Αγαπημένοι σας παλαιότεροι και σύγχρονοι συγγραφείς.
Ο Ευριπίδης: η μεγαλοφυΐα που προετοίμασε όλη τη σύγχρονη αντίληψη περί δραματουργίας. Ο Beckett: ένα μυστήριο για μένα, και το κλειδί για τον 21ο αιώνα. Από κει και πέρα, όπως μου έρχονται: Ο Poe και ο Κafka: σου μαθαίνουν τι θα πει σύντομη φόρμα. Ο Lewis Carroll με τις δύο Αλίκες του: γιατί δείχνει πως τα μαθηματικά και η λογική προοικονομούν, μεταξύ άλλων πολλών, την ψυχανάλυση και το «παράλογο». Η Emily Dickinson: πρόσωπο και ποιήματα, ένα και το αυτό. Ο Καβάφης: απόδειξη πως ζούμε σε νέα ελληνιστική εποχή. Ο Cummings: εφηύρε μία πολύτροπη νέα γλώσσα. Ο Gombrowicz: το υπαρξιακό γκροτέσκο του παραμένει αξεπέραστο, σε πείσμα κάθε μινιμαλιστικής τάσης. Η Anne Carson: σου δείχνει ότι ο ποιητής της εποχής μας είναι όλες οι εποχές μαζί και όλες οι τέχνες μαζί. Ο Jean Echenoz: για τη χαρίεσσα πρόζα του, τη λοξή ειρωνεία του, το φαινομενικά μικρό του «δέμας». Από σύγχρονους Έλληνες: Ο Χειμωνάς, αν και δεσμευτικός για όποιον γράφει (οφείλεις να τον ξεπεράσεις γρήγορα), κι ούτε αγαπιέται εύκολα. Η Καραπάνου, γιατί δεν ανήκε ποτέ πουθενά. Και άλλοι.
Αγαπημένα σας παλαιότερα και σύγχρονα βιβλία.
Τα υπαινίχθηκα μέσω των συγγραφέων τους. Αλλά και: «Ο μαιτρ και η Μαργαρίτα» (Bulgakov), «Ο παλαιός των ημερών» (Μάτεσις), «Η φόνισσα» (Παπαδιαμάντης), «Ανεμοδαρμένα ύψη» (Brontë), «Το λεξικό των Χαζάρων» (Pavic), «Ιστορία του γερασμένου παιδιού» (Erpenbeck), «Σατυρικόν» (Πετρώνιος). Βγάλτε συμπέρασμα.
Αγαπημένα σας διηγήματα.
Ο αμετανόητος μοντερνιστής μέσα μου θα ήθελε μάλλον να δώσει καμιά άλλη απάντηση, τελικά όμως τα λιγοστά διηγήματα του Βιζυηνού υπερισχύουν κατά κράτος. Για αντίστοιχους συναισθηματικούς λόγους, αγαπώ ακόμη τα «παραμύθια» του Oscar Wilde.
Σας έχει γοητεύσει κάποιος σύγχρονος νέος έλληνας λογοτέχνης;
Ναι, ασφαλώς, όχι λίγοι. Το θέμα είναι άλλο: Τα τελευταία χρόνια δεν αποζητώ τόσο τα κείμενα που με γοητεύουν (συνήθως μας γοητεύει ό,τι ήδη κάπως περιέχουμε), αλλά αυτά που θα με βοηθήσουν να μετατοπίσω τον τρόπο που αντιμετωπίζω την τέχνη, πιθανόν και τη ζωή. Επομένως, ό,τι δεν περιέχω ή δεν γνώριζα πως το περιέχω, κάτι παντελώς «ξένο», που αφού πρώτα με συντρίψει, με ξαναφέρει πίσω αλλαγμένο. Μάλλον ζητώ πολλά. Τέτοια κείμενα δεν βρίσκω όσο θα το ήθελα στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία, είτε δεν είμαι ικανός να τα δω.
Σας ακολούθησε ποτέ κανένας από τους ήρωες των βιβλίων σας; Μαθαίνετε τα νέα τους;
Μου τυχαίνει καμιά φορά όταν γνωρίσω έναν άνθρωπο, που ως τη στιγμή εκείνη μου ήταν άγνωστος, να νιώσω ότι ήδη τον έχω γράψει σε κάποιο διήγημα. Πρόκειται ασφαλώς για διαστροφή. Δείχνει, υποθέτω, πως θεωρώ φυσικότερο τόπο την γραφή (ή και τον εαυτό μου). Ίσως όταν –και αν– γράψω μεγαλύτερη φόρμα, να με ακολουθήσει και μένα κανένας αυτονομημένος ήρωάς μου, όπως όλους τους καθωσπρέπει συγγραφείς. Αν και έχω την εξής εντύπωση: το πιθανότερο είναι να με κυνηγάει απλώς ζητώντας μου τα ρέστα. Ίσως θα θέλει να τον έχω γράψει αλλιώς. Πρωθύστερες υποθέσεις κάνω μόνο.
Αγαπημένος ή/και ζηλευτός λογοτεχνικός χαρακτήρας.
Ο Οδυσσέας (όχι του Joyce, του Ομήρου) – δεν υπάρχει άλλος σαν κι αυτόν. Ο Ιησούς της «Καινής Διαθήκης». Έχουμε, ελπίζω, την εξωθρησκευτική πολυτέλεια να αντιμετωπίζουμε τέτοια πράγματα ως λογοτεχνία… Αν ναι, τότε τα Ευαγγέλια δεν είναι παρά μία συναρπαστική σπασμένη αφήγηση πάνω σε ένα συγκλονιστικό πρόσωπο, φωτισμένο και σκιασμένο εξίσου και αναλόγως.
Έχετε γράψει σε τόπους εκτός του γραφείου σας/σπιτιού σας;
Φυσικά, ωστόσο για να γράψω τη θέλω τη βολή μου: Λάπτοπ, γραφείο, σημειώσεις, καφέ, ησυχία, μοναξιά, και τα λοιπά.
Ποιος είναι ο προσφιλέστερός σας τρόπος συγγραφής; Πώς και πού παγιδεύετε τις ιδέες σας;
Ως συγγραφέας, έχεις θέσει τον εαυτό σου σε διαθεσιμότητα και διαρκή εγρήγορση, ώστε να μπορείς να συλλαμβάνεις το κάθε τι που υποπτεύεσαι πως θα σου φανεί χρήσιμο. Με την έννοια αυτή, δουλεύεις συνεχώς, ακόμη και όταν δεν γράφεις. Μα για να δημιουργήσεις ένα σώμα κειμένου, θέλει πειθαρχία, στρώσιμο, δέος, όχι φόβο. Ακολουθούν ατελείωτες ώρες: οθόνη, πληκτρολόγιο, ιδέα + ιδέα + ιδέα, όπου εσύ απλώνεις λέξεις, πυκνώσεις, δομές, που όλο σβήνονται και ξαναπλώνονται. Ύστερα, τυπώνεις, προχωράς σε χειρόγραφες αλλαγές (οι λέξεις όταν παραμένουν στην οθόνη μοιάζουν αβαρείς και σαν εξατμισμένες), ξαναπερνάς τις αλλαγές στον υπολογιστή. Συνεχίζεις με τον ίδιο τρόπο, ευχόμενος στο τέλος να έχει μείνει κάτι. Αλλά την κάθε επόμενη ημέρα, πρέπει να αντέχεις να είσαι πάλι εκεί. Αλλιώς δεν γίνεται τίποτα.
Επιλέγετε συγκεκριμένη μουσική κατά την γραφή ή την ανάγνωση; Γενικότερες μουσικές προτιμήσεις;
Την ώρα που κάθομαι να δουλέψω και η μουσική θόρυβος είναι. Πλήρης ησυχία αν γίνεται, παρακαλώ. Όσο για τις υπόλοιπες ώρες: ασκούμαι τελευταία στην ελεύθερη πτώση σε ό,τι τυχαία προκρίνουν οι εικονικοί φίλοι στο facebook. Το youtube να ’ναι καλά. Είναι και ένας τρόπος να αφεθώ στην καλοσύνη των ξένων ή του τυχαίου. Αν κάτι με στενοχωρεί είναι που δεν ακούω πια pop όπως στα 18 μου – η σημερινή μού φαίνεται χαζή. Από την άλλη, θα θεωρούσα είδος ξεπεσμού να έχω κολλήσει στους Siouxsie and the Banshees και στους Smiths των πρώτων νιάτων μου. Από τα παλιότερα έχουν απομείνει τρεις μόνο και καλοί: Λένα Πλάτωνος, Χατζιδάκις, Björk. Κατά τα άλλα, ας πούμε, Shostakovitch, Ligeti, industrial, noise, cabaret-punk, πειραγμένη electronica. Προ πάντων, προσδοκώ –όπως σε όλα– μία ανθηρή avant-garde, με την οποία να χτυπιέμαι ή να ακινητώ (αναλόγως τον στόχο που θα έχει θέσει), ακόμη και αν χρειαστεί να περιμένω για τον ερχομό της τα 80 μου.
Μια μικρή παρουσίαση/εισαγωγή στο κάθε σας βιβλίο χωριστά [ή για όσα κρίνετε]. Είτε σε μορφή επιγραμματικής παρουσίασης, είτε γράφοντας για το πότε, πώς, υπό ποιες συνθήκες και ποιους πόθους συνεγράφησαν. Τυγχάνει κάποιο περισσότερο αγαπημένο των άλλων;
1999: «Υπνωτήριο – Εννιά νυχτικές παραβολές»: πρώτο βιβλίο ποίησης, στα 29 μου, με συσσωρευμένο υλικό ετών, με πρόθεση σύνθεσης, αλλά και ανάγκη αποκάλυψης όλων των πρώιμων πυρήνων και θεματικών μοτίβων μου. Το αποκαλώ «βιβλίο της ομορφιάς». Πίστευα τότε, μαγεμένος και εγώ από την τέχνη, στη μαγική και παραμυθητική διάσταση της τέχνης (όχι μόνο της γραφής).
2001: «Σπίτι από πάγο όλο»: δεύτερο ποιητικό βιβλίο. Το flipside του πρώτου: υλικό άγριο, εξημμένο, κρυπτικό. Υποπτεύομαι ότι εδώ απελευθέρωσα την επιθετική φαντασμαγορία μιας παρατεταμένης εφηβείας. Μονόχορδοι πρωταγωνιστές του βιβλίου: το τραύμα, η υστερία και ο πανικός, με χρυσοποίκιλτες μπαρόκ ενδυμασίες. Το πιο απρόσιτο βιβλίο μου, ακόμη και για μένα τον ίδιο.
2003: «Τριαντατρία»: τρίτο βιβλίο ποίησης. Μία λοξή, πολυπρόσωπη και πολυφωνική αυτοβιογραφία, μέχρι την πεισιθάνατη ηλικία των τριάντα τριών (καθόλου τυχαία, τόσο ήμουν όταν το βιβλίο βγήκε). Ήταν η απόπειρά μου να βρω μία φωνή ισχύουσα μέσα μου. Τη βρήκα, παραδόξως, μέσα από την αποδοχή στοιχείων, που τότε ακόμη διατηρούσαν ένα κάποιο αρνητικό πρόσημο. Έτσι, η γραφή του βιβλίου περιελίχθηκε γύρω από: την αποδοχή του ναρκισσισμού, την υποδοχή ακόμη και του κιτς ή του γελοίου, τη διάσπαση του ποιητικού εγώ, τη χρήση του υδραργυρισμού αλλά και ενός έντονου υβριδισμού ειδών και τρόπων. Καταφέρνω, για πρώτη φορά, την αποκρυστάλλωση ενός ύφους, αν και φτιαγμένου από θραύσματα. Αφού είδα κιόλας πως δεν πέθανα μετά την έκδοσή του, συνέχισα να γράφω ακάθεκτος.
2004: «Καλοκαίρι στο σπίτι + έξι αποδείξεις ικανοτήτων»: ένα βιβλιαράκι – «ημιώροφος» μεταξύ του προηγούμενο και του επόμενου ποιητικού. Πείραμα στη ρεαλιστική γραφή, μία ποιητική arte povera. Βουτηγμένο ακόμη μέσα στο πηγάδι του «Τριαντατρία», επιχειρεί να αποτινάξει τα στοιχειά που κατοικούσαν σε εκείνο το πηγάδι.
2005: «Μη με φας»: πρώτη συλλογή διηγημάτων. Τρία χρόνια δουλειάς, με εμένα ηδονικά παρασυρμένο από νέο ηδονικό παιχνίδι: τη μεγαλύτερη και πιο επικοινωνιακή φόρμα της πεζογραφίας. Θέματα: ο πάσης φύσεως εγκλωβισμός, η πολύτροπη οικογενειακή βία, το ανομολόγητο, το θαύμα σε αντίξοες και παράδοξες συνθήκες. Ήρωες: λαμπερά σκοτεινοί τύποι, που προσδοκούν ανάσταση εν ζωή. Ειρωνεία και χιούμορ είναι παρόντα ως απαραίτητοι συμπαραστάτες της γραφής. Γι’ αυτό και, τελικά, είναι ένα μάλλον αγαπησιάρικο βιβλίο.
2006: «4-D: Ποιήματα τεσσάρων διαστάσεων»: πέμπτο ποιητικό βιβλίο, με ενιαίο εφεύρημα τις σημειωτικές παραθέσεις. Κοινώς, 21 ποιήματα με σημειώσεις, και ένα πείραμα πάνω στη σύνθεση και στη διάλυση της φόρμας και των ποιητικών προσωπείων. Κρυφό όραμα: να πλησιάσω σε μια γλυπτική διάσταση του ποιητικού λόγου, στην ποίηση ως περίοπτη τέχνη. Ταυτόχρονα, εισδύει ξεκάθαρα στην ποίηση που φτιάχνω το στοιχείο του χρόνου και της ζωντανής τέχνης, καθώς προσπαθώ να καταλάβω τι θα μπορούσε να είναι η performance ενός βιβλίου, αν υποθέσουμε πως αυτό παίρνει το ρόλο και τη θέση ενός πραγματικού σώματος στον χώρο. Εδώ, ένιωσα για πρώτη φορά ότι κρυφό απωθημένο μου είναι η δραματουργία και η σκηνοθεσία. Μέσα στο βιβλίο αυτό, αντηχεί το άτσαλο ή ταιριαστό «τζιζ» που προκαλείται όταν με όχημα τη λογοτεχνία προβαίνεις σε συνένωση ή αντιπαράθεση των υπόλοιπων τεχνών.
2008: «Ο σκύλος της Χάρυβδης»: δεύτερο βιβλίο διηγημάτων. Θέμα: το ανοιχτό τέλος, το μετέωρο και ανολοκλήρωτο όλων των πραγμάτων (και των ιστοριών). Ήρωες: λίγο πολύ ανάλογης θερμοκρασίας με τους αντίστοιχους του «Μη με φας», που όμως εδώ μαθαίνουν πια πως δεν χρειάζονται τα γκραν φινάλε για να μπορέσουν να υπάρξουν. Ένας ιστός ενώνει αδιόρατα τα πλάσματα του βιβλίου, αφήνοντας την υποψία πως πρόκειται μάλλον για μία σπασμένη νουβέλα με συσκοτισμένο ή ανεύρετο θέμα. Μαζί με το «4-D», είναι, νομίζω, το καλύτερο βιβλίο μου από άποψη συγγραφικής εποπτείας και συνέπειας στόχου-αποτελέσματος.
Δεν αγαπώ ακριβώς τα βιβλία μου. Τρέφω για όλα τους ίσες δόσεις απορίας, άρνησης, συγκατάβασης και αποδοχής. Με αυτή τη σειρά. Δεν μπορούσαν να είναι αλλιώς, αυτά είναι. Στο τέλος, ό,τι απομένει είναι ένα συναίσθημα που μοιάζει με αναγκαστικό καμάρι. Τα βιβλία είναι οι δοκιμαστικοί σωλήνες του εαυτού μου. Δεν ξέρω αν εγώ είμαι ο εφευρέτης τους ή αν αυτά με εφευρίσκουν. Έτσι θέλω να συνεχίσω να ζω.
Θα μας συνοδεύσετε ως την θύρα του τελευταίου σας βιβλίου;
Έχω μόλις ολοκληρώσει ένα νέο ποιητικό βιβλίο. Λέγεται «7: ποίηση για video games», θα είναι το εναρκτήριο της νέας σειράς ποίησης «ΤΤΤ» των εκδόσεων «Νεφέλη». Η σειρά, υπό τη διεύθυνση του Δούκα Καπάνταη, έχει τη διάθεση να δει με ποιους τρόπους η ποίηση ενσωματώνει τις υπόλοιπες τέχνες ή αντιπαρατίθεται σε αυτές, τι θα μπορούσε να είναι την εποχή αυτή ποίηση, ποιητικό βιβλίο κλπ. Είμαι ενθουσιασμένος από τη συνεργασία. Με τον Περικλή Δουβίτσα της «Νεφέλης» προχωρούμε στη δημιουργία ενός βιβλίου με όρους αντικειμένου. Ο λόγος είναι κυρίως πεζός ή θεατρικός, αλλά πυκνωμένος και επεξεργασμένος με τους όρους της ποίησης. Βασικό θέμα του «7»: οι πολλαπλές πραγματικότητες και η διαχείρισή τους, η όραση και η (επ)αφή μέσα σε έναν κόσμο πολύ διασπασμένο. Προσπάθησα να μιλήσω για το πώς επιδρά ο ένας πάνω στον άλλον, οι ποικίλες γλώσσες πάνω σε κάθε έναν μας, όλοι μας πάνω στις ποικίλες γλώσσες. Αν και το βιβλίο οργανώνεται με αρκετά σύνθετες ή και λαβυρινθώδεις υπερδομές, επιθυμεί ξεκάθαρα και μία έξοδο: την οριστική αποδοχή της πολυπλοκότητας, αλλά και ένα είδος συμφιλίωσης με την απλότητα. Θα κυκλοφορήσει στις αρχές του 2011.
Τι διαβάζετε αυτό τον καιρό;
Ταυτόχρονα, τα “Dead Europe” του Τσιόλκα, τη μετάφραση του «Άσματος Ασμάτων» από τον μπαμπά μου, Δαμιανό Αμανατίδη, το “Nox” της Anne Carson. Μακάρι μέχρι να δημοσιευτεί η συνέντευξη αυτή, να τα έχω τελειώσει. Διαβάζω πια πολύ αργά.
Τι γράφετε τώρα;
Εδώ και καιρό σχεδιάζω μια πεζογραφική ιστορία μεγαλύτερης φόρμας, ένα «μυθιστόρημα». Έχω γράψει κομμάτια του, έχει περάσει από αρκετά κύματα, μπορεί σαράντα. Μετά την παράδοση του «7», είμαι πια έτοιμος για πλήρη καταβύθιση σε αυτό υλικό. Πρόκειται για μία μελλοντολογική πολυφωνική ιστορία, τοποθετημένη σε μία νέα «Ρώμη». Θέμα: η αντικατάσταση του χρήματος από τα ανθρώπινα σώματα και την εικόνα τους. Το καλοκαίρι που μας πέρασε βρήκα τίτλο – αυτό είναι πάντα ένα είδος φυλαχτού και οδηγού για μένα. Είναι, όμως, πολύ νωρίς ακόμη. Θα δούμε.
Έχετε γράψει κείμενα για την λογοτεχνία και την γραφή γενικότερα. Αν είχατε σήμερα την πρόταση να γράψετε μια μονογραφία – παρουσίαση κάποιου προσώπου της ποιο θα επιλέγατε;
Οι μονογραφίες, αν και έχουν τη γοητεία τους, μου φαίνονται κάπως παρωχημένες. Από την άλλη, έχω χάσει κάθε «επιστημονικό» ενδιαφέρον για συνδυαστικότερα εγχειρήματα. Άρα; Γνωρίζω, νομίζω, αρκετά καλά την πεζογραφία και το θέατρο του Παύλου Μάτεσι. Μπορεί στο μέλλον να τολμήσω κάτι συνθετικό γύρω από το έργο του – θεωρώ τον Μάτεσι πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία. Καθώς, όμως, πια έχω ένδοξα και οριστικά παρατήσει ένα διδακτορικό στην ιστορία της τέχνης (θέμα του: «Το ανθρώπινο σώμα ως εκφραστικό μέσο στην ελληνική τέχνη μετά το 1970»), πιθανότερο θεωρώ να γράψω κάποτε ένα δοκίμιο για τον Δημήτρη Παπαϊωάννου, κομβικό visual artist της χώρας αυτής από πολλές απόψεις. Αλλά αυτά θέλουν αφοσίωση και πολλή δουλειά, και εγώ έχω (προς το παρόν;) αποποιηθεί τον επιστήμονα από μέσα μου. Όχι όμως και τον δοκιμιογράφο.
Ασχολείστε επισταμένα με την μετάφραση λογοτεχνίας. Εργάζεστε με συγκεκριμένο τρόπο; Σας κλέβει συγγραφικό χρόνο ή εξαργυρώνεται με κάποιο τρόπο; Τι είδους σχέση συνδέει τον μεταφραστή και τον συγγραφέα που ο πρώτος μεταφράζει;
Ναι, τα τελευταία χρόνια, η μετάφραση είναι η δύσκολη, χρονοβόρα, ηδονική δουλειά μου. Έχω μεταφράσει πεζογραφία (Oates, Singer κ.ά.), ποίηση (Carson, Cummings – το βιβλίο, μάλιστα, που βγήκε πρόσφατα πάνω στην ποίησή του το θεωρώ και δικό μου κατ’ ουσίαν). Με τη μετάφραση συμβαίνει το εξής: έχεις χρέος να εξαφανιστείς –όσο γίνεται περισσότερο– πίσω από το κείμενο του άλλου, ενώ εκείνος που το ανασταίνει στη νέα γλώσσα είσαι εσύ, όχι ένας άλλος. Όλα εδώ είναι ένας αργός βηματισμός πάνω στην κόψη του ξυραφιού, είναι λοιπόν στο χέρι σου κατόπιν να διαχειριστείς τις αναγκαστικές αμυχές ή και τα τραύματα που απομένουν. Συνήθως, η αναμέτρηση με ισχυρά κείμενα, αφού σε βυθίσει πρώτα σε προσωπικές ανασφάλειες, μακροπρόθεσμα σου μαθαίνει σεμνότητα, συνομιλία, λογοτεχνία. Τώρα μεταφράζω ένα αριστούργημα του Witold Gombrowicz, το «Cosmos», γίνομαι ο ερμηνευτής, η φωνή του. Στη μετάφραση, παίρνεις και δίνεις. Έτσι, ακόμη και αν ο συγγραφέας του πρωτότυπου το αγνοεί, ο μεταφραστής μαθαίνει τι σημαίνει δυαδική σχέση. Καμία δυαδική σχέση δεν είναι εύκολη. Και ούτε πρέπει να είναι.
Έχετε γράψει πεζογραφία και ποίηση. Θα συνεχίσετε να ισορροπείτε ανάμεσα στα δύο; Βλέπετε κάποιο να επικρατεί του άλλου;
Η λογοτεχνία είναι το μόνο παιχνίδι που έχω μάθει να παίζω. Όσο δύσκολο, σοβαρό ή κρίσιμο, παραμένει ευτυχώς για μένα παιχνίδι. Έτσι, οι όροι πεζογραφία ή ποίηση, ή ό,τι άλλο, λίγα πράγματα κατά βάθος μου λένε. Στο ενιαίο παιχνίδι της λογοτεχνίας, ασφαλώς και αλλάζουν κάποιοι κανόνες ανά είδη. Αλλά οι κανόνες είναι κάπως προσχηματικοί, παραμένουν για τη συνέχιση του παιχνιδιού και μόνο. Το να θολώνω ή να παραποιώ πού και πού τους κανόνες αυτούς, χωρίς να παραβαίνω ωστόσο τις εντελώς θεμελιώδεις αρχές τους (θα ήταν ασέβεια προς το Παιχνίδι), το θεωρώ χρέος μου απέναντι στην ίδια την τέχνη, απέναντι στο στυγερό φαινόμενο της ανίας, αλλά και απέναντι στις αυτάρεσκες βεβαιότητες και παγιώσεις, που μου μυρίζουν πάντα θάνατο. Όσο υπάρχω και γράφω, λοιπόν, θα βγάζω πάντα ένα βιβλίο «ποίησης» και ύστερα ένα άλλο «πεζογραφίας», προβαίνοντας σε ό,τι αλλοιώσεις ή αντιμεταχωρήσεις επιθυμώ. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος που ξέρω για να ποιήσω υβρίδια, και τα υβρίδια τα αγαπώ, γιατί κόβουν μια και καλή τη συζήτηση περί διπόλων, είναι τουλάχιστον πιο ελεύθερα και φιλειρηνικά και ανεξίθρησκα. Αλλά τι συζητάμε τελικά για διακρίσεις και είδη; Το πρώτο «μυθιστόρημα» που έγινε ποτέ είναι ένα ποίημα: η «Οδύσσεια».
Το 2007 παρουσιάστηκε το θεατρικό σας έργο Ο Νιπτήρας. Ένα άλλο είδος γραφής διεκδικεί θέση ανάμεσα στα προηγούμενα δυο;
Και το 2008, μία ομάδα στη Θεσσαλονίκη, το «Σχήμα εκτός άξονα», παρουσίασε στο θέατρο μία δική του σύνθεση από ήδη υπάρχοντα κείμενά μου («ποίηση» – «πεζογραφία»), υπό τον τίτλο «Μπλομ!». Το λέω αυτό γιατί έχω την αίσθηση πως φυσικός χώρος της γραφής μου είναι το θέατρο, αλλά με την πολύ πιο ευρεία έννοιά του. Για την ποιότητα ενός κειμένου, έχω πάντα δύο βασικά κριτήρια. Το ένα: αν διαθέτει επείγον αίτημα ανακοίνωσης και αποκάλυψης μπροστά στο βλέμμα του κάθε άλλου. Το δεύτερο: αν έχει ακροαματική λειτουργία και ισχυρά στοιχεία προφορικότητας. Γι’ αυτό και ό,τι γράφω το δοκιμάζω (πρώτα μόνος μου, ύστερα μπροστά σε άλλους) μέσα από τη δική μου σωματική φωνή. Μόνο αν ο εξερχόμενος ήχος στέκει, μόνο αν το ποίημα ή το διήγημα μπορεί και εμψυχώνεται μέσα από τα ποικίλματα, τη ρυθμολογία και τα ηχοχρώματα της φωνής, αν δηλαδή έχει αποτυπωθεί πάνω και μέσα του κάτι από την άγραφτη και άρρητη «γλώσσα» του σώματος, αποφασίζω ότι το κείμενό μου είναι «σωστό» και μπορεί να δημοσιευτεί. Μιλώ, βέβαια, πάντα για μία προφορική διάσταση πολύ επεξεργασμένη, για εξισορρόπηση ανάμεσα στη φωνητική ομιλία και στη σύμβαση της σιωπηρής ανάγνωσης. Πάντως ναι, έχω έτοιμο και ένα ακόμη θεατρικό έργο (δηλαδή: κάτι που έγραψα με τη σκέψη πως προτιμώ να παιχτεί εξαρχής στο θέατρο), όπως και ένα-δυο ακόμη θεατρικά σχέδια, μάλλον αρκετά απώτερα αυτά. Εξακολουθεί να με προβληματίζει, πάντως, το εξής: δεν είμαι καθόλου, μα καθόλου, βέβαιος τι μπορεί να είναι σήμερα ένα «θεατρικό έργο». Δύσκολα με ικανοποιεί το θέατρο του λόγου, όπως ακόμη συνήθως το εννοούμε, γι’ αυτό και θα προτιμούσα να γράφω για συγκεκριμένους ανθρώπους στο πλαίσιο μιας ομάδας. Μέχρι να πειστώ και να ξεφοβηθώ και να το αποφασίσω, προτιμώ μάλλον να γίνομαι –όταν και όπου μπορώ– εγώ ο ίδιος performer των κειμένων μου: Μπροστά σε κοινό, μετατρέπεσαι ολόκληρος στο κείμενό σου, είσαι μαζί το τύμπανο αλλά και ο τυμπανιστής.
Σημ.: Οι τρεις πρώτες φωτογραφίες του συγγραφέα είναι από τους: Γιάννη Ισιδώρου, Greek Gay Lolita και Κατερίνα Ηλιοπούλου αντίστοιχα.
0 Σχόλια to “Στο αίθριο του Πανδοχείου, 34. Βασίλης Αμανατίδης”