To καλοκαίρι που άλλαξε τους χειμώνες
Σηκώθηκα και την κοίταξα. Με το λευκό της φουστάνι, μια μικρή μαργαρίτα στο αυτί, μια μυρωδιά αλλιώτικη από του αμύγδαλου, την κοίταζα, το βλέμμα μου είχε καρφωθεί πάνω της. Ήταν η πρώτη σίγουρη πληροφορία για τη γυναικεία ομορφιά. Δε βρίσκεται στα εξώφυλλα των περιοδικών, στις πασαρέλες, στην οθόνη του σινεμά, βρίσκεται σ’ αυτό το απρόσμενο δίπλα σου. Σε κάνει ν’ αναριγείς, σε αδειάζει. [σ. 112-113]
Να λοιπόν που υπάρχει ένα μικρό βιβλίο που καταφέρνει να χωρέσει ένα ολόκληρο καλοκαίρι παιδικότητας και πρώτης «ενηλικίωσης», τον πρώτο έρωτα, έναν αμήχανο θερινό μεταπολεμικό κόσμο κι ένα υπόδειγμα κλήσης προς μια μνήμη που καλείται να μιλήσει, κι ας μην τα θυμάται όλα. Ο γεννημένος στη Νάπολη το 1950 συγγραφέας αυτοβιογραφείται και στα τέσσερα πεδία με αξιοθαύμαστα λιτό αλλά και φιλοσοφημένο λόγο.
Η διήγησή του ξεκινάει μόλις κλείσει τα δέκα, «ένα κουβάρι βουβά παιδικά χρόνια». Η δεκαετία ήταν ένας στόχος βαρυσήμαντος, για πρώτη φορά η ηλικία γράφεται με δύο ψηφία. Αλλά ενώ τελειώνει επίσημα η (έστω, πρώτη) παιδική ηλικία, και πάλι τίποτα δεν συμβαίνει, «είσαι πάντα στριμωγμένος μέσα στο ίδιο κορμί πιτσιρίκου, ανάστατος από μέσα κι ασάλευτος απ’ έξω». Ευτυχώς τώρα που παραθερίζει δίπλα στην θάλασσα, μαζί με την μάνα του, διαθέτει και μια ιδιαίτερη «παραμάνα», μια μικρή κάμαρα γεμάτη με τα βιβλία του πατέρα του, κάστρο και σκακιέρα μαζί, μόνο που τώρα ο πόνος του έξω κόσμου στον μεταπολεμικό ιταλικό Νότο συνδέεται με τους δικούς του ιστούς. Χάρη στα βιβλία γνωρίζει τους ενήλικες εκ των έσω: Δεν είναι οι γίγαντες που ήθελαν να φαντάζονται, παρά παιδιά παραμορφωμένα σ’ ένα ογκώδες σώμα Ήταν ευάλωτοι, εγκληματικοί, αξιοθρήνητοι και προβλέψιμοι. Μπορούσα να προλαβαίνω τις κινήσεις τους, στα δέκα μου χρόνια ήμουν μάστορας στο μηχανισμό των ενηλίκων. Ήξερα να τον αποσυναρμολογώ και να τον συναρμολογώ. / Πιο πολύ με στενοχωρούσε η απόσταση που χώριζε τα λόγια τους από τα έργα. [σ. 18]
Εκτός των άλλων, αυτοί οι ενήλικοι συνήθιζαν να μεγεθύνουν το ρήμα «αγαπώ», διέταζαν την προστακτική του και στην κορύφωση του ρήματος παντρεύονταν ή σφάζονταν μεταξύ τους. Μια από τις αλλόκοτες καταλήξεις του ήταν και ο ίδιος με την αδελφή του, κι έτσι μπορούσαν να δουν σε ζωντανή μετάδοση τι συνέβαινε εξαιτίας εκείνου του ρήματος: δυο βουβοί άνθρωποι στο τραπέζι να καταπίνουν θορυβώδεις μπουκιές. Έξω από το σπίτι, στον ευρύτερο τόπο, η αγάπη δίνει θέση στην απουσία της.
Οι απόντες έχουν ανάγκη από μια φωνή που να τους αποτραβήξει απ’ την απουσία και να τους υποχρεώσει να υπάρξουν πάλι, τουλάχιστον όσο διαρκεί ένα τραγούδι. [σ. 151]
Ο πατέρας του κάποτε ξεφάντωνε μαζί του ελεύθερα και ισότιμα. Τώρα του στέλνει κάρτα με χαιρετίσματα από την Νέα Υόρκη, όπου ονειρεύεται να πλουτίσει και να φέρει και την οικογένειά του. Η μάνα του όμως απορρίπτει την Αμερική. Του δηλώνει πως ξέρει να επιβιώνει μονάχα στην πατρίδα της, αυτήν που είδε να συντρίβεται και να ξεθάβεται απ’ την στάχτη. Η –μικρότερη– αδελφή του είναι «ένας καταπέλτης που εκτόξευε ένστικτα». Μεγαλώνοντας την φανταζόταν πως θα γυρίσει την υδρόγειο μ’ ένα τσίρκο, αλλά τελικά έμεινε στη Νάπολη. Κι ίσως είχε δίκιο, μεγαλύτερο τσίρκο από εκεί δεν υπάρχει στον κόσμο. «Δεν υπήρχε ακόμα σε κανένα βιβλίο εκείνη η γενιά».
Τώρα ο συγγραφέας πλευρίζει μέσα από την συγγραφή τον εαυτό του πριν από πενήντα χρόνια για το δικό του ιωβηλαίο. Δεν έχει πια το εσωτερικό φορτίο της παιδικής ηλικίας ούτε την φυσική ανακάλυψη του εφηβικού κορμιού. «Στα δέκα είσαι μέσα σ’ ένα κουκούλι που περιέχει όλα τα μελλοντικά σου σχήματα». Και πάλι όμως, αφήνει την αίσθηση πως τα διηγείται όλα τόσο στην ηλικία των δέκα όσο και των εξήντα.
Στα δυο νοικιασμένα δωμάτια με την μάνα του στην ακροθαλασσιά το βράδυ διαβάζει τα βιβλία του πατέρα του, όπως ένα με ιστορίες Εγγλέζων από τον Ινδικό Ωκεανό, που έφερνε ειδήσεις από την απεραντοσύνη. «Όσο διαβάζεις θα σκοντάφτεις πάνω σε συγκλονιστικές φράσεις». Την ίδια ευχαρίστηση του δίνουν και οι ιστορίες της μητέρας του: αισθάνεται ένα άδειο σακουλάκι που γεμίζει απ’ την ανάσα των ιστοριών. Τα βιβλία που κάποτε τον έσωζαν, συνέχισαν να τον σώζουν: «Κάνουν την πιο ισχυρή αντίθεση με τα κάγκελα. Μπροστά στα μάτια του φυλακισμένου, που είναι ξαπλωμένος στο ράντζο, ανοίγουν το ταβάνι διάπλατα».
Η ανάγνωση έμοιαζε με φυγή στα ανοιχτά με την βάρκα κι αυτός προχωρούσε αργά, κωπηλατώντας, αφήνοντας στην ησυχία της κάποια λέξη που δεν γνώριζε. Και στις διηγήσεις των γυναικών της οικογένειας υπήρχαν οι μεγάλες αποθήκες των ιστοριών, που διαμόρφωσαν τις γραπτές του φράσεις, κι ας μην διαρκούσαν περισσότερο απ’ την ανάσα που χρειαζόταν για να τις προφέρεις. Αλλά ήταν τα τετράγωνα των σταυρολέξων που τον εξάσκησαν στην ακρίβεια της λέξης που πρέπει ν’ αντιστοιχεί στο ζητούμενο του ορισμού – αυτά έγιναν ένα καλό σχολείο για την συγγραφή. Η μοναχική μανία αποδείχτηκε ως το μηχανουργείο της γλώσσας.
Κάτω από μια θαλάσσια ομπρέλα παραδίπλα, ένα κορίτσι από τον Βορρά διαβάζει αστυνομικά βιβλία. Είναι η στιγμή που ο ίδιος συνειδητοποιεί ότι το σώμα του δίπλα στην θάλασσα μοιάζει απόρθητο, ενώ η πόλη τον έκανε να κλαίει. Πρέπει να έφταιγε το αλάτι, που έμενε κολλημένο πάνω του όλο το καλοκαίρι, προστατεύοντάς τον σαν ασπίδα. Κι έτσι αφού και οι δυο διαβάζουν τα πάντα με μανία, έως και τους καταλόγους του μπαρ, θα συνεννοηθούν με τον δικό τους τρόπο. Εκείνη έχει ήδη παρατηρήσει πως αυτός αποφεύγει την παρέα των άλλων αγοριών και προτιμά να ξανοίγεται με τους ψαράδες στα ανοιχτά. Του συστήνεται ως συγγραφέας που αδιαφορεί για τους μεγάλους και γράφει για τα ζώα, «που κάνουν ολόκληρες συζητήσεις σαν κι αυτές που σ’ εμάς κρατούν μια ώρα και στο τέλος ούτε που καταλαβαινόμαστε», «που κρατούν πάντα μυστικά και που ξέρουν για μας, ενώ εμείς δεν ξέρουμε τίποτα γι’ αυτά». Η καλοσύνη των ζώων παραμένει η πυξίδα της σε κάθε περίσταση.
Το κορίτσι αυτό δεν θέλει να σπαταλάνε χρόνο. «Αυτός που μας έχει παραχωρηθεί διαρκεί όσο αυτός που δεν ξοδεύεται ασυλλόγιστα, ο υπόλοιπος πάει χαμένος». Όταν της λέει πως η παλάμη του χεριού της είναι πιο στιλπνή κι από το κοίλωμα της αχηβάδας, εκείνη τον διαβεβαιώνει πως μόλις είπε μια φράση αγάπης. Οι διάλογοι μεταξύ τους κοφτοί, γεμάτοι νοήματα. Σύντομα τα γύρω παιδιά τους κοροϊδεύουν, γράφουν με κιμωλίες πως αυτός την αγαπάει. Μια συντροφιά τριών παιδιών τον έχει βάλει στο μάτι. Εκείνη το καταλαβαίνει, του παραστέκεται· εκείνος δεν φοβάται να έχει εχθρούς. Ξέρει πως αν το σώμα του χτυπηθεί, ακόμα κι διαλυθεί, αναγκαστικά από εκεί θα βγει το καινούριο σώμα. Τώρα ο συγγραφέας δεν μπορεί να αναγνωρίσει στον εαυτό του το παιδί που δεν αμυνόταν, μόνο περίμενε με πείσμα και λαχτάρα ν’ ανοίξει ένα ρήγμα στο σώμα του για να βγει από το παιδιάτικο κουκούλι η επόμενη μορφή. Εκείνο το δεκάχρονο παιδί σήμερα είναι μακριά του· μπορεί να το περιγράψει, να το γνωρίσει όμως όχι. Κι όταν τελικά συνέβη να χτυπηθεί, δεν θα καρφώσει τους αυτουργούς και θα νοιώσει ενήλικος χάρη στο συνένοχο βλέμμα του αστυνομικού.
«Υπάρχουν εξηγήσεις που είναι χειρότερες από τα γεγονότα».
Ο ντε Λούκα υπήρξε μέλος της ακροαριστερής πολιτικής οργάνωσης Lotta Continua κι αυτήν ακριβώς την πολιτική επιλογή δεν παύει να σκαλίζει σε όλα του τα βιβλία, άλλοτε υπαινικτικά και άλλοτε απροκάλυπτα. Εδώ θυμάται πως ξαναβρήκε την οργή ενός μικρού παιδιού στα δάκρυα που προκαλούσαν τα δακρυγόνα, στην εποχή που έφθινε η σημασία της μονάδας και του εαυτού, τότε που γνώρισε το βάρος και το εύρος της αντωνυμίας «εμείς». Άραγε υπήρχε κάτι εκείνο το καλοκαίρι που επηρέασε την σκέψη του συγγραφέα; Το νεαρό κορίτσι θα συλλάβει το δικό του σχέδιο για την απόδοση της δικαιοσύνης, παγιδεύοντας τα βίαια παιδιά στον δικό τους κύκλο χτυπημάτων Αλλά ο μικρός ήρωας συνεχίζει να απορεί αν έτσι ισοφαρίζεται η δικαιοσύνη.
Δεν ξέρω αν το χρωστώ στη μικρούλα το ότι το αίσθημα της δικαιοσύνης βρίσκεται στο κέντρο. Όταν για να την κατανοήσουμε και να τη διεκδικήσουμε αρχίσαμε να καταφέρουμε πλήγματα σε χώρους μεγάλους και πλημμυρισμένους κόσμο […] την είχα ξεχάσει. Της οφείλω την απελευθέρωση του ρήματος «αγαπώ», το οποίο στο δικό μου λεξιλόγιο ήταν φυλακισμένο. Εκείνη το συμπέραινε από τα ζώα, το «αγαπώ» ήταν το ραντεβού τους. […] Η αγάπη στα ζώα είχε κανόνες αμείλικτους και έντιμους. Μου μιλούσε γι’ αυτή, σίγουρη πως ήθελε να την εφαρμόσει. Ποιος ξέρει αν έγινε δικαστίνα ή ζωολόγος. Συγγραφέας όχι, θα το είχα μάθει, σε κάποιο ανάγνωσμα θα την είχα συναντήσει… [σ. 85-86]
Να τι μπορούσε να έχει γίνει […] μια στρατευμένη απ’ των αιώνα των επαναστάσεων. Οπότε σίγουρα την συνάντησα, γιατί στη ζωή μου το γνώρισα εκείνο το ανθρώπινο είδος. Κι εκείνη θα μ’ έχει δει, θα έχει εστιάσει το βλέμμα της πάνω μου ανάμεσα στις χιλιάδες, στο πλήθος μιας πορείας, χωρίς να με αναγνωρίσει. Στις διαδηλώσεις μας πήγαινα με μάτια στενεμένα και γροθιές σφιγμένες. [σ. 141]
Κάπως έτσι περιγράφεται ένα καλοκαίρι σκληρό και αιθέριο την ίδια στιγμή, με τον ψυχισμό του παιδικού έρωτα, την παραθαλάσσια φύση, τις κοινωνικές συνθήκες ενός ταπεινού τόπου που ζητάει την λήθη, τα σώματα των παιδιών που τσιτώνονται σ’ έναν αγώνα δρόμου για να μεγαλώσουν και μια κινηματογραφική οθόνη καταμεσίς στα πεύκα, με μια ταινία από ένα βιβλίο του Βάσκο Πρατολίνι – ήταν άλλωστε το μεταπολεμικό ιταλικό σινεμά που τον δίδαξε να κοιτάζει, όσο οι φωνές των γυναικών της Νάπολης τον έμαθαν να αφουγκράζεται· κι ήταν μπροστά σ’ εκείνο τον νεορεαλισμό, ένα μάτσο βουβαμένοι θεατές για πρώτη φορά ανακάλυπταν στην οθόνη τον εαυτό τους. Κι ύστερα δεν μένουν παρά οι απολαυστικοί αφαιρετικοί διάλογοι μεταξύ των δυο παιδιών κι ένας αποχαιρετισμός όπου αμφότεροι αρνούνται ν’ ανταλλάξουν διευθύνσεις και υποσχέσεις αλληλογραφίας για να μην σέρνουν μια υπόσχεση που θα αθετήσουν.
Υπήρχε μια εποχή που ο συγγραφέας προτιμούσε να φυλάγεται από την δύση του ηλίου, να μη βλέπει να σφραγίζεται το τέλος της μέρας, τον ήλιο να βυθίζεται στην θάλασσα. Σήμερα, σ’ όποιο νησί βρεθεί, πηγαίνει δυτικά για να βρει την δύση, την ώρα που αδειάζει μες στο νερό και «ξύνει ως το ύστατο φως το πιάτο του ορίζοντα».
Μα, καλά, εσύ δεν κλείνεις τα μάτια όταν φιλάς; Μόνο τα ψάρια δεν κλείνουν τα μάτια.
Εκδ. Κέλευθος, 2016, μτφ. Άννα Παπασταύρου, σελ. 161 [I pesci non chiudono gli occhi, 2011]
Στις εικόνες: έργα της Galya Popova, μαυρόασπρες φωτογραφίες από τους ιταλικούς τόπους της εποχής (αγνώστου φωτογράφου, Mario Cattaneo και Vittorio Pandolfi αντίστοιχα) και δύο εικαστικές αποδόσεις του συγγραφέα.
Δημοσίευση και σε mic.gr / Βιβλιοπανδοχείο, αρ. 231 με τίτλο Un’estate, από το ολοκληρωτικά ταιριαστό τραγούδι του Alessandro Mannarino.
0 Σχόλια to “Erri De Luca – Τα ψάρια δεν κλείνουν τα μάτια”