Posts Tagged ‘Τρομοκρατία

05
Ιαν.
21

Stéphane Osmont – Ανεξέλεγκτα στοιχεία

Πώς φτάσαμε ως εδώ, τι είχαμε στο μυαλό μας; Ήταν λοιπόν τόσο εύκολο να καταστρέψουμε την ζωή μας;

Η Φεντόρα,  ο πρώτος έρωτας του αφηγητή και κεντρικού χαρακτήρα, ένα κορίτσι που μοιράστηκε μαζί του την μύηση στον έρωτα, τους πολιτικούς αγώνες και την ένοπλη πάλη, βρίσκεται εδώ και είκοσι χρόνια στη φυλακή, με μοναδικούς συντρόφους την μοναξιά και την ντροπή. Μετά την ξαφνική επικοινωνία της μαζί του η συγγραφή του βιβλίου δεν παίρνει άλλη αναβολή, πόσο μάλλον τώρα που έχουν όλα παραγραφεί. Πώς φτάσαμε ως εδώ, τι είχαμε στο μυαλό μας; Ήταν λοιπόν τόσο εύκολο να καταστρέψουμε την ζωή μας;

Ο Μάης του ’68 έφτασε υπερβολικά νωρίς στην ζωή του. Ήταν μόλις οκτώ, αλλά η μνήμη κρατάει γερά ένα αξέχαστο χτύπημα από αστυνομικό, την γεύση των διαδηλώσεων και των ζυμώσεων, την άρνηση του Ντε Γκωλ να παραιτηθεί, τους μεγάλους να λένε πως η κατάσταση δεν ήταν «ακόμα ώριμη» για αλλαγή καθεστώτος. Τι μένει απ’ όλα αυτά όταν γίνεται πλέον έφηβος; Μια χούφτα αμετανόητων που συμμετέχουν στις γενικές συνελεύσεις στο προαύλιο των πανεπιστημίων, χωρίς ιδιαίτερο πάθος εκτελώντας απλώς ένα καθημερινό τελετουργικό· οι χώροι των καταλήψεων απλώς προσελκύουν κάτι κουρελήδες που αναζητούν μια στέγη – όσο για την «μαχόμενη νεολαία», δεν χαίρει πλέον του παραμικρού σεβασμού.

Όμως η σπίθα έχει χωθεί μέσα του. Ξημεροβραδιάζεται στην Σχολή Καλών Τεχνών του αδελφού του, η οποία υπήρξε επί δυο μήνες το καταφύγιό τους την εποχή των νέων κινητοποιήσεων, όταν οι ταραχές στο Καρτιέ Λατέν προσελκύουν επαναστατικό τουρισμό και η θέα των νυχτερινών συγκρούσεων από την ταράτσα είναι φαντασμαγορική. Ελεύθεροι από κάθε καταπίεση περιπλανιούνται στα αμέτρητα μαγαζάκια της Άκρας Αριστεράς κι όταν αργότερα η μητέρα τους συλληφθεί επειδή μοίραζε προκηρύξεις, η συντονιστική επιτροπή της Σχολής θέτει τους αδελφούς υπό την προστασία της και, κηδεμονευόμενοι πλέον του κινήματος, έχουν απόλυτη ελευθερία. Η εργατική τους πολυκατοικία στο Μονρούζ συγκροτεί μια μικρή κοινότητα, με την ολομέλεια των ενοίκων να συνευρίσκεται στο κλιμακοστάσιο Γ΄ αλλά και να μοιράζεται χώρους και διαμερίσματα. Όταν βρίσκει κλειστή την πόρτα του σπιτιού του, πηγαίνει στους γείτονες, μια οικογένεια Ιταλών αριστεριστών και μοιράζεται το μπάνιο με την κόρη τους, Φεντόρα, εφόσον όλοι πιστεύουν πως η αιδώς ήταν μια «αστική αξία».

Ο νεαρός ήρωας βράζει στο ζουμί του. Μήπως η παγκόσμια επανάσταση πρόκειται να ξεσπάσει από στιγμή σε στιγμή κι αυτός δεν έχει την απαιτούμενη ηλικία να βρεθεί στην πρώτη γραμμή; Αναμένοντας την Μεγάλη Νύχτα η πολυκατοικία μετατρέπεται σε άντρο των ανατρεπτικών δυνάμενων. Άνθρωποι εμφανίζονται από το πουθενά, καταστρώνουν σχέδια για νύχτες ολόκληρες, βρίζονται, εξαφανίζονται. Οι απόψεις μπερδεύονται: Αρνείται μια κοπέλα να πάει μαζί σου; Μικροαστική συμπεριφορά. Πηγαίνει με κάποιον άλλον; Ρεβιζιονιστική συμπεριφορά. Πηγαίνει με δύο άλλους; Αντεπαναστατική συμπεριφορά – και πάει λέγοντας. Οι γονείς της Φεντόρας κυκλοφορούν γυμνοί ακόμα και στο κλιμακοστάσιο και προτείνουν – με αρκετή επιτυχία στους νεότερους – να αφαιρεθούν όλες οι πόρτες των διαμερισμάτων, ώστε να εκλείψει η οικογενειακή ιδιωτικότητα, αυτός ο παράγοντας ατομικισμού.

Είχα την αίσθηση πως εδώ ασχολούνταν με τα μεγάλα ζητήματα του κόσμου, και η φωνή της Βενσέν θα αντηχούσε ως την άλλη άκρη της γης.

Το Πανεπιστήμιο της Βενσέν παίρνει την θέση της Σχολής Καλών Τεχνών. Στις ομάδες των αριστεριστών όποιος φωνάζει περισσότερο ακούγεται καλύτερα και συχνά κερδίζει. Οι ιεραρχίες καταργούνται, η παρουσία παιδιών δεν σοκάρει κανέναν. Εκεί ανακαλύπτει την δύναμη των λέξεων και την υπεροχή τους έναντι των δικεφάλων. Η ανθρώπινη μοίρα του Αντρέ Μαλρώ γίνεται το πρώτο μυθιστόρημα με το οποίο καταδέχεται να αναμετρηθεί και το αναγνωστικό σοκ συνεχίζεται με το Δίχως πατρίδα μήτε σύνορα του Τζαν Βάλτιν. Αυτά γίνονται τα παράθυρα για μια ονειρευμένη ζωή. Τι κι αν διαπιστώνει πως οι ιστορίες των επαναστατών έχουν συνήθως κακό τέλος; Αν θέλει να πετύχει κάτι σπουδαίο, είναι πλέον καθήκον του να απαρνηθεί τον άνετο βίο.

Η ευκαιρία προκύπτει άμεσα, με την συμμετοχή του Λυκείου στις κινητοποιήσεις του 1973· εκεί αισθάνεται πως διασχίζονται τα σύνορα που τους χώριζαν από τον κόσμο των μεγάλων. Πουθενά αλλού δεν νοιώθει τόσο άνετα όσο μέσα στο ανάκατο πλήθος και τίποτα δεν διατηρεί πιο ζωντανή τη φλόγα απ’ ό,τι μια επίθεση φασιστών – οι σχετικές μάχες στους δρόμους και στα στέκια τιμούν πολλές σελίδες του βιβλίου. Πολεμώντας σώμα με σώμα τους φασίστες, «όπως οι αξιοσέβαστοι προκάτοχοί του, το Κόκκινο Μέτωπο στην Γερμανία, οι Διεθνείς Ταξιαρχίες στην Ισπανία, οι Μακί του Βερκόρ στην Γαλλία», ο νεαρός ήρωας παίρνει το βάπτισμα του πυρός ως στρατευμένος επαναστάτης. Καμία σχέση με τους περιπατητές του Μάη, που έπεφταν με ακάλυπτο το κεφάλι, φορώντας σκάκια και μοκασίνια. Η συμπαγής, ηλεκτρισμένη μάζα είχε το μαχαίρι στα δόντια, έτοιμη για την μάχη ενάντια στην Ακροδεξιά.

Ο αντίκτυπος του χιλιανού πραξικοπήματος τον εξοργίζει: οι περισσότεροι μιλάνε για ευρύτερη κινητοποίηση, διεθνή αλληλεγγύη, αλλά ούτε λόγος για δράση. Ακόμα και το περίφημο σύνθημα «Λαός ενωμένος, ποτέ νικημένος» δεν του αρκεί. Τι νόημα έχει να είναι ενωμένος αν δεν είναι οπλισμένος; Ολόκληρος ο κόσμος βράζει: Σαντιάγο, Παλαιστίνη, Αθήνα, Μπεζανσόν, δεν ήξερες πού να πρωτοστραφείς. «Κάθε βδομάδα ανακαλύπταμε και την ύπαρξη μιας νέας συμφοράς, που απαιτούσε από μας μια φρενήρη προσπάθεια κατανόησης. Έπρεπε να συζητάμε το θέμα νύχτες ολόκληρες, να ετοιμάζουμε εισηγήσεις, να διαβάζουμε έργα αναφοράς, ένας αναγνωστικός παροξυσμός». Λίγο αργότερα η επανάσταση στην Πορτογαλία γεννούσε έναν νέο ήρωα: τον φαντάρο που λιποτακτούσε.

Μήπως όλα σχετίζονταν μεταξύ τους; Μήπως είναι η εγκαθίδρυση κάθε συστήματος εκμετάλλευσης του ανθρώπου που δημιουργεί το κακό κι αυτό με την σειρά του πυροδοτεί κάθε αντίδραση; Η αντίληψη του κόσμου φωτίζεται εντός του και χάρη σ’ αυτήν τα μυστήρια της ανθρώπινης μοίρας εξηγούνται και οι ιστορικές αναταραχές αποκτούν νόημα. Το πεπρωμένο μας ήταν να πολεμάμε στο πλευρό των θυμάτων, ο στόχος η παγκόσμια επανάσταση. Στην άκρη του μυαλού του όμως ενοχλεί ένα άλλο ερώτημα: Μήπως εντέλει ήμασταν μικροαστοί που ήθελαν απλώς να αλητέψουν λίγο μέσω της πολιτικής; Μήπως εκεί που άλλοι παρίσταναν τους αριστοκράτες, εμείς παριστάναμε τους προλετάριους;

Ο Λένιν στο Κρεμλίνο δεν θα φανταζόταν ποτέ ότι η πολιτική δράση μπορεί να είναι τόσο ανέμελη και χαρούμενη.

Ο συγγραφέας βιώνει την απόλαυση των ατέλειωτων συνελεύσεων, των συνεδριάσεων, των αντιπαραθέσεων, των ψηφοφοριών. Μέσα από τις επιτροπές αγώνα, τα επιμορφωτικά σεμινάρια και την εκπαίδευση των ομάδων περιφρούρησης, βρίσκεται πάντα σε δράση. Συχνά κοιμούνται όλοι μαζί, ο ένας πάνω στον άλλον, χωρίς να λείπουν οι ψίθυροι και τα χάδια. Νοιώθαμε σα να βρισκόμασταν στον υπαρκτό κομμουνισμό: ελεύθεροι και χαρούμενοι. Οι ατέρμονες συζητήσεις επί παντός επιστητού συνδυάζονται με παραθέματα και αντιπαραθέματα από Αντονέν Αρτώ, Ζορζ Μπατάιγ, Τζάκσον Πόλοκ, Ντίζι Γκιλέσπι, Ανιές Βαρντά, Πίτερ Μπρούκ, Ντένις Χόπερ και πάντα φυσικά υπό την ροκ μουσική.

Αντιλαμβάνεται κανείς πως όλη αυτή η ευδαιμονία δεν μπορεί να συνεχίζεται επ’ άπειρον. Στον δημόσιο χώρο οι οχτώ νεκροί από βόμβα των νεοφασιστών στην Μπρέσια το 1974 σηματοδοτούν το τέλος της άνοιξης και μια δεύτερη ενηλικίωση. Η δολοφονία του Χόλγκερ Μάινς της Φράξιας Κόκκινος Στρατός είναι ακόμα πιο σοκαριστική: «η φωτογραφία της σορού του παραπέμπει μ’ ένα καθηλωτικό φλας-μπακ στη ναζιστική θηριωδία. Δεν είχε αλλάξει τίποτα: στη Γερμανία συνέβαιναν πάλι όλα αυτά, αλλά σήμερα. Μπορούσε άραγε κανείς να πιστέψει πως η σύγχρονη δήθεν δημοκρατία είχε αποκαταστήσει τους δεσμούς της με τις ανθρωπιστικές αξίες;». Στον ιδιωτικό, η κοινότητα στο Μονρούζ σταδιακά παρακμάζει: η έλλειψη ιδιωτικότητας γίνεται αφόρητη, οι καυγάδες μεταξύ των ενοίκων για τα κοινά ρούχα ομηρικοί. Η κοινοκτημοσύνη λαμβάνει τέλος.

Όλο το φάσμα της Άκρας Αριστεράς βρίσκεται στους δρόμους του Παρισιού, μαοϊκοί, ελευθεριακοί κομμουνιστές, οπαδοί της αυτοδιαχείρισης, γκεβαρικοί, επιθυμιακοί, συμβουλιακοί, μετα-καταστασιακοί, τροτσκιστές όλων των ειδών, δεκάδες γκρουπούσκουλα κι άλλα τόσα ακρωνύμια και φυσικά αναρχικοί. Οι ατέλειωτες συζητήσεις καλά κρατούν και ο Οσμόν μοιράζεται και τις πιο σπαρταριστές πλευρές των συγκρούσεων θέσεων και επιχειρημάτων. Όταν για παράδειγμα, η RAF είχε πιάσει ομήρους κάτι γερμανούς διπλωμάτες στην Στοκχόλμη, σ’ ένα απολαυστικό τραγελαφικό πλην ενδεικτικό στιγμιότυπο, κάποιοι απαγάγουν τον σκύλο του λυκειάρχη, ενώ οι μαθητές σχηματίζουν δυο ομάδες με συνθήματα, αντίστοιχα, «Λευτεριά στον Ζοζό!» η μια, «Θάνατος στον Ζοζό!» η άλλη. Στην Στοκχόλμη η ομηρία κατέληξε σε μακελειό, ενώ στο σχολείο ο Ζοζό βρέθηκε στις τουαλέτες του λυκείου.

Ενδιαφέρον προκαλεί η σύγκρουση των διαφόρων ομάδων για όλα τα κοινωνικά θέματα, όπως, για παράδειγμα, η πορνεία, με αφορμή την κυκλοφορία του αυτοβιογραφικού βιβλίου-μανιφέστου Το μαύρο είναι ένα χρώμα (1974) της διαβόητης ιερόδουλης και ακτιβίστριας Γκριζελιντίς Ρεάλ. Η Ρεάλ ηγήθηκε της επανάστασης των ιερόδουλων, διεκδικώντας κοινωνική αναγνώριση για την δραστηριότητα της πορνείας, την οποία θεωρούσε «επαναστατική πράξη» χωρίς να παραβλέπει τις σκοτεινές πλευρές του επαγγέλματος. Πολλές γυναίκες των ομάδων αυτών θεωρούσαν την πορνεία έναν καλό τρόπο να μην αλλοτριωθούν από την εργασία και συνήθως επιδίδονταν περιστασιακά σε αυτή την δραστηριότητα μοιράζοντας τα κέρδη μεταξύ τους. Η άλλη πλευρά υποστήριζε κατηγορίες πως πρόκειται για μαστροπεία και υποδούλωση των γυναικών. Ενίοτε αυτές οι κατηγορίες προκαλούσαν ξεκαθάρισμα λογαριασμών με σιδερολοστούς ανάμεσα σε αντίπαλες συλλογικότητες.

Όταν μετά από μια άκρως ενδιαφέρουσα περιπλάνηση με ιντερέιλ στις ευρωπαϊκές πόλεις ένας σύντροφος θέλει να συνεχίσουν ως την Γιουγκοσλαβία, την «πατρίδα της αυτοδιαχείρισης», η αντιγνωμία για την χώρα (την συγκαταλέγουμε στα σταλινικά, γραφειοκρατικά καθεστώτα που απεχθανόμαστε ή μήπως την εκτιμούμε λόγω του αυτοδιαχειριστικού της προσανατολισμού;) ή το ευρύτερο ζήτημα αν το καθεστώς της αυτοδιαχείρισης είναι προτιμότερο από εκείνο των σοβιέτ (που ο ήρωας φαντάζεται «ως μια μπίτνικ εκδοχή του κομμουνισμού, ένα διαρκές χάπενινιγκ όπου καθένας έλεγε τη γνώμη του χωρίς ποτέ να μπορεί να ληφθεί μια απόφαση») δίνουν την θέση τους στην έλξη και τον προβληματισμό για τις ένοπλες ομάδες που ενίοτε διαπράττουν δολοφονίες· εδώ το ερώτημα είναι: ιεραρχημένες και στρατιωτικοποιημένες οργανώσεις που ισχυρίζονται πως επιτίθενται κατευθείαν στην καρδιά του κράτους ή ένα πιο «διάσπαρτο αντάρτικο πόλεων, αποτελούμενο από ανεξάρτητες, αποκεντρωμένες ομάδες που δρουν με κοινούς στόχους και σε άμεση σύνδεση με τους κοινωνικούς αγώνες»;

Η συνάντηση με τους Δίκαιους του Αλμπέρ Καμύ, ένα θεατρικό εμπνευσμένο από την δολοφονία του Μεγάλου Δούκα Σέργιου από κάποια μέλη του Σοσιαλιστικού Επαναστατικού Κόμματος, τον κάνει να αναρωτιέται αν η τρομοκρατική δράση διαθέτει νομιμοποίηση, καθώς ανέκαθεν ανήκε στην παράδοση του επαναστατικού κινήματος. Ο Καμύ δικαιώνει αυτή την παράδοση, παρουσιάζοντας τα πρόσωπα ως πλάσματα που βασανίζονται και όχι ως ψυχοπαθείς και τέρατα. Και η ανάγνωση του Αλτουσέρ του δίνει όλο το διανοητικό φως που χρειαζόταν. Αν για τον Γάλλο φιλόσοφο «Η Ιστορία είναι μια διαδικασία χωρίς υποκείμενο», τότε μπορούν κι αυτοί ως μη υποκείμενα μπορούν να κυλήσουν την Ιστορία προς την φαντασίωση της Μεγάλης Επαναστατικής Νύχτας. Χάρη σ’ αυτόν νοιώθει προστατευμένος από ένα ακατανίκητο θεωρητικό οπλοστάσιο, απελευθερωμένος από τα ανθρώπινα συναισθήματα που παρακωλύουν την ικανότητα για δράση.

Την εποχή που η συντροφιά ακούει το Horses της Patti Smith και το White Riot των Clash, το πρώτο τους 45άρι, έναν δίλεπτο ύμνο στην ανυποταξία, η  Φράξια Κόκκινος Στρατός πραγματοποιεί νέο χτύπημα το 1977. Καθώς ακούνε την είδηση στο τραίνο, ο ήρωας παρατηρεί: Οι ταξιδιώτες έμοιαζαν τρομοκρατημένοι από το ξέσπασμα μιας τόσο ριζοσπαστικής βίας, βγαλμένης απ’ τα σπλάχνα μιας χώρας που δεν ήθελε πλέον παρά να απολαύσει την ηρεμία και την ευμάρειά της. Ανακάλυπταν όμως πως κάποια βλαστάρια τους είχαν, αντίθετα, αποφασίσει να τακτοποιήσουν τους λογαριασμούς τους με ένα σαφώς πιο βίαιο παρελθόν. […] Με ενδιέφεραν αποκλειστικά όσοι από τους γύρω μου είχαν περάσει τα πενήντα. Τι έκαναν άραγε τριάντα χρόνια νωρίτερα; Φορούσαν τη ναζιστική στολή; Φώναζαν «Heil Hitler!» με τεντωμένο χέρι; Εκτελούσαν εκτοπισμένους; Στατιστικά, ήταν πιθανό. Οι κλάψες τους για την βαρβαρότητα των τρομοκρατών μου προκαλούσαν αηδία, τη στιγμή μάλιστα που δεν είχαν ακόμα πληρώσει για τα εγκλήματα της δικής τους βαρβαρότητας [σ. 299]. Πολύ περισσότερο οι συνθήκες κράτησης των συλληφθέντων μελών της RAF και ο θάνατός τους στα Λευκά Κελιά έκανε στα μάτια τους την Γερμανία ένοχή για ένα κρατικό έγκλημα που προσπαθούσε να συγκαλύψει με ένα κρατικό ψέμα.

Η πολυαναμενόμενη, σχεδόν προαναγγελθείσα στιγμή είναι πλέον εδώ: Του προτείνεται να συμμετάσχει σ’ ένα σήμα που ονομαζόταν Primea Linea – Πρώτη Γραμμή, μια σύμπραξη τοπικών «ομάδων δράσης», που πραγματοποιούσαν ένοπλες ενέργειες στην  υπηρεσία του κινήματος αμφισβήτησης. Η βασική διαφορά τους με τις Ερυθρές Ταξιαρχίες που, από την πλευρά τους, είχαν ριχτεί σε μετωπική σύγκρουση με το κράτος, στηριζόμενες σε μια στρατιωτική δομή, ήταν πως η PL επέμενε πως επιδίδεται σε ένοπλο αγώνα και όχι τρομοκρατία, με κάθε επίθεση να χτυπάει στοχευμένα και ποτέ στα τυφλά, όπως έκανε η Ακροδεξιά όταν τοποθετούσε βόμβες σε δημόσιους χώρους.

Κι εδώ, πλέον, στο τρίτο μέρος του βιβλίου, ο ήρωας βρίσκεται μπροστά στην δράση που τόσο επιθυμούσε. Στις μαζικές συγκρούσεις πριν την δράση κυριαρχούσε ο φόβος, κι όταν ξεκινούσε η δράση, ο φόβος εξαφανιζόταν διαμιάς, δίνοντας την θέση του στο κενό. Τώρα όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά: ο τύπος που σημαδεύει υπάρχει με σάρκα και οστά. Δεν είναι ένας «ταξικός» εχθρός γενικώς και αορίστως αλλά ένα ζωντανό ανθρώπινο ον. Αναρωτιέται αν έχει το δικαίωμα να του αφαιρέσει την ανάσα, το βλέμμα, τα συναισθήματά του. Η πρώτη του ληστεία στην υπηρεσία της Υπόθεσης τον αφήνει αμφίθυμο. Διόλου θεαματική, χωρίς καταδίωξη και τα συναφή και χωρίς λόγους πανηγυρισμού. Τώρα όμως πλέον δεν μπορεί να κάνει πίσω. Οφείλουμε, σκέφτεται, να είμαστε ενεργοί παράγοντες της Ιστορίας και όχι απλοί θεατές.

Το 1978 έρχεται το μεγάλο χτύπημα των Ερυθρών Ταξιαρχιών με την απαγωγή του Άλντο Μόρο. Για τον ίδιο, η προσχεδιασμένη εκτέλεση πέντε αστυνομικών αποτελούσε πράξη τρομοκρατίας και όχι ένοπλης πάλης. Σε μια επιχείρηση, επιμένει, έχει κανείς το δικαίωμα να επιτεθεί μόνο σε περίπτωση ανωτέρας βίας ή νόμιμης άμυνας. Ο Μόρο ήταν ακόμα ζωντανός όταν η παρέα έκανε εξόρμηση στο Λονδίνο όπου η Αντιναζιστική Λίγκα [Anti-Nazi League] έκανε την περίφημη συναυλία Ροκ ενάντια στον ρατσισμό [Rock against Racism]. Ο Τζο Στράμερ των Κλας φορούσε μπλουζάκι με το έμβλημα της RAF που από την άλλη πλευρά έγραφε Brigade Rosse (με λανθασμένο d αντί για t). Ποιος θα μπορούσε να ενοχληθεί απ’ αυτό τον φόρο τιμής στις Ερυθρές Ταξιαρχίες; Ποιος θα μπορούσε να σκεφτεί πως, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ο Άλντο Μόρο, πράος και μοναχικός στη «λαϊκή φυλακή» του, έγραφε ένα ακόμη γράμμα εκλιπαρώντας για την σωτηρία του;

Οι απογοητεύσεις έρχονται η μια μετά την άλλη: η Ένωση της Αριστεράς χάνει στις βουλευτικές εκλογές, η απεργία των σιδηρουργών καταλήγει σε συντριπτική ήττα και η υποχώρηση των Άγγλων μεταλλωρύχων μερικά χρόνια αργότερα, προαναγγέλλει το τέλος των μεγάλων απεργιών και των εργατικών εξεγέρσεων. Η φθορά καταβάλλει ακόμα και τους πιο μαχητικούς συντρόφους, ενώ ένα πελώριο κύμα μαζικών συλλήψεων αποδεκατίζει τους κύκλους της Άκρας Αριστεράς, μεταξύ των οποίων και όλους τους ηγέτες του αυτόνομου κινήματος, όπως ο Τόνι Νέγκρι. Η εποχή των οδοφραγμάτων τελειώνει, αλλά εκείνος αρνείται να το καταλάβει. Στην πρώτη του αγωνιώδη επιχείρηση αρκεί ένας πυροβολισμός στα πόδια, αλλά στην επόμενη, εναντίον ενός ανώτερου στελέχους της Fiat στο Τορίνο, η διαταγή αφορά εκτέλεση και προσφέρεται να πάει για να είναι δίπλα στην Φεντόρα, να την προστατεύσει. Πώς θα φερθεί εκείνος που ως τότε δεν είχε διανοηθεί να εξοντώσει έναν αντίπαλο, να τον καταδικάσει σε οριστικό αφανισμό, να ορίσει την στιγμή που ο άλλος θα έπαυε να υπάρχει ως άτομο, ως πατέρας γιος ή σύζυγος; Η σύγκρουση ανάμεσα στα αντικειμενικά επιχειρήματα και στην ανθρώπινη διάσταση των πραγμάτων είναι δραματική. Η επιχείρηση θα καταλήξει σε αποτυχία, λόγω της υπαναχώρησής του, αλλά η Φεντόρα συνεχίζει έναν άλλο δρόμο – η αγαπημένη του πλέον μυρίζει θανατίλα.

Χωρίς να το πάρουμε χαμπάρι, είχαμε γίνει άγρια θηρία.

Ένας νέος νόμος της ιταλικής κυβέρνησης αφορά τους ανανήψαντες: όποιος καταδώσει τους συντρόφους του θα έχει σημαντική μείωση ποινής. Χάρη στην ομολογία της Φεντόρα εξαρθρώνεται ένας πυρήνας τρομοκρατών στην Ρώμη. Στο κελί της βρίσκεται αντιμέτωπη με το τέλος μιας συλλογικής αυταπάτης· η προσωπική της κατάρρευση ήταν συνέπεια μιας πολιτικής ήττας, καθώς και της ήττας του ένοπλου αγώνα και των παράνομων ομάδων. Όταν μεταφέρεται σε φυλακή όπου κρατούνταν αμετανόητες της τρομοκρατίας υποφέρει τα πάνδεινα και ανακαλεί την ομολογία της, με αποτέλεσμα να χάσει οριστικά τους ευνοϊκούς όρους ενώ για την Primea Linea θα παραμείνει για πάντα μια πουλημένη. Χωρίς να το πάρουμε χαμπάρι, είχαμε γίνει άγρια θηρία.

Ο διαλεκτικός υλισμός είχε ηττηθεί από την μανιοκατάθλιψη

Ο τελευταίος γύρος του ήρωα γίνεται στις καταλήψεις του Παρισιού, σε ρημαγμένες περιοχές γεμάτες ναυάγια της ζωής. Η Μεγάλη Νύχτα άργησε να έρθει και πρέπει να επινοηθεί μια άλλη ιστορία. Από την μία, αν εγκαταλείψουμε την προσπάθεια να αλλάξουμε τον κόσμο, θα σερνόμαστε σαν τα σκουλήκια. Από την άλλη, δεν υπάρχουν και πολλές πιθανότητες να δημιουργήσουμε ένα νέο είδος ανθρώπου, με βαθιά καλοσύνη και την διάθεση να μοιράζεται. Το παιδικό του όνειρο για έναν κόσμο με ισότητα και ελευθερία δεν είχε βγάλει πουθενά. Αφιερώσαμε τα νιάτα μας σε ανέφικτα ιδανικά, επιβεβαιωθήκαμε χάρη σ’ αυτά, κι έπειτα τα παρατήσαμε, τη στιγμή που θα μπαίναμε στην πραγματική ζωή. Σύμφωνα μ’ έναν σύντροφό του, αναζήτησαν πάση θυσία έναν αντίπαλο να πολεμήσουν. Δεν είχαν όμως απέναντί τους ναζί, παρά τον Ζισκάρ και τους απατεώνες του περιβάλλοντός του. Στην πρώτη περίπτωση, παίρνουμε τα όλα, στην δεύτερη αρκεί το ψηφοδέλτιο. Είχαμε κηρύξει τον πόλεμο ενάντια σ’ έναν φανταστικό εχθρό. Και αυτό διέκρινε τον αξιοσέβαστο αντιστασιακό από τον αξιοκαταφρόνητο τρομοκράτη.

Όλες αυτές οι σκέψεις έχουν ως υπόκρουση στη διαπασών το Sandinista! των Clash, που του φαίνεται ως η τελευταία παρακαταθήκη της δεκαετίας και «απ’ τη στιγμή που αυτή η μουσική μαρτυρία υπήρχε και περνούσε στην αιωνιότητα, μπορούσαμε κι εμείς να περάσουμε χωρίς τύψεις σε μια διαφορετική ιστορία». Δεκαπέντε χρόνια αργότερα θα διάβαζε το βιβλίο: Ερυθρές Ταξιαρχίες: Μια ιταλική ιστορία, ένα βιβλίο με συνεντεύξεις που είχε δώσει ο Μάριο Μορέτι, τελευταίος ιστορικός ηγέτης των Ερυθρών Ταξιαρχιών και εκτελεστής του Άλντο Μόρο. Ο Μορέτι εξιστορούσε με διαύγεια την διαδρομή των ένοπλων ομάδων, περιέγραφε τον μηχανισμό του φανατισμού και της τύφλωσης: πώς, βήμα βήμα, μπαίνοντας σε μια αμείλικτη λογική, φτάνει κανείς χωρίς εμφανή δυσκολία να σκοτώσει έναν άνθρωπο που έχει κηρυχθεί εχθρός του προλεταριάτου. Έδειχνε επίσης πώς η τραγωδία της βίας διατηρούσε στενές σχέσεις με την ιταλική ιστορία: ο μύθος του ένδοξου παρτιζάνου, η ισχύς του Κομμουνιστικού Κόμματος, ο ριζοσπαστισμός του εργατικού κινήματος….

Οι σύντροφοί του δεν αποκάλυψαν ποτέ την συμμετοχή του στις ενέργειες της Prima Linea και χάρη στη σιωπή τους γλίτωσε την φυλακή· άλλος έφυγε για την Νικαράγουα κι ήταν ο μόνος απ’ όλους που έζησε μια επανάσταση, άλλος αυτοκτόνησε, άλλος κηδεύτηκε από βετεράνους εθελοντές του IRA, κάποιοι βρήκαν δημιουργικότερους τρόπους να εκφράσουν την αδιαλλαξία τους. Κι εκείνος, καθώς σκέφτεται όσους θυσιάστηκαν για ένα πολιτικό όνειρο, τους Mπόμπι Σαντς, Πιερ Οβερνέ, Πουτς Αντίκ, Μιγκέλ Ενρίκες, Χόλγκερ Μάινς, Πιέρ Γκολντμάν και τόσους άλλους, υπόσχεται στον εαυτό του να τους κρατήσει για πάντα στη σκέψη του, ακόμη και όταν όλος ο κόσμος θα τους είχε ξεχάσει. Όσο για τα ιδανικά του, δεν αισθάνεται πως τα έχει προδώσει· αντίθετα, ότι προδόθηκε από αυτά. Ίσως οι καιροί άλλαξαν, τότε στο μυαλό τους κυριαρχούσαν οι στίχοι ενός ποιήματος του Αραγκόν Κι έτσι τα σκυθρωπά πρωινά γίνονταν άλλα· αλλά η ελπίδα για έναν καλύτερο κόσμο είναι πάντα ζωντανή.

Τι κάνει αυτό το βιβλίο τόσο γοητευτικό; Ίσως είναι η βαθειά, ανθρώπινη εξομολογητική ειλικρίνεια του συγγραφέα που γράφει ό,τι έζησε, ίσως η αφήγηση μιας φρενήρους πορείας που θα μπορούσε να παρασύρει οποιονδήποτε νέο που επιθυμεί ν’ αλλάξει τον κόσμο, ίσως και η ολοζώντανη αναπαράσταση ενός περιβάλλοντος που εμψύχωνε το όνειρο για μια καλύτερη ζωή· αναμφισβήτητα, όμως, εκείνο που το απογειώνει είναι το συνήθως αποσιωπημένο ζήτημα των ορίων στην ηθική της πολιτικής, στην πολιτική στράτευση και στην βία. Στην χειμαρρώδη διήγηση του συγγραφέα που είναι και σεναριογράφος και σκηνοθέτης δεν χωράνε ποιητικές και περίτεχνες λογοτεχνικές πλέξεις, αλλά η πένα του αποφεύγει όλες τις παγίδες της σεναριακής διήγησης (στην οποία πέφτει διαρκώς η σύγχρονη γαλλική λογοτεχνία) και γράφει ένα μυθιστόρημα πολιτικής και ερωτικής ενηλικίωσης, ρεαλιστικό χωρίς πεζότητα, φορτισμένο χωρίς βεβιασμένα συναισθήματα, ισορροπημένο ανάμεσα στην μυθοπλασία και στην ντοκιμαντερίστικη γραφή.

Εκδ. Πόλις, 2016, μτφ. από τα Γαλλικά Αριάδνη Μοσχονά, σελ. 450. Περιλαμβάνονται τετρασέλιδο γλωσσάρι των πολιτικών οργανώσεων που αναφέρονται στο βιβλίο και 70 σημειώσεις της μεταφράστριας [Stéphane Osmont – Éléments incôntrolés, 2013].

Στις εικόνες: Μια φωτογραφία και δύο αφίσες από τον Παρισινό Μάη, ο Toni Negri σε ευφορική στιγμή (Padova, 1972, συνέλευση του Potere Operaio), έντυπο ντοκουμέντο της εποχής, Grisélidis Réal, διαδήλωση στο Τορίνο (1980, φωτ. Enrico Martino), Louis Althusser, αφίσα των Clash για το White Riot, Andreas Baader και Gudrun Esslin στην δίκη της Φράξιας Κόκκινος Στρατός [RAF], Joe Strummer με την περίφημη μπλούζα του Rock Against Racism, o Giuseppe Memeo μέλος της τρομοκρατικής οργάνωσης Proletari Armati per il Comunismo (PAC), καθώς πυροβολεί στην via De Amicis (Μιλάνο, 1977), δυο στιγμιότυπα από την ταινία La Prima Linea (Renato di Maria, 2005) και ο συγγραφέας.

25
Φεβ.
17

Βασιλική Πέτσα – Όταν γράφει το μολύβι. Πολιτική βία και μνήμη στη σύγχρονη ελληνική και ιταλική πεζογραφία

petsa_otan-grafei-to-molibi_

Αναμέμνοντας την λογοτεχνία της ένοπλης βίας

Θυμάμαι πόσο με είχαν συνεπάρει αλλά και αιφνιδιάσει Οι πολίτες της σιωπής, ένα παλαιότερο βιβλίο της πρόωρα χαμένης Νένης Ευθυμιάδη. Ήταν η πρώτη λογοτεχνική μου ανάγνωση ενός πολιτικού μυθιστορήματος με θέμα την τρομοκρατία. Εδώ η πολιτική βία εμφανίζεται κυρίως ως απειλή της επικείμενης εμφάνισής της, όπως γράφει η ερευνήτρια κάπου στη μέση του βιβλίου. Η ένοπλη ομάδα «Μηδέν» με την ανατίναξη μιας σειράς αγαλμάτων στρέφεται εναντίον συμβόλων εθνικής ταυτότητας· με την απανθράκωση σταθμευμένων αστικών λεωφορείων στηλιτεύει την σχετική κρατική ανεπάρκεια· με το χτύπημα ενός ναού θέτει το ζήτημα του διαχωρισμού κράτους – εκκλησίας. Η δολοφονία αστυνομικού, στρατιωτικού και αλλοδαπού αξιωματικού πλήττουν εξίσου θεμελιώδεις βεβαιότητες ή προκαταλήψεις. Η οργάνωση αναπροσαρμόζει την στρατηγική της για να αποφύγει την ταύτισή της με τις καθιερωμένες ερμηνείες και εμμένει στην συμβολική διάσταση των χτυπημάτων ως αυτόνομων εκφρασιακών ενεργημάτων.

Η στροφή εναντίον πολιτών είναι ζήτημα χρόνου κι έτσι σχεδιάζεται η ανατίναξη μιας αστικής πολυκατοικίας, που υποτίθεται πως εκπροσωπεί τον εφησυχασμένο μεταπολιτευτικό modus vivendi. Ολόκληρο το χωροθετημένο συγκρότημα μετατρέπεται ως πεδίο επιτήρησης και ελέγχου, μια σύγχρονη εκδοχή του στρατοπέδου, του κατεξοχήν χώρου μιας κατάστασης εξαίρεσης. Αλλά και η ίδια η επίδοξη βομβίστρια – γειτονική ανθοπώλισσα καθίσταται αντικείμενο επιτήρησης από την μικρή Χριστίνα και τους άλλους και καθώς αναπτύσσουν πάσης φύσεως κοινωνικές σχέσεις η πίστη της στους σκοπούς της οργάνωσης αρχίζει να κλονίζεται. Η εξανθρώπιση των στόχων μέσω της διαπροσωπικής επαφής προκαλεί στην ηρωίδα κρίσεις συνείδησης και εγκλωβίζεται σε ένα υπαρξιακό αδιέξοδο από το οποίο αδυνατεί να διαφύγει. Οι βεβαιότητές της για την αναγκαιότητα της βίας κλονίζονται και η ίδια αναλογίζεται μια εναλλακτική πορεία ζωής. Δεν επιλέγει όμως την παράδοση αλλά την συντριβή του εαυτού της.

faranda

Το παραπάνω βιβλίο αποτελεί ένα από τα δεκάδες έργα που μελέτησε η ερευνήτρια για να συγκροτήσει μια μελέτη που καλύπτει ένα σημαντικό βιβλιογραφικό κενό και θέτει ως ερευνητικό στόχο την συγκριτική αποτίμηση των μυθοπλαστικών κειμένων της ιταλικής και της ελληνικής λογοτεχνίας στα οποία αναπαρίστανται ή και αναδιαμορφώνονται μυθοπλαστικά εκφάνσεις της ένοπλης βίας των δυο χωρών. Η αντιπαραβολή των αντίστοιχων έντεχνων λόγων τόσο ως προς την επιλογή των θεματικών και αφηγηματικών τεχνικών όσο και ως προς την ιδεολογική οργάνωση την οδηγούν σε εξαιρετικά ενδιαφέροντα συμπεράσματα σχετικά με την ευρύτατη πολιτισμική επεξεργασία της ένοπλης βίας πολιτικών οργανώσεων και την κοινωνική επίδραση που άσκησε ως φαινόμενο.

Το ερευνητικό της πεδίο καλύπτει αποκλειστικά την δράση ένοπλων ακροαριστερών οργανώσεων και, ειδικά για την ελληνική περίπτωση, αντικαθεστωτικών οργανώσεων που έδρασαν κατά τη διάρκεια της Δικτατορίας. Το ένα μέρος του βιβλίου λοιπόν εστιάζει στην ελληνική λογοτεχνική παραγωγή. Η Μεταπολίτευση αποτέλεσε κρίσιμη μεταβατική περίοδο προς μια δημοκρατικότερη πολιτειακή συνθήκη και σηματοδότησε το τελευταίο στάδιο του «κοινωνικού δράματος» του Εμφυλίου. Ωστόσο για ένα σκέλος της αντισυστημικής Αριστεράς, οι διαδικασίες εκδημοκρατισμού κρίθηκαν ανεπαρκείς. Μειοψηφικές ομάδες αντιτάχθηκαν στην ηγεμονική ιστορική αφήγηση και συσπειρώθηκαν γύρω από μια εναλλακτική πολιτική ταυτότητα που εστίασε στο «συμβάν» – λαϊκή εξέγερση.

1151

Ως προς τις κυρίαρχες ιδεολογικές και αφηγηματικές τάσεις των ελληνικών μυθοπλαστικών έργων διαπιστώνεται το σχετικά περιορισμένο εύρος και η ελλιπής κριτική αναγνώρισή του που συσχετίζεται με την αδυναμία ευρείας επικράτησης συναινετικών πολιτικών αφηγήσεων για την ένοπλη πολιτική βία. Από την άλλη παρατηρείται η επικέντρωση σε ατομικές (και όχι συλλογικές) αφηγηματικές υποκειμενικότητες και η απουσία ρεαλιστικής αναπαράστασης στη διάπραξη βιαιοτήτων. Σε αυτό το σημείο η συγγραφέας εντοπίζει δυο κυρίαρχα ερμηνευτικά σχήματα: την τραγική αφήγηση και την οικογενειακή μυθιστορία.

Στην πρώτη περίπτωση, χαρακτηριστική στην εργογραφία του Δημήτρη Νόλλα (Το πέμπτο γένος, Ο άνθρωπος που ξεχάστηκε, Ο καιρός του καθενός), οι χαρακτήρες λειτουργούν ως αυτοκαταστροφικοί «αντι – ήρωες», εμφορούμενοι από την ηθική της μελαγχολίας, ενώ η βία παραμένει απούσα. Στα έργα του Νόλλα ο ρόλος της θυσίας είναι κομβικός ενώ η τραγωδία έγκειται ακριβώς στην εξαφάνιση των προϋποθέσεων του τραγικού, στην κατάργηση των οριακών αντιθέσεων και στην εγκατάλειψη των ουτοπικών οραμάτων. Ειδική περίπτωση τραγικής αφήγησης αποτελεί και το έργο του Τάσου Δαρβέρη Μια ιστορία της νύχτας (1967 – 1974). Στην δεύτερη περίπτωση η πολιτική βία ερμηνεύεται είτε ως «αντι – βία» της Αριστεράς απέναντι στην δομική βία του συντηρητικού μεσοπολεμικού κράτους είτε ως βία που στοχοποιεί τις παγιωμένες συνήθειες της μεσοαστικής τάξης. Εδώ εξετάζονται τα βιβλία Τέσσερις ελληνικοί φόνοι του Αλέξη Πανσέληνου, Οι πολίτες της σιωπής της Νένης Ευθυμιάδη, Το άλλο μισό μου πορτοκάλι του Λευτέρη Μαυρόπουλου και Η μανία με την άνοιξη του Άρη Μαραγκόπουλου.

maragopoulos-400

Η Πέτσα δεν εξαντλείται στην ενδελεχή ανάγνωση των βιβλίων κάτω από την ερευνητική προβληματική της αλλά και εμβαθύνει στο ευρύτερο φιλοσοφικό και θεωρητικό υπόβαθρό τους. Αυτό αποτελεί ένα από τα ακαταμάχητα θέλγητρα της έρευνάς της. Στο μυθιστόρημα της Ευθυμιάδη, για παράδειγμα, η τρομοκράτισσα, χαρακτηρίζεται ως άλλη Αντιγόνη μεταξύ δυο θανάτων, του συμβολικού και του πραγματικού. Η Χριστίνα από την άλλη ενσαρκώνει μια εναλλακτική εκδοχή αντίστασης στην εξουσία, βασισμένη όχι στην κατά μέτωπο αμφισβήτηση, αλλά στη φανέρωση της βίας που προϋποθέτει η κυριαρχία της. Η στάση της, και με τις δυο σημασίες της ακινησίας και της επανάστασης, καταδεικνύει την κατά Weber δύναμη της αδυναμίας και την αδυναμία της δύναμης. Η κατάσταση έκτακτης ανάγκης συνομιλεί με τις σχετικές θέσεις του Agamben, ενώ η πράξη της Χριστίνας οράται και υπό το πρίσμα της κατά Benjamin «ασθενικής μεσσιανικής δύναμης». Η αγάπη για τον πλησίον και ο φετιχισμός του πένθους δεν μπορεί παρά να διαπερνούν το έργο των Φρόυντ, Κίργκεγκωρ, τις απόψεις του Ζίζεκ κ.ό.κ.

Το δεύτερο μέρος του βιβλίου εστιάζει στην αντίστοιχη ιταλική πεζογραφική παραγωγή. Η σύγχρονη κοινωνικο – πολιτική ιστορία της Ιταλίας διακρίνεται από περιόδους έντονης συγκρουσιακότητας και μαζικής συμμετοχής στο πεδίο των πολιτικών εξελίξεων, ενώ η ένοπλη βία ασκήθηκε από οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής ή άκρας Αριστεράς. Το σχετικό εισαγωγικό κείμενο εστιάζει στην ιστορία της ταραγμένης περιόδου που ονομάστηκε «μολυβένια χρόνια», που ξεκινούν με την σφαγή της Πλατείας Φοντάνα το 1969 (βλ. Ο τυχαίος θάνατος ενός αναρχικού, του Ντάριο Φο σε δυο παλαιότερες δημοσιεύσεις του Πανδοχείου εδώ και εδώ) και τελειώνουν στην εξάρθρωση των Ερυθρών Ταξιαρχιών το 1982, ενώ είναι εμφανές ότι τα εξεταζόμενα βιβλία παρουσιάζουν πρόσθετο ενδιαφέρον εφόσον δεν έχουν μεταφραστεί στην γλώσσα μας.

natalia-ginzburg

Το νεανικό εξεγερσιακό πνεύμα του 1968 δεν αφορούσε μόνο το πεδίο της αμφισβήτηση των πολιτικών θεσμών αλλά προέταξε ως αίτημα και την επανεξέταση των διαπροσωπικών σχέσεων και της συγκρότησης της προσωπικής ταυτότητας. Οι γυναίκες και οι νέοι βγήκαν ως υποκείμενα αυτόνομα και ξεχωριστά από τον οικογενειακό πυρήνα. Έτσι το πρώτο ερμηνευτικό σχήμα που εντοπίζεται στην σχετική ιταλική λογοτεχνία αφορά μια οιδιπόδεια ή ευρύτερη ενδοοικογενειακή σύγκρουση. Η ρήξη σχετίζεται με την πατροκτονία ή αδελφοκτονία και λαμβάνει την μορφή της απόπειρας επούλωσης του τραύματος που προξένησε στην οικογένεια η συμμετοχή ενός μέλους σε ένοπλη ακροαριστερή οργάνωση.

Στο επιστολικό μυθιστόρημα της Ναταλία Γκίνζμπουργκ Αγαπητέ μου Μικέλε η περιγραφή της πολιτικής βίας υποβιβάζεται και η ίδια η ύποπτη δράση του γιου περιθωριοποιείται μέσα στο οικογενειακό πλαίσιο. Το βιβλικό υπόστρωμα του «άσωτου υιού» συνδυάζεται με την απόρριψη της πατρικής κληρονομιάς, ενώ η υποχώρηση της ανδρικής κυριαρχίας επιτείνει την έλλειψη νοήματος στην ζωή των γυναικών. Η νεότερη γενιά αδιαφορεί για το παρελθόν ή το μέλλον και προσηλώνεται στο παρόν. Αυτή η στάση, γράφει η Πέτσα, δεν μπορεί να αποδοθεί αποκλειστικά στην εκούσια άρνηση του ιστορικού παρελθόντος αλλά σχετίζεται με τις ανεπάρκειες της προηγούμενης γενιάς, η οποία αδυνατεί να επιτελέσει τον ρόλο της ως πρότυπο. Πρόκειται λοιπόν για μια αμυντική απάρνηση ενός τραυματικού παρελθόντος, η μνήμη του οποίου βαραίνει τις προηγούμενες γενιές. Στην ίδια κατηγορία ανήκει και το διήγημα Η Ντολόρες Ιμπαρούρι χύνει πικρά δάκρυα από την συλλογή του Αντόνιο Ταμπούκι, Το παιχνίδι της αντιστροφής (για το βιβλίο βλ. εδώ).

il-paese-delle-meraviglie

Σε μια σειρά έργων η αφήγηση του τραύματος συγκροτεί το μυθιστόρημα της διαμόρφωσης. Η χώρα των θαυμάτων [Il paese delle meraviglie] του Giuseppe Culicchia αποτελεί ένα μυθιστόρημα μαθητείας και προς την πολιτική συνειδητοποίηση του ήρωα που πληροφορείται τον θάνατο της αδελφής του κατά την διάρκεια μιας αστυνομικής επιχείρησης λόγω της συμμετοχής της σε ένοπλη οργάνωση. Η επαρχιακή πόλη όπου ζει ο νέος είναι καταδικασμένη σε ένα αιώνια επαναλαμβανόμενο παρόν και δεν επιδέχεται ιστορικοποίηση. Οι πολιτικές εξελίξεις φτάνουν μόνο μέσω της μιντιακής ενημέρωσης και η απώλεια της Αλίτσε σηματοδοτεί την απώλεια της προοπτικής μιας «χώρας των θαυμάτων».

Ο πόλεμος των παιδιών [La Guerra dei figli] της Lidia Ravera εστιάζει σε δυο αδερφές, η μια εκ των οποίων διακόπτει κάθε οικογενειακή σχέση και περνάει στην παρανομία και στοχοποιεί τον πιθανό πατέρα του παιδιού της άλλης. Η ένταξή της στην τρομοκρατική οργάνωση προκύπτει ως εναντίωση στην οικογένεια που μοιάζει με «δικτατορία» και ως αντίδραση στην ασφυκτική καταπίεση της μητέρας της. Είναι ενδιαφέρον ότι και εδώ οι ρόλοι της Αντιγόνης και της Ισμήνης μοιάζουν μοιρασμένοι, ενώ η αποσιώπηση της τραγικής είδησης από την δεύτερη αδελφή μοιάζει με συμβολική απόπειρα διαγραφής γεγονότων από την Ιστορία. Αυτή η συλλογική φαντασίωση της επανόρθωσης περιλαμβάνεται και στην ταινία Καλημέρα, νύχτα [Buongiorno notte] του Μάρκο Μπελόκιο, όπου ο Άλντο Μόρο δεν δολοφονείται, όπως συνέβη στην πραγματικότητα από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες, αλλά κατορθώνει να απεγκλωβιστεί από την ομηρία και να μείνει ζωντανός.

lidia-ravera

Στο μυθιστόρημα Ανατομία της μάχης [Anatomia della battaglia] του Giacomo Sartori ο πρωταγωνιστής προσπαθεί να συμφιλιωθεί με το ευρύτερο οικογενειακό και προσωπικό του παρελθόν και καταφεύγει στην αυτοεξορία σε μια χώρα της Αφρικής. Ενδιαφέρουσα μορφολογική επιλογή αποτελεί εδώ η απόδοση της εμφανούς ετερογλωσσίας των δυο κόσμων με διαφορετικές ιδιόλεκτους και χρήση αποκλειστικά κεφαλαίων γραμμάτων για την μια πλευρά. Ο συγγραφέας αναζητά τα κενά της Ιστορίας και αγγίζει την «αμνηστία Τολιάτι», σύμφωνα με την οποία οι δράσεις των παρτιζάνων δεν χαρακτηρίστηκαν ως πολιτικά αλλά ποινικά εγκλήματα, αποδεικνύοντας τελικά ότι η πραγματική συμφιλίωση με τα αιματηρά γεγονότα εκείνης της εποχής δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο μιας συλλογικής μνήμης που αποσιωπά πτυχές της εθνικής ιστορίας.

Παρουσιάζονται ακόμα τα μυθιστορήματα Tuo figlio [Ο γιος σου] του Gian Mario Villalta, Libera I miei nemici [Απελευθερώστε τους εχθρούς μου] του Rocco Carbone, Piove all’ insu [Βρέχει προς τα πάνω] του Luca Rastello,  Piombo [Μολύβι. Στο τελευταίο νησί, 1980 και τριγύρω  [Nell’ ultima isola, 1980 e dintorni] του Duccio Cimatti και 1977, Εξέγερση [1977, Insurrezione] του Paolo Pozzi. Με τα δυο τελευταία βρισκόμαστε σε μια άλλη περιοχή, της βιωμένης εμπειρίας αλλά και των γλωσσικών πειραματισμών. Και ακόμα πιο βαθιά, η επική εκδοχή της μνήμης «εκπροσωπείται» με τα καταρρακτώδη έργα του Νάννι Μπαλεστρίνι Τα θέλουμε όλα, La violenza illustrate, Οι αόρατοι και Εκδότης (τρία εκ των οποίων έχουν κατ’ εξαίρεση μεταφραστεί στη γλώσσα μας). Η στρατευμένη λογοτεχνία του Μπαλεστρίνι εμφανίζεται ως μια βίαιη πράξη, όπου η γραφή διαμορφώνεται ως δράση δημιουργικής καταστροφικότητας, έναυσμα για την σύλληψη μιας καινούργιας τάξης πραγμάτων.

ballestrini_

Στο πρώτο μυθιστόρημα ο ανώνυμος προλετάριος πρωταγωνιστής ενσωματώνει το μοναδιαίο ατομικιστικό «εγώ» του στη συλλογική αγωνιστική υποκειμενικότητα ενώ στο δεύτερο περιγράφεται η βία σε επίπεδο έκφρασης, με μια παράθεση διαφορετικών περί βίας λόγων. Η κατάργηση των σημείων στίξης διατηρείται και στο τρίτο έργο, που αποκτά μάλιστα την επική μορφή μεσαιωνικού ηρωικού ποιήματος. Αλλά οι κρατούμενοι θα είναι για άλλη μια φορά «αόρατοι», ενώ παραμένουν αταλάντευτα προσηλωμένοι στην ελπίδα:

… σε μια ορισμένη ώρα μέσα στη νύχτα όλοι μαζί ανάβαμε το λάδι στις δάδες έκλαιγαν πολύ ώρα θα πρέπει να ήταν ωραίο θέαμα απ’ έξω όλες εκείνες οι φωτιές που έτρεμαν επάνω στο μαύρο τοίχο της φυλακής μέσα σ’ εκείνο τον απέραντο κάμπου αλλά οι μόνοι που μπορούσαν να δουν τους πυρσούς ήταν οι λιγοστοί αυτοκινητιστές που τρέχουν μικροσκοπικοί […]  ή κάποιος αεροπλάνο ίσως που περνά πάνω ψηλά αλλά αυτά πετούν πολύ ψηλά εκεί πάνω στο μαύρο σιωπηλό ουρανό και δεν βλέπουν τίποτα… [σ. 251].

renault-moro_

Είναι ενδιαφέρον ότι στην ιταλική περίπτωση στη θέση των μελών έχουμε τους συγγενείς του θύτη ή του θύματος, συνεπώς η έμφαση αποδίδεται στους «θεατές» του κοινωνικού δράματος και όχι στους πρωταγωνιστές. Η σκοπιά αυτή της κοινής γνώμης απηχεί τον ισχυρισμό της Χάνα Άρεντ ότι η δημόσια σφαίρα συγκροτείται από τους θεατές και όχι από τους πρωταγωνιστές της πολιτικής. Κατά βάθος όμως η συγκεκριμένη αυτή αφηγηματική επιλογή αποσκοπεί στην απόκρυψη του συμβάντος, μια στόχευση που απηχεί τη γενική ιδεολογία της μεταπολιτικής συνθήκης. Έτσι το παρελθόν συνεχίζει να αιμορραγεί από τις πληγές του, συνεπώς, συμπεραίνει η Πέτσα, εντοπίζοντας και καταγράφοντας τις πρωτογενείς παθογένειες που το σημάδεψαν ίσως τότε να κατορθώσει να συνειδητοποιήσει ότι αυτό υπήρξε αλλά είναι πλέον νεκρό και έτσι να ζητήσει την οριστική ταφή – την ανάστασή του.

Η μελέτη δεν ολοκληρώνεται με τα εκτενή συμπεράσματα. Το επίμετρο περιλαμβάνει μια παράπλευρη έρευνα πάνω σε θεμελιώδη θεωρητικά έργα που σχετίζονται άμεσα με τα παραπάνω ζητήματα (Ζιράρ, Ίγκλετον, Μπένγιαμιν, Σαρτρ, Καμύ, Άρεντ, Μερλώ – Ποντύ, Λούκατς, Μπαντιού, Ζίζεκ κ.ά) αλλά και σημαντικές έννοιες όπως η νοσταλγία, ο παροντισμός, ο αφηγηματικός φετιχισμός, η μελαγχολική γραφή (που σε αντίθεση με την πένθιμη γραφή αρνείται να αποδεχτεί την απώλεια ως γεγονός) κ.ά. Στο παράρτημα δημοσιεύονται τρεις συνεντεύξεις: με την Adriana Faranda, πρώην μέλος των Ερυθρών Ταξιαρχιών, η οποία συμμετείχε στην απαγωγή του Άλντο Μόρο, με τον Νάννι Μπαλεστρίνι και με τον Γιώργο Μομφερράτο, γιο του δολοφονηθέντα εκδότη Νικόλαου Μομφερράτου από την 17Ν.

protest-rue-saint-jacques-paris-6-may-1968

Η πρώτη, που είναι και η εκτενέστερη, είναι πραγματικά συγκλονιστική. Η Φαράντα περιγράφει πόσο σταδιακά και αδιόρατα, «φυσικά» για εκείνη την εποχή, γλιστρούσε κανείς στο επαναστατικό κίνημα, αναλαμβάνει το κομμάτι της συλλογικής ευθύνης που της αναλογεί, παρά την διαφωνία της τότε για την δολοφονία, κρίνει το παρελθόν της και υποστηρίζει ότι υπάρχουν πολλά πράγματα που μπορεί να κάνει κανείς, τα πάντα εκτός από τον ένοπλο αγώνα. Σήμερα, λέει κάπου αλλού, «καμία ομάδα και καμία δύναμη δεν έχει στο μυαλό της μια επαναστατική διαδρομή, υπάρχουν όμως πλήθη στις πλατείες που μπορούν να εκραγούν».

Η Πέτσα τιμά τόσο την δοκιμιακή γραφή, αυτή την πλούσια παράδοση ύφους και σκέψης, όσο και την ερευνητική εργασία, γράφοντας ένα συναρπαστικό στην ανάγνωση μελέτημα που κατορθώνει ταυτόχρονα να ανοίξει ένα από δεκαετίες κλειστό παράθυρο σε μια ελάχιστα ερευνημένη πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα, σε μια εξίσου άγνωστη λογοτεχνία αλλά και στο φιλοσοφικό υπόβαθρο όλων των ακάνθινων θεμάτων της.

balestrini-1971-vogliamo-tutto_

Εκδ. Πόλις, 2016, σελ. 387. Περιλαμβάνεται βιβλιογραφία με πρωτογενείς πηγές (λογοτεχνία, μαρτυρίες, αυτοβιογραφίες, χρονικά, ταινίες και ντοκιμαντέρ) και κριτική βιβλιογραφία (βιβλία και μελέτες, άρθρα, ημερήσιος τύπος, άλλα ντοκουμέντα και πηγές στο διαδίκτυο).

Στις εικόνες: Adriana Faranda, Natalia Ginzburg, Lidia Ravera, Nanni Ballestrini, το Ρενώ όπου βρέθηκε νεκρός ο Άλντο Μόρο, Οδός Saint-Jacques, Παρίσι, 6 Μαΐου 1968.




Ιουνίου 2023
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 1234
567891011
12131415161718
19202122232425
2627282930  

Blog Stats

  • 1.138.762 hits

Αρχείο