτα «ανάμεσα» της ζωής του, που στο τέλος έγιναν η κατοικία του, ο αληθινός γενέθλιος τόπος του.

Στο σπίτι ανάσαινε την παράνοια στον αέρα. Μια μητέρα που ανήκε σ’ εκείνο το είδος των ανθρώπων που είναι ανίκανοι να δουν τον· εαυτό τους όπως είναι πραγματικά. Ακόμα χειρότερα: πίστευε ακράδαντα πως ήταν το αντίθετο απ’ ότι ήταν στην πραγματικότητα. Αυτό τον ώθησε στο καθαρό παράλογο, που έγινε αργότερα ένα από τα σημαντικά στοιχεία της τέχνης του. Ακριβώς οι παράλογες συζητήσεις μαζί της αποτέλεσαν την πρώτη του μύηση στην τέχνη και στην διαλεκτική. Απέκτησε την ευχέρεια να βυθίζεται στη χαζομάρα, να επιμένει πανηγυρικά στη βλακεία. Έκτοτε αρνήθηκε να υποταχτεί στις εύκολες και βολικές ψευδαισθήσεις και κληρονόμησε την λατρευτική του σχέση με την πραγματικότητα. Ακολούθησε η απέχθεια για το σαλόνι και η λατρεία των πλυσταριών, των κουζινών, του στάβλου και των χωραφιών. Η κατωτερότητα έγινε το ιδανικό του: οι εντός της μυήσεις όρισαν το έδαφος της μετέπειτα ζωής του.

 Gombrowicz 2

Δεν θυμόμαστε γαλήνια τα παρελθόν, δεν το αναπολούμε χωρίς πάθος. Το παρόν είναι πάντα επιθετικό, ακόμα και στη δύση της ζωής, και η ζωή του παρόντος όσο πιο διαμορφωμένη, παγιωμένη, καθορισμένη είναι, τόσο πιο πολύ καταδύεται στα ταραγμένα νερά του παρελθόντος για να αλιεύσει μονάχα ό,τι της είναι χρήσιμο τώρα και ό,τι μπορεί να βελτιώσει τη σημερινή της μορφή. Ίσως να μη θυμάμαι πολύ καλά το παρελθόν, ίσως απλώς να το καταβροχθίζω για να θρέψω αυτό που είμαι σήμερα. [σ. 22]

Στις αναγνώσεις των Σπένσερ, Καντ, Σοπενάουερ, Νίτσε, Σαίξπηρ, Γκέτε, Μονταίνι, Πασκάλ, Ραμπελαί αναζητούσε «το ύφος της θεμελιώδους σκέψης, μιας ευαισθησίας που πηγαίνει μέχρι το βάθος των πραγμάτων». Από πού πήγαζε όμως εκείνη η εσωτερική διαταραχή που μετέτρεπε ένα γελαστό αγόρι σε ένα παράδοξο τέρας που το έθελγαν όλες οι δυσκολίες και οι εκτροπές της ύπαρξης; Από την μια βρισκόταν η καθωσπρέπει ζωή, από την άλλη η γκροτέσκα πλευρά της: δυο όψεις που συνυπήρχαν αλλά δεν συμφιλιώνονταν. Βυθισμένος «ανάμεσα» στις δυο, ο Γκομπρόβιτς αισθανόταν ένα μαύρο πρόβατο έξω απ’ το κοπάδι ένας νεαρός ικανός να πάρει κάθε μορφή, σαν τα κουκλάκια από πλαστελίνη που μπορεί κανείς να τα πλάσει ακατάπαυστα.

SONY DSC

Και δεν θα έλεγα ψέματα αν έλεγα πως, κατά τη διάρκεια των εξορμήσεών μου στις εργατικές φτωχογειτονιές της Βαρσοβίας, την πραγματικότητα αναζητούσα στην απλότητα και στη ζωώδη υγεία των χαμηλότερων κοινωνικών τάξεων. Την πραγματικότητα αναζητούσα και μέσα μου, στις αχανείς, ερημωμένες, περιφερειακές, απάνθρωπες εσωτερικές εκτάσεις, όπου μαίνονταν οι ανωμαλίες, το Άμορφο, η Ασθένεια, η Αθλιότητα. Γιατί την πραγματικότητα μπορεί να την βρει κανείς στο πιο συνηθισμένο, στο πιο πρωτόγονο και στο πιο υγιές, όπως επίσης και στο πιο διεστραμμένο και φρενοβλαβές. Η πραγματικότητα του ανθρώπου δεν είναι το μόνο πιο φυσιολογικό και το υγιές, είναι και ό,τι έχει μέσα του αφύσικο και νοσηρό, ό,τι του ανοίγει άγνωστες δυνατότητες. [σ. 35]

Η πρώτη του λογοτεχνική γραφή ονομάστηκε Αναμνήσεις από την εποχή της ανωριμότητας [1933]: «μια λαμπερή ασημαντότητα φαντασίας, επινοητικότητας, ειρωνείας. Μια παρωδία της πραγματικότητας και της τέχνης». Το πρόβλημα παρέμενε: Πώς θα συνδεθεί η γραφή του με την πραγματικότητα της ύπαρξής του; Ο Γκομπρόβιτς γνώριζε καλά εκείνο που θα γινόταν η ψίχα της δημιουργίας του: Η γενική πραγματικότητα δεν είναι καθόλου πραγματικότητα. Η αληθινή πραγματικότητα είναι μόνον αυτή που καθορίζει ο καθένας μας. Και εγεννήθη ο Φερντυντούρκε! [1937]: «Μια παρωδία φιλοσοφικού παραμυθιού στο ύφος του Βολταίρου».

 Gombrowicz 4

Γιατί άραγε ένα έργο που γεννήθηκε από προσωπικά τραύματα τον παρέσυρε σε μια τόσο οικουμενική περιπέτεια προς το δράμα της ανθρώπινης Μορφής; Εδώ περιγραφόταν η ανηλεής μάχη μεταξύ του ανθρώπου και της μορφής του, δηλαδή εναντίον του τρόπου του να είναι, να αισθάνεται, να σκέφτεται, να μιλά και να πράττει· εναντίον της κουλτούρας του, των ιδεών του, των πεποιθήσεών του, εναντίον όλων εκείνων με τα οποία εμφανίζεται στον εξωτερικό κόσμο. Ανάμεσα στις πολλαπλές μορφές, η εθνικότητα. Ο συγγραφέας διαπίστωνε πως η χώρα του ανήκε σε κατώτερη κατηγορία χωρών.

Έχει φτάσει καιρός να χαμηλώσουν τη μύτη τους οι κληρονόμοι των ανώτερων πολιτισμών. Στη θέση της Πολωνίας, βάλτε την Αργεντινή, τον Καναδά, τη Ρουμανία κ.λπ. Και θα δείτε ότι τα λόγια μου διευρύνονται τόσο, που [] αφορούν όλες τις δευτερεύουσες ευρωπαϊκές κουλτούρες [] Είναι μια χώρα εκεί που όπου η Ευρώπη αρχίζει να σταματά, μια χώρα – πέρασμα όπου η Ανατολή και η Δύση απορροφούν η μία τους κραδασμούς της άλλης. Πού ήταν η πρωτότυπη πολωνική σκέψη, η πολιτική φιλοσοφία, η πνευματική και διανοητική συμμετοχή της Πολωνίας στην ευρωπαϊκή δημιουργία; Τα τελευταία εκατόν πενήντα χρόνια η λογοτεχνία μας στραγγαλιζόταν από το τραύμα της απώλειας της ανεξαρτησίας των τοπικών μας δυστυχιών. [σ. 52, 53]

9780300065039

Ο Γκομπρόβιτς σκεφτόταν πως αν ως άνθρωπος, ως Πολωνός κι ως καλλιτέχνης, ήταν καταδικασμένος να παραμείνει ατελής, δεν υπήρχε κανένας λόγος να υπομένει τα βάσανα και να υποκρίνεται στον εαυτό του τον ίδιο και σε όλο τον κόσμο πως όλα πήγαιναν από το καλό στο καλύτερο. Ήταν, αντίθετα, ζήτημα εντιμότητας, αξιοπρέπειας, λογικής, ζωτικής ανάγκης, να έρθει σε ρήξη μια για πάντα με αυτή τη φενάκη: Προχώρησα στον ακρωτηριασμό. Το νυστέρι μου ήταν η ακόλουθη σκέψη: Αποδέξου, κατάλαβε ότι δεν είσαι ο εαυτός σου, ότι κανένας δεν είναι ποτέ με κανέναν ο εαυτός του, υπό καμία συνθήκη, ότι το να είσαι άνθρωπος σημαίνει να είσαι τεχνητός [σ. 61]

Ο σύγχρονος άνθρωπος χαρακτηριζόταν από μια νέα συμπεριφορά απέναντι στη Μορφή. Στις καλύτερες περιπτώσεις την έπλαθε εύκολα, πλασμένος όπως ήταν από αυτή. Όμως κάποια στιγμή θα καταλάβει πως βρίσκεται σε δυσαρμονία με την πραγματική του φύση, πως εκφράζεται με έναν τρόπο τεχνητό που του επεβλήθη επώδυνα απέξω, είτε από τους ανθρώπους είτε από τις περιστάσεις. Και σύντομα όλοι θα αρχίσουμε να φοβόμαστε τον εαυτό μας και την προσωπικότητά μας, γιατί θα ανακαλύψουμε πως δεν μας ανήκουν ολότελα.

Gombrowicz 6

Κατά τη διάρκεια είκοσι τριών ετών στις πάμπες της Αργεντινής η βεβαιότητα πως είναι πιο Ευρωπαίος από τους Ευρωπαίους της Ρώμης και του Παρισιού, δεν τον εγκατέλειψε ποτέ. Ήταν σχεδόν πεπεισμένος ότι η αναθεώρηση της Ευρωπαϊκής Μορφής θα μπορούσε να επέλθει μόνον από εξωευρωπαϊκή θέση, από εκεί που είναι αδύναμη και λιγότερο τέλεια. Η βαριά πεποίθηση ότι το ατελές είναι ανώτερο από το τέλειο (γιατί είναι πιο δημιουργικό) ήταν μια από τις βασικές θέσεις του Φερντυντούρκε. Ο εθνικιστικός Τύπος του επιβλήθηκε βάναυσα για το βιβλίο, κατηγορώντας τον για εκμαυλιστική επιρροή.

Ακολούθησε το πρώτο του θεατρικό έργο, Υβόννη, Πριγκίπισσα της Βουργουνδίας [1938] και μετά η αυτοεξορία στην Αργεντινή. Ζούσε σε ξενοδοχεία τρίτης κατηγορίας, έγραφε με ψευδώνυμο μυθιστορήματα σε συνέχειες για εφημερίδες, ζούσε με μια πενιχρή επιχορήγηση και με την βοήθεια φίλων. Η φτώχεια ήταν η χαρά του, η πτώση του η καινούργια του πτήση. Αφέθηκε στην βαβυλωνία των γλωσσών, στις τυχαίες γνωριμίες που δημιουργούσε με ευκολία, στις φιλίες δίχως δεσμεύσεις. Αποδέχτηκε την ανωνυμία του και δεν έδινε δεκάρα τσακιστή για τον λογοτεχνικό κόσμο. Υπήρξε ο ένας και μοναδικός αλλοδαπός που δεν πήγε για προσκύνημα στο σαλόνι της Βικτόρια Οκάμπο και η περίφημη επιθεώρησή της Sur ήταν το μόνο περιοδικό που δεν ανέφερε τον Φερντυντούρκε. Με τον Μπόρχες δεν μπορούσε τίποτα να τον συνδέσει: εκείνος είχε βαθιές ρίζες στη λογοτεχνία, εγώ στη ζωή.

novels_0025

Ο Γάμος [1947] υπήρξε μια νέα παρωδία της μορφής. Όπως λέει ο μεθύστακας στο έργο, «Κήρυξε τον εαυτό σου βασιλιά και καμία εξουσία, θεϊκή ή άλλη, δεν θα είναι αναγκαία. Θα τελέσεις μόνος σου το ιερό μυστήριο του γάμου και θα υποχρεώσεις τους πάντες να τον αναγνωρίσουν». Το κλειδί του Γάμου είναι ακριβώς η μετάβαση από έναν κόσμο βασισμένο στη θεϊκή και πατρική εξουσία σε έναν άλλο κόσμο, όπου τα νήματα κινεί η προσωπική βούληση. Αλλά ο άνθρωπος ήδη νιώθει τρόμο απέναντι στον κόσμο που έρχεται, όπου ο ίδιος θα είναι θεός και βασιλιάς του εαυτού του. Και ο γάμος δεν θα γίνει ποτέ.

Ο Υπερ-Ατλαντικός – «μια παρωδία του παραδοσιακού επικού μυθιστορήματος της πολωνικής αριστοκρατίας» – μοιάζει με ξέσπασμα γέλιου σε κηδεία. μια ακούσια έκφραση της πολωνικής ελευθερίας. Ένα μυθιστόρημα σκόπιμα απρόσιτο στους ξένους, εξαιτίας των γλωσσικών του δυσκολιών, ανοιχτή πρόσκληση δε για τους Πολωνούς μετανάστες, το μόνο αναγνωστικό κοινό στο οποίο μπορούσε να στηριχτεί.

5

Αυτά συμβαίνουν την ώρα της ήττας! Γράφουμε ενάντια στα πάντα, μόνο για την απόλαυσή μας. Τι πολυτέλεια ήταν κι αυτή που επέτρεψα στον εαυτό μου μέσα στη δυστυχία μου! / Τι να διαλέξω; Πίστη στο παρελθόν…ή την ελευθερία να πλάθει τον εαυτό του ο καθένας όπως θέλει; Να τον φυλακίσω στην αταβιστική του μορφή ή να ανοίξω το κλουβί; [σ. 144, 145]

Το 1952 τον βρίσκει ως «ένα λαμπρό αντιταλέντο» στην υπηρεσία της Πολωνικής Τράπεζας του Μπουένος Άιρες, με μια σειρά από ακατανόητα έγγραφα μπροστά του. Έχει αρχίσει να γράφει για την Kultura, την κυριότερη πολωνική επιθεώρηση της διασποράς, που τυπωνόταν στο Παρίσι. Ένα από τα πρώτα του κομμάτια εκεί γράφτηκε σε μορφή ημερολογίου. Έκτοτε, αυτό το Ημερολόγιο έχει ήδη την μορφή τριών τόμων και χιλιάδων σελίδων και συνεχίζει…Ο κόσμος αγοράζει ημερολόγια γιατί ο συγγραφέας τους ήδη είναι διάσημος, ενώ εγώ έγραφα το δικό μου προκειμένου να γίνω διάσημος. Σταδιακά το Ημερολόγιο άρχισε να παίρνει τη μορφή μιας ανοιχτής διαμάχης με την σύγχρονη κουλτούρα. Κι έτσι βρέθηκε σε άμεση ρήξη με όλες τις μεταπολεμικές τάσεις που καταδίκαζαν τη λέξη «εγώ».

gomb-bacacay1

Το «εγώ» το αφόριζε η Εκκλησία ως ανήθικο, το περιφρονούσε η επιστήμη ως αντίθετο προς την αντικειμενικότητα, το απέρριπτε ο μαρξισμός και όλα τα ρεύματα της εποχής. Από όλες τις πλευρές ακούγοντας αυστηρές νουθεσίες: δεν είστε τίποτε, ξέχνα τον εαυτό σου, ζήσε μέσα από τους άλλους! [σ. 154]

Ακολούθησαν η Πορνογραφία [1960]μια συνέχεια του καλοκάγαθου «πολωνικού βουκολικού μυθιστορήματος», ο Κόσμος [1965], η δική του μορφή αστυνομικού μυθιστορήματος, η επαυξημένη έκδοση των Αναμνήσεων ως Μπακακάι [1957], η Οπερέτα [1966], Οι μαγεμένοι [1973], Η ιστορία [1988], τα Μαθήματα φιλοσοφίας σε έξι ώρες και ένα τέταρτο [1995]… Σε ένα ξέσπασμα απελπισμένου ηρωισμού παραιτήθηκε από την τράπεζα. Η λογοτεχνία βρισκόταν έξω, στους ανθρώπους, στην περιπλάνηση. Ο Γκομπρόβιτς άφηνε τους «καινοτόμους των Παρισίων» στον ελεφάντινο πύργο τους – χάρισμά τους η έγκλειστη γραφή!. Εκείνος δεν είχε σαλόνι, δεν είχε γραφείο, ζούσε στο πλήθος, στον δρόμο. Και μέχρι σήμερα απολαμβάνουμε την ιδιαίτατη λογοτεχνία του και την θεατρική του γραφή.

Gombrowicz 3

Σ’ ένα αμιγώς πολιτικό σημείο των συζητήσεων ο συγγραφέας τοποθετεί τον εαυτό του στην άκρα αριστερά, τάσσεται υπέρ του προλεταριάτου αλλά εναντίον του κομουνισμού (οι συνάδελφοί του στις σοσιαλιστικές χώρες απολαμβάνουν πολύ περισσότερα προνόμια από τον ίδιο), με τον οποίο πάντως τον συνδέει ένας κοινός στόχος αλλά διαφωνεί στην επιλογή των μεθόδων. Διαπιστώνει άλλωστε πως ο σοσιαλισμός γίνεται εργαλείο στα χέρια του φιλελευθερισμού που κρύβεται από πίσω του. Σε κάθε περίπτωση δηλώνει είναι άθεος, φιλοσημίτης, συγγραφέας της πρωτοπορίας, «καταστροφέας» και δεδηλωμένος εχθρός όλων των ρόλων και κυρίως του ρόλου του στρατευμένου συγγραφέα.

Η εξαιρετική έκδοση, σε ελκυστικό ελαφρώς τετραγωνισμένο σχήμα, περιλαμβάνει πολυσέλιδο παράρτημα με σημείωμα των Ρίτα Γκομπρόβιτς και Ζακλίν ντε Ρου «Προς τον αναγνώστη», επιλογή από τις επιστολές του Βίτολντ Γκομπρόβιτς και του Ντομινίκ ντε Ρου [1967 – 1969], εισαγωγή του ντε Ρου στις γαλλικές εκδόσεις του 1968, 1977 και 1990, αποσπάσματα από βιβλία του συγγραφέα, εισαγωγή του Μορίς Ναντό στην αγγλική έκδοση του 1973, βιογραφία και εργοβιογραφία του συγγραφέα (με τις πρώτες εκδόσεις και τις ελληνικές μεταφράσεις των έργων του) και βιογραφία και εργογραφία του Ντομινίκ ντε Ρου.

4 Gombrowicz as a young boy standing on a horse in Malosyce in 1909

Ο Γκομπρόβιτς πέθανε το 1969, δυο χρόνια μετά την διαλεκτική που αποτέλεσε αυτό το βιβλίο. Είχε σαφώς εξοικειωθεί με κάθε μορφή τερματισμού της ζωής. Έχουμε προσαρμοστεί στο θάνατο από τη στιγμή της γέννησής μας. Και μολονότι λίγο λίγο κάθε μέρα μας καταβροχθίζει, ποτέ δεν θα τον αντιμετωπίσουμε καταπρόσωπο, γιατί, όπως λέει κι ένας αφορισμός, όταν έρθει ο θάνατος, εμείς δεν θα είμαστε εκεί.

Εκδ. Πατάκης, μτφ. Θεόφιλος Τραμπούλης, σελ. 393 [Witold Gombrowicz, Testament: Entretiens avec Dominique de Roux, 1968 / 1977 / 1990].

Σημ. Ο Κόσμος του Γκομπρόβιτς εδώ.