Αχιλλέας Κυριακίδης – Φωτεινό σκοτάδι

Υπήρχε λοιπόν μια εποχή κατά την οποία αναπόσπαστο κομμάτι των αναρίθμητων κινηματογραφικών μου εμπειριών ήταν κάτι κινηματογραφικά περιοδικά. Εκεί συνεχίζονταν οι ταινίες που με μάγευαν, εκεί έβλεπα με άλλο μάτι εκείνες που δεν το κατάφεραν· όσες φορές δοκίμαζα την ικανοποίηση της σύμπλευσης με τα αισθητήριό μου, άλλες τόσες με γοήτευε η κάθετη διαφωνία με το γούστο μου. Και όταν το περιεχόμενο ενδυόταν με ύφος ιδιαίτερο, είτε δοκιμιακό, είτε λογοτεχνικό, είτε απόλυτα προσωπικό, τότε επρόκειτο για κείμενα που φυλάσσονταν ως κόρες οφθαλμών. Η απώλεια αυτών των εντύπων μού στέρησε μια ευχαρίστηση που θεωρούσα πως δεν θα τελειώσει ποτέ – πλέον τέτοια κείμενα έβρισκα μόνο στις ιδιαίτερες εκδόσεις του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, που είναι όμως μια άλλη, εντελώς διαφορετική ιστορία.

Τα «κινηματογραφικά» κείμενα του Αχιλλέα Κυριακίδη ήταν ακριβώς σε αυτό το πνεύμα. Τα πρωτοδιάβασα στον Χάρτη και από τότε φώναζαν πως όσο κι αν η ιδανική τους θέση βρίσκεται στα ιδιαίτερα περιοδικά, το θησαύρισμα σε ενιαίο σώμα είναι απολύτως απαραίτητο, για ευνόητους λόγους. Ο συγγραφέας κατά καιρούς τα συμπεριελάμβανε σε συλλογές και τώρα τα δένει σε πολύτιμο τόμο, όπου οι παθιασμένοι (ψάχνω ουσιαστικό) του κινηματογράφου μπορούμε να διαβάσουμε έναν παθιασμένο (ακόμα να το βρω) του κινηματογράφου καθώς θα βάζει σε λέξεις όσα μας άφησαν άφωνους, συνεπαρμένους, υποψιασμένους, μπερδεμένους.

Όλοι οι παίκτες είναι κατά βάθος χαμένοι, και η προσωπικότητα αυτών των χαμένων, των νικημένων, αυτών των ανθρώπων που ζουν αυτοκαταστρεφόμενοι, με συναρπάζει, έλεγε κάποτε ο Σαμ Πέκινπα, την ψυχοσύνθεση των οποίων ακριβώς διερευνούσε. Άνοιξα βουλιμικά το βιβλίο κι επιλέγω να ξεκινήσω από έναν εμφανώς αγαπημένο του σκηνοθέτη, το έργο του οποίου, ταινία την ταινία, σχηματίζει την προσωπογραφία του, σαν ένα τεράστιο ψηφιδωτό. Οι ήρωές του Πέκινπα δεν κάθονται να περιμένουν το τέλος αλλά κάνουν οτιδήποτε μπορεί να του δώσει κάποιο νόημα· συνηθέστερα το προκαλούν ή το επισπεύδουν. Έχοντας χάσει κάθε επαφή με το μέλλον, καθώς δεν προσβλέπουν σ’ αυτό και δεν το θεωρούν παρά σαν το βέβαιο τέρμα μιας αργής, φθίνουσας πορείας, τρέφονται αποκλειστικά από κάποιο θρυλικό παρελθόν τους, μηρυκάζοντας μνήμες μεγαλείων και άθλων.

Αυτή η ολοκληρωτική δυσαρμονία ανάμεσα στους δύο πόλους «χθες» και «αύριο» μοιραία ξεσπάει στο «σήμερα». Έτσι ο θάνατος παίρνει την έννοια της αποφασιστικής απάντησης στο ερώτημα, σε μια αγωνιώδη προσπάθεια των χαμένων να ορίσουν, έστω για τελευταία φορά, την μοίρα τους· είναι ο ηθελημένος θάνατος, που διαφέρει απ’ την αυτοκτονία στο ότι η ταπεινή θανατογόνος χειρονομία χαρίζεται με περιφρόνηση στους άλλους. Ο Πέκινπα, συνεχίζει ο Κυριακίδης, αμφισβήτησε αυτό που αποτελούσε καμάρι της βιομηχανίας του ουέστερν: το ηθικό υπόβαθρο της μυθοπλασίας. Οι τελευταίοι «ήρωες» των κλασικών ουέστερν βρίσκουν στις ταινίες του το επιτάφιό τους επίγραμμα και η απομυθοποίηση συντελείται μέσα σ’ ένα λουτρό αίματος. Τίποτα δεν ωραιοποιείται σ’ αυτές τις ελεγείες για απολωλότες. Ακόμα και στο Getaway, ακριβώς την στιγμή που ο Στιβ Μακ Κουίν έχει στην αγκαλιά του την Γυναίκα, η κούραση είναι ασήκωτη: «Δεν μπορώ» θα πει. Ο μύθος του κινηματογραφικού αρσενικού – επιβήτορα που μπορεί παντού και πάντα, τινάζεται στον αέρα· όσο για την γυναίκα στον Πέκινπα, είναι ισχυρή κι έχει επικίνδυνα σαφή επίγνωση της ισχύος της, με αποτέλεσμα να οδηγείται πολλές φορές στην αντίπερα όχθη: στην προδοσία για το χρήμα ή και στον ίδιο της τον θάνατο. Σε κάθε περίπτωση, όπως γράφεται και σε άλλο κείμενο, ο Πέκινπα βάλθηκε να δημιουργήσει ποίηση εκεί όπου οι άλλοι πεζογραφούν ανελέητα.

Ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα κείμενα αφορά την σχέση του Μπόρχες με τον κινηματογράφο. Εστιάζω στην τελευταία από τις τρείς σχετικές «σημειώσεις» («Η στρατηγική του δαιδάλου») που αφορά το διήγημα του Μπόρχες «Θέμα του προδότη και του ήρωα» και την ταινία του Μπερτολούτσι Η στρατηγική της αράχνης. Στο διήγημα του Μπόρχες ο ήρωας-αρχηγός των ανταρτών που μάχονται το καθεστώς σε κάποια καταπιεσμένη χώρα δολοφονείται σ’ ένα θέατρο την παραμονή της νικηφόρας επανάστασης. Πολύ αργότερα ένας μακρινός του απόγονος αναλαμβάνει να διαλευκάνει την σκοτεινή υπόθεση της δολοφονίας του, για ν’ ανακαλύψει ότι τα πραγματικά γεγονότα διαφέρουν ριζικά (έως το διαμετρικά αντίστροφο) από την θρυλική εκδοχή όπως αυτή κληροδοτήθηκε στις κατοπινές γενεές. Σε μια δραματική σύσκεψη των ανταρτών είχε αποκαλυφθεί ότι ο ίδιος ο αρχηγός, ήρωας και ίνδαλμα του λαού, ήταν ο προδότης που μετέφερα τα μυστικά της ομάδας στους κρατούντες. Αποφασίστηκε λοιπόν το μεν γεγονός να κρατηθεί κρυφό, αλλά και ο προδότης να πληρώσει το τίμημα της πράξης του, με θάνατο που όμως δεν θα φαινόταν ως εκτέλεση αλλά ως στυγερή δολοφονία, η οποία θα τόνωνε ακόμα περισσότερο το φρόνημα του λαού. Μολονότι συγκλονισμένος από την αποκάλυψη, ο απόγονος – ερευνητής γράφει ένα βιβλίο που δίνει ακόμα πιο ηρωικές διαστάσεις στην προσωπικότητα του προγόνου του. Η σιωπή σκεπάζει για δεύτερη φορά την αλήθεια.

Ο Μπερτολούτσι βάσισε την ταινία του πάνω στο μπορχεσιανό κείμενο κρατώντας το βασικό εύρημα: την ταύτιση του ήρωα με τον προδότη, μια ταύτιση που επιτρέπει στην αλήθεια να διατρανώσει πανηγυρικά την χωροχρονική της σχετικότητα. «Δεν είναι η αλήθεια των γεγονότων που μετράει», λέει κάποια στιγμή ο κεντρικός πρωταγωνιστής, «αλλά οι συνέπειές της». Ο Κυριακίδης εμβαθύνει στην συγκριτική αντιπαράθεση της συμβολικής των δυο δημιουργών και παρατηρεί πως, μόλο που ο Μπερτολούτσι έδωσε τον πρώτο ρόλο στην πολιτική διάστασης της ιστορίας του προδότη και του ήρωα, διαλέγοντάς την απ’ τις πολλές που «πρότεινε» ο Μπόρχες, δεν περιορίστηκε σ’ αυτήν. Ο σκηνοθέτης «είδε» καλά την υπαρξιακή αγωνία που διακατέχει τον απόγονο –ερευνητή, που από μακρινός απόγονος έγινε «γιος», σε μια, πλέον, συναρπαστική αλληγορία αυτοαναζήτησης.

Λίγο πιο κάτω σπεύδω να τραβήξω τις κουρτίνες ενός κόσμου που ονομάστηκε νουάρ κι αφού ξεκοκαλίσω τις καίριες εισαγωγικές σελίδες θα κρυφοκοιτάξω εκ νέου την αξέχαστη ταινία του Τζον Κασσαβέτη Η Δολοφονία ενός κινέζου μπουκμέικερ. Το διαρκές όραμα της «ευτυχίας» ωθεί τους ήρωες όλων των φιλμ νουάρ στην έσχατη ύβρι, η οποία συνίσταται στο ότι βιώνουν το αδιέξοδο της τραγικής τους μοίρας ακριβώς γιατί διεκδικούν λυσσαλέα κάτι που δεν τους ανήκει. Βλασφημούν έναντι του χρόνου, επισπεύδουν τα γεγονότα, απαιτούν την προκαταβολή του μέλλοντος. Προδίδουν, κλέβουν, σκοτώνουν, για να βρεθούν στο τέλος με μοναδικό τους κέδρος μια συντριπτική επίγνωση όχι ενοχής (κανείς δεν μεταμελείται) αλλά ματαιότητας.

Στην ταινία του Κασσαβέτη ο έξοχος Μπεν Γαζάρα ως Κόσμο Βιτέλλι δοκιμάζει κι αυτός να «προεισπράξει» το μερίδιο του μέλλοντός του, κινητοποιώντας έτσι τον γνώριμο μηχανισμό της γέεννας και του θανάτου. Αλλά η ματιά του σκηνοθέτη είναι διαφορετική. Σε μια φαινομενικά ελάσσονα σκηνή, ο Βιτέλλι, ιδιοκτήτης ενός ασήμαντου καμπαρέ, προσπαθεί να διασκεδάσει τις στριπτιζέζ του στα καμαρίνια, λέγοντάς τους ένα ανέκδοτο, αλλά καμιά τους δεν του δίνει σημασία. Ο Κασσαβέτης προσπαθεί με την σειρά του να διασκεδάσει και τη παραμικρή ψευδαίσθηση ως προς την ουσιώδη κεντρικότητα του «κεντρικού» του χαρακτήρα· τον γδύνει από το στοιχειώδες δικαίωμά του να δεσπόζει επί σκηνής και να έχει τον υποτυπώδη έλεγχο του μικρού, ιδιωτικού του σώου. Με τρόπο σχεδόν αυτοκαταστροφικό ο σκηνοθέτης φαίνεται σαν να προσπαθεί να υπονομεύσει ακόμα κι αυτό το κινηματογραφικό είδος που, ωστόσο, το υπηρετεί πιστά και με σεβασμό. Διαλέγοντας την παρωδία και διακωμωδώντας, διεκτραγωδεί την κατάστασή μας, κολακεύει το ένστικτό μας, μας εφησυχάζει πρόσκαιρα, γιατί ακριβώς το ένστικτο του εξασκημένου θεατή, ξέρει ότι μετά από τέτοιο διάλειμμα, όταν ξανασβήσουν τα φώτα, «οι Μήδοι [επιτέλους ή όχι], θα διαβούνε».

Δεν θα αντισταθώ, βέβαια, ούτε στον λογοπαίζοντα τίτλο «Mise-en-scene ή Miz-o-guchi;» και στην ταινία του Κέντζι Μιζογκούτσι Ο δρόμος της ντροπής, όπου περιγράφεται η ζωή πέντε γυναικών που πορνεύονται σ’ ένα οίκο ανοχής μιας μεγάλης θλιβερής πόλης. Δεν μπορώ να φανταστώ, γράφει ο συγγραφέας, άλλον σκηνοθέτη που έμεινε τόσο πολύ στο πλάνο της ηρωίδας αφού είχε ολοκληρωθεί η δράση της σκηνής: «Γιατί υπέφερε, και δεν θα ’ταν σωστό να την αφήσω…». Από αυτόν τον σπάνιο σκηνοθέτη απουσιάζει κάθε ίχνος ναρκισσισμού· ακολουθεί την δράση, δεν την υπαγορεύει, απλά βρίσκεται εκεί με μια αξονική σκηνοθεσία στατικής κάμερας και τεράστιου βάθους πεδίου.

Φυσικά ένας δαιμόνιος συγγραφέας όπως ο Κυριακίδης δεν θα μπορούσε να μην χρησιμοποιεί ευρηματικούς τρόπους για να περικυκλώσει το αντικείμενο του πόθου. Συντάσσει πέντε τυχαία λήμματα «για μια φετιχιστική Εγκυκλοπαίδεια του Κινηματογράφου» (μάντεψα αλλά έπεσα έξω! – αυτοχειρία, τέλος, φαγητό, φετίχ, πόνος), συγκροτεί μικρές προσωπικές ανθολογίες «συγκριτικής κινηματογραφικής [θεολογικής] θαυματολογίας» ή ερωτισμού, ταξινομεί τα κινηματογραφικά είδη για να αποδομήσει τα ίδια τους τα χαρακτηριστικά, εκκινεί από ένα λογοτεχνικό κείμενο για να επεκταθεί σε ουσιαστικές πτυχές του σινεμά, στοχάζεται πάνω στην διαλεκτική ζωγραφικής και φωτογραφίας με τον κινηματογράφο. Τα κείμενά του για αγαπημένους σκηνοθέτες (Τρυφφώ, Ταρκόφσκι, Βέντερς, Γκοντάρ, Ρεναί, Αντονιόνι, Σαμπρόλ, Κισλόφσκι, Ουέλλς, Κόππολα – σε μια εκτενή παραλληλία της Αποκάλυψη Τώρα με την Καρδιά του σκότους του Κόνραντ -, Λιάππα, Μαρκετάκη,  κ.ά.) είναι άλλοτε συγκινησιακά και άλλοτε ερευνητικά, μα πάντα πυκνά και φορτισμένα.

Στο κείμενο «Πίσω απ’ την οθόνη και τι βρήκε η Αλίκη εκεί» διαβάζουμε μια ευφάνταστη περιπλάνηση της αειθαλούς Αλίκης μέσα στον κόσμο των κινηματογραφικών ηρώων και τις φευγαλέες της συναντήσεις με ορισμένες αρχετυπικές μορφές. Στο «Ι.Χ.Θ.Υ.Σ.» ευφραινόμαστε με μια συνέντευξη με τον «μεγαλύτερο σύγχρονο θεατή κινηματογράφου»  (ποιος να είναι, ποιος να είναι), από την οποία έχουν αφαιρεθεί οι ερωτήσεις, πράγμα που μας κάνει να αναρωτιόμαστε συνεχώς αν γίνεται για λόγους ροής (όπως ισχυρίζεται) ή ήταν περιττές και αυτονόητες ή ανόητες ή απλώς είναι ως ένα παίγνιο να τις μαντέψουμε. Ο ερωτώμενος προφέρει τις δικές του «αλήθειες» για την αίσθηση μεταξύ των θαμώνων της σκοτεινής αίθουσας («είμαστε σαν τους πρώτους χριστιανούς, συναντιόμαστε σε κατακόμβες σκοτεινές, καταλαβαίνει ο ένας τον άλλον μέσα από ανεπαίσθητες χειρονομίες και βλέμματα»), για την απαραίτητη αίσθηση της παρουσίας του διπλανού, σε αντίθεση με τις άλλες τέχνες που αποτελούν μια εντελώς προσωπική υπόθεση ανάμεσα στον δημιουργό και τον δέκτη, για τις μεγάλες ταινίες («είναι αυτές που μένουν στη μνήμη του, η οποία βέβαια είναι η εντελώς προσωπική του εκδοχή του χρόνου»), ενώ για εκείνους που συγχέουν ζωή και τέχνη κρατά τον αφορισμό του Μπουζιάνη: Σας χαρίζω το φως. Εγώ κρατώ την αντανάκλασή του.

Το βιβλίο περιλαμβάνει κείμενα που επιλέχτηκαν από παλαιότερες συλλογές [H συνέχεια επί της οθόνης (εκδ. Ύψιλον, 1985), Ψευδομαρτυρίες (εκδ. Ύψιλον, 1998), Μικρή περιοχή (Πόλις, 2007)] και άλλες πηγές, εκφωνήθηκαν σε συνέδρια ή προβολές και αλλού. Και όπως κάθε βιβλίο που σέβεται τον εραστή του αντικειμένου του, κλείνει με τους απαραίτητους καταλόγους ταινιών που αναφέρονται στο βιβλίο («Ελληνικοί ή μεταφρασμένοι τίτλοι και ξένοι τίτλοι») και ευρετήρια  «ελληνικών και εξελληνισμένων ονομάτων και τίτλων έργων» και «ξένων και μη εξελληνισμένων ονομάτων και τίτλων έργων».

Το Φωτεινό σκοτάδι διαβάζεται και ξαναδιαβάζεται, όπως όλες οι ταινίες βλέπονται και ξαναβλέπονται, πόσο μάλλον οι συγκεκριμένες, και μετά από τέτοια πρόζα. Πράγματι, τα φώτα σβήνουν και όλα γίνονται μαύρα όπως μόνο η κινηματογραφική αίθουσα μπορεί να χρωματίσει, γράφει κάπου ο συγγραφέας, αλλά οι σελίδες, συμπληρώνω αυθαίρετα, αστράφτουν και όσα γράφονται όπως γράφονται εκεί μέσα είναι λαμπρά και φωτιστικά.

Εκδ. Πατάκης, Δεκέμβριος 2020, σελ. 424.

Δημοσίευση σύντομα και στο mic.gr / Βιβλιοπανδοχείο, αρ. 240, υπό τον τίτλο Film  themes, εμπνευσμένο φυσικά από εδώ.

Στις εικόνες: δυο δείγματα αειθαλών κινηματογραφικών κειμένων του συγγραφέα από τις αναφερόμενες σελίδες στον Χάρτη (τεύχη 15 και 10), Sam Peckinpah (η δεύτερη, από τα γυρίσματα της ταινίας The Wild Bunch), πλάνα από τις ταινίες Strategia del ragno, The killing of a Chinese bookie και Street of shame (στο ενδιάμεσο και η αφίσα της τελευταίας), Francois Truffaut και ο συγγραφέας σε πλάνο πλονζέ.

Ο συγγραφέας στο Αίθριο του Πανδοχείου, εδώ.

Ανδρέας Αποστολίδης – Το μαύρο καρέ. Οι αστυνομικές σειρές και η τηλεοπτική άνοιξη μετά το 2000

Πώς μπορεί κανείς να ξεχάσει ένα τέλος σαν κι εκείνο της τηλεοπτικής σειράς The Sopranos; Ο Tony Soprano (o έξοχος James Gadolfini), πενηντάρης νονός της ιταλικής μαφίας στο Νιού Τζέρζυ, έχει ραντεβού με την γυναίκα και τα παιδιά του σε ένα φθηνό εστιατόριο. Είναι πλέον στο στόχαστρο όχι μόνο των μαφιόζων εχθρών του αλλά και της ομοσπονδιακής αστυνομίας. Το πλάνο είναι υποκειμενικό: βλέπουμε ό,τι βλέπει ο ίδιος: την πόρτα του μαγαζιού που κάθε τόσο ανοίγει με τον χαρακτηριστικό ήχο από ένα καμπανάκι. Σε λίγο πρόκειται να μπει και η κόρη του στο μαγαζί. Κάποιος κάθεται στο μπαρ και σηκώνεται να πάει στην τουαλέτα. Κι ύστερα cut και απόλυτο μαύρο, επί δέκα δευτερόλεπτα, και μετά τίτλοι τέλους. Τι έγινε; Οι τηλεθεατές βράζουν, δεν γνωρίζουν τι έχει συμβεί, οι δημιουργοί της σειράς τους στέλνουν να βρουν την απάντηση σε κάποιο από τα προηγούμενα επεισόδια ή στο ίδιο το πνεύμα του Σοπράνο. Πρόκειται για μια αφήγηση πρωτόγνωρη για το «μέσον» που λέγεται τηλεόραση· είναι η αρχή μιας νέας εποχής.

Οι Sopranos (1999-2007) υπήρξαν πράγματι μια καθοριστική περίπτωση νέας τηλεοπτικής σειράς. Πώς μεγαλώνει μια μοντέρνα οικογένεια μαφιόζων; Τι είδους προσωπικές εμπειρίες και υπαρξιακές ανησυχίες μπορεί να έχουν τα μέλη της; Το καινοφανές και εξαιρετικό της σειράς: η οικογένεια ενός γκάνγκστερ εισβάλλει στο σπίτι μας και εγκαθίσταται εκεί για έξι χρόνια. Η αντίστιξη της εγκληματικής δράσης με την καθημερινότητα μιας νεόπλουτης οικογένειας, ο σωστός ρυθμός βίας που μόνο ως εξαίρεση σπάει την οικογενειακή αρένα, η αντιφατική θέση του πατέρα στο σπίτι και στην δουλειά, οι υπαρξιακές του (μέχρι κρίσεων πανικού) ανησυχίες καθώς έχει συνείδηση της περιορισμένης ζωής που διαθέτει, όλα δημιούργησαν μια σπάνια τηλεοπτική σειρά. Παρά τα όσα κατακτούσε, ο Τόνι Σοπράνο ήταν ένας εξαιρετικά απομονωμένος και δυστυχισμένος άνθρωπος. Όταν καμιά φορά ερχόταν σε επαφή με την οικογένειά του, γινόταν ευτυχισμένος· αλλά αυτό ήταν σπάνιο. Στον πυρήνα του το σίριαλ, λέει ο δημιουργός του David Chase, ήταν περισσότερο ο Προυστ παρά ο Νονός.

Αν στην Αγγλία η παράδοση είναι το Whodunit, στις ΗΠΑ είναι ο ρεαλισμός στους δρόμους. Κι ο David Simon αναδείχθηκε σε Τζέημς Ελλρόυ της τηλεόρασης. Ο δημιουργός του The Wire ξεκίνησε, άλλωστε, ως αστυνομικός ρεπόρτερ και δημιουργός της σειράς Homicide: Life on the Street (1993-1999), ερευνώντας ακριβώς τα στρώματα της διαφορετικής κουλτούρας που συναντά κανείς στον δρόμο, ενώ στην δεύτερη τηλεοπτική του απόπειρα, The Corner εστίαζε πλέον στην σύγκρουση με τους μηχανισμούς. Το κάστινγκ του απέφυγε τα γνωστά ονόματα και οι ηθοποιοί έπαιζαν στο στυλ του John Cassavetes και του ανεξάρτητου αμερικανικού σινεμά δεκαετίας του 1960. Και στις δυο περιπτώσεις το σκηνικό είναι η Βαλτιμόρη, ενώ η μουσική των τίτλων διάλεγε ένα τραγούδι από το Frank’s Wild Years του Tom Waits.

To στοίχημα του The Wire (2002-2008) είναι πλέον μεγάλο: το συνδρομητικό HBO είναι υπόλογο μόνο στους συνδρομητές του και όχι στις νομικές διατάξεις για το τηλεοπτικό περιεχόμενο και ο σκοπός είναι, σύμφωνα με τα λόγια του, να παλουκωθούν οι τηλεθεατές μπροστά στην οθόνη και να εμπλακούν με κάθε τρόπο. Η κάμερα ακολουθεί τους κανόνες της υποκλοπής και παρακολουθεί τα πάντα, η γλώσσα του δρόμου και της υποκουλτούρας είναι συχνά πρωτόγνωρη, το αστυνομικό τηλεοπτικό αφήγημα και τα κλασικά cop shows τώρα αποκτούν τη μυθοπλασία του ντοκιμαντέρ και μετατρέπονται σε κοινωνιολογία του εγκλήματος. Η οπτική ανοίγει σε ολόκληρη την Βαλτιμόρη: δημαρχία, σχολεία, συνδικάτα, τύπος. Οι χαρακτήρες έχουν όλοι προδοθεί από αυτούς τους μηχανισμούς. Το συγγραφικό εγχείρημα ήταν εξίσου ασυνήθιστο: ο Σάιμον επέλεξε ως συνεργάτες του συγγραφείς που είχαν επαφή με τις τοπικές τους κοινωνίες: George Pelecanos, Dennis Lahane, Richard Price. H συμβίωση της πολύχρωμης υποκουλτούρας του δρόμου με την εξουσία του λευκού κατεστημένου και την αλληλεπίδραση των μηχανισμών τους δεν είναι μόνο απλά γεγονός αλλά και η νέα μας τηλε-οπτική.

Αν λοιπόν η τηλεοπτική μυθολογία έχει δυο άξονες, την «οικογένεια» και τον «ήρωα», το Breaking Bad (Η δημιουργία του κακού) (2008-2013) είναι η απόλυτη ανατροπή του ήρωα: ο Ουώλτερ Ουάιτ μετατρέπεται από ταπεινός καθηγητής και εργάτης σε πλυντήριο αυτοκινήτων σε αδίστακτο παραγωγό μπλε μεθαμφεταμίνης, συνεργαζόμενος με έναν πρώην μαθητή του (ιδανική ευκαιρία να αποδοθούν οι διάφορες πλευρές της σχέσης δάσκαλου / πατέρα και μαθητή / γιου). Γύρω του κινούνται αμίμητοι δεύτεροι χαρακτήρες, όπως ο χαρισματικός απατεώνας δικηγόρος Saul Goodman (τόσο ιδιαίτερος ώστε αποτέλεσε και ο ίδιος τον βασικό ήρωα της εξίσου έξοχης σειράς Better Call Saul) ή ο Gus Fring, ο μειλίχιος υπεράνω υποψίας διακινητής παραισθησιογόνων ουσιών με βάση ένα junk food κατάστημα. Οι γωνίες λήψης είναι ευρηματικές και τα πλάνα ιδιόρρυθμα, ενώ έτσι όπως κινηματογραφείται η επαρχιακή πόλης Αλμπεκέρκυ της πολιτείας του Νέου Μεξικού θυμίζει τον Τζον Φορντ στα καλύτερά του.

Από σεναριακή άποψη το Breaking Bad δημιουργήθηκε συλλογικά στο δωμάτιο των συγγραφέων, το περίφημο writer’s room της νέας τηλεόρασης. Ο σεναριακός άξονας της σειράς είναι φαινομενικά το κλασικό «όλα για την οικογένεια». Οι πάντες πράττουν εγκλήματα για το καλό των οικείων τους. Το κλειδί όμως στον σχεδιασμό της σειράς είναι η τοποθέτηση του ήρωα σε οριακή κατάσταση, η οποία δημιουργεί απρόσμενες ψυχολογικές «βαριάντες» (τύπου Simenon, Highsmith, Hitchcock). Εδώ βρίσκεται η μεγάλη ανατροπή της σειράς: από ένα σημείο και μετά, ο Ουώλτερ δεν κάνει όλα αυτά πλέον για την οικογένειά του αλλά για την προσωπική του ευχαρίστηση. Βγάζει τον χειρότερο και τον καλύτερο εαυτό του εκδικούμενος τους πάντες: από κανένας γίνεται επιτέλους κάποιος. Αυτή δεν είναι η πεμπτουσία του Αμερικανού ήρωα από την εποχή κατάκτησης της Δύσης;


Το αμερικανικό House of Cards, βασιζόμενο στην παλιά ομώνυμη αγγλική μίνι σειρά (όπου ο αρχηγός του Συντηρητικού Κόμματος έχει κάτι από τον σαιξπηρικό Ριχάρδο τον 3ο και καινοτομεί απευθυνόμενος κάθε τόσο στο κοινό του σχολιάζοντας με κυνισμό την τακτική του) κρατάει μερικά βασικά σεναριακά της τεχνάσματα και αρχικά καινοτομεί βγάζοντας ολόκληρη την σαιζόν την ίδια στιγμή, 13 επεισόδια μεμιάς. Γνωρίζοντας οι ηθοποιοί όλη την εξέλιξη, μπορούν να σχεδιάσουν ανάλογα το παίξιμό τους. Ο άκρατος ατομικισμός επικρατεί και εδώ, ο νέος κυνικός πρόεδρος προσεύχεται στον εαυτό του για τον εαυτό του και η σύγχρονη γεωπολιτική κατάσταση έχει πλέον την τηλεοπτική σειρά της.

Το House of Cards παρουσιάζεται μαζί με το Homeland στο κεφάλαιο «Προβλήματα της Αυτοκρατορίας», ενώ τα υπόλοιπα κεφάλαια επισκοπούν το αγγλικό Whodunit (Morse, Tennison, Foyle), τον χρυσό και την αιμομιξία (Deadwood, Broadwalk Empire), τους Mad Men και την κριτική, το True Detective ως την επιστροφή των επιγόνων του Πόου, τις μίνι σειρές (Top of the Lake / Fargo / Generation Kill / Oliver Cotteridge), τις σκανδιναβικές σειρές The Killing, Wallander, The Bridge και την δεύτερη ζωή και τον θάνατο του Ηρακλή Πουαρώ. Ένα επίμετρο με τις ανανεώσεις κι ένα υστερόγραφο Χίτσκοκ ολοκληρώνουν το βιβλίο που παρουσιάζει με συνοπτικό αλλά πλήρη και κατατοπιστικό τρόπο το θέμα του. Στο τελευταίο κείμενο αποθησαυρίζεται μια φράση του Χίτσκοκ που ερμηνεύει σε μεγάλο βαθμό το πνεύμα της νέας τηλεόρασης: «Καταλαβαίνετε τώρα τι αγωνία τραβάω, όταν σε κάθε επεισόδιο φοβάμαι ότι μπορεί να κλείσετε την τηλεόραση, να μαυρίσει η οθόνη και να με βγάλετε από την ζωή».

Δεν θα σας αφήσω όμως χωρίς απάντηση σχετικά με το τι συνέβη στο περίφημο τέλος του Σοπράνο. Όσοι το είδαν γνωρίζουν, όσοι δεν το είδαν ίσως έχουν την απορία. Έχοντας περάσει τα πάνδεινα, εξαιτίας και ενός παραλίγο θανατηφόρου συμβάντος, ο Σοπράνο εκτιμά διαφορετικά τη ζωή, επιχειρεί να φύγει από την παρανομία και θέλει να ξαναζήσει ήρεμες στιγμές με την οικογένειά του· έχει συμβιβαστεί με τους αντιπάλους, έχει κάνει ανακωχή. Αλλά υπάρχουν εχθροί που δεν συμβιβάζονται και το γνωρίζει. Ο χρόνος θα είναι πάντα σχετικός κι από εδώ και στο εξής άγνωστης διάρκειας. Στο εστιατόριο μπροστά στο τραπέζι του βρίσκεται ένα μικρό φορητό τζουκ μποξ απ’ όπου επιλέγει ένα τραγούδι: το Don’t stop believin’ των Journey. Η εμπορική Adult Oriented Rock που κάποτε σνομπάραμε, τώρα παίρνει ιδανική θέση. Ολόκληρη η ζωή του περνάει μέσα από τους στίχους του τραγουδιού. Just a small town girl / Livin’ in a lonely world / She took the midnight train / Goin’ anywhere // Just a city boy / Born and raised in South Detroit / He took the midnight train / Goin’ anywhere… Στο αποκορυφωτικό κιθαριστικό ριφ σηκώνεται ο περίεργος τύπος από το μπαρ και ακολουθεί σιωπή και σκοτάδι.

Η πρώτη μου σκέψη ήταν πως δεν έχει καμία σημασία η συνέχεια. Τι σημασία έχει αν συνεχίσει να ζει, εφόσον θα έχει μια ζωή γεμάτη ανησυχία, με ανά πάσα στιγμή πιθανό το τέλος της. Μήπως επειδή ο ήρωας αγαπήθηκε ιδιαίτερα δεν θέλησαν οι δημιουργοί της σειράς να μας τον δείξουν να γαζώνεται; Μήπως μας θυμίζουν πως μπήκαμε αδιάκριτα στο σπίτι μιας οικογένειας και τώρα είναι καιρός να φύγουμε; Όχι, όλα ταιριάζουν περίτεχνα αν συγκολλήσουμε μια σειρά φράσεων του ίδιου του Σοπράνο και των φίλων του: όλα έρχονται ξαφνικά, η ζωή είναι ούτως ή άλλως φευγαλέα, ο χρόνος της αδυσώπητος και ο αναμενόμενος θάνατος σταματά τα πάντα. Τα πρώτα δέκατά του είναι ένα σκοτάδι, δεν ακούς ούτε την σφαίρα γιατί πρώτα πεθαίνεις και μετά φτάνει ο ήχος της. Κι εμείς δεν ακούσαμε την σφαίρα γιατί είδαμε τον θάνατο από τα ίδια του τα μάτια.

Θα ήθελα να προσθέσω ένα ακόμα ιδιαίτερο στοιχείο από την σειρά: ο πιστός φίλος του, μια υπέροχη καρικατούρα μόνιμα δίπλα του, με σκυφτό σώμα και σουφρωμένο στόμα, ο Σίλβιο, έμεινε μαζί του σε κάθε αναταραχή, πάντα μ’ ένα αντρικό αστείο ή ένα συνενοχικό αγκάλιασμα. Κάποιοι αργήσαμε να πάρουμε είδηση πως επρόκειτο για τον δαιμόνιο κιθαρίστα της E Street Band του Bruce Sprinsteen, τον Steven Van Zandt, που, χωρίς το αιώνιο μαντήλι του στα μαλλιά, έφτιαχνε έναν αξέχαστο δεύτερο ρόλο.

Εκδ. Άγρα, 2015, σελ. 99. Περιλαμβάνεται γυαλιστερό 24σέλιδο με μαυρόασπρες φωτογραφίες.

Πρώτη δημοσίευση σε συντομότερη μορφή: Fanzine Lung, τεύχος 5 (Φεβρουάριος 2020).

Στις εικόνες: Sopranos επί 2, Breaking Bad επί 3, η Κυρία του House of Cards, μια έξοχη στιγμή από τον τρίτο κύκλο του Fargo, Sopranos επί 2, Steven Van Zandt  ως Σίλβιο και ως Steven Van Zandt.