[9] Κάποτε κατέγραφα και τους πιο παράξενους τρόπους με τους οποίους γνώρισα έναν καλλιτέχνη – και ίσως ακόμα το κάνω, με την έννοια ότι συνεχίζω να βρίσκομαι σε αναμονή για κάποιο νέο, απροσδόκητο κομμάτι της συλλογής. Τα σχετικά περιστατικά είναι ατέλειωτα: μια παρανόηση ονόματος, μια πρόταση από μια τυχαία γνωριμία λίγων λεπτών, μια μελωδία που άκουσα ως περαστικός από το ραδιόφωνο ενός παλιού καταστήματος, μια κασέτα που βρήκα στο δάπεδο του γκαράζ ενός πλοίου, πεσμένη προφανώς από ιταλούς ταξιδιώτες που την είχαν συμπεριλάβει στα παραθεριστικά τους απαραίτητα.
Δεν γνωρίζω αν και με ποιο τρόπο θα γνώριζα τον Φαμπρίτσιο Ντε Αντρέ σε άλλη περίσταση, αλλά το άκουσμα του La mal di luna ήταν ακαριαίο. Αναζήτησα την μουσική του και βρέθηκα μπροστά σε μια ιδιάζουσα περίπτωση. Μέχρι σήμερα μάλιστα κρατώ το Canzone dell amore perduto ως απόλυτη ακουστική εκδοχή μιας χαμένης αγάπης, τόσο στην αρχική του εκτέλεση, υπό την ατμόσφαιρα μιας αργής, στοιχειωτικής μπαλάντας της δεκαετίας του ’60 έως την ακόμα πιο απλή, κιθαριστική μορφή στην διαχρονική παράδοση των σπουδαίων ιταλών τραδουδοποιών. Συνομιλώντας κάποτε με δυο ιταλούς αδελφούς που ζούσαν τα καλοκαίρια τους στο Κάστρο της Σίφνου, κάνοντας όποια δουλειά μπορεί κανείς να φανταστεί, θυμάμαι την έκπληξή τους όταν με άκουσαν να αραδιάζω μια σειρά ονομάτων αγαπημένων ιταλών τραγουδιστών και να ζητώ πληροφορίες για τον καθένα τους. Τότε άκουσα για πρώτη φορά για την απαγωγή του καλλιτέχνη στη Σαρδηνία. Η ιστορία από μόνη της ήταν αδιανόητη – για μια τέτοια φωνή περίμενες να ακούσεις άλλου είδους ιστορίες, δημιουργίας και δημοφιλίας.
Άλλες εποχές…χωρίς την δυνατότητα προσφυγής στις ηλεκτρονικές καρτελοθήκες του διαδικτύου, επεδίωκα κάθε καλοκαίρι να συμπληρώνω την ιστορία ρωτώντας όποιον Ιταλό γνώριζα στους τόπους των δικών τους διακοπών και της δικής μου εργασίας. Τώρα που έχω διαβάσει την ιστορία του, επιθυμώ με την σειρά μου να σιωπήσω· είναι από εκείνες τις ιστορίες που προτιμάς να κρατήσεις στο μυαλό σου παρά να αναπαράγεις με ένα κείμενο αναπόφευκτης δημοσιογραφικής υφής. Όμως, ένα ιδιαίτερο τραγούδι κι ένας ολόκληρος δίσκος γράφτηκαν μετά από την αδιανόητη περιπέτεια και μπορούν να βιωθούν διαφορετικά.
Ο Φ.ν.Α. απήχθη τον Αύγουστο του 1979 μαζί με την σύντροφό του τραγουδίστρια Dori Ghezzi και κρατήθηκε στο βουνό Supramonte για τέσσερις μήνες, μέχρι την καταβολή λύτρων. Όταν οι απαγωγείς συνελήφθησαν εκείνος τους συγχώρεσε (όχι όμως και τους οργανωτές του εγχειρήματος) επειδή του φέρθηκαν αξιοπρεπώς και επειδή έφτασαν στο έσχατο αυτό σημείο λόγω ανέχειας· δήλωσε δε ότι οι πραγματικοί φυλακισμένοι ήταν εκείνοι. Η οριακή αυτή εμπειρία αλλά και η σκληρή ζωή των κατοίκων της Σαρδηνίας ενέπνευσαν τον ούτως ή άλλως πολιτικά ανήσυχο τραγουδοποιό στον άτιτλο δίσκο του 1981. Στο εξώφυλλο η εικόνα ενός Ινδιάνου συνδέει την κοινή μοίρα των δυο λαών, ανάμεσα στην περιθωριοποίηση, την υποδούλωση και την χρόνια ετικέτα του ξένου και του διαφορετικού. Στο τραγούδι Hotel Supramonte μια γυναίκα κι ένας άντρας βρίσκονται μόνοι, ένα γράμμα αληθεύει το βράδυ και λαθεύει την ημέρα κι ένας τραγουδιστής ευχαριστεί το θεό επειδή έχει ένα τραίνο να χάσει και μια πρόσκληση για το Ξενοδοχείο Σουπραμόντε, όπου είδε το χιόνι στο σώμα της, τόσο γλυκό στην πείνα, τόσο γλυκό στη δίψα.
Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό Το Δέντρο, τεύχος 201 – 202 (Δεκέμβριος 2014), ως μέρος μιας σειράς κειμένων για τους συνειρμούς μνήμης, μουσικής, κινηματογράφου και λογοτεχνίας. To αμέσως προηγούμενο κείμενο [αρ. 8] εδώ. Τα έξι πρώτα κείμενα και μια πρώιμη, εκτός αρίθμησης δοκιμή εδώ: https://pandoxeio.com/2014/01/01/synergasies_me_to_dentro/.Τα υπόλοιπα κείμενα στις επόμενες αναρτήσεις, και όλα μαζί στον παραπάνω σύνδεσμο.