Posts Tagged ‘Φαντασία

17
Μάι.
20

Γιάννης Πάσχος – Οι μαγικές ιστορίες του Δον Ντομίνγκο

Τα πιθανά απίθανα

Ένας άνθρωπος ονόματι Δήμος, αγνώστων λοιπών στοιχείων, εκκεντρικός και περιφερόμενος, συνήθιζε να δωρίζει ιστορίες από όσα είδε και έζησε σ’ έναν κόσμο που ελάχιστοι είδαν κι έζησαν. Χρησιμοποιώντας ένα από τα ονόματά του, το Δον Ντομίνγκο, άφησε, λίγο πριν εξαφανιστεί, είκοσι και μία μαγικές ιστορίες, αδιανόητες και ζηλευτές, «παράλογες» και πιθανές. Τι έχει λοιπόν να διηγηθεί ο Δον Ντομίνγκο; Μικρός με τον πατέρα του στη Νέα Υόρκη συνήθιζε να ξυπνάει νωρίς για να έχουν το φως, και τα πρωινά αρώματα δικά τους αλλά και να βρίσκουν τους ανθρώπους πιο ανθρώπινους. Εκείνος τα μεσημέρια φωτογράφιζε χέρια και πόδια και τα απογεύματα κεφάλια αναμαλλιασμένα και δακρυσμένα, κάτω από γέφυρες ή στα ρείθρα των πεζοδρομίων. Τα βράδια ακολουθώντας τον ποταμό Χάντσον έφταναν ως τις ακτές του Ατλαντικού για να αναπνεύσουν καθαρό αέρα. Θύμα αγιάτρευτης μαγείας ήταν ο πατέρας μου, κι εγώ πεδίο νοσταλγίας των παιδικών του χρόνων. 

Ίσως έτσι εξηγείται που τον τυλίγει με την χλόη του Σέντραλ Παρκ ή περπατάει με άνεση στα κύματα, με την διαβεβαίωση πως δεν τον βλέπει κανείς, παρά μόνο το παιδί του, ακριβώς γιατί είναι παιδί του και το αγαπάει πολύ. Κι έτσι ταξιδεύουν παντού μαζί, ακόμα κι όταν πολεμούσε με τους Ρώσους αναρχικούς ή πίσω στις ΗΠΑ όταν αναζητούσαν καταφύγιο στους αμμόλοφους της ερήμου Σονόρα. Και καθώς η κάθε ιστορία σκηνοθετεί τουλάχιστον μια διαδραματιζόμενη μπροστά στα μάτια μας μέγιστη κινηματογραφική σκηνή, εδώ είναι το στήσιμο μιας μεγάλης οθόνης καταμεσής της ερήμου, ο ερχομός της πεθαμένης μητέρας, η συνύπαρξη των τριών για πρώτη φορά, η προειδοποίηση πως όλα θα εξαφανιστούν εάν… («Παιδικά χρόνια, πένθη και αυταπάτες»).

Ο Δον Ντομίνγκο δεν μαθαίνει γράμματα όπως οι άλλοι, παρά καταπίνει αισθήματα και εικόνες, που διαλύονται μέσα του και γίνονται αίμα, μύες και όργανα. Στο τέλος το γνωρίζει καλά πια, πως δεν είναι μόνο άνθρωπος αλλά και μια άλλη εικόνα, αναγνωρίσιμη από κάποιον άλλο άνθρωπο, ζώο ή φυτό. Ό,τι κι αν είναι, δεν τον ενδιαφέρει, του φτάνει ότι τον παρατηρεί με ενδιαφέρον πραγματικό και τον σώζει όταν βρίσκεται στην καρποφορία του (Το αίμα της μηλιάς). Στα επτά θαύματα του κόσμου η Σόνια ντε Ρουέντις είναι η καλύτερη ανθοδέτις στην αγορά και προμηθεύει με λουλούδια τις διάφορες τελετές, «όλα αυτά δηλαδή τα κωμικοτραγικά που κάνουν οι άνθρωποι για να γιορτάσουν την ανία και τις τύψεις τους καθώς απομακρύνονται μέρα με τη μέρα, χρόνο με το χρόνο από το όνειρο», όπως διατείνεται. Κοντά της ο αφηγητής πρωτακούει την μουσική του ονείρου και μαθαίνει να θυμάται ότι είναι η επιθυμία που το γεννά, όπως η γη τα λουλούδια, τα λουλούδια το άρωμα, κι ό άνθρωπος είναι το πιο μαγευτικό άρωμα ακόμα κι αν στάζει αίμα.

Ως «Ανιχνευτής αισθημάτων» βρίσκεται στο χειμωνιάτικο Μπουένος Άιρες με τόση νοσταλγία ώστε η καρδιά του ανιχνεύει και το παραμικρό συναίσθημα που διαχέεται στην ατμόσφαιρα. Ποτέ δεν είχε φανταστεί πόσα συναισθήματα, κάθε στιγμή και κάθε δευτερόλεπτο περνούν απαρατήρητα, αναζητώντας στόχο. Διαχέονται σαν ευθεία γραμμή, καμπυλώνονται σιγά σιγά και καρφώνονται σαν ακόντιο στο ευπαθές υπόστρωμα της αντικειμενικής, όπως συνηθίζεται να λέγεται, πραγματικότητας. Ο αφηγητής εντοπίζει εκατοντάδες παρόμοιες γραμμές αλλά μάταια επιχειρεί να αντιστοιχίσει, για παράδειγμα, την γαλάζια γραμμή της χαράς με ένα χαρούμενο πρόσωπο. Ένα απέραντο πλέγμα ακατοίκητων συναισθημάτων, παρόμοιο με αυτό των υπέρυθρων ακτινών που φυλάσσουν τα χρηματοκιβώτια στις αστυνομικές ταινίες, απλωνόταν παντού, με αποτέλεσμα σε κάθε βήμα, η καρδιά μου, ανιχνεύοντάς τα, να δονείται τόσο πολύ, που πήγαινε να σπάσει… Προσπαθώντας να διαφύγει από αυτό το πυκνό αναστατωτικό δίκτυο, έρπει και επιχειρεί ακροβατικές στάσεις σε σημείο που περαστικοί να μαζεύονται ενθουσιασμένοι, νομίζοντας πως πρόκειται για κάποιο ακροβατικό νούμερο. Τι θα συμβεί όταν αποφασίζει να αποδράσει από την μετριότητα των άκαρπων συναισθημάτων και επιχειρήσει να ανιχνεύει μονάχα τα συναισθήματα υψηλής ευαισθησίας όπως ο φλογερός έρωτας ή το απύθμενο μίσος;

Στην γοητεία του ορίζοντα μας εξομολογείται ότι ποτέ δεν έχει φιλήσει γυναίκα στα χείλη καθώς όταν πλησίαζε τα χείλη του στα χείλη της, σε αυτό το ασήμαντο κενό, «αναδυόταν ο πόθος, τα ακατοίκητα ναυάγια, οι εραστές της ζωής, όλα τα θαύματα του μυστικού κόσμου» κι αμέτρητες ακόμα σκέψεις. Στην τέχνη του παιχνιδιού συναντά τον Μίλτο Σαχτούρη κάθε απόγευμα για σκάκι στα βουνά της Πίνδου, ανεβαίνουν στην στρουθοκάμηλο Ιζαμπέλ με θέα τις ευρωπαϊκές οροσειρές, αναστατώνουν τον πραγματικό κόσμο και ζουν τα μύρια όσα. Στην χαμένη ευκαιρία των απογόνων της Βαβέλ γίνεται Ράφτης που πλέκει με τσιμέντο και άσφαλτο δέχεται παραγγελίες για ρούχα από γκρίζο τσιμέντο, τα οποία εμπλουτίζει με μεγάλες ποσότητες απογοήτευσης, συμβιβασμού και αδράνειας, αποτελεσματικά στις καινούργιες καιρικές συνθήκες και προφυλακτικά απέναντι σε ό,τι ο καθένας θεωρούσε εχθρικό.

Στην συντριβή δυο νέοι πηγαίνουν σε ένα μικρό, διώροφο ξενοδοχείο και σηκώνουν το δωμάτιο πάνω από την στέγη και η ερωτική τους βραδιά προσκαλεί απρόσμενους επισκέπτες και δημιουργεί αδιανόητα χρονικά και (παρα)λογικά άλματα. «Ο άλλος» λέει ότι όλα είναι ωραία, ενώ εσείς λέτε ότι όλα είναι άσχημα και θα συμφωνήσει μαζί μας γιατί θέλει να ζήσει. Κι έτσι συνυπάρχει με τον στενό του φίλο Κύκλωπα που δεν έχει κανέναν άλλον στον κόσμο για να τον βλέπει ολόκληρο. Άλλωστε ξέρει ότι, αν πεθάνει, εκείνος θα αρχίσει να γερνά, γιατί κανείς δεν θα του υπενθυμίζει τα νιάτα και την δύναμή του.

Στο Παρίσι γνωρίζει την βασίλισσα της θλίψη Ζινέτ, που διαθέτει την μοναδική ικανότητα να βλέπει σε όλα τα πράγματα μόνο τα άσχημα και αποθηκεύει με υπομονή και τάξη όλα τα υλικά που απαιτούνται για να υψώνει κάστρα και να ανοίγει τάφρους για να προστατευτεί από την πολιορκούσα χαρά της ζωής. Η ιδέα που συλλαμβάνει για να της αλλάξει αυτές τις διαθέσεις γίνεται «από δρόμους και μονοπάτια που είναι αφύλακτα ή που ο άλλος νομίζει ότι είναι καλά φυλαγμένα και ότι κανείς δεν θα τολμήσει να διαβεί» (Η ευτυχισμένη Ζινέτ). Στην ίδια πόλη ο δρόμος του τον φέρνει σε μια έκθεση του Χοκουσάι, που ζωγράφιζε ανθρώπους στο μεσοδιάστημα δυο κινήσεων, της ορατής και της αόρατης, της επίγειας και της ουράνιας, έσφαζε με λεπίδι τις αναπνοές των ζώντων, γινόταν μικρός και ασήμαντος και γλιστρούσε εντός τους». Τότε βλέπει τον καλλιτέχνη να αναπαύεται πάνω σε δυο νοητές, μαύρες γραμμές και να στερεώνει τον ίδιο με τέχνη κάπου στην οροφή του χώρου, να ταλαντεύονται «μέχρι να γεμίσει το λευκό χαρτί από τις σκιές των αδιόρατων κινήσεών τους», και μέχρι να αναγνωρίσει τον εαυτό του σ’ ένα έργο τέχνης (Προσωπογραφία).

Το σωτήριο φιλί της Αγίας Ηβάν Αγκοστίνι συνδέει το Λος Άντζελες με την Ζάμπορδα· στο πρώτο, ένα σαββατόβραδο, ο Πάνος Δειλινός συνάντησε τυχαία την Ηβάν Αγκοστίνι, χορεύτρια του μπουρλέσκ και πελάτισσά του στο εστιατόριο που εργαζόταν. Το απρόσμενο, δημόσιο φλογερό της φιλί τον μαρμάρωσε κι όταν συνήλθε αυτή είχε φύγει και δεν την είδε ποτέ ξανά. Η μορφή της ξεθώριασε στη μνήμη του, όλα όσα όμως ένιωσε από το φιλί της ήταν εκεί παρόντα λες και είχαν ριζώσει βαθιά μέσα του. Χρόνια αργότερα, σ’ ένα ατύχημα προς το μοναστήρι του Αγίου Νικάνορα στην Ζάμπορδα, ανάμεσα στις αλλεπάλληλες και, προς το τέλος, αποκρουστικές εικόνες που διαδέχονταν η μια την άλλη με τρομερή ταχύτητα στο μυαλό του, ξεχώρισε η μορφή της Ηβάν η οποία, ακούγοντας την παράκλησή του, γυμνή τράβηξε το σώμα του και το τύλιξε με το κορμί της.

Και οι ιστορίες δεν έχουν τελειωμό· για τον έρωτα που σπέρνει και την αγάπη που ανθίζει, για τον άνθρωπο που σε κάθε του επιλογή, συνήθως, πυροδοτεί πρώτα την επερχόμενη δυστυχία του ή για εκείνον που αισιοδοξεί μονολογώντας «Δεν ξεχνιέται εύκολα μια μεγάλη ήττα. Πάντα όμως, μου έρχεται στη σκέψη και παρηγοριέμαι η υπέροχη εκκίνησή μου». Όταν η γραφή καθίσταται αυτόματη και αυτόνομη, όταν η φαντασία οργιάζει και προσκαλεί ζωηρή, ενίοτε φαντασμαγορική εικονοπλασία, όταν το φανταστικό εναγκαλίζεται με το φαντασιακό, και ο υπερρεαλισμός με την ονειρογραφία, τότε προκύπτουν ιστορίες σαν κι αυτές που θα μπορούσαν να συνεχίζονται επ’ άπειρον, χωρίς να χάνουν το ενδιαφέρον τους. Εδώ μπορούν να συμβούν τα πάντα, δυνατά και αδύνατα, επειδή ούτε το πραγματικό είναι ολότελα λογικό ούτε το λογικό ολότελα πραγματικό, όπως διατείνεται ο Αλμπέρ Καμύ στην προσωπική του προμετωπίδα εδώ,

Εκδ. Περισπωμένη, Δεκέμβριος 2017, σελ. 105

Στις εικόνες έργα των: Jean-Michel Folon, Slava Fokk, Ernst Ludwig Kirchner, Francesco Clemente, Seiichi Hayashi, Katsushika Hokusai, Anton Smit.

Ο συγγραφέας στο Αίθριο του Πανδοχείου, εδώ.

29
Δεκ.
19

Carlos Fuentes – Κόμης Vlad

«Όλα πρέπει να έχουν μια εξήγηση, λέει ο επιστήμονας μέσα μου· όλα πρέπει να έχουν μια φαντασία, λέει ο ματαιωμένος άνθρωπος των γραμμάτων που είμαι. Παρηγορώ τον εαυτό μου με τη σκέψη ότι αυτές οι δυο δραστηριότητες αλληλοσυμπληρώνονται, δεν αλληλοαποκλείονται», έγραφε ήδη από το 1990 ο Φουέντες σε μια ιστορία του από την συλλογή του Κονστάντσια και άλλες ιστορίες για παρθένους (σ. 69, βλ. παρουσίαση του βιβλίου εδώ) και, πράγματι, αυτή η αλληλένδετη δυαρχία δεν έπαψε να εμποτίζει το σύνολο του έργου του μέχρι και το τελευταίο του βιβλίο. Εδώ βρισκόμαστε στο πρότελευταίο του, και στην ουσία, αν οι διαδικτυακές πληροφορίες είναι σωστές, το τελευταίο που είδε τυπωμένο.

Ο Φουέντες έφτασε σε εκπληκτικά επίπεδα πρόζας και μυθοπλασίας τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Όπως έγραφα με αφορμή ένα από τα έργα αυτής της «ύστερης» εποχής του, το έξοχο σπονδυλωτό μυθιστόρημα Όλες οι ευτυχισμένες οικογένειες, η γραφή του, ένας καταιγισμός λεκτικού πλούτου και πολυφωνικών αφηγήσεων σε μια οφιοειδή ή κυκλική ανάπτυξη (καθώς οι πολλαπλοί χαρακτήρες επανεμφανίζονται), αποδίδει ιδανικά αυτές τις οικιακές ζωές εν τάφω που βιώνουν χαρακτήρες κομπάρσοι στο απέραντο ανώνυμο έθνος της αποτυχίας και πέτρινα οικιακά είδωλα – έρμαια των οικογενειακών χειραγωγήσεων, «αποικήσεων» και διαστροφών.

Εδώ αφήνει στην άκρη τις μεγάλες συνθέσεις και την νεωτεριστική γραφή αλλά εμμένει στην καταγραφή της έκπτωσης του μεξικανής ανθρωπότητας και της αθλιότητας των οικογενειών της. Αλλά το όχημά του είναι το πλέον αναπέντεχο: το γοτθικό μυθιστόρημα εν γένει και ένας από τους χαρακτήρες – εμβλήματα του είδους: ο Κόμης Δράκουλας, όπως παραδόθηκε από την πένα του Μπράμ Στόουκερ και των επίγονών του. Η αινιγματική στροφή του συγγραφέα στο πολυγραφημένο και χιλιοπαιγμένο σύμβολο έχει την εξήγησή της: αν ο Φουέντες εμμένει στην απεικόνιση του σύγχρονου εξαθλιωμένου Μεξικού, τότε η επανανάγνωση κάθε μύθου μπορεί να το φωτίσει ακόμα περισσότερο. Κι αν ο ιστορικός και λογοτεχνικός Βλαντ έπινε το αίμα των υπηκόων του για να συνεχίσει να υπάρχει, ποιοι παίρνουν την θέση του αν όχι οι πολιτικοί και οικονομικοί άρχοντες της χώρας του;

Η σύγχρονη Πόλη του Μεξικού κατοικείται από δέκα εκατομμύρια λουκάνικα αίματος, διατείνεται ο αφηγητής Ιβ Ναβάρο εργάζεται στο δικηγορικό γραφείο του παντοδύναμου Ελόι Σουρινάγα και απολαμβάνει μια «επιτυχημένη» οικογενειακή και συνεργατική επαγγελματική ζωή με την σύζυγό του κτηματομεσίτρια Ασουνσιόν. Η μικρή του κόρη Μαγδαλένα συμπληρώνει την αίσθηση της επάρκειας, ενώ ένα αδικοχαμένο δωδεκάχρονο αγόρι, ο Ντιντιέ, αποτελεί την μόνιμη μαύρη τρύπα της. Ο Σουρινάγα, που «σε κανέναν δεν επέτρεπε να διαβλέψει ασήμαντο μέλλον για το παροδικό πολιτικό του μεγαλείο», ένας ισχυρός, μαγνητικός άντρας που θαρρείς και ρυθμίζει την πνευματική θερμοκρασία όσων βρίσκονται γύρω του, ζει έγκλειστος σ’ ένα σπίτι, διακοσμημένο με τα αγωνιώδη χαρακτικά του Μεξικανού Χουέλιο Ρουέλας και τους εφιαλτικούς πίνακες του Ελβετού Χένρι Φιούζελι «ειδικού στις παραμορφώσεις και στο πάντρεμα της συνουσίας με τη φρίκη, της γυναίκας με τον φόβο…».

Εκεί προσκαλεί και σχεδόν προστάζει τον υφιστάμενό του να ανταποκριθεί στις επιθυμίες ενός νέου γηραιού πελάτη που ονομάζεται Βλαντ και κατάγεται από την Τρανσυλβανία. Διωγμένος από «τους φασίστες από την μια και τους κομμουνιστές από την άλλη», o Βλαντ αναζητά ένα σπίτι με ορισμένες ιδιαιτερότητες για να στεγάσει τον ίδιο και την μικρή του κόρη. Η Ασουνσιόν το βρίσκει σε μια ανηφορική γειτονιά και μοιάζει μοντέρνο μοναστήρι· ο ιδανικός χώρος για ένα ιδιόμορφο βασίλειο έχει βρεθεί.

Η ζωή, Ναβάρο! Είναι ζωή αυτό το σύντομο πέρασμα, αυτή η τρεχάλα από την κούνια ως τον τάφο; […] Από πού μας έρχονται αυτές οι ανεξήγητες λύπες; Πρέπει να έχουν έναν λόγο, μια προέλευση. Είμαστε λαοί εξαντλημένοι, τόσες εσωτερικές συγκρούσεις, τόσο ανώφελα χυμένο αίμα. Πόση μελαγχολία! Όλα περιέχουν το σπέρμα της φθοράς. Στα αντικείμενα ονομάζεται παρακμή. Στους ανθρώπους, θάνατος. [σ. 38]

Οι περισσότερες από τις συμβάσεις του κλασικού γοτθικού μυθιστορήματος βρίσκονται εδώ· το ίδιο και οι αινιγματικές συνομιλίες, η ατμόσφαιρα της ανησυχίας, η υποβλητικότητα των χώρων και η αναπότρεπτη κληρονομιά του παρελθόντος (Κατάγεστε από μια μεγάλη οικογένεια, εγώ από μια άγνωστη φυλή. Εσείς έχετε λησμονήσει όσα ήξεραν οι πρόγονοί σας. Εγώ αποφάσισα να μάθω όσα αγνοούσαν οι δικοί μου). Ο Φουέντες προσθέτει τις ενοχές των μεξικανών αποίκων (Είμαστε όλοι άποικοι στην Αμερική. Οι μοναδικοί παλιοί αριστοκράτες είναι οι Ινδιάνοι) και τις κυνικές αποστροφές των κυρίαρχων (Οι πόλεμοι απλώς αποτελειώνουν ό,τι είναι νεκρό), και όλα αυτά με την απλούστερη δυνατή γραφή και μια γυμνή σαφήνεια που δεν αφήνει χώρο σε γλωσσικούς ή άλλους πειραματισμούς.

Ακόμα κι αν δεν διαθέτει κανείς ευρύτερη γνώση του έργου του Φουέντες, μπορεί από τις χαραμάδες της ολοένα και εφιαλτικής ατμόσφαιρας του έργου να αντιληφθεί πως το αιχμηρό εξάγωνο του ζευγαριού, των δυο γερόντων και των δυο μικρών κοριτσιών δεν περιορίζεται στην γνωστή αιμορραγική ιστορία. Ακριβώς αυτή η ιστορία προσφέρεται για έναν εξαιρετικά ενδιαφέροντα παραλληλισμό με την σύγχρονη μεξικανική κατάσταση: Οι γέροντες ως επικυρίαρχοι άρχοντες, αθάνατοι μέσα στην συνεχή κληρονομικότητά τους, το ζεύγος των αστών που αρκείται στην ευδαιμονία του και ξυπνάει μόνο όταν αυτή απειληθεί (είναι ενδεικτικό ότι ο Ναβάρο μοιράζεται νύχτες πάθους με την Ασουνσιόν αλλά μένει πάντα με την αμφιβολία της ηδονής της και με την συνεχή ανησυχία ξένων ματιών πάνω τους), τα παιδιά ως απόλυτα θύματα σε μια χώρα που οι αρχές δεν νοιάζονται ποτέ για τους αγνοούμενους, τους νεκροζώντανους και τους νεκρούς.

Μένει να διαβάσουμε το «μεταθανάτιο» μυθιστόρημά του, Ο Νίτσε στο μπαλκόνι  – θα είναι άραγε η ύστατη διαθήκη του συγγραφέα, ή τα είχε ήδη όλα πει με τα προηγούμενα βιβλία του και το περίφημο Terra Nostra, που έχει ήδη μεταφραστεί από τον Κρίτωνα Ηλιόπουλο αλλά παραμένει ανέκδοτο στα καθ’ ημάς;

Εκδ. Κλειδάριθμος, 2018, μτφ. Κρίτων Ηλιόπουλος, σελ. 123 [Carlos Fuentes, Vlad, 2010]

Στις εικόνες: Jason Montoya – Μina Harker and Dracula, Max Ernst – The Vampire’s Kiss, Julio Ruelas, La Crítica.




Μαρτίου 2023
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 12345
6789101112
13141516171819
20212223242526
2728293031  

Blog Stats

  • 1.132.418 hits

Αρχείο