Τα πιθανά απίθανα
Ένας άνθρωπος ονόματι Δήμος, αγνώστων λοιπών στοιχείων, εκκεντρικός και περιφερόμενος, συνήθιζε να δωρίζει ιστορίες από όσα είδε και έζησε σ’ έναν κόσμο που ελάχιστοι είδαν κι έζησαν. Χρησιμοποιώντας ένα από τα ονόματά του, το Δον Ντομίνγκο, άφησε, λίγο πριν εξαφανιστεί, είκοσι και μία μαγικές ιστορίες, αδιανόητες και ζηλευτές, «παράλογες» και πιθανές. Τι έχει λοιπόν να διηγηθεί ο Δον Ντομίνγκο; Μικρός με τον πατέρα του στη Νέα Υόρκη συνήθιζε να ξυπνάει νωρίς για να έχουν το φως, και τα πρωινά αρώματα δικά τους αλλά και να βρίσκουν τους ανθρώπους πιο ανθρώπινους. Εκείνος τα μεσημέρια φωτογράφιζε χέρια και πόδια και τα απογεύματα κεφάλια αναμαλλιασμένα και δακρυσμένα, κάτω από γέφυρες ή στα ρείθρα των πεζοδρομίων. Τα βράδια ακολουθώντας τον ποταμό Χάντσον έφταναν ως τις ακτές του Ατλαντικού για να αναπνεύσουν καθαρό αέρα. Θύμα αγιάτρευτης μαγείας ήταν ο πατέρας μου, κι εγώ πεδίο νοσταλγίας των παιδικών του χρόνων.
Ίσως έτσι εξηγείται που τον τυλίγει με την χλόη του Σέντραλ Παρκ ή περπατάει με άνεση στα κύματα, με την διαβεβαίωση πως δεν τον βλέπει κανείς, παρά μόνο το παιδί του, ακριβώς γιατί είναι παιδί του και το αγαπάει πολύ. Κι έτσι ταξιδεύουν παντού μαζί, ακόμα κι όταν πολεμούσε με τους Ρώσους αναρχικούς ή πίσω στις ΗΠΑ όταν αναζητούσαν καταφύγιο στους αμμόλοφους της ερήμου Σονόρα. Και καθώς η κάθε ιστορία σκηνοθετεί τουλάχιστον μια διαδραματιζόμενη μπροστά στα μάτια μας μέγιστη κινηματογραφική σκηνή, εδώ είναι το στήσιμο μιας μεγάλης οθόνης καταμεσής της ερήμου, ο ερχομός της πεθαμένης μητέρας, η συνύπαρξη των τριών για πρώτη φορά, η προειδοποίηση πως όλα θα εξαφανιστούν εάν… («Παιδικά χρόνια, πένθη και αυταπάτες»).
Ο Δον Ντομίνγκο δεν μαθαίνει γράμματα όπως οι άλλοι, παρά καταπίνει αισθήματα και εικόνες, που διαλύονται μέσα του και γίνονται αίμα, μύες και όργανα. Στο τέλος το γνωρίζει καλά πια, πως δεν είναι μόνο άνθρωπος αλλά και μια άλλη εικόνα, αναγνωρίσιμη από κάποιον άλλο άνθρωπο, ζώο ή φυτό. Ό,τι κι αν είναι, δεν τον ενδιαφέρει, του φτάνει ότι τον παρατηρεί με ενδιαφέρον πραγματικό και τον σώζει όταν βρίσκεται στην καρποφορία του (Το αίμα της μηλιάς). Στα επτά θαύματα του κόσμου η Σόνια ντε Ρουέντις είναι η καλύτερη ανθοδέτις στην αγορά και προμηθεύει με λουλούδια τις διάφορες τελετές, «όλα αυτά δηλαδή τα κωμικοτραγικά που κάνουν οι άνθρωποι για να γιορτάσουν την ανία και τις τύψεις τους καθώς απομακρύνονται μέρα με τη μέρα, χρόνο με το χρόνο από το όνειρο», όπως διατείνεται. Κοντά της ο αφηγητής πρωτακούει την μουσική του ονείρου και μαθαίνει να θυμάται ότι είναι η επιθυμία που το γεννά, όπως η γη τα λουλούδια, τα λουλούδια το άρωμα, κι ό άνθρωπος είναι το πιο μαγευτικό άρωμα ακόμα κι αν στάζει αίμα.
Ως «Ανιχνευτής αισθημάτων» βρίσκεται στο χειμωνιάτικο Μπουένος Άιρες με τόση νοσταλγία ώστε η καρδιά του ανιχνεύει και το παραμικρό συναίσθημα που διαχέεται στην ατμόσφαιρα. Ποτέ δεν είχε φανταστεί πόσα συναισθήματα, κάθε στιγμή και κάθε δευτερόλεπτο περνούν απαρατήρητα, αναζητώντας στόχο. Διαχέονται σαν ευθεία γραμμή, καμπυλώνονται σιγά σιγά και καρφώνονται σαν ακόντιο στο ευπαθές υπόστρωμα της αντικειμενικής, όπως συνηθίζεται να λέγεται, πραγματικότητας. Ο αφηγητής εντοπίζει εκατοντάδες παρόμοιες γραμμές αλλά μάταια επιχειρεί να αντιστοιχίσει, για παράδειγμα, την γαλάζια γραμμή της χαράς με ένα χαρούμενο πρόσωπο. Ένα απέραντο πλέγμα ακατοίκητων συναισθημάτων, παρόμοιο με αυτό των υπέρυθρων ακτινών που φυλάσσουν τα χρηματοκιβώτια στις αστυνομικές ταινίες, απλωνόταν παντού, με αποτέλεσμα σε κάθε βήμα, η καρδιά μου, ανιχνεύοντάς τα, να δονείται τόσο πολύ, που πήγαινε να σπάσει… Προσπαθώντας να διαφύγει από αυτό το πυκνό αναστατωτικό δίκτυο, έρπει και επιχειρεί ακροβατικές στάσεις σε σημείο που περαστικοί να μαζεύονται ενθουσιασμένοι, νομίζοντας πως πρόκειται για κάποιο ακροβατικό νούμερο. Τι θα συμβεί όταν αποφασίζει να αποδράσει από την μετριότητα των άκαρπων συναισθημάτων και επιχειρήσει να ανιχνεύει μονάχα τα συναισθήματα υψηλής ευαισθησίας όπως ο φλογερός έρωτας ή το απύθμενο μίσος;
Στην γοητεία του ορίζοντα μας εξομολογείται ότι ποτέ δεν έχει φιλήσει γυναίκα στα χείλη καθώς όταν πλησίαζε τα χείλη του στα χείλη της, σε αυτό το ασήμαντο κενό, «αναδυόταν ο πόθος, τα ακατοίκητα ναυάγια, οι εραστές της ζωής, όλα τα θαύματα του μυστικού κόσμου» κι αμέτρητες ακόμα σκέψεις. Στην τέχνη του παιχνιδιού συναντά τον Μίλτο Σαχτούρη κάθε απόγευμα για σκάκι στα βουνά της Πίνδου, ανεβαίνουν στην στρουθοκάμηλο Ιζαμπέλ με θέα τις ευρωπαϊκές οροσειρές, αναστατώνουν τον πραγματικό κόσμο και ζουν τα μύρια όσα. Στην χαμένη ευκαιρία των απογόνων της Βαβέλ γίνεται Ράφτης που πλέκει με τσιμέντο και άσφαλτο δέχεται παραγγελίες για ρούχα από γκρίζο τσιμέντο, τα οποία εμπλουτίζει με μεγάλες ποσότητες απογοήτευσης, συμβιβασμού και αδράνειας, αποτελεσματικά στις καινούργιες καιρικές συνθήκες και προφυλακτικά απέναντι σε ό,τι ο καθένας θεωρούσε εχθρικό.
Στην συντριβή δυο νέοι πηγαίνουν σε ένα μικρό, διώροφο ξενοδοχείο και σηκώνουν το δωμάτιο πάνω από την στέγη και η ερωτική τους βραδιά προσκαλεί απρόσμενους επισκέπτες και δημιουργεί αδιανόητα χρονικά και (παρα)λογικά άλματα. «Ο άλλος» λέει ότι όλα είναι ωραία, ενώ εσείς λέτε ότι όλα είναι άσχημα και θα συμφωνήσει μαζί μας γιατί θέλει να ζήσει. Κι έτσι συνυπάρχει με τον στενό του φίλο Κύκλωπα που δεν έχει κανέναν άλλον στον κόσμο για να τον βλέπει ολόκληρο. Άλλωστε ξέρει ότι, αν πεθάνει, εκείνος θα αρχίσει να γερνά, γιατί κανείς δεν θα του υπενθυμίζει τα νιάτα και την δύναμή του.
Στο Παρίσι γνωρίζει την βασίλισσα της θλίψη Ζινέτ, που διαθέτει την μοναδική ικανότητα να βλέπει σε όλα τα πράγματα μόνο τα άσχημα και αποθηκεύει με υπομονή και τάξη όλα τα υλικά που απαιτούνται για να υψώνει κάστρα και να ανοίγει τάφρους για να προστατευτεί από την πολιορκούσα χαρά της ζωής. Η ιδέα που συλλαμβάνει για να της αλλάξει αυτές τις διαθέσεις γίνεται «από δρόμους και μονοπάτια που είναι αφύλακτα ή που ο άλλος νομίζει ότι είναι καλά φυλαγμένα και ότι κανείς δεν θα τολμήσει να διαβεί» (Η ευτυχισμένη Ζινέτ). Στην ίδια πόλη ο δρόμος του τον φέρνει σε μια έκθεση του Χοκουσάι, που ζωγράφιζε ανθρώπους στο μεσοδιάστημα δυο κινήσεων, της ορατής και της αόρατης, της επίγειας και της ουράνιας, έσφαζε με λεπίδι τις αναπνοές των ζώντων, γινόταν μικρός και ασήμαντος και γλιστρούσε εντός τους». Τότε βλέπει τον καλλιτέχνη να αναπαύεται πάνω σε δυο νοητές, μαύρες γραμμές και να στερεώνει τον ίδιο με τέχνη κάπου στην οροφή του χώρου, να ταλαντεύονται «μέχρι να γεμίσει το λευκό χαρτί από τις σκιές των αδιόρατων κινήσεών τους», και μέχρι να αναγνωρίσει τον εαυτό του σ’ ένα έργο τέχνης (Προσωπογραφία).
Το σωτήριο φιλί της Αγίας Ηβάν Αγκοστίνι συνδέει το Λος Άντζελες με την Ζάμπορδα· στο πρώτο, ένα σαββατόβραδο, ο Πάνος Δειλινός συνάντησε τυχαία την Ηβάν Αγκοστίνι, χορεύτρια του μπουρλέσκ και πελάτισσά του στο εστιατόριο που εργαζόταν. Το απρόσμενο, δημόσιο φλογερό της φιλί τον μαρμάρωσε κι όταν συνήλθε αυτή είχε φύγει και δεν την είδε ποτέ ξανά. Η μορφή της ξεθώριασε στη μνήμη του, όλα όσα όμως ένιωσε από το φιλί της ήταν εκεί παρόντα λες και είχαν ριζώσει βαθιά μέσα του. Χρόνια αργότερα, σ’ ένα ατύχημα προς το μοναστήρι του Αγίου Νικάνορα στην Ζάμπορδα, ανάμεσα στις αλλεπάλληλες και, προς το τέλος, αποκρουστικές εικόνες που διαδέχονταν η μια την άλλη με τρομερή ταχύτητα στο μυαλό του, ξεχώρισε η μορφή της Ηβάν η οποία, ακούγοντας την παράκλησή του, γυμνή τράβηξε το σώμα του και το τύλιξε με το κορμί της.
Και οι ιστορίες δεν έχουν τελειωμό· για τον έρωτα που σπέρνει και την αγάπη που ανθίζει, για τον άνθρωπο που σε κάθε του επιλογή, συνήθως, πυροδοτεί πρώτα την επερχόμενη δυστυχία του ή για εκείνον που αισιοδοξεί μονολογώντας «Δεν ξεχνιέται εύκολα μια μεγάλη ήττα. Πάντα όμως, μου έρχεται στη σκέψη και παρηγοριέμαι η υπέροχη εκκίνησή μου». Όταν η γραφή καθίσταται αυτόματη και αυτόνομη, όταν η φαντασία οργιάζει και προσκαλεί ζωηρή, ενίοτε φαντασμαγορική εικονοπλασία, όταν το φανταστικό εναγκαλίζεται με το φαντασιακό, και ο υπερρεαλισμός με την ονειρογραφία, τότε προκύπτουν ιστορίες σαν κι αυτές που θα μπορούσαν να συνεχίζονται επ’ άπειρον, χωρίς να χάνουν το ενδιαφέρον τους. Εδώ μπορούν να συμβούν τα πάντα, δυνατά και αδύνατα, επειδή ούτε το πραγματικό είναι ολότελα λογικό ούτε το λογικό ολότελα πραγματικό, όπως διατείνεται ο Αλμπέρ Καμύ στην προσωπική του προμετωπίδα εδώ,
Εκδ. Περισπωμένη, Δεκέμβριος 2017, σελ. 105
Στις εικόνες έργα των: Jean-Michel Folon, Slava Fokk, Ernst Ludwig Kirchner, Francesco Clemente, Seiichi Hayashi, Katsushika Hokusai, Anton Smit.
Ο συγγραφέας στο Αίθριο του Πανδοχείου, εδώ.