Η κόλαση είναι οι άλλοι (Jean Paul Sartre). Η κόλαση είναι οι Γάλλοι (Δημήτρης Καλοκύρης). Οι Γάλλοι είναι άλλοι (Εμείς, παρακάτω).
Με αφορμή το Euro του 2008 το mic.gr σκάρωσε συλλογικό αφιέρωμα στη αγαπημένη μας μουσική από τις συμμετέχουσες χώρες. O Πανδοχέας επέλεξε την Γαλλία και, όπως πάντα, η καταγραφή δεν αποτελεί αντικειμενικό οδηγό στη μουσικής τη αλλά απόλυτα προσωπική – ημερολογιακή περιδιάβαση. Κοινώς περιλαμβάνει μόνον ό,τι αγαπήσαμε. Εδώ το πρώτο και το δεύτερο μέρος της αρχικής δημοσίευσης. Όλο το αφιέρωμα (16 χώρες) εδώ.
Il y avait quelque temps… Ακριβώς 30 χρόνια πριν: Ιούνιος 1978. Ο πρώτος έρωτας με την Γαλλία πέρασε μέσω της Εθνικής της Ομάδας στο Μουντιάλ της Αργεντινής (με το αξέχαστο μουσικό σήμα και την τραγική δικτατορική συγκυρία – τα έχουμε γράψει ψευδομυθοπλαστικά εδώ). Θυμάμαι το πρώτο γκολ της διοργάνωσης και το γρηγορότερο της μέχρι τότε δεκάχρονης ζωής μου. Μέσα στα τριάντα πρώτα δευτερόλεπτα του αγώνα ο Σιξ (ή Σις;) πέρασε τους πάντες από τα αριστερά και σέντραρε κατευθείαν στο στήθος του Λακόμπ και στην υπόληψη του Τζοφ. Στο τέλος η Ιταλία νίκησε με 2-1 αλλά ακόμα θυμάμαι την μουσικότητα ονομάτων όπως Ροστώ, Μπερτράν – Ντεμάν, Πλατινί.
Τέσσερα χρόνια αργότερα στο Μουντιάλ της Ισπανίας σπατάλησα τον τελευταίο πόνο για την Γαλλία στο άδικο 3-3 του ημιτελικού με τη Γερμανία, τότε που ο ανήθικος Σουμάχερ συνέτριψε δόλια τα πόδια του Μπατιστόν. Τι διαφορά! Ο Ζιρές ούρλιαζε στο γκολ του, ο Ρουμενίγκε με δυσκολία χαμογελούσε στο δικό του στην γνωστή διαφορά ψυχισμού μεταξύ των συναισθηματικών αντιδράσεων των δυο χωρών. Οι καιροί άλλαξαν, τα πρόσωπα των Τρικολόρ σκούρυναν (σε μια δίκαιη απόστροφο της ιστορίας), ο παμπάλαιος πλην αίγλιος Κήπος των Πριγκήπων (Parque de Princes) γκρεμίστηκε. Ξεκαρδιζόμασταν με την ασυμβατότητα γαλλικής γλώσσας και ροκ ήχου (κυκλοφόρησε κι ένα σχετικό αξίωμα). Δεν γίνεται να ροκάρεις με ηλεκτρική κιθάρα λέγοντας τγέ ζολί: αυτόματα ερχόταν στο νου
ο Τάκης Μηλιάδης. Αλήθεια, τίνος ιδέα ήταν να έρθουν οι Telephone στο Rock in Athens του ’85, υποχρεώνοντάς μας σε φρικτό «γαλλικό ροκ;» Ήταν το τελειωτικό χτύπημα: άλλαξα κερκίδα, κι άρχισα να υποστηρίζω Ricardo Fogli, Eugenio Finardi, Antonello Venditti, καταλαβαίνετε…
Οι πένες του mic έχουν ήδη καλύψει ορισμένες κατηγορίες κορυφαίων γαλλικών ονομάτων, συνεπώς δεν έχει νόημα να ξαναγράψουμε για την διαχρονικότητα του πρωταθλητή της κατηγορίας «Γαλλικό Αρσενικό» Serge Gainsbourg, την επιδραστικότητα των Αρχόντων των Πλήκτρων Air και Daft Punk, την πολυμουσικότητα των Stereolab, ούτε για το πιο αγαπημένο ηλεκτρονικό σχήμα των τελευταίων χρόνων, M83 (βλ. εδώ κι εδώ).
Ο καλύτερός μου. Αυτός ο εξαίρετος συνθέτης – τραγουδιστής είχε την ατυχία να συνδυάζει ευαισθησία και εκκεντρικότητα, στοιχεία ασυγχώρητα σε κάθε πολιτισμό και επικίνδυνα για κάθε ψυχισμό όταν συνδυάζονται. Έτσι ο Πολναρέφ ξεκίνησε με αθώα ποπ του ’65 αλλά τρωγόταν να εμφανίζεται με εξωφρενικά ρούχα. Άρχισε να επηρεάζεται από τα αρνητικά δημοσιεύματα του Τύπου και, με αποκορύφωμα μια επίθεση που δέχτηκε πάνω στη σκηνή, νοσηλεύτηκε με κατάθλιψη. Την ίδια εποχή ο μάνατζέρ του αυτοκτόνησε (ελπίζω για άλλους λόγους), το ’72 πλήρωσε ένα βαρύτατο πρόστιμο για κάτι γυμνές του αφίσες και το τελειωτικό χτύπημα ήρθε ένα χρόνο μετά, όταν, βρισκόμενος σε τουρνέ, έμαθε τις συνέπειες της λάθος επιλογής οικονομικού συμβούλου: δεν είχε μείνει απλώς άφραγκος αλλά και όφειλε του κόσμου τα λεφτά στο γαλλικό κράτος. Συνεπώς δε μπορούσε να επιστρέψει και έμεινε στην Αμερική για μια δεκαετία (να το ονομάσουμε οικονομική εξορία;), όπου κι άρχισε μια δεύτερη καριέρα, κυρίως γράφοντας σάουντρακ. Δηλαδή αυτές οι αγαλλιαστικότατες μελωδίες (ιδίως τα Theme Myosotis/Theme d’ amour από το La folie des grandeurs και οι παραλλαγές τους) βγήκαν κάτω από τέτοιες συνθήκες; Incroyable!
Στη Γαλλία καθ’ όλα τα χρόνια της απουσίας του δε σταμάτησαν να τον ακούνε. Επέστρεψε θριαμβευτικά (και εξοφλητικά) αρχίζοντας δεύτερη καριέρα με το Kama Sutra (1990). Θα πρότεινα δυο τρόπους για να μπείτε στον κόσμο του. Ο πρώτος είναι έμμεσος, μέσω των αγαπημένων μας Residents, Peter Hammill, Nick Cave, Blaine Reininger, Pulp, Marc Almond, Saint Etienne, Steven Brown, Pizzicato Five που με άλλους έφτιαξαν ένα ωραίο Tribute γύρω στο 2000. Ο δεύτερος είναι να ξεκινήσετε από τα γητευτικά Viens te faire chahuter, Ou est la tosca και βέβαια το μνημειώδες 69άρι Dans la maison vide, τα Le rois de Fourmis, L’ oiseau de nuit, Tout tout pour ma cherie και μετά ….δεν υπάρχει επιστροφή. Με τον Πολναρέφ όλοι πάμε στον παράδεισο.
Γύρω στο 1977 ο κημπορντίστας Didier Marouani φτιάχνει τους Space (καμία σχέση με τους poppers απ’ το Λίβερπουλ του 1995) και γράφει τα τραγούδια τους (ναι, αυτός είναι ο μυστηριώδης Ecama). Από το μοσχοπουλημένο Magic Fly του ’77 μέχρι το όνομα-και-πράμα Symphonic Space Dream του 2002 (με άλλους 3 δίσκους ενδιάμεσα, μερικά φαντασμαγορικά live και τις κυκλοφορίες του πρότζεκτ Paris-France-Transit) οι Space έφτιαχναν δίσκους ηλεκτρονικής – αστρικής πλοήγησης στο Γάμμα του Ωρίωνα, στο οπισθόφυλλο των οποίων μετά την λίστα των τραγουδιών ακολουθούσε και λίστα των …. συνθεσάιζερ (TRITON PRO X, AKAI 6000, SUPERNOVA (NOVATION), ROLAND SUPER JD κ.ά, για να ξέρουμε πού βαδίζουμε!).
Όμως είναι το 1987 που ο Marouani συνθέτει έναν εκπληκτικό δίσκο με πομπώδεις διαστημικές μελωδίες και κάποια χορωδιακά φωνητικά, το Space Opera, που κάποτε μου έφεραν σε κασέτα, έκτοτε το έψαχνα μανιωδώς και το βρήκα 20 χρόνια μετά από μια soulseeker στην άλλη άκρη του πλανήτη. Σ’ ευχαριστώ Tokyo Rose, όπου κι αν βρίσκεσαι. Επική λεπτομέρεια: για πρώτη φορά συνεργάστηκαν χορωδίες από δυο όχι ιδιαίτερα φιλικές μεταξύ τους χώρες (Harvard University Choir – Red Army Choir) και το συνέπαιξαν το ’90 σε ένα laser light show στην Κόκκινη Πλατεία. Δείγματα της Διαστημόπερας στο ακουστήριο, στο τέλος του κειμένου.
3. Vietnam Veterans, Vietnam Chain, The Thyrd Twin, Gitanes
Ανήκουν στη γνωστή κατηγορία «Άντε ρε, Γάλλοι ήταν αυτοί;», που υπάρχει σε όλες τις εθνικές συνάξεις. Ολόκληρη η συναστρία του απερίγραπτου Mark Enbatta και των υπόλοιπων παρακλαδιών των VV (για τους οποίους έχω πολλάκις εκφραστεί) υπήρξε μοναδική περίπτωση στα χρονικά της αλσατικής, νορμανδικής και εν πάσει περιπτώσει φράγκικης ροκ γεωπολιτικής. Εξαιρετική στόφα ψυχεδελικής μουσικής με εντελώς άσχετα επικά πλήκτρα, ενίοτε. Ήταν και παραμένει η αγαπημένη μου ψυχεδελο-γκαραζόμπαντα. Κορυφαίος δίσκος: Ancient Times (Music Maniac, 1986). Eυφρανθείτε με Let it rain, Next year και Crying.
Κανείς δεν θα έπαιρνε χαμπάρι πως πρόκειται για Γάλλους, αν ήθελαν να το κρύψουν. Ηχογραφούσαν σε Γερμανική εταιρεία και οι επιρροές τους μόνο γαλλικές δεν ήταν. Ένας γαλλομαθής βέβαια θα διέκρινε μερικές πινελιές: το Susmoala beat, ας πούμε, τίτλος δίσκου των Vietnam Chain, αν το προφέρεις γαλλικά και το κόψεις σε τρεις λέξεις σημαίνει ασεμνολειχία, ενώ στο λάιβ τους (με εξώφυλλο έναν μπιντέ γεμάτο αρακά) αναγγέλλουν το Curanderos γαλλιστί (κουγα-ντεγός). Μετά αρχίζει ο Μαρκ να τα χώνει στους ντήλερς του: Εμπρός κομπογιαννίτες, πάρτε τα λεφτά μου, φέρτε μου μανιτάρια… Στο συγκλονιστικότερο τραγούδι τους προμηνύουν την πτώση, για άλλη μια φορά. Όχι την δική τους, αλλά την δική μου: You’ re gonna fall (one more time).
4. Laurent Garnier
Πρώην μέλος της Γαλλικής πρεσβείας στην Λόντρα (σοβαρολογώ). Το χαρμάνι του βγήκε από τέσσερα υλικά καλής ποιότητας: μελωδικό deep house, σκληρό Detroit techno, 80άρικο acid/trance και jazz. Από τις νύχτες του Μάντσεστερ (που το έκανε να ζήσει μια τελευταία ιστορική αναλαμπή μέσω …. Αμερικάνικου house) μέχρι την ίδρυση της F Communications (με ορισμένα εξαιρετικά στο είδος του ελπάκια), ο Λαυρέντιος Γκαρνιερίτσας σφράγισε έναν ήχο κυρίως με τα Unreasonable Behaviour (2000) και Cloud Making Machine (2005). Ύμνος το Last tribute from the 20th century από το πρώτο. Τελευταία στην F έχουν ένα εξαιρετικό (ελληνικό) Κουκλάκι.
Ο εκ Σενεγάλης Claude M’Barali δεν είναι απλώς η πιο αξιομνημόνευτη μούρη στον χώρο του, αλλά εκείνος που ξεχείλωσε όσο έπρεπε τα σφιχτά όρια του hip hop και του rap. Σπαταλήθηκε χωμένος σε διάφορα Jazzmatazz, μας αιφνιδίασε υπογείως με μερικές απρόσμενες «εμφανίσεις» σε δίσκους που δεν το περιμένεις, και δε χρειάζεται να φτάσει τη δεκάδα δίσκων (θέλει ακόμα 2-3 ακόμα) για να μας πείσει πως τα μιλητά του φωνητικά έχουν περισσότερο ψωμί από δεκάδες φιλοσοφικές μπροσούρες μαζί.
6. Bertrand Burgalat
Ιδιόμορφος παραγωγός που διέκρινε την διακαή επιθυμία της Γαλλίας να αποκτήσει και τον αρσενικό της B.B. Λάτρης των ανάλαφρων 60s της μεσογείου αλλά και της αστικής ψυχεδέλειας, άρχισε να συνθέτει έχοντας στο νου του ως ιδανικούς ερμηνευτές τους την France Gall και την Brigitte Fontaine, έχοντας πρώτα λιώσει … Ravel και Kraftwerk. Στα 25 του είχε κάνει την παραγωγή του Let it Be των … Laibach και αργότερα έφτιαξε τη δική του εταιρεία (Tricatel) για να πλημμυρίσει την αγορά με το φουτουριστικό retro-chic που του αρέσει – εκεί τσίμπησε συνεργασία ακόμα και με τον… συγγραφέα Jonathan Coe! Η μουσική του σήμερα δεν διαφέρει από τον απανταχού lounge πολτό αλλά ενίοτε μας φιλοδωρεί με φοβερά μαργαριτάρια. Με 6 δίσκους μέχρι σήμερα, διαλέξτε το πρώτο από τον πρώτο του (The Ssssound of Mmmusic του 2000), το Aux Cyclades Electroniques – ιδανική υπόκρουση ελληνικής καλοκαιριάτικης τσόντας …αν και το Ok Skorpios προδιαθέτει περισσότερο ως τίτλος. Αν είστε περισσότερο του ρομαντικού έρωτα, τελειοποιήστε τον με το L’ observatoire.
7. Sebastian Tellier
Με εμφάνιση που συνδυάζει Sky Saxon, Ντέμη Ρούσσο, και Γιάννη Καραλή, με αμφιλεγόμενες εμφανίσεις οδηγώντας παιδικό αυτοκινητάκι με πεντάλ ξέρετε πού, με συνεργασίες και τουραρίσματα μαζί με Air και Daft Punk, πού να προλάβει να βγάζει δίσκο κάθε χρόνο; Ανά 3-4 χρόνια και σύντομα είναι. Ορισμένοι τον γνωρίσατε απ’ το Fantino του Lost in translation, ορισμένοι άλλοι απ’ το κλασικοποιημένο Ritournelle. Όμως περισσότερο απ’ το φετινό Sexuality και το προ τετραετίας Politics, προτιμήστε την πρώτη του κυκλοφορία L’ incroyable Verite του 2001. Περισσότερο αγνό, περισσότερο αφηρημένο (ambient).
8. Sebastian Schuller
Δεύτερος Σεβαστιανός πληκτροφόρος, περισσότερο αποδοτικός (ένα δίσκο – ένα αριστούργημα), ένας πανέξυπνος συνθέτης ηλεκτρονικού αιθέρος, κυρίως ινστρουμενταλίων, Ακούστε ή ξανακούστε το Happiness ξεκινώντας απ’ τα 1978, Where We Had Never Gone και Donkey Boy. 2o δίσκο αν δε μπει το 2009 δε βγάζει. Υπάρχει πιο τεμπέλης απ’ αυτόν; Ευκολότερο είναι να απαντήσω ποιος είναι ο λιγότερο τεμπέλης σ’ αυτή την ομάδα, ο…
9. Hector Zazou
Παρά τον αχανή και άνισο κατάλογό του (δισκογραφεί ασύστολα από τα μέσα των 70s), όλοι ξέρουμε πως δεν υπάρχει περίπτωση δίσκος του Έκτωρα να μην ακούγεται με ενδιαφέρον. Στη χώρα μας τιμήθηκαν ιδιαίτερα οι Γεωγραφίες και Γεωλογίες του (Geographies, Geologies), η συνεργασία με τον Harold Budd στο Glyph, και ορισμένοι δίσκοι – πολυεθνικές, όπως τα Sahara Blue (με John Cale, τα βασικά μέλη των Dead Can Dance Minimal Compact κ.ά. – 1992), Songs from the cold seas (με John Cale, Bjork, Siouxsie, Suzanne Vega κ.ά – 1994) και Strong Currents (με Laurie Anderson, Jane Birkin, Lisa Germano κ.ά. – 2003).
10. Magma – Gong
Τα Γαλλικά 70s δεν είχαν μόνο Λουί Ντε Φινές και Μπουρβίλ· τουλάχιστο δύο σπουδαία freak – kraut rock σχήματα αντάλλαζαν σιλβουπλέ και μερσί: οι Gong και οι Magma. Σημαντικότερη στιγμή των (για μένα καλύτερων) δεύτερων υπήρξε το προχωρημένο Mekanik Destruktiw Kommandoh (1973), όπου ο Christian Vander δυσκόλευε ακόμα περισσότερο τον ήχο τους, με τζαζ, γκόσπελ και χορωδιακά μέρη να ταιριάζουν με τις φωνητικές δυνατότητες (και τις παραληρηματικές λέξεις) του Klaus Blasquiz.
11. Les Rita Mitsouko
Εκκεντρικό ζεύγος των Fred Chichin / Catherine Ringer που γνωρίστηκαν ως μέλη μιας θεατρικής παράστασης και αυτοκόλλησαν pour toujours, οπότε γιατί να μη φτιάξουν και μια μπάντα; Αδύνατο να μπει τρίτος ανάμεσά τους, συνεπώς είχαν τα πάντα προηχογραφημένα. Το κοινό τους τραγούδισμα στο μπάνιο έγινε ζευγαρίσιος ύμνος (Singing in the shower). Ο Jean-Luc Goddard φίλμαρε τις ετοιμασίες του δεύτερου δίσκου τους The No Comprendo, ενώ το 1987 την έκαναν για Νέα Υόρκη κι έγιναν φίλοι και συνεργάτες (στο Marc et Robert LP) με τους Sparks (τους οποίους άλλωστε αντέγραφαν). Σήμερα δε τους ακούμε πολύ, μας καλύπτουν οι Xaxakes. Aναπόσπαστη του ήχου τους μουσική πληροφορία: η “Rita” / Catherine Ringer είχε πάρει μέρος σε καμιά εικοσαριά γαλλικές πορνοταινίες απ’ το 1976 έως το 1982.
ΣΥΛΛΟΓΙΚΕΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ
Φραντσέζες τραγουδιάρες: Edith Piaf, Juliette Greco, Dalida, Francoise Hardy
Οι πρώτες δύο δε μου λένε τίποτα, γιατί δεν είμαι ο πατέρας μου αλλά ο γιος του. Τις αγάπησα πολύ εκ των υστέρων (το πολύ πάει και στο αγάπησα και στο εκ των υστέρων), αλλά δεν τις βίωσα. Την τρίτη την θυμάμαι στην κρατική τηλεόραση, όπου έκπληκτος έβλεπα τον κόσμο στις συναυλίες της να είναι καθιστός και στο τσακίρ κέφι να χτυπάει ρυθμικά παλαμάκια. Αργότερα σταμάτησα να αντιμετωπίζω με υψωμένο φρύδι τα στραφταλιστά της μάξι, διάβασα την ιστορία της, με αποπλάνησε και το σπαρακτικό Les clefs d’ amour. Αυτοκτόνησε με βαρβιτουρικά το 87 στην ηλικία των 54. Έκτοτε την ακούω συχνά. Το περιοδικό Οδός Πανός της σκάρωσε ένα ωραίο αφιέρωμα πριν λίγα χρόνια. Η Hardy υπήρξε πολύ γαλλίδα για να ασχοληθούν μαζί της όσοι αγάπησαν τα 60s και πολύ 60s για να ασχοληθούν μαζί της όσοι ψάχνονται με τα Γαλλικά. Μας έμαθε βέβαια την τέχνη του dire adieu. Όμως οι Blur με το γνωστό ντουέτο (To the end) της έδωσαν μια μίνι δεύτερη αναλαμπή. Iδού Les comedies des grandes amours!
Φραντσέζοι τραγουδιάροι: Serge Gainsbourg, Gilbert Becaud, George Brassens, Georges Moustaki, Joe Dassin, Yves Montand, Charles Aznavour
Αγέραστα μελλουροειδή αιλουροειδή της σκηνής όλοι τους, ιδανικοί υποκρούστες αποπλανήσεων και κόκκινων κρασοκατανύξεων. Πηγαίνοντας ακόμα πιο πίσω, χαιρόμαστε τον Charles Trenet στο La mer αλλά πλέον βρισκόμαστε στο μεσοπόλεμο. Προσωπικά λιώνω με το Salut του Ντασέν, ίσως επειδή έφυγε στην ηλικία που θα έχω σε δύο χρόνια, ίσως για το στίχο Υπήρχε μια φορά κάποιος/ κάποιος που γνώριζες καλά. Και να σκεφτεί κανείς πως ο αντίστοιχος δικός μας είναι ο Πάριος. Όλες αυτές οι μορφές έχουν την ιστορία τους και ακούγονται μέχρι και σήμερα σε μια βροχερή μέρα ρομαντικής διάθεσης, αρκεί να μη μας γίνει συνήθεια. Κανείς τους πάντως δεν έφτασε τον παροικούντα τον Σηκουάνα κυρ Jacques Brel, Βέλγο μεν τυπικά, βαθύτατα Γάλλο δε ουσιαστικά. Αναρωτιέμαι τι μουσική να άκουγε ο Ηλίας Πετρόπουλος όταν μοιραζόταν τα κρασιά του με τους κλοσάρ του Σηκουάνα. Ή τι μουσική θα ταίριαζε την στιγμή που σκόρπιζαν στις στάχτες του, όπως ζήτησε, στους υπονόμους του Παρισιού. Ελπίζω όχι τα πολυαγαπημένα του ρεμπέτικα. Kορυφαίος, ερωτικότερος, αλητότερος, ικανότερος συνθέτης κι ακόμα περισσότερο ζήστης της ζωής, ο Serge αναμένει τη σειρά του στα κινηματογραφικά μας όνειρα και στα μελλοντικά μας αφιερώματα.
Σκοταδιστές: Art Zoyd, Clair Obscur, Die Form
Οι δύο πρώτοι αποτελούν σχήματα που θα άξιζε να ακούσει κάθε νέος λατρ οιουδήποτε dark παρακλαδίου… Αμφότεροι έπαιξαν με τα όρια της ίδιας της post – οτιδήποτε μουσικής· οι μεν πρώτοι στα σύνορα με την πειραματική, κλασική, jazz και progressive μουσική – ακούστε τα Berlin (1987) και Faust (1995) αλλά και την εκδοχή τους για το Metropolis του F. Lang (2002)· οι δε δεύτεροι σε όλες τις εκφάνσεις του dark, coldwave, death, ethereal ήχου, αποτελούν προσωπική αδυναμία και προτιμώ να μη διαλέξω δίσκο αλλά περίοδο: 1985-1995. Οι τρίτοι αποτελούν αμφιλεγόμενη πλην ενδιαφέρουσα περίπτωση, δίνοντας βάρος σε κάποιες περιπτώσεις περισσότερο σε εικόνα, στιλ και πρόκληση. Όλοι τους έδωσαν μεγάλο βάρος στα πλήκτρα (καθόλου αυτονόητο τότε), πειραματίστηκαν μέχρι και στις φωνές, και ακόμα και μέσα τα ερέβη έφτιαχναν φοβερές μελωδίες.
Ψηφιακοχορευτικές Ποπ και Ψευδοπόπ: Etienne de Crecy, Alex Gopher & σία
Από τα μεσοτέλη των 90s κι έπειτα, η Γαλλική house και ευρύτερη ψηφιακή σκηνή αγγίζει με τον ίδιο τρόπο τη λατρεία του ηλεκτρονικού ήχου (Air etc.) και την απέραντη μαγιά του μετρονομημένου χορευτικού ήχου που άφησαν τα 80s. Ακόμα κι αν γλιστρούσε ακόμα πιο ντίσκο, εεε πίσω εννοούσα, όπως ο (πολιτογραφημένος Γάλλος) Dimitri from Paris. Ο δαιμόνιος γαργαλιστής πλήκτρων και μικτών Etienne de Crecy, τα διάφορα παρακλάδια του(ς) ονόματι Motorbass, La Chatte Rouge, Cassius ή Super Discount και όλοι οι ντανσάδες που τον/τους ακολούθησαν (όπως και ο φίλος του και περισσότερο στιλίστας Alex Gopher) κατάφεραν να κάνουν τους Γάλλους να χορεύουν περισσότερο κι απ’ τους Κουβανούς αλλά και να φτιάξουν πλουμιστή χορευτική μουσική που μπορείς να την ακούς και ακίνητος.
Γάλλοι χωρίς σύνορα: Mano Negra, Manu Chao, Negresses Vertes
Αυτούς ξέρουμε, αυτούς εμπιστεύεστε, γιατί δίνουν το μαυρότερο μαύρο κι η τάξη μας είναι των προχωρημένων δεν χρειάζεται να προχωρήσει στα αυτονόητα, η μαύρη ύλη είναι γνωστή.
Διεθνείς: Jean Michel Jarre, γνωστός. Ο πιο ενδιαφέρων όμως δίσκος του είναι άγνωστος: το Music for Supermarkets, ηχογραφημένο σε ένα μοναδικό αντίτυπο, φυλαγμένο σε μουσείο και παιγμένο άπαξ δια παντός στο ραδιόφωνο. Louis Philippe (κοινώς Philippe Auclair) εγκληματικά άγνωστος. Οκ, με Λονδρέζικο ήχο – άλλωστε κύλησε ως τέντζερης και βρήκε το καπάκι που γράφει el – αλλά έχει σκαρώσει ένα από τα ποπ κομμάτια των 80s: You mary you. Η γλώσσα της κινηματογραφικής μουσικής είναι επίσης παγκόσμια. Η μουσική του Maurice Jarre π.χ δεν είναι περισσότερο γαλλική από άλλων μη Γάλλων συνθετών. Όμως η πιο αυθεντικά γαλλική δυαρχία της σινικής γραφής αποτελείται από τους Michel Legrand – Vladimir Cosma. Πολυγραφότατοι, καλύπτουν επαρκώς τα 60s μέχρι τα 80ς με εργογραφία που αξίζει ένα πέρασμα. Εξαιρετικοί σινεσυνθέτες και οι Eric Demarsan και Philippe Sarde. Όλοι θα τιμηθούν με γλυκόλογα στη μελλοντική μας στήλη για το κορυφαίο είδος της κινηματογραφικής μουσικής.
2 από ταυ:
Οι Tahiti 80 φτιάχνουν ευκολοχώνευτη πο-πίτσα: υστερούν στις συνθέσεις, όμως η χαρακτηριστική φλωρίστικη φωνούλα του Xavier Boyer είναι ό, τι πρέπει για τις ανάλαφρες βόλτες στον πεζόδρομο της εφηβικής σας πόλης. Ακούστε το The train από το Wallpaper for the soul (2002) για να καταλάβετε τι εννοώ. Τελευταία έχασαν κάθε έμπνευση, τουλάχιστο σκιτσάρουν ακόμα νοσταλγικά εξώφυλλα. Οι Telepopmusik τηλεποπάρουν από το 1989 και μετά, αλλά έχουν γραφτεί στα κατάστιχά μας με δυο μόνο δίσκους, τα Genetic World (2001) και Angel Milk (2005). Ίδιες περιοχές, σαν μια μίξη Lali Puna και Hooverphonic.
(εγκ)Λήμματα μελλοντικής γαλλομουσικής εγκυκλοπαίδειας
Les Thugs, La Muerte, Astronettes, Fixed Up, Dazibao, Big Sleep, Corpus Delicti, Daniel Darc, Trop Tard, Ausweis, Baroque Bordello, Jad Wio, Kas Product, Les Provisoires, Les Vampires, Marquis De Sade, Odessa, Persona Non Grata, Specimen, Vox Populi!, Norma Loy, Octobre, Rise And Fall Of A Decade. Ακόμα, μέσα στο διαδικτυακό χάος ένα french-new-wave που περιλαμβάνει πλήθος ονομάτων, χωρίς κριτικές, αλλά με δισκογραφίες (που δεν μου φάνηκαν πλήρεις) αποτελεί ένα ξεκίνημα για όποιον (έχει) αποκτήσει φετίχ με τον γαλλικό ήχο.
Μη Γάλλοι τιμητές των Γάλλων:
Όταν ο Blaine Reininger τραγουδούσε το 1985 για το φθινοπωρινό Παρίσι, στοιχημάτιζες πως ήταν κάτοικος των Ηλύσιων Πεδίων και συνέθεσε το άσμα σε μια απογευματινή του βόλτα υπό το κρατς των πεσμένων φύλλων (Paris En Automne). Όταν ο David Thomas έφτιαξε ένα από τα πλέον αδικημένα ροκ σχήματα, τους Pere Ubu (Βασιλιάς Υμπύ, από το έργο του Αλφρέντ Ζαρρύ) δεν ήξερε πως εδώ στην Ελλάδα θα τους προφέραμε Πέρε Ούμπου. Καλύτερη τύχη είχαν οι Poesie Noir, όπου ευτυχώς δεν τους προσφωνούσαμε Ποεσίε Νοΐρ. Και τον καλύτερο δίσκο τιμής για Γάλλο συγγραφέα έβγαλε η παρέα της Crepuscule το 1988, με Blaine Reininger, Richard Jobson, Durutti column, Winston Tong, Dislocation Dance κ.ά: το Hommage a Duras, ήταν μια άψογη μουσική ανάγνωση της αξιαγάπητης συγγραφέως Μαργκερίτ Ντυράς.
Ακουστήριο Διαστημόπερας: Ένα, Τρία, Επτά, Οκτώ. Σώστε τις ψυχές μας. Αναχώρηση.