Στον δρόμο (μιας χώρας που κάποτε έλεγαν Γιουγκοσλαβία)
Σε αυτό το απύθμενο άγνωστο, που στην αρχή του ταξιδιού μόνο φαρμακερό πόνο τούς προκαλούσε, αλλά, καθώς χανόταν ακόμα πιο βαθιά στην πρησμένη γη και κατατρώγονταν από την τοκογλυφία του χρόνου, ο δρόμος έγινε ο σιαμαίος αδερφός τους. [σ. 23]
Στον δρόμο: σπάνια μια φράση έχει τόσα διαφορετικά εννοιολογικά φορτία – περιπλάνηση, διαφορετική κοσμοθεωρία ζωής, οικείωση με τον κόσμο, έξοδος από τον αστικό εγκλωβισμό του ιδιωτικού σπιτιού αλλά και κατάσταση αστέγων, εκδίωξη, προσφυγιά και ο κατάλογος δεν τελειώνει εδώ. Σε μια από τις χειρότερες εκδοχές του δρόμου ωθείται ένα νεαρό ζεύγος μαζί με το μικρό του παιδί, την εποχή του πολέμου στη Βοσνία. Από τις αρχικές προφορικές τους φράσεις – Μας είπαν πρόσφυγες. Μέσα στην ίδια μας τη χώρα. Και αυτοί που μας ονόμασαν έτσι πρόσφυγες θα γίνουν μια μέρα – , αν άτυπο προφητικό επίγραμμα, μέχρι το ατέλειωτο σιωπηλό τους περπάτημα, γινόμαστε μάρτυρες της πορείας τους, μιας πορείας που αποτελεί πλέον κοινό συλλογικό ευρωπαϊκό υποσυνείδητο.
Αυτά τα τρία κεφάλια περπατούν σκυφτά χωρίς συγκεκριμένο προορισμό· τα μέλη τους μοιάζουν να έχουν προσαρμοστεί τυχαία και ακαθόριστα πάνω στα κυρτωμένα τους κορμιά. Μπροστά τους ανοίγεται ένας ορίζοντας σας πάτος βαρελιού γεμάτου φρέσκια πίσσα, χωρίς ψυχή ζώσα. Προορισμός τους και ενσάρκωση ύστατης ελπίδας η παλιά θάλασσα, έστω και γεμάτη τώρα με πολτώδη βρωμιά, έστω και με νερό σταχτί σα βλέννα, με την βέβαιη σχεδόν υποψία της οριστικής της μόλυνσης. Η αναχώρηση τους έμοιαζε δηλητηριασμένη με κινδύνους, αλλά και οι τέσσερις τοίχοι ήταν αβάσταχτοι όσο ποτέ. Γύρω τους σφύριζαν σπαράγματα ειδήσεων για εχθροπραξίες και σηκωνόταν ο αχός των (πόσο μακρινών;) γεγονότων. Μέχρι χθες έβλεπαν τα ράφια του σούπερ μάρκετ να αδειάζουν, το ρεύμα να κόβεται, τον δρόμο έξω απ’ το παράθυρό τους να ερημώνει, τα γραφεία να κατεβάζουν ρολά από το φόβο της επίταξης.
Η ελπίδα ότι στον δρόμο προς την θάλασσα ίσως αργήσουν να τους βρουν, εκτός κι αν κι αυτή αποτελεί ένα ψεύδος ζωτικό, υπερίσχυσε της επιλογής να μείνουν «με δική τους ευθύνη». Η φυγή με την πόρτα αφημένη ορθάνοιχτη ήταν θέμα χρόνου – και πιθανώς ενός υπόκωφου πανικού. Ο γείτονάς τους έχει ήδη φύγει αλλά τους αρνήθηκε κάθε κοινή πορεία. Είχε δίκιο ο Ζάρκο. Κανείς δεν αντέχει το διπλανό του, γιατί είναι σαν να βλέπει τον ίδιο του τον εαυτό στον καθρέφτη.Και πώς να πορευτείς όταν η πεπερασμένη αλήθεια του κουρασμένου τοπίου, έτσι ήσυχο όπως τους αγκάλιαζε, έδειχνε να είναι η τέλεια παγίδα; Όταν το περπάτημα γίνεται αβάσταχτο με το καύκαλο στην πλάτη τους, τα σακίδια με τα πράγματα που διάλεξε ο καθένας, τα μοναδικά που τους ανήκουν σε έναν κόσμο που κανείς δεν θα έχει τίποτα για κάμποσο (πόσο;) καιρό; Πόσο μάλλον όταν η προγενέστερη δημόσια ζωή τους ήταν ανύπαρκτη:
Ο Νικόλα δεν είχε βγει ποτέ πέρα από το τετράγωνο που όριζε το σπίτι του και το άλλο που τον περιχαράκωνε στο εργοστάσιό του. Πήγαινε και ερχόταν κουβαλώντας το βάρος των επιθυμιών του, που ποτέ δεν έβρισκαν κάπου αλλού να ξαποστάσουν. με τον καιρό, απέκτησε, σαν τσίχλα που δεν ξεκόλλαγε, εκείνη τη συναισθηματική ανικανότητα να θαυμάσιε κάτι καινούργιο, να ξανοίξει το βλέμμα του, να γευτεί το άγνωστο. Τώρα αναγκάστηκε να το χάφτει με τις παλάμες του γεμάτες από τον πικρό καρπό του άτακτου φευγιού. [σ. 17]
Ο Νίκολα και η Κάλι στο δρόμο χάνουν τα ονόματά τους, γιατί δεν έχουν καμία σημασία. Το κουδούνισμα των ξεχασμένων κλειδιών στην τσέπη ακούγεται ειρωνικό, Ακόμα και οι σκέψεις της παλιάς τους ζωής αφαιρούνται από το μυαλό, «σαν ρούχο περιττό». Πώς θα φύγει όμως ολόκληρο το παρελθόν που τρυπάει ακόμα και τα πλευρά, όταν το παρόν δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα μαύρο αρχιπέλαγος σκόνης και ρύπων, μια κρούστα υποτυπώδους ζωής; Βαδίζοντας προς το τίποτα μετατρέπονται σε «ανθρώπινα σαρκώματα, λεπιασμένα από τη σκόνη και τον ιδρώτα», με πνευμόνια «σαν ξεραμένα ασκιά χωρίς αέρα», μονοδιάστατες λωρίδες κρέατος, σκελετοί που αναπνέουν από συνήθεια, σκιές σπασμένες κι ακανόνιστες, κυνηγημένες απ’ τη φλόγωση του δρόμου και την ρυπαρότητα της ίδιας τους της ύπαρξης. Περνούν από γειτονιές σπαρμένες με λιμνάζοντα φόβο, με χαμόσπιτα έρημα σαν άδεια μνήμη. Και ποιο μέρος είναι άραγε ασφαλέστερο, τα άγνωστα σπίτια ή ο έκθετος δρόμος;
Γύρω τους ένας κόσμος απονεκρωμένος, με σκόρπιες μαριονέτες, «που έχει σπάσει ολότελα σε κομμάτια και κανένα σκοινί δεν μπορεί να τον κρατήσει στη θέση του». Οι άδειες χαμοκέλες με τα χάσκοντα παράθυρα – τρύπες μοιάζουν εφιαλτικότερες απ’ τον δρόμο· ακόμα κι σόμπα στο εσωτερικό τους, μαύρη και ακίνητη, μοιάζει σαν εσταυρωμένος. Στις καχύποπτες ερωτήσεις των οπλισμένων για το ποιοι είναι απαντούν: «Διωγμένοι από τα σπίτια μας, αυτό είμαστε μόνο» και μπροστά στην επιμονή των ξεχασμένων τρωγλοδυτών που οικειοποιούνται τα εγκαταλειμμένα σπίτια και τους προτείνουν επίμονα την πώληση του παιδιού τους δεν μπορούν παρά να συνεχίσουν την πορεία τους. Ελπίζοντας να μην καταλήξουν απόβλητοι σαν κι αυτούς, που απλώς ζουν περιμένοντας, ορισμένες φορές ούτε καν αυτό.
Η μυρωδιά του δάσους ήταν ταγκή και αποκρουστική ακόμα και για τα δικά τους ρουθούνια, που είχαν συνηθίσει να οσμίζονται τις βρομιές σαν κάτι το φυσιολογικό. Λες και οι ίδιοι είχαν ενδυθεί πλέον αυτή την ανυπόφορη μπόχα, τόσο, που άρχισαν να πιστεύουν (και πιο πολύ αυτός) ότι ο άνθρωπος είναι πλασμένος από τη φύση του σαν ένα σφουγγάρι ή μια αχόρταγη καταβόθρα, που υπό συνθήκες μπορεί να καταπιεί τα πάντα: από ροδόνερο μέχρι περιττώματα. [σ. 28 – 29]
Έξω στο δρόμο λοιπόν οι πολίτες γίνονται πρόσφυγες, οι κάτοικοι μετανάστες, οι φίλοι αντίπαλοι, όπως άρχισαν να γίνονται οι αντίπαλοι τις μέρες που έπεσε η πρώτη σφαίρα και οι μάχες γίνονταν πέρα απ’ τα βουνά, όταν η κουβέντα πήγαινε στον ποδοσφαιριστή της ομάδας που είχε γεννηθεί από την άλλη πλευρά του παραπετάσματος και τώρα ήταν κανονικός εχθρός. Πάμε, δεν έχουμε τίποτε άλλο να κάνουμε από το να προχωρήσουμε όσο πιο γρήγορα μπορούμε λέει κάποια στιγμή η Κάλι. Συνεχίζουν προς τον εφιάλτη του κατεστραμμένου λιμανιού, μ’ έναν βαθύ φόβο για την πορεία προς την αποκτήνωση. Συνεχίζουν…μέχρι;
Η νουβέλα δεν ισορροπεί μόνο ανάμεσα σε λεπτότατο σκοινί πάνω από το αβυσσαλέο της θέμα αλλά και ανάμεσα στην υπόκωφη σκληρότητα της συγκυρίας και τον διογκωμένο, σχεδόν πρησμένο εσωτερισμό των χαρακτήρων. Ρεαλισμός βρώμικος και λυρικός ταυτόχρονα. Αλλά, υπάρχει και μια άλλη ισορροπία, στο μέσον της οποίας βρέθηκα ως ανάγνωσης. Από τη μία, ο ίδιος ο μύθος με προέτρεπε να διατρέξω όσο γινόταν γρηγορότερα το τραγικό οδοιπορικό των χαρακτήρων για να είμαι εκεί στην σωτηρία τους (που ήλπιζα) ή στο χαμό τους (που απευχόμουν), – κάποιες φορές μάλιστα και από την φευγαλέα αίσθηση πως κι ο ίδιος έπρεπε να επιταχύνω το βήμα, υπό τον φόβο της απειλής εκείνων που ακολουθούν. Από την άλλη, οι ίδιες οι παράγραφοι με κρατούσαν δέσμιο, για να δω ευρύτατα πλάνα εξωτερικών εικόνων αλλά και εσωτερικών σκέψεων (σε μια ομολογουμένως δύσκολη αντίστιξη) και οι ίδιες οι λέξεις απαιτούσαν την στάση μου πάνω στην ποιητική τους αλλά και την ποικιλία τους. Πόσο μάλλον αν σκεφτεί κανείς το εξαιρετικά λεπτό, αβυσσαλέο (και εντελώς ανεπιθύμητο από τους έλληνες λογοτέχνες) επίκεντρο της Τελευταίας Πόλης.
Εκδ. Γαβριηλίδης, 2012, σελ. 101
Ο συγγραφέας στο Αίθριο του Πανδοχείου εδώ.