Η ανταρσία των λέξεων
… οι επαναστάσεις και τα απελευθερωτικά κινήματα γίνονται – ασαφώς – με σκοπό να βρούμε ή να ξαναβρούμε την ομορφιά, δηλαδή, το άψαυτο, το ακατονόμαστο, που το αποδίδουμε μ’ αυτή τη λέξη. Ή μάλλον όχι: λέγοντας ομορφιά εννοούμε μια γελαστή αναίδεια που τη χλευάζει η παλιά δυστυχία, τα συστήματα, και οι υπεύθυνοι γι’ αυτήν τη δυστυχία και την ντροπή· μια γελαστή αναίδεια όμως που αντιλαμβάνεται ότι η ρήξη, μόλις ξεπεραστεί η ντροπή, ήταν πολύ εύκολη. [σ. 42]
Ο Ζενέ επέστρεψε στην Μέση Ανατολή τον Σεπτέμβριο του 1982, ύστερα από απουσία δέκα ετών, για να συνοδεύσει στη Βηρυτό την φίλη του Λαϊλά Σαχίντ, υπεύθυνη της Επιθεώρησης Παλαιστινιακών Μελετών. Φτάνει στην πόλη σε μια κρίσιμη στιγμή για τον πόλεμο στον Λίβανο: οι Παλαιστίνιοι μαχητές έχουν καταφύγει στη Δυτική Βηρυτό και δέχονται να εγκαταλείψουν τη χώρα υπό την προστασία μιας πολυεθνικής Δύναμης Επέμβασης, ενώ οι παλαιστινιακοί καταυλισμοί αφοπλίζονται. Ο ίδιος βρίσκεται σε περίοδο κατάθλιψης αλλά και επώδυνης θεραπείας για τον καρκίνο, δεν έχει δημοσιεύσει τίποτα από το 1977, δεν έχει διάθεση να γράψει, έχει αφήσει στην άκρη το μεγάλο βιβλίο επί χρόνια για τους Παλαιστινίους.
Η δολοφονία του νέου προέδρου της Δημοκρατίας του Λιβάνου και ηγέτη των κομμάτων της χριστιανικής δεξιάς Μπασίρ Τζεμαγιέλ στις 14 Σεπτεμβρίου δίνει την αφορμή στον ισραηλινό στρατό να παραβιάσει όλες τις προηγούμενες συμφωνίες και να μπει στη λιβανική πρωτεύουσα. Το ίδιο βράδυ περικυκλώνει τους συγκοινωνούντες παλαιστινιακούς καταυλισμούς Σάμπρα και Σατίλα στον δυτικό τομέα της Βηρυτού και οι οποίοι είχαν στις αρχές της δεκαετίας του 1980 πληθυσμό περίπου 35.000 κατοίκους. Μετά από δυο μέρες επιτρέπεται σε οπλισμένες ομάδες με στολές διάφορων λιβανικών χριστιανικών πολιτοφυλακών να περάσουν στο εσωτερικό τους και να τα «καθαρίσουν» από τους τρομοκράτες. Ακολούθησε η γνωστή επιχείρηση μαζικής σφαγής: επί δυο μέρες και τρεις νύχτες εξοντώθηκαν χιλιάδες κάτοικοι του καταυλισμού.
Την Κυριακή 19 Σεπτεμβρίου στις δέκα το πρωί ο Ζενέ μπαίνει στον καταυλισμό παριστάνοντας τον δημοσιογράφο και επί τέσσερις ώρες διατρέχει τα στενοσόκακα κάτω από έναν εξουθενωτικό ήλιο. Είναι η ώρα που οι μπουλντόζες του λιβανικού στρατού σκάβουν εσπευσμένα ομαδικούς τάφους. Η πρώτη του αίσθηση αφορά για άλλη μια φορά το πολυδιάστατο της προσωπικής εμπειρίας, σε αντίθεση με την φωτογραφία όπως και την τηλεοπτική οθόνη που έχουν μόνο δυο διαστάσεις, συνεπώς είναι αδιαπέραστες. Τα δρομάκια είναι τόσο στενά ώστε ακόμα κι ένα νεκρό παιδί μπορεί να φράξει τη δίοδο.
Ο λογοτέχνης Ζενέ παρατηρεί τα νεκρά σώματα και αντιλαμβάνεται «την αισχρότητα του έρωτα και του θανάτου»: και στις δυο περιπτώσεις τα κορμιά δεν έχουν τίποτα πια να κρύψουν: στάσεις, συσπάσεις, σημάδια, ακόμα και σιωπές, όλα ανήκουν και στους δύο κόσμους. Γράφει για την αίσθηση πως βρίσκεται στο κέντρο μιας πυξίδας που οι ακτίνες της είναι εκατοντάδες νεκροί· πλησιάζει τα σώματά τους και βλέπει τον βασανισμό που προηγήθηκε, αναρωτιέται ποιοι να έφτασαν σε τέτοιο σημείο καθώς οι γελοίες χειρονομίες των νεκρών εξακολουθούν να παιδεύονται από σύννεφα μύγες μες τον ήλιο. Ζαλισμένος συνεχίζει το μακάβριο «κουτσό» του σ’ αυτό το επίπεδο νεκροταφείο τη στιγμή που οι εργολάβοι σπεύδουν να οικοδομήσουν το φιλέτο. Αναρωτιέται τι λείπει και συνειδητοποιεί πως αυτό είναι η προσωδία μιας προσοχής.
Σε αυτά τα χιλιάδες χιλιόμετρα στενοσόκακα έδρασαν αμέτρητοι δολοφόνοι και βασανιστές. Η αποφορά των νεκρών μοιάζει να βγαίνει από το δικό του κορμί. Τώρα τα περισσότερα κτίρια του Δυτικού Τομέα της Βηρυτού είναι ξεκοιλιασμένα ή έχουν κατακαθίσει, σαν κομμάτι μιλφέιγ ή σαν φυσαρμόνικα ή σαν λιβανέζικος αρχιτεκτονικός πλισές. Αν δεν υπάρχουν ρωγμές σε κάποια από τις τέσσερις πλευρές, τότε η βόμβα θα έχει πέσει στο κέντρο και το κλιμακοστάσιο με τον ανελκυστήρα θα είναι ένα βαθύ πηγάδι.
Ο συγγραφέας επιστρέφει στις μνήμες της πρώτης του επαφής με τον παλαιστινιακό κόσμο, όταν έμεινε στους παλαιστινιακούς καταυλισμούς της Ιορδανίας από τον Οκτώβριο του 1970 ως τον Απρίλιο του 1971. Θυμάται την διαφορετική ομορφιά των τόπων, που οφειλόταν στην επικράτηση των γυναικών και των παιδιών. Συχνά οι κάτοικοι παραβίαζαν τα πατροπαράδοτα έθιμα: κοιτούσαν τους άντρες κατάματα, δεν φορούσαν φερετζέ, άφηναν τα μαλλιά του ακάλυπτα. Η επιθυμία απελευθέρωσης ήταν και προσωπική. Βρισκόμασταν στις παρυφές μιας προεπαναστατικής περιόδου και ταυτόχρονα πλέαμε σ’ έναν απροσδιόριστο αισθησιασμό. Η πάχνη που ξύλιαζε κάθε χειρονομία, ταυτόχρονα τη μαλάκωνε. Στα βουνά του Ατζλούν, του Σαλτ και του Ίρμπιντ ο αισθησιασμός των ανθρώπων απελευθερώθηκε με την ανταρσία και τα όπλα.
Οι φράσεις που ο Ζενέ αφιερώνει στους φενταγίν των βουνών εμβολίζουν το ανελέητο οδοιπορικό στην ανθρώπινη σκληρότητα σαν νησίδες ονείρου. Μπορεί να περιγράψει κάποιος τα μυρωδιά του αέρα ή το χρώμα της γης και του ουρανού, αλλά ποτέ δεν θα καταφέρει να μεταδώσει εκείνη την ανάλαφρη μέθη ή τη λάμψη στα μάτια τους, γράφει χαρακτηριστικά. «Όλα ανήκαν σε όλους και καθένας ήταν μόνος του – ή ίσως και όχι». Αργότερα θα θυμηθεί τους Άραβες της Αλγερίας μετά τον πόλεμο με την Γαλλία: η νίκη τους είχε ομορφύνει, η αποτίναξη της ντροπής ακόμα περισσότερο. Σ’ εκείνα τα ιορδανικά χωριά με τις καταπράσινες βελανιδιές ο συγγραφέας βίωσε μια άλλη αίσθηση της ζωικής χαράς. Τώρα η ιορδανική περίοδος του μοιάζει σαν ονειροφαντασία και ξαναθυμάται το προαίσθημά του για το εύθραυστο του οικοδομήματος. Γνώριζε πως σύντομα στη θέση του χωραφιού με το κριθάρι θα βρεθεί μια τράπεζα και εκεί που ήταν το ταπεινό αμπελοχώραφο θα χτιστεί ένα εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος.
Ένα μήνα μετά την τραγική σφαγή ο συγγραφέας γράφει το κείμενο που θα δημοσιευτεί στην Επιθεώρησης παλαιστινιακών μελετών (τεύχος αρ. 6, 1983)· πρόκειται, κατά την άποψη του Γάλλου επιμελητή, για το σημαντικότερο πολιτικό και λογοτεχνικό κείμενο του έκτου τόμου των Απάντων του στις εκδόσεις Γκαλλιμάρ, όπου είναι συγκεντρωμένη η πολιτική αρθρογραφία του και οι συνεντεύξεις του. Ο Ζενέ γράφει εν θερμώ πάνω στην προσωπική του εμπειρία ενός από τα τραγικότερα συμβάντα της σύγχρονης παγκόσμιας ιστορίας. Υπήρξε από τους ελάχιστους επισκέπτες του εφιαλτικού τόπου και συνομίλησε με επιζώντες, καταγράφει το παρασκήνιο σε μια εποχή που ο ίδιος ευρωπαϊκός Τύπος φρόντισε να απαλλάξει το Ισραήλ από κάθε κατηγορία.
Το Ισραήλ είχε δεσμευτεί να μην πατήσει το πόδι του στη Δυτική Βηρυτό· ο Ρέηγκαν έστειλε επιστολή στον Αραφάτ με την ίδια υπόσχεση. Μιττεράν και Περτίνι έδωσαν την ίδια διαβεβαίωση. Αμερικανοί, Γάλλοι και Ιταλοί ειδοποιήθηκαν «να ξεκουμπιστούν εν πάση μεγαλοπρεπεία». Το πεδίο ήταν πλέον ελεύθερο και ο ισραηλινός στρατός άφησε να κάνουν άλλοι τη «βρομοδουλειά»· ενθάρρυνε τους εισβολείς, τους έδινε φαγητό και ποτά, φώτιζε τα στρατόπεδα τη νύχτα. Οι ισραηλινοί στρατιώτες διατείνονται πως δεν άκουσαν ούτε υποπτεύθηκαν το παραμικρό. Αναρωτιέται ο Ζενέ, άραγε η σφαγή έγινε μέσα σε ψιθύρους ή απόλυτη σιωπή; Το Ισραήλ θα αποτινάξει εύκολα όλες τις κατηγορίες, με την βοήθεια και των ευρωπαίων διαμορφωτών της κοινής γνώμης. Άλλωστε το ίδιο το κράτος εμφανίστηκε να ερευνά το συμβάν και θεώρησε πως και μόνο το γεγονός αυτό υποδεικνύει την αθωότητά της. Kαι ήταν και καιρός να ξεκινήσει ο σχεδιασμός ανοικοδόμησης του οικοπέδου: «πέντε εκατομμύρια παλιά γαλλικά φράγκα το τετραγωνικό μέτρο».
Στην συνέντευξη – συνομιλία με τον δημοσιογράφο ο Ζενέ εξομολογείται πως ξαναβρήκε τον πραγματικό εαυτό του σε δυο επαναστατικά κινήματα, στους Μαύρους Πάνθηρες και τους Παλαιστίνιους, πως πηγαίνει όπου του ζητούν χωρίς να γνωρίζει πάντα την κατάσταση και πως έγραψε το αφήγημά του όχι με δικές του ιδέες αλλά με τις δικές του λέξεις. Συχνά γίνεται ειρωνικός όταν διαπιστώνει πως ο δημοσιογράφος επιχειρεί να εκμαιεύσει απαντήσεις που επιθυμεί ή απλώς να προβοκάρει την συζήτηση. Στην παρατήρησή του για την ματαιότητα κάθε αισιόδοξης προσδοκίας απαντάει: και τι δεν είναι μάταιο σε αυτόν τον κόσμο; Κι εσείς θα πεθάνετε, κι εγώ θα πεθάνω, κι αυτοί θα πεθάνουν…και, αργότερα, στην ερώτηση τι νόημα έχει μια επανάσταση ή ακόμα και μια εξέγερση σ’ έναν κόσμο τόσο πολύ μοιρασμένο ανάμεσα σε υπερδυνάμεις απαντάει: ακόμα κι αν ο κόσμος είναι μοιρασμένος … είναι αναγκαία η ανταρσία κάθε ανθρώπου. Κάνουμε μικρές καθημερινές ανταρσίες. Μόλις δημιουργούμε μια ελάχιστη αταξία, δηλαδή μόλις δημιουργούμε τη δική μας μοναδική τάξη, κάνουμε μια ανταρσία. [σ. 67]
Εκδ. Ύψιλον/βιβλία, 2013, μτφ. Σεραφείμ Βελέντζας, σελ. 89 [Quatreheures à Chatila, 1982]. Περιλαμβάνεται εισαγωγικό σημείωμα του Γάλλου επιμελητή και πλήρες παράρτημα με δεύτερο, εκτενέστερο σημείωμα του Γάλλου επιμελητή, συνέντευξη στον Ρούντιγκερ Βίσενμπαρτ και την Λαϊλά Σαχίντ Μπαραντά και σημείωμα του μεταφραστή. Ας σημειωθεί πως μια πρώτη εκδοχή της μετάφρασης έγινε ύστερα από επείγουσα παραγγελία του Άγγελου Ελεφάντη και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ο Πολίτης (τ. 60, Μάιος 1983), ελάχιστους μήνες μετά την δημοσίευση του πρωτότυπου.
Πρώτη δημοσίευση: περιοδικό (δε)κατα, τεύχος 39 (φθινόπωρο 2014).
Σημ. Από τα γνώριμά μας μουσικά πεδία, οι μεσανατολίτες ηχητικοί πειραματιστές Muslimgauze έχουν βέβαια τους δικούς τους ήχους για Sabra και Satila. Περισσότερο υποβλητικοί, ως συνηθίζουν, γίνονται στα Mosaic Palestine, Every grain of Palaistinian Sand και All the Stolen Land of Palestine.