Archive for the 'Κινήματα' Category

19
Φεβ.
18

Paco Ignacio Taibo II – Αρχάγγελοι

Οι άγνωστοι αγωνιστές ενός άλλου κόσμου

Υπάρχουν προσωπικότητες που γεννήθηκαν για τη φαντασία, αλλά, καθώς είναι υποχρεωμένες να κινούνται στη μιζέρια της καθημερινότητας για να βρουν ένα κενό στην ιστορία, επανεπινοούνται για το φως της κινηματογραφικής οθόνης, για την πιο συναρπαστική σελίδα ενός μυθιστορήματος, για τον πιο παράλογο, αντιφατικό και παθιασμένο επικό τραγούδι. Προσωπικότητες στις οποίες δεν αρκούν τα βιογραφικά σημειώματα και όλες οι υποσημειώσεις και που γι’ αυτό ξεγλιστράνε οι ίδιοι και η εποχή τους μέχρι να κερδίσουν το δικαίωμα να είναι η σελίδα ενός κακοτυπωμένου ημερολογίου τοποθετημένου πάνω από την κουζίνα νοικοκυριού προλετάριων, ήρωες σε βουβή ταινία που δεν θα γυριστεί ποτέ, θέμα συζήτησης στο αλλόκοσμο φως στο καμίνι. [σ. 297]

Τα λόγια του συγγραφέα δεν αφορούν μόνο τον Μαξ Χελτς (στο κεφάλαιο του οποίου γράφονται) αλλά όλους τους χαρακτήρες που περιλαμβάνονται στο συναρπαστικό του βιβλίο· δώδεκα δευτεραγωνιστές των μεγάλων επαναστάσεων του 20ού αιώνα, πρόσωπα δεύτερης ή τρίτης γραμμής, που δεν έχουν κοινή πολιτική ιδεολογία αλλά εκείνο το «θαυμάσιο πείσμα» για την πίστη τους να αλλάξουν ριζικά τον κόσμο. Πρόκειται όμως και για ήρωες ή αντιήρωες η ιστορία των οποίων καλύπτεται με σκιές και κρύβεται σε πηγές συχνά άγνωστες, που ο Τάιμπο ΙΙ αποθησαυρίζει από χρόνια για να μην προδώσει την ιστορική τους πιστότητα. Αλλά μια πρόσθετη έκπληξη περιμένει τον αναγνώστη: σε κάθε κείμενο επιλέγει και διαφορετική αφηγηματική τεχνική και ύφος, ενθέτει ελεύθερα την υποκειμενική του ματιά και συνομιλεί με τις πηγές, ενώ συχνά διατυπώνει ερεθιστικές ερωτήσεις προς τους ήρωές του.

Ξεκινώ με την προσωπικότητα που καλύπτει ένα κείμενο εξήντα σελίδων. Ο Μαξ Χελτς έμαθε από μικρός την τέχνη τού να είναι ακριβής στο ραντεβού του με την επανάσταση. Ο Χελτς κατανοεί τον κόσμο όταν συνομιλεί με τον σοσιαλιστή εκδότη εκδότης Γκεόργκ Σούμαν, τον οποίο είχε διαταχθεί να επιτηρεί στο δυτικό μέτωπο ως «προδότη», χωρίς να του μιλάει. Παρών στην έναρξη της γερμανικής επανάστασης του 1918, καλεί σε άμεση δράση τους απολυμένους εργάτες μιας συγκέντρωσης και σε αυτά τα εμπρηστικά καλέσματα και στην πρόταξη της δράσης βρίσκεται η γέννηση του «χελτσιανού στιλ»: η ταχύτητα αντίδρασης στα γεγονότα, το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού, η γνώση της περιοχής, το απίστευτο θάρρος. Φροντίζει να μην είναι ποτέ μόνος του· «το πλήθος δεν είναι τα ανώνυμα πρόσωπα που βλέπεις από το βήμα· είναι σαν κι εσένα, έτοιμοι να επέμβουν και να περάσουν στη δράση». Προσελκύει τον κόσμο σαν τεράστιος μαγνήτης· τους ανακαλύπτει σιωπηλούς μέσα στο πλήθος και τους ρίχνει στον πόλεμο μαζί του.

Οι πρακτικές του: επιθέσεις που θυμίζουν οπερέτα, κατασχέσεις τροφίμων από τα σπίτια των αφεντικών, διανομές σε απόρους, συλλογικές κουζίνες, επιθέσεις σε τράπεζες, εμπορικά καταστήματα και κυβερνητικά γραφεία, εμπρησμοί σπιτιών,  καταστροφές εγγράφων ιδιοκτησίας, υποθηκών ή δικαστηρίων, ακόμα και μνημείου όπως η Στήλη της Νίκης στο Βερολίνο, σύμβολο του γερμανικού μιλιταρισμού – το τελευταίο αυτό σχέδιο δεν ευοδώθηκε. Στα εργοστάσια ανοίγει τα χρηματοκιβώτια και μοιράζει τα χρήματα στους εργάτες. «Ποτέ δεν ξέρει κανένας τι θα κάνουμε». Κινητικότητα και απρόσμενη δράση χωρίς κανένα σχέδιο: το κλειδί της επιτυχίας.

Ο Χελτς μένει πάντα έξω από φράξιες και εσωτερικές συζητήσεις και κανείς δεν μπορεί να καταλάβει με ποιο κόμμα είναι. Μια έκρηξη χειροβομβίδας τον αφήνει σχεδόν τυφλό και σύντομα συλλαμβάνεται. Μετά την σύλληψή του η Κομμουνιστική Διεθνής δεν υποστήριξε τις ενέργειες του αλλά προσπάθησε να κεφαλαιοποιήσει την μορφή του. Αντίθετη στην τρομοκρατία και στις ατομικές ενέργειες των ελεύθερων σκοπευτών, τον εκτιμά ως έναν από τους θαρραλέους αντάρτες που ύψωσαν το ανάστημά τους ενάντια στην καπιταλιστική κοινωνία. Το κομμουνιστικό κόμμα ανέλαβε την υπεράσπισή του και οργάνωσε μια επιτροπή διανοούμενων στην οποία συμμετείχαν ο Τόμας Μαν και ο Έρνστ Τόλερ με σκοπό την αναθεώρηση της διαδικασίας. Στην επτάχρονη απραξία της φυλακής, η αναπόληση των μαχών των ετών 1918 – 1921 αποτελεί την μόνη του παρηγοριά.

Η απελευθέρωσή του μετατράπηκε σε μεγάλη γιορτή αλλά η πλειονότητα των Γερμανών αγωνιστών ακολουθώντας τις ντιρεκτίβες της Μόσχας περιφέρει τον ήρωά της σε γιορτές και φιέστες. Ο Χελτς είναι περισσότερο ο μεγάλος ελέφαντας σε ένα προπαγανδιστικό τσίρκο και οδηγείται από συνέδριο σε συνέδριο για να αφηγείται την ζωή του. Η ηγεσία του Κόκκινου Μετώπου δεν του επιτρέπει να μπει στην δράση, όσο πεισματικά κι αν ζητά να επιστρέψει στην Γερμανία να πολεμήσει την επικράτηση του ναζισμού· τον στέλνει στη Μόσχα για να αναλάβει καθήκοντα …κομματικού γραφειοκράτη ενώ του αφαιρούν το διαβατήριο και το περίστροφο. Το 1921, ο άνθρωπος που ηγήθηκε της επανάστασης στην Κεντρική Γερμανία, καταρρέει. Αναγκάζεται να μεταβεί σε ένα χωριό κοντά στο Γκόρκι για να κάνει διοικητική δουλειά σε μια σοβιετική βιομηχανία. Για πρώτη φορά έχει ηττηθεί ολοκληρωτικά. Ακόμα και ηττημένος όμως αποτελούσε απειλή κι έτσι έχασε την ζωή του εξαιτίας ενός ύποπτου πνιγμού, παρότι δεινός κολυμβητής.

Τα πρώτα χρόνια που ακολούθησαν, ο Μαξ θεωρήθηκε από τους σοσιαλδημοκράτες ένας επικίνδυνος τυχοδιώκτης, από τους επίσημους κομμουνιστές ανεύθυνος και προδότης, από την κομμουνιστική Αριστερά αναρχικός και από τους αναρχικούς λενινιστής Αυτοί που αγωνίστηκαν στο πλευρό του σφαγιάστηκαν από τον ναζισμό ή στα σταλινικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Το όνομα και η ιστορία του Μαξ Χελτς πέρασαν στη λήθη.  [σ. 367]

Μπορεί και όχι. Την δεκαετία του 1980 η μετασταλινική γραφειοκρατία της Ανατολικής Γερμανίας αποφάσισε να τοποθετήσει ένα άγαλμά του σε μια πλατεία. Μετά την πτώση του Τείχους το άγαλμα απομακρύνθηκε και τοποθετήθηκε στο υπόγειο ενός μουσείου απ’ όπου μια ανώνυμη μέχρι σήμερα ομάδα το «απελευθέρωσε». Την ίδια εποχή σε μια ζώνη με κατειλημμένα σπίτια στην Μάιζενστράσσε δημιουργήθηκε ένα βιβλιοπωλείο μεταχειρισμένων βιβλίων που είχε το όνομά του. Κατά την διάρκεια μιας αστυνομικής επέμβασης το βιβλιοπωλείο καταστράφηκε ενώ οι αστυνομικοί έκαναν διαγωνισμό βολών πυροβολώντας τα βιβλία. Ίσως μέσα από τις σελίδες ενός φυλλαδίου που μας διηγείται τα δικά του κατορθώματα, τρυπημένο τώρα από σφαίρες, ο Μαξ Χελτς μας χαμογελά.

Κόρη του Μιχαήλ Ράισνερ που εγκατέλειψε τον φιλομοναρχισμό και έγινε δημοκράτης, η Λαρίσα Ράισνερ βρίσκεται από μικρή στην εξορία αλλά και περιτριγυρισμένη από παθιασμένες συνομιλίες που ροκανίζουν το τέλος του αιώνα όπου όλα θα αλλάξουν και αυτοί που σήμερα δεν είναι τίποτα θα είναι τα πάντα. Με την επανάσταση του 1905 οι γονείς της εγκαταλείπουν την εξορία και επιστρέφουν στην Αγία Πετρούπολη. Η έναρξη του Μεγάλου Πολέμου την βρίσκει μαζί με τον πατέρα της να ιδρύει και να διευθύνει το περιοδικό Rudin, με το οποίο εκφράζει τις θέσεις του αντιπολεμικού σοσιαλισμού με άρθρα που καταγγέλλουν την βαρβαρότητα της σφαγής. Ο κόσμος της σοσιαλδημοκρατίας είναι ο κόσμος της γραπτής λέξης, της εμμονής με την παράνομη εφημερίδα και του αγκίτ-προπ και η Λαρίσα κινείται σ’ αυτό το περιβάλλον όπως σ’ ένα μεγάλο σπίτι. Κατά την επανάσταση των μπολσεβίκων βρίσκεται ανάμεσα σ’ αυτούς που κατέλαβαν το φρούριο του Αγίου Πέτρου και του Αγίου Παύλου.

Αλλά το πεδίο της είναι η δύναμη των λέξεων και συνεχίζει να γράφει για τις δυνάμεις που έχει απελευθερώσει η ρωσική επανάσταση προτού καταστραφεί σύντομα από τον σταλινικό απολυταρχισμό. Η παράξενη φιγούρα της όμορφης και εκλεπτυσμένης γυναίκας δεν εργάζεται μόνο στο Τμήμα Προπαγάνδας αλλά γίνεται και μέλος του Κόκκινου Στρατού. Στο βιβλίο της Στο μέτωπο περιγράφει τις πολεμικές της εμπειρίες αλλά και τα τοπία και τις ιστορίες των ανθρώπων της δεύτερης γραμμής. Η άποψη της για την επανάσταση και τους ηγέτες της δεν είναι καθόλου αγιογραφική, καθώς ανακαλύπτει φαινόμενα διαφθοράς και κατάχρησης εξουσίας. Η Λαρίσα παραμένει ελεύθερη και στον έρωτα· η νέα σοβιετική κοινωνία ερχόταν σε ρήξη με τα παλιά μοντέλα ζωής άρα και με τις αντιλήψεις για το σεξ και τον γάμο.

Το 1923 ζητάει να πάει στην Γερμανία όπου εκείνη την στιγμή συμβαίνει μια άλλη επανάσταση. Στο φυλλάδιο Βερολίνο. Οκτώβρης 1923 συνδυάζει την πολιτική ανάλυση με τον τρόπο του Τρότσκι με την νατουραλιστική περιγραφή του Ζολά, την αίσθηση του χιούμορ και την αποκάλυψη της ατμόσφαιρας. Το Αμβούργο στα οδοφράγματα έμελλε να είναι το πιο σημαντικό της βιβλίο. Η αφήγηση της εξέγερσης συνδυάζεται με τις περιγραφές των κτιρίων, των γερανών, των δρόμων των ιερόδουλων, των εργατικών κατοικιών, και των φράσεων της εργατικής τάξης. Η Λαρίσα δεν ερωτεύεται μόνο τους εξεγερμένους αλλά και την ίδια την εξέγερση, παρά την αποτυχία, ενώ σαγηνεύεται από τον βιομηχανικό κόσμο και το περιβάλλον του λιμανιού. Όπως γράφει ο Τάιμπο, να διηγείσαι σημαίνει να στερεώνεις στη μνήμη αυτό που γνωρίζει την άρνηση, να οικοδομείς αυτό που ξεχνιέται.

Η Λαρίσα αναζητά την επανάσταση στον βιομηχανικό κόσμο, στα εργοστάσια και τα ορυχεία, μακριά από την γραφειοκρατία του Πέτρογκραντ και της Μόσχας. Επί μήνες ταξιδεύει στα Ουράλια, στην πλούσια σε άνθρακα λεκάνη του Ντόνετς, στα ορυχεία πλατίνας στο Κτιλίμ, στα χυτήρια, στις κλωστοϋφαντουργίες του Ιβάνοβο. Κοιμάται στα τρένα, στα ορυχεία, στα τοπικά συνδικάτα. Τα ρεπορτάζ της αργότερα θα πάρουν μορφή στο βιβλίο Κάρβουνο, σίδηρος και ανθρώπινα όντα. όπου κάθε ιδέα προπαγάνδας αντικαθίσταται από οξύτατη κριτική στον τρόπο που ζουν οι εργάτες,  διηγήσεις με γραφειοκρατικά λάθη αλλά και παλιές ιστορίες και λαϊκούς μύθους. Η πένα της δεν τρέμει όταν ασκεί κριτική στην πολιτική της ανόδου δι’ αλμάτων ενώ παραμελούνται οι συνθήκες ζωής των εργατών.

Το βιβλίο της Στη χώρα του Χίντενμπουργκ, μια κριτική του καπιταλισμού με μια αλλόκοτη, συχνά σουρεαλιστική ματιά ενώ ο χλευαστικός της τόνος δεν παύει να αποκαλύπτει την σαγήνη της για τις μηχανές. Όταν η δημοκρατία των μπολσεβίκων βαδίζει προς την προσωποκεντρική δικτατορία του Στάλιν η Λαρίσα ασθενεί και πεθαίνει από μαλάρια που κόλλησε στο Αφγανιστάν. Από αυτή την άποψη η έξοδός της ήταν ευλογία, αφού δεκάδες σύντροφοι, φίλοι και προσωπικότητες χάθηκαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στην ζοφερή σταλινική περίοδο.

Ο άντρας με τα σκούρα γυαλιά που κοιτά τον ουρανό λέγεται Ντομίνγκο και λέγεται Ραούλ. Έτσι τιτλοφορεί ένα άλλο κεφάλαιο ο συγγραφέας, που συναντά τον ήρωά του σε μια από τις ελάχιστες φωτογραφίες του και τον κυνηγά για χρόνια σε αποκόμματα εφημερίδων, ξεθωριασμένες φωτοτυπίες, «βιβλία σχεδόν αδιανόητα», σκόρπιες πληροφορίες, αλληλοαντικρουόμενες αναφορές, ένα σύνολο θραυσμάτων μιας προσωπικής και πολιτικής περιπέτειας. Στην Αβάνα το 1956 πεθαίνεις πολύ εύκολα και τα πτώματα μένουν πεταμένα στον δρόμο, ξεσκισμένα, σαν μια ένδειξη χειρισμού των αντιφρονούντων· όμως το ίδιο καυτό αίμα έχει την απρόσμενη ικανότητα του καλέσματος. Ένα χρόνο πριν την επανάσταση ο Ραούλ ενώνεται με τις φοιτητικές ομάδες που κάνουν αντίσταση στον δρόμο ενάντια στον Μπατίστα και γίνεται μέλος του Επαναστατικού Διευθυντηρίου.

Ο Ραούλ Ντίας Αργουέγιες μάχεται στο δρόμο με την ευφορία του δρόμου και την θλίψη των ενταφιασμών. Αναγκάζεται να φύγει κυνηγημένος στις ΗΠΑ ενώ σε λίγες μέρες ο νεαρός δικηγόρος Φιντέλ Κάστρο με τον μαθητευόμενο ράφτη Καμίλο Σιενφουέγος και τον Αργεντινό γιατρό Ερνέστο Γκεβάρα αποβιβάζονται με άλλους ογδόντα νέους στις ακτές του Οριέντε. Τα χρονικά των επόμενων ετών τον τοποθετούν στην Κούβα του 1957 και η καλύτερη ενημερωτική αλυσίδα της εποχής της λογοκρισίας, η λαϊκή φημολογία, τον βρίσκει να κάνει αναγκαστική προσγείωση ενός αεροπλάνου γεμάτου όπλα σε μια λεωφόρο, καταφέρνοντας να σώσει και τον εαυτό του και το φορτίο. Ακολουθούν μια σειρά από μάχες στην πόλη και στα βουνά.

Ο Τάιμπο διανθίζει το κείμενο με ερωτήσεις, προσπαθώντας να καταλάβει τους ήρωές του. Πόσο γερνάει ένας νέος όταν βλέπει τους φίλους του να πεθαίνουν; Ποιο είναι το σύνορο ανάμεσα στο θάρρος και την τρέλα; Πως διαχειρίζεται κανείς τον συνεχή φόβο ή την ευθύνη να στείλει άλλους στον θάνατο; Τώρα ο εικοσιδυάχρονος Αργουέγιες είναι αδύνατο να σταματήσει ακριβώς γιατί στις πλάτες του βαραίνει η ανάμνηση των νεκρών φίλων. Στις αρχές του 1959 προελαύνει στην Αβάνα· η δικτατορία του Μπατίστα έχει καταρρεύσει. Είναι έτοιμος να αντιμετωπίσει μια από τις πιο σκληρές πόλεις του κόσμου, ένα εγκληματικό περιβάλλον γεμάτο οργανωμένο τζόγο, πορνεία, μαφία των ναρκωτικών; Το Τμήμα του αρνείται τις δωροδοκίες και αποκτά την φήμη του αδιάλλακτου. Σε μια βιογραφία χωρίς έκδηλη γοητεία, γεμάτη ατέλειωτες ώρες γκρίζας δουλειάς, υπάρχει αφθονία ηρωισμού στις καθημερινές ιστορίες των υποδομών, της οικοδόμησης σχολείων, των νέων εργαστηρίων μηχανικών.

Τέσσερα χρόνια μετά τον θάνατο του Τσε είναι θέμα χρόνου για τον Ραούλ να ξεκινήσει το δικό του ταξίδι προς την διεθνή επανάσταση. Μέχρι το 1974 η ζωή του είναι συνδεδεμένη με την αποικία της Γουινέας – Μπισάου και τον πόλεμο του λαού της ενάντια στον πορτογαλικό αποικιακό στρατό ενώ ακολουθεί η πολύπαθη Ανγκόλα, όπου και γίνεται ο μυθικός πανταχού παρών Κουβανός – φάντασμα. Σ’ έναν αγώνα ενάντια σε όλες τις πιθανότητες κατορθώνει αδιανόητες νίκες και συχνά δεν υπάρχει χρόνος ούτε να τις γιορτάσει· όπως θυμάται ένας φίλος του: Μέσα στην τρομερή ζέστη, είχε σταματήσει να ιδρώνει. Δεν χαράμιζε ούτε μια σταγόνα νερό. Μια νάρκη τον τραυματίζει σοβαρά και καθώς τρέχει υποβασταζόμενος από τους συντρόφους του ο Τάιμπο είναι βέβαιος πως θα τους είπε: Μιλήστε γι’ αυτό που κάναμε.

Η επιστροφή του τελευταίου μαγονέρο αναφέρεται στον Λιμπράδο Ριβέρα, που πίστευε με μανία στην δύναμη της γραπτής λέξης. Η ιστορία του ξεκινά όταν επιστρέφει στο Μεξικό ύστερα από δεκαοκτώ χρόνια εξορίας, εκ των οποίων τα εντεκάμισι σε φυλακές των ΗΠΑ, καταδικασμένος μαζί με τον Ρικάρντο Φλόρες Μαγόν για εγκλήματα του Τύπου, εξαιτίας του «Μανιφέστου προς τους εργάτες του κόσμου».

Το 1923 του προσφέρεται αποφυλάκιση υπό τον όρους κι εκείνος αρνείται να την δεχτεί και να αναγνωρίσει την ενοχή του. Μακριά από το μυαλό μου η ιδέα να εγκαταλείψω τη μάχη που ξεκίνησα πριν από τόσα χρόνια υπέρ των φτωχών. Οι απειλές και οι τιμωρίες δεν με φοβίζουν ούτε με αποθαρρύνουν, πόσο μάλλον θα με πείσου  ότι έπραξα λάθος. Αυτές οι τακτικές απευθύνονται σε παιδάκια. Δεν θα σκύψω το κεφάλι, δεν θα μετανιώσω ποτέ. [σ. 256]

Οι αρχές των ΗΠΑ αποφασίζουν να τον ξεφορτωθούν, μετατρέποντας την κάθειρξη σε δικαστική απέλαση, και τον παραδίδουν στα χέρια των μεξικανικών Αρχών στη συνοριακή γραμμή. Στα σύνορα, ο τελευταίος μαγονέρο είναι άρρωστος, χωρίς λεφτά, κυκλωμένος από τον ανεξιχνίαστο θάνατο του Μαγόν· αλλά δεν έχει εγκαταλείψει. Οποιοσδήποτε αμερόληπτος παρατηρητής, γράφει ο Τάιμπο, θα μπορούσε να εντοπίσει τη λάμψη στα μάτια του. Δημοσιεύει ένα νέο «Μανιφέστο», πεπεισμένος για τις αρετές της διάδοσης μιας ιδέας και την γοητεία της γραπτής λέξης. Σύντομα φτιάχνει τις βαλίτσες του και μεταβαίνει στην καρδιά του κοινωνικού πολέμου, στο Ταμπίκο.

Τις αλήθειες που εξαπέλυα ενάντια στην τότε δικτατορία, τις ίδιες εξαπολύω και σήμερα μέσα από τη φυλακή ενάντια στη σημερινή δικτατορία, και θα συνεχίσω να κάνω το ίδιο μέχρι να μου κόψουν την ανάσα στα ανανεωτικά μπουντρούμια τους. [σ. 275] Οι φυλακές στάθηκαν ανίκανες να με πείσουν ότι είμαι ένα λάθος και να μου αλλάξουν την ακλόνητη πεποίθηση ότι καμία κυβέρνηση δεν θα μπορέσει να λύσει το πρόβλημα της φτώχειας [σ. 289]

Ο Λιμπράδο Ριβέρα συνεχίζει να αντιμετωπίζει με καθαρό βλέμμα τους διώκτες του και να γνωρίζει αλλεπάλληλες φυλακίσεις και κακομεταχείριση αλλά και να αρνείται να αποφυλακιστεί υπό όρους. Η αστυνομία εισβάλλει στο σπίτι του και καταστρέφει την τεράστια βιβλιοθήκη του, μια ανεκτίμητη συλλογή εντύπων, ακόμα και τα γυαλιά του. Η σημαντικότερη εκστρατεία του είναι για την απελευθέρωση των Νικόλα Σάκο και Μπαρτολομέο Βαντσέτι με τους οποίους αλληλογραφεί προσωπικά. Παρά την διεθνή κινητοποίηση η «νόμιμη δολοφονία» τους δεν αποφεύγεται και ο ίδιος συντρίβεται γιατί βρισκόταν στην φυλακή, αδύναμος να βοηθήσει περισσότερο. Ο Ριβέρα αναπαύεται ύστερα από εννιά χρόνια αφοσιωμένου προσωπικού πολέμου ενάντια σ’ ένα αυταρχικό κράτος με μόνα όπλα το πείσμα και το ύφος.

Ο αυστριακός Φρίντριχ Άντλερ ήταν ένας σοσιαλδημοκράτης που έφτασε στην πολιτική δολοφονία για ηθικούς λόγους. Εξαρχής αντίθετος στον Μεγάλο Πόλεμο του 1914 ένιωθε την ανάγκη να σπάσει την τρέχουσα απραξία με μια συμβολική πράξη. Έφτιαξε έναν κατάλογο με τα ονόματα αυτών που ήταν υπεύθυνοι για την πολεμική σφαγή κι επέλεξε να σκοτώσει τον Ούγγρο πρωθυπουργό. Η αυστριακή σοσιαλδημοκρατία αποποιήθηκε κάθε ευθύνη· το κόμμα δεν αποδεχόταν την τρομοκρατία και διατεινόταν ότι ο Άντλερ ήταν διανοητικά ταραγμένος. Πολλοί θεωρούσαν ότι με αυτό τον ισχυρισμό μπορεί να σωθεί η ζωή του όμως ο ίδιος το αρνήθηκε γιατί θα χανόταν οποιοδήποτε νόημα από την πράξη του: Πάλεψα με πάθος κατά την διάρκεια της έρευνας να καταδείξω το γεγονός ότι η πράξη μου ήταν το αποτέλεσμα μιας απόφασης που έλαβε ένας άντρας σε συνθήκες απόλυτης πνευματικής διαύγειας [σ. 102]

Το οριστικό πόρισμα επιβεβαίωσε την ψυχική του διαύγεια και ο Άντλερ δεν ήταν πλέον ένας τρελός αλλά ένας ήρωας. Επί τέσσερις ώρες στην δίκη εξηγούσε την αποστροφή του για τον πόλεμο, τον οποίο θεωρούσε πράξη οργανωμένου κρατικού εγκλήματος κι έκανε απεγνωσμένη έκκληση στη λογική ακόμα και με μια πράξη παράλογη. Υποστήριξε ότι δεν πιστεύει στις ατομικές πράξεις βίας αλλά στην λαϊκή δύναμη κι ότι ήθελε να καθορίσει τις ψυχολογικές συνθήκες για μελλοντικές μαζικές πράξεις. Ο λόγος του κυκλοφόρησε παράνομα παντού με αποτέλεσμα να αναβληθεί η καταδίκη σε θάνατο για το ενδεχόμενο τεράστιας κοινωνικής αναταραχής. Με την κατάρρευση της αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας ο Άντλερ απελευθερώθηκε, έγινε γραμματέας του Γραφείου της Δεύτερης Διεθνούς, συμμετείχε ενεργά στον Ισπανικό Εμφύλιο κι έζησε ως τα ογδόντα ένα.

Την στρατιά των ασυμβίβαστων ονειροπόλων επαναστατών συμπληρώνουν οι αναρχικοί της δράσης Μπουεναβεντούρα Ντουρούτι και Φρανσίσκο Ασκάσο, ο σοσιαλδημοκράτης με πίστη στην αξία της ηθικής και του παραδείγματος Χουάν Ρ. Εσκουδέρο, οι ενίοτε ασεβείς μαρξιστές αλλά πάντα επαναστατικοί ζωγράφοι Ντιέγκο Ριβιέρα και Νταβίντ Αφλάρο Σικέιρο, ο Κινέζος μαρξιστής όλων των παραλλαγών Πενγκ Πάι, ο κόκκινος διεθνιστής και βωμολόχος Πιέρο Μαλαμπόκα, ο αμετανόητος υποστηρικτής του Μπακούνιν  Σεμπαστιάν Σαν Βισέντε και ο μπολσεβίκος μαρξιστής Άντολφ Αμπράμοβιτς Γιόφε. Τα κείμενα του βιβλίου γράφτηκαν σε διάστημα δεκαπέντε ετών [1983 – 1998] και δημοσιεύτηκαν σε περιοδικά, ένθετα περιοδικών ή τόμους που μοιράστηκε με άλλους συγγραφείς ή δημοσιεύονται εδώ για πρώτη φορά.

Οι ιστορικοί δεν έχουμε τη δυνατότητα να λέμε ιστορίες σαν κι αυτές, είναι γνωστό ότι είναι ιστορίες που μας ξεπερνούν, ότι τους αφαιρούμε τη ζωή όταν τις διηγούμαστε, ότι ο μοναδικός, ακριβής τόπος, το οχυρό που τους ανήκει, είναι αυτό το αόριστο πράγμα που δεν μπορούμε να ορίσουμε αλλά που όλοι ξέρουμε ότι υπάρχει και το οποίο ονομάζουμε συλλογική μνήμη των λαών. Αυτός είναι ο τόπος τους. Εκεί ανήκουν. [σ. 486]

Στις εικόνες: Έργο του Helios Gomez, Max Hoelz επί τέσσερα [στην μία ως πρωταγωνιστής στην ταινία Life and Illusion of a German Anarchist], Larisa Reisner,  Raúl Díaz-Argüelles [στο κέντρο, με τα μαύρα γυαλιά], Librado Rivera με τον Enrique Flores Magon, Προεκλογική αφίσα του Γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (1932), Friedrich Adler, Paco Ignacio Taibo II.

Δημοσίευση και στο mic.gr / βιβλιοπανδοχείο αρ. 223, σε συντομότερη μορφή, υπό τον τίτλο Red Army Blues [o τίτλος από εδώ].

26
Μάι.
16

E.Z.L.N. Subcomandante Marcos, Subcomandante Moises – Οι λέξεις της σιωπής

Marcos 0

Πενήντα χιλιάδες αρχηγοί

Ένα πράγμα είναι προφανές: την εξουσία απειλούν πολύ λιγότερο τα όπλα από το χτίσιμο μιας ζωής που δεν υποτάσσεται, δεν παραδίδεται, δεν ξεπουλιέται.

Στις 21 Δεκεμβρίου 2012 τα ξημερώματα δεκάδες χιλιάδες ιθαγενείς Ζαπατίστας κατέλαβαν ειρηνικά και σιωπηλά πέντε κεντρικούς δήμους της νοτιοανατολικής μεξικανικής πολιτείας Τσιάπας. Πενήντα χιλιάδες Ζαπατίστας, ισάριθμοι «αρχηγοί», εφόσον όλες και όλοι διοικούν, κάλυψαν τα πρόσωπά τους για να γίνουν ορατοί και διαδήλωσαν σιωπηλοί για να εισακουστούν και να επικοινωνήσουν την θέλησή τους να παραμείνουν ανυπότακτοι. Έφτασαν στις πλατείες, έφτιαξαν πρόχειρες ξύλινες εξέδρες, είπαν χωρίς να μιλάνε είμαστε εδώ και θα είμαστε εδώ. Κοίταξαν τον κόσμο σιωπηλά και έφυγαν. Η δημόσια συνειδητή σιγή των ζαπατιστικών κοινοτήτων χρονολογείται από το 2009 και συνεχίζει να ανησυχεί όσους επιθυμούν την εξαφάνισή τους.

Masked Mayan Indians, members of the Zapatista National Liberation Army (EZLN), march in San Cristobal de las Casas, Chiapas state, Mexico, Friday, Dec. 21, 2012. Organizers said some 12,000 people marched in the cities of Ocosingo, Palenque and San Cristobal de las Casas. The marches marked the Dec. 22 killing of 45 indigenous Zapatista backers by a rival armed local group. They also marked the conclusion of a 5,125-year cycle in the Mayan calendar. (AP Photo/Ivan Castaneira)

Από την ίδρυση των Δυνάμεων για την Εθνική Απελευθέρωση [FLN] το 1969 στο Βόρειο Μεξικό μέχρι την ίδρυση του EZLN στην ζούγκλα Λακαντόνα της Τσιάπας το 1983 και από την κατάληψη των έξι μεγαλύτερων πόλεων της Τσιάπας την πρωτοχρονιά του 1994 και την κήρυξη του πολέμου στην κυβέρνηση του Μεξικού μέχρι σήμερα, ισχυρότερο όπλο του «παράλογου και απίθανου» στρατού τους παραμένει ο λόγος, η ιστορία, η μνήμη και η επιθυμία να φτιάξουν έναν καλύτερο κόσμο. Το έδαφος της δράσης και του αγώνα τους είναι πλέον ο Πλανήτης Γη και τα κείμενα πλέον υπογράφονται συλλογικά «από τις γυναίκες και τους άντρες Ζαπατίστας της Τσιάπας, στο Μεξικό», ενώ ο Μάρκος δεν υπογράφει πια από τα βουνά του νοτιοανατολικού Μεξικού αλλά από οποιαδήποτε γωνιά, σε οποιονδήποτε κόσμο.

Οι Ζαπατίστας βελτιώνουν την αυτόνομη παραγωγή, ενδυναμώνουν την κουλτούρα, καλλιεργούν την ελπίδα, ασκούν την αυτοκυβέρνηση. Γνωρίζουν πως μόνο με τις συλλογικές μορφές ζωής μπορεί κανείς να απελευθερωθεί από την καπιταλιστική τυραννία και την κρατική λεηλασία. Οι ατομικές εξεγέρσεις είναι μάταιη σπατάλη δυνάμεων, άλλωστε ο ίδιος ο καπιταλιστικός κόσμος εξυμνεί με απόλυτο τρόπο το εγώ και φροντίζει όλη η ενέργεια των ανθρώπων να σπαταληθεί ακριβώς γι’ αυτό το εγώ.

Marcos 5

Οι ισχυροί φοβούνται μήπως ανακαλύψουμε ότι είμαστε ικανοί και ικανές να αυτοκυβερνώμαστε. / Έχουμε καταλάβει πια ποιοι είναι επαγγελματίες των συνελεύσεων, τις τεχνικές και τις τακτικές τους να δυναμιτίζουν τις συναντήσεις ώστε να μένουν μόνο αυτοί και όσοι τους ακολουθούν, για να εγκρίνουν τις προτάσεις τους, Μοιράζουν ήττες….

Για τους Ζαπατίστας ο μύθος της μιας και ενιαίας και ενοποιητικής οργάνωσης που κατέχει την αλήθεια και γεννά σχέσεις κυριαρχίας προέρχεται από κάπου επάνω. Οι κοινότητες διατηρούν την πολυμορφία και τη διαφορετικότητα και τιμούν την ηθική του συλλογικού. Αντίστοιχα δεν υπάρχει ένας και μοναδικός τρόπος αυτόνομης διακυβέρνησης: οι μορφές της διαφέρουν από ζώνη σε ζώνη και δεν παύουν να αλλάζουν και να επανεφευρίσκονται. Η οικοδόμηση της αυτονομίας είναι μια διαδικασία χωρίς τέλος. Αυτόν ακριβώς τον ιό της αυτονομίας και της ελευθερίας μεταδίδει και το ζαπατιστικό σχολείο. Ποια άλλη αυθεντική διαδικασία αυτοοργάνωσης που δεν επιδιώκει να ηγεμονεύσει ή να ομογενοποιήσει άλλα κοινωνικά κινήματα, με τόση διάρκεια, τέτοιο εύρος και βάθος, έχουμε γνωρίσει στην ιστορία ή μπορούμε να συναντήσουμε στον πλανήτη σήμερα;

Marcos 8

Μεξικό: ένοπλες συμμορίες στρατού και καρτέλ ναρκωτικών στους δρόμους, σφαγές σε πλατείες και σπίτια, δεκάδες χιλιάδες αγνοούμενοι και «εξαφανισμένοι», μαζικοί τάφοι σε όλη τη χώρα, πλήρης ατιμωρησία, κράτος μαφία, μια πολιτική παραγωγής θανάτου, ένας καθολικός πόλεμος εξόντωσης των αποκάτω. Οι πολύτιμες υποσημειώσεις στο κάτω μέρος κάθε σελίδας, γράφουν με τις δεκάδες αναφορές σε πρόσωπα, κυβερνήσεις και πολιτικές την αδιανόητη ιστορία του Μεξικού αλλά και των απελπισμένων τρόπων με τους οποίους οι εκάστοτε κυβερνήσεις επιχείρησαν να προσεταιριστούν, να εξουδετερώσουν, να συκοφαντήσουν και να εξαφανίσουν τους ενοχλητικούς ιθαγενείς.

Κάποτε στους ανεπιθύμητους εντάσσονται και αμέτρητα άλλα πρόσωπα, τα βιογραφικά των οποίων παρατίθενται, έτσι για μια ιδέα. Ας πούμε: Σελεντόνιο Προυντσένσιο Μονρόι: Ιθαγενής της φυλής Νάουα. Σχεδίαζε να αντισταθεί στη λεηλασία των εδαφών της φυλής του από τις μεταλλευτικές εταιρείες και τους παράνομους υλοτόμους. Απήχθη από τις «δυνάμεις της τάξεις». Χουάν Φρανσίσκο Κουϊκένταλ Λεάλ: Δάσκαλος, δραματουργός, σκηνοθέτης θεάτρου. Σχεδίαζε να κάνει μια θεατρική παράσταση για τον Ενρίκε Πένια Νιέτο. Σοβαρή κρανιακή κάκωση από πυροβολισμό των «δυνάμεων της τάξης». Ματίας Βαλεντίν Κατριλέο Κεσάδα: Νεαρός ιθαγενής Μαπούτσε. Δολοφονήθηκε από τις «δυνάμεις της τάξης». Σχεδίαζε να αντισταθεί στη λεηλασία της γης των Μαπούτσε από την κυβέρνηση, τους τσιφλικάδες και τις πολυεθνικές εταιρείες.

Marcos 3

Τα βιβλία Ιστορίας και Γεωγραφίας που διδάσκονται στα ζαπατιστικά σχολεία δεν παραλείπουν να αναφέρουν όλες τις σύγχρονες μεξικανικές κυβερνήσεις που σπέρνουν τον παράλογο θάνατο σε όλες τις γωνιές της χώρας, τις προσπάθειες εξαγοράς των μέσων ενημέρωσης ή τις τραγελαφικές επιχειρήσεις συκοφάντησης, όπως η μνημειώδης εμφάνιση δήθεν ιθαγενών υποτίθεται σε κάποιο μέρος της Λακαντόνα, που εμφανίστηκαν μπροστά στις τηλεοπτικές κάμερες για να δηλώσουν το … τέλος του αγώνα τους. Υπάρχει και ακόμα ξεκαρδιστικότερη προσπάθεια, ενός Λουίς Έκτορ Άλβαρες Άλβαρες που δημοσίευσε ένα βιβλίο για την καρδιά των ιθαγενών και άλλα συγκινητικά, όπου ισχυρίζεται ότι ο ELZN έχει ως πολιτική δύναμη εξαφανιστεί.

Marcos 1 [Quadraro]

Το κεφάλαιο Ο πόνος των αποκάτω αναφέρεται σε όλους τους «διαφορετικούς» και τους «ανεπιθύμητους» του κόσμου. Τους προσκαλεί να μην φοβούνται, τονίζει ότι ο φόβος πρέπει να αλλάξει στρατόπεδο. Μας προσκαλεί να φανταστούμε ότι ο καθένας μας είναι διαφορετικός από τον κοινό κόσμο, ότι είμαστε κάτι εντελώς άλλο, έχουμε ιδιαίτερο χρώμα δέρματος ή μαλλιών, ότι από τότε που γεννηθήκαμε όλο το σύστημα μας επαναλαμβάνει ότι είμαστε περίεργοι, μη φυσιολογικοί, άρρωστοι και ότι πρέπει να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να αλλάξουμε αυτό το «κατασκευαστικό ελάττωμα». Οι ενδείξεις είναι πολλές: βλέμματα αποδοκιμασίας, απέχθειας, υποτίμησης· ακολουθούν οι προσβολές και οι επιθέσεις, που φτάνουν μέχρι τα έσχατα όρια. Συχνά το κείμενο αλλάζει, και μια φωνή από την άλλη πλευρά εκφράζεται με αηδία για τους ιθαγενείς, καθώς προτείνει μια κρέμα αλλαγής του χρώματος του δέρματος ή μια ευρύτερη εκστρατεία για την εξάλειψη των διαφορετικών. Η φωνή χρησιμοποιεί τον γνωστό τρόπο της διαφήμισης και τονίζει ότι η ομοιογένεια είναι ο μοναδικός τρόπος να γίνεις αρεστός στον κόσμο και φυσικά δημοφιλής στο διαδίκτυο.

OLYMPUS DIGITAL CAMERA

Τώρα φανταστείτε ότι δεν φοβάστε, ή, αν φοβάστε, ότι το ελέγχετε. Φανταστείτε ότι πηγαίνετε μπροστά στον καθρέφτη και, όχι μόνο δεν κρύβετε ή βάφετε την διαφορετικότητά σας, αλλά την τονίζετε κιόλας. Φανταστείτε ότι την κάνετε ασπίδα και όπλο… Φανταστείτε ότι δεν κρύβεστε πίσω από την «ωριμότητα» και την «σύνεση», πίσω από το «δεν είναι ώρα ακόμη», «δεν είναι οι συνθήκες κατάλληλες», «πρέπει να περιμένουμε», «είναι ανώφελο». Φανταστείτε ότι δεν ξεπουλιέστε, δεν υποχωρείτε, δεν παραδίνεστε. Μπορείτε να το φανταστείτε. Λοιπόν, ωραία, αν και ούτε εμείς αλλά ούτε κι εσείς το γνωρίζετε ακόμη, είμαστε μέρος ενός «εμείς» πολύ μεγαλύτερου…. 

21-12-12, B

Το κεφάλαιο Οι τοποτηρητές γράφεται με την μορφή θεάτρου και διαλόγου. Ένας εκνευρισμένος κύριος αναρωτιέται γιατί δεν εξουδετερώνονται αιώνες τώρα αυτοί οι ενοχλητικοί ντόπιοι που συνεχίζουν να μένουν στα εδάφη τους. Ο συνομιλητής του τον κατατοπίζει: αυτοί οι αιρετικοί δεν συγκρούονται μαζί μας στα σημεία που είμαστε δυνατοί αλλά επιτίθενται στις αδυναμίες μας. Μακάρι να ήταν μόνο ζήτημα μπαρουτιού και φωτιάς, θα τους είχαμε κατακτήσει από καιρό. Αλλά αυτοί οι δειλοί, αντί να μας αντιμετωπίσουν με τα ηρωικά τους στήθη γυμνά, οργανώνονται, φοράνε μάσκες. Και το χειρότερο, δεν υμνούν τον θάνατο αλλά την ζωή. Οι ορατοί ηγέτες τους δεν δελεάζονται, δεν εξαγοράζονται, ενώ οι αόρατοι είναι όλοι και όλες τους, σαράντα χιλιάδες αρχηγοί, άντρες και γυναίκες.

Marcos 9_

Ο κύριος εκνευρίζεται ακόμα περισσότερο: Πρέπει να κάνουμε σα να μην υπάρχουν· να τους διαβάλουμε, να μια τέτοια εκστρατεία δυσφήμισης, ακόμα και με την υποστήριξη κάποιων «προοδευτικών» διανοούμενων και δημοσιογράφων. Να αποκλειστούν από την ενημέρωση, να σκοτωθούν από την λήθη, άντε και από μερικές ασθένειες. Αλλά αυτοί, ακόμα κι αν τους αγνοούμε, επιμένουν να συνεχίζουν να υπάρχουν. Χωρίς την ελεημοσύνη μας, συγγνώμη, ήθελα να πω χωρίς τη βοήθειά μας, έφτιαξαν σχολεία, έκαναν τη γη γόνιμη, έχτισαν κλινικές και νοσοκομεία, έριξαν τους δείκτες εγκληματικότητας, εξάλειψαν τον αλκοολισμό. Και, εκτός του ότι απαγόρευσαν την καλλιέργεια, εμπορία και κατανάλωση ναρκωτικών, αύξησαν το προσδόκιμο ζωής.

Marcos 2

Και σα να μην έφταναν αυτά, δεν βλέπουν τηλεόραση, ούτε διαβάζουν εφημερίδες, δεν έχουν τουΐτερ ούτε φέισμπουκ, ούτε καν σήμα για κινητά. Σ’ αυτούς δεν πιάνουν ούτε τα κόλπα του εμπορίου, όπως μια μηχανή που προτείνεται ως νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, βερσιόν 6.6.6. Η λειτουργία της είναι απλή. Ένα μέρος των υπέρογκων κερδών επενδύεται για να μειωθεί η πείνα, η ανεργία και μπλα μπλα μπλα. Αυτά ακριβώς τα προβλήματα είναι που βάζουν σε κίνηση αυτό το πολύτιμο μηχάνημα. Ενισχύεται η αγορά που παράγει άχρηστα πράγματα μετατρέποντάς τα σε είδη πρώτης ανάγκης και σταδιακά δημιουργείται η εκάστοτε βολική κρίση, και ό,τι την ακολουθεί: οι φορολογικοί παράδεισοι, τα τεθωρακισμένα οχήματα καταστολής, η χρηματιστηριακή κερδοσκοπία, οι αναπόφευκτοι άστεγοι. Συνοδεύεται με ένα ειδικό λογισμικό που εξαφανίζει όλα τα αρνητικά σχόλια που μπορεί να βρωμίζουν το διαδίκτυο και τα αντικαθιστά με δική της πληροφόρηση και ψυχαγωγία.

Marcos 11

Τουλάχιστον να τους πείσουμε να κάνουν ο καθένας την δική του ατομική εξέγερση. Είναι τόσο συγκινητικά άχρηστες. Αντίθετα, το επικίνδυνο χάος έρχεται όταν η καθεμία και ο καθένας γίνουν παρέα, ομάδα, συλλογικότητα, φυλή και μάθουν να λένε για λογαριασμό τους «όχι» και «ναι», οι αμόρφωτοι. Φαντάσου ο καθένας να έχτιζε την μοίρα του και να αποφάσιζε για τον εαυτό του. Θα ήταν πραγματικός εφιάλτης.

Αλλά οι κοινότητες τολμούν και αυθαδιάζουν: Αυτά τα περί Δεξιάς και Αριστεράς δεν είναι παρά οδηγίες που δείχνουν στον οδηγό πού να σταθμεύσει το αμάξι. Λένε: Η μηχανή δουλεύει από μόνη της και δεν θα την ακολουθήσουμε. Το βιοτικό μας επίπεδο είναι ανώτερο από αυτό των ιθαγενών κοινοτήτων που πρόσκεινται στις εκάστοτε κυβερνήσεις και δέχονται την ελεημοσύνη τους (για να την σπαταλήσουν σε αλκοόλ και άχρηστα είδη). Τα σπίτια μας βελτιώνονται χωρίς να βλάπτεται η φύση. Η γη που πριν χρησίμευε για να θρέφει τα κοπάδια των γαιοκτημόνων, τώρα είναι για το καλαμπόκι, τα φασόλια και τα λαχανικά που φωτίζουν το τραπέζι μας. Από την δουλειά μας αντλούμε διπλή ικανοποίηση, αφού μας παρέχει τα απαραίτητα για να ζούμε έντιμα και συμβάλλει στη συλλογική ανάπτυξη των κοινοτήτων μας.

Marcos 10_

Θυμηθείτε πως κάποτε σας είπα ότι οι Ζαπατίστας αξίζουμε πολύ, αλλά δεν έχουμε τιμή. Κοιτάξτε μας, είμαστε πάνω από πεντακοσίων χρόνων κι ακόμη μαθαίνουμε.

Το κείμενο Αυτοί και εμείς. VI. Τα βλέμματα. 4. Κοιτάζοντας και επικοινωνώντας περιέχει μια απολαυστικότατη διήγηση των πρώτων ημερών του κινήματος, «του πρώτου αντάρτικου του 21ου αιώνα». Αλήθεια, πώς κατάφερνε ο κυβερνοαντάρτης από την ζούγκλα Λακανόντα κι έστελνε στον κυβερνοχώρο τις διακηρύξεις των Ζαπατίστας που έκαναν τον γύρο του κόσμου; Μ’ έναν αρχαίο υπολογιστή με μεγάλες δισκέτες και λειτουργικό DOS, που έμαθαν να χρησιμοποιούν με έναν από εκείνους τους παλιούς οδηγούς που σου έλεγαν ποιο πλήκτρο έπρεπε να πιέσεις και μια φωνή ενέκρινε ή αποδοκίμαζε. Οι διακηρύξεις τυπώνονταν σε εξίσου παλιό εκτυπωτή με ακίδες, που έκανε θόρυβο μεγαλύτερο και από πολυβόλο. Το χαρτί ήταν σε ρολό και συνέχεια κολλούσε, συνεπώς οι εκτυπώσεις γίνονταν με τα απαραίτητα διαλείμματα. Τελικά εκείνο τον Ιανουάριο του 1994, όλες αυτές οι διακηρύξεις κολλήθηκαν με σελοτέιπ στους τοίχους ή πετάχτηκαν στους δρόμους, απ’ όπου ανώνυμα χέρια τις μάζεψαν και τις φυλούσαν με ζήλο.

Marcos 4

Αργότερα στις συνομιλίες απεσταλμένων των Ζαπατίστας με διαπραγματευτές της κυβέρνησης, χρησιμοποιούνταν ένας εξάκιλος φορητός υπολογιστής με 128 ΡΑΜ και 10 ΜΒ σκληρό κι έναν επεξεργαστή που απαιτούσε γερό ζέσταμα. Για να λειτουργήσει στο βουνό χρειαζόταν ένας μετατροπέας ρεύματος, συνδεδεμένος με μια μπαταρία αυτοκινήτου. Κάποτε δοκιμάστηκε με υπέρβαρη μπαταρία D, αλλά το λάπτοπ έσβησε με μια ξαφνική αναλαμπή. Τουλάχιστον το ντουμάνι καπνού έδιωξε τα κουνούπια για τρεις συνεχόμενες ημέρες. Τελικά ο μικρός αυτός υπολογιστής έπεσε στο πρώτο ρυάκι σε μια καταδίωξη του ομοσπονδιακού στρατού και επιστρατεύτηκε η διαχρονική γραφομηχανή, δάνειο ενός φιλικού χωριού. Όσο για το δορυφορικό τηλέφωνο με το οποίο ο Μάρκος επικοινωνούσε με την «διεθνή τρομοκρατία», αυτό ήταν ένα γουόκι τόκι με μέγιστη εμβέλεια τετρακοσίων μέτρων σε επίπεδο έδαφος.

Ocosingo, Chiapas. 21 de diciembre de 2012. Miles de indigenas del Ejercito Zapatista de Liberacion Nacional procedientes de La Selva Lacandona, esta mañana en la cabecera municipal de Ocosingo en el estado mexicano de Chiapas marchan y se concentran en la plaza central de manera pacfica y en total silencio. FOTO: Moysés Zúñiga Santiago.

Ο συντάκτης συνεχίζει, προς πρόσθετο «στραπατσάρισμα του εγώ του», να καταστρέφει μερικές δημόσιες ψευδαισθήσεις. Η ηλεκτρονική διάδοση των κειμένων τους έγινε χάρη σε μια ιστοσελίδα που τους έφτιαξε ένας φοιτητής από το …Τέξας· εκεί ανέβαζε όλες τις ανακοινώσεις και τις επιστολές που δημοσιεύονταν στον γραπτό Τύπο. Αυτόν τον τύπο δεν τον γνωρίσαμε ποτέ. Ή μπορεί και να τον γνωρίσαμε. Ίσως ήρθε κάποτε στη ζαπατιστική γη, ως ένας ακόμη. Και ίσως να μην το γνωρίζετε, αλλά υπάρχουν αρκετοί τέτοιοι άνθρωποι, με καλή καρδιά, που κάνουν τα πράγματα χωρίς να ζητούν κανένα αντάλλαγμα, χωρίς ανταμοιβή, «χωρίς να το κάνουν θέμα», όπως λέμε εμείς οι Ζαπατίστας.

Εκείνο που αιφνιδιάζει στον ζαπατιστικό λόγο (όχι όμως και όσους έχουν ήδη γνωρίσει τα κείμενά του) είναι μια απολαυστική ανάμειξη ειδών και τρόπων· εδώ εναλλάσσονται τα πάντα: πολιτικές διακηρύξεις και ιστορικές αναλύσεις, χιουμοριστικές ιστορίες και περιπαικτικά σκίτσα, αυτοσαρκαστικά σχόλια και θεατρικοί διαλόγοι, μαζί με αναφορές σε ποδοσφαιρικά παραλειπόμενα, μουσικά τραγούδια, τηλεοπτικές σειρές.

Marcos 6

Οι αφηγηματικές φωνές αλλάζουν, κάποτε τον λόγο υποτίθεται ότι παίρνουν ακόμα και οι ελεεινοί εκμεταλλευτές, που απροκάλυπτα εκφράζουν την φασιστική, απάνθρωπη νοοτροπία τους. Έτσι προκύπτει μια πρόζα πλούσια και σπαρταριστή, ειρωνική και παρωδιακή, διασκεδαστική και προσιτή, εμβριθής και επιθετική και σε κάθε περίπτωση βαθειά πολιτική. Πρόκειται για μια σπάνια συλλογή κειμένων – άμεσων πηγών του πιο αισιόδοξου κινήματος αυτοδιάθεσης αλλά και μια παράπλευρη τραγική, άγραφη ως τώρα ιστορία μιας βαθειά διεφθαρμένης χώρας που λέγεται Μεξικό αλλά και ολόκληρου του Δυτικού Κόσμου που την υποθάλπει με κάθε τρόπο.

Για τις γυναίκες και τους άντρες με τις κουκούλες σ’ αυτά εδώ τα μέρη, ο αγώνας που αξίζει δεν είναι αυτός που έχει κερδηθεί ή χαθεί. Αξίζει αυτός που συνεχίζεται, και γι’ αυτόν προετοιμάζονται τα ημερολόγια και οι γεωγραφίες. Δεν υπάρχουν τελικές μάχες, ούτε για τους νικητές ούτε για τους ηττημένους. Ο αγώνας θα συνεχιστεί, και όσοι τώρα επιχαίρουν για το θρίαμβο θα δουν τον κόσμο τους να καταρρέει.

otroscuentos__

Εκδόσεις των ξένων, 2014, σελ. 294, μετάφραση – πρόλογος Εύη Παπακωνσταντίνου. Όλα τα κείμενα έχουν δημοσιευτεί στην επίσημη ιστοσελίδα της «Έκτης» του EZLN, http://enlacezapatista.ezln.org.mx/ από τις 21 Δεκεμβρίου 2012 ως τις 25 Μαΐου 2014.

Ζαπατιστικές ιστορίες σε άλλες σελίδες εδώ κι εκεί.

Δημοσίευση και στο mic.gr / Βιβλιοπανδοχείο, αρ. 207.




Μαρτίου 2023
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 12345
6789101112
13141516171819
20212223242526
2728293031  

Blog Stats

  • 1.132.191 hits

Αρχείο