Η τραγικότητα μιας κοσμοπολίτικης αποικιοκρατίας
Γιατί βρισκόμουν εδώ; Βρισκόμουν εξαιτίας μιας καρτ – ποστάλ από τη μητέρα μου που θα μπορούσε άνετα να είχε χαθεί – σε οποιοδήποτε καζίνο οι πιθανότητες δεν γίνονταν να είναι μεγαλύτερες. Υπάρχουν άνθρωποι που ανήκουν αναπόσπαστα σε μια χώρα από την ώρα που γεννιούνται, που ο δεσμός τους παραμένει άρρηκτος από την ακόμα κι όταν την εγκαταλείπουν. Και υπάρχουν κι όσοι ανήκουν σε μια επαρχία, σε μια κομητεία, σε ένα χωριό, αλλά εγώ δεν μπορούσα να νιώσω το παραμικρό δέσιμο με τα εκατόν τόσα τετραγωνικά χιλιόμετρα γύρω από τους κήπους και τα βουλεβάρτα του Μόντε Κάρλο, μιας πόλης περαστικών. Μεγαλύτερο δεσμό αισθανόμουν εδώ, μ’ αυτή την εξαθλιωμένη χώρα του τρόμου, που διάλεξε για μένα η τύχη. [σ. 301]
Είναι οι φράσεις που εκφράζουν ιδανικά την ιδιοσυγκρασία των χαρακτήρων που υποκρίνονται εαυτούς και άλλους στο θέατρο που διαδραματίζεται εδώ. Και είναι και μια μορφή εξομολόγησης που ακόμα κι όταν δεν μονολογεί όπως εδώ ο αφηγητής πάντα έχει στην άκρη της σκέψη του. Και πράγματι, ο κύριος Μπράουν, ιδιοκτήτης κληρονομηθέντος ξενοδοχείου στο Πορτ – ω – Πρενς, επιμένει να ζει στον τρομερό τόπο που του επιφύλαξε όχι μόνο η τύχη αλλά και ο ίδιος του ο περιπλανώμενος ψυχισμός.
Τα διαπιστευτήρια και τα επισκεπτήρια των υπόλοιπων συμπαικτών του στο πολιτικό θέατρο του παράλογου αλλά και της μανιασμένης ατομικής φιλοδοξίας κατατίθενται εν πλω, στα καταστρώματα και στα σαλόνια της Μήδειας, ενός φορτηγού πλοίου που ταξιδεύει προς την Αϊτή. Δεν πρόκειται για μια φωτεινό, εξωτικό προορισμό, με τον οποίο έχει απατηλά ταυτιστεί στα συλλογικά υποσυνείδητα των Δυτικών, αλλά για την εφιαλτική δικτατορική επικράτεια του Ντυβαλιέ (Πάπα Ντοκ), των αρχών της δεκαετίας του ’60. Από την μία ο κύριος και η κυρία Σμιθ, πρώην υποψήφιο προεδρικό ζεύγος, δηλώνουν σταυροφόροι της χορτοφαγίας, υποστηρίζοντας ότι μπορεί πράγματι αυτή να εξαλείψει την βιαιότητα της ανθρώπινης συμπεριφοράς· από την άλλη ο «ταγματάρχης» κύριος Τζόουνς, αυτοαποκαλούμενος βετεράνος του πολέμου της Βιρμανίας, δηλώνει με κάθε τρόπο τον ριψοκίνδυνο αντικομφορμισμό του σ’ έναν κόσμο συμβιβασμένων.
Αυτή η πρώτη τριμερής διάκριση μοιάζει τόσο ενδιαφέρουσα όσο και επίπλαστη: ο μοναχικός τυχοδιώκτης, ο ορθόδοξος, ειρηνικός χαρακτήρας και ο ανορθόδοξος πολεμιστής, όλοι με σκοτεινά παρελθόντα και αμφίβολα μέλλοντα, μοιάζουν να έχουν μοιράσει ρόλους και ιδιότητες υπό την καθοδήγηση του ενορχηστρωτή – του συγγραφέα ή της ίδιας τους της μοίρας. Είναι ακριβώς οι ίδιες οι συγκυρίες που τους έχουν πλάσει στην μορφή με την οποία εμφανίζονται τώρα στο ζοφερό νησί.
Προτού δούμε ως σημερινοί πλέον αναγνώστες πώς λειτουργεί η γραφή του Γκρην εν έτει 2015, έχουμε ήδη προσκληθεί στην πάντα πειστική, κινηματογραφική ατμόσφαιρα της ιστορίας του. Και σίγουρα οι σελίδες του καταστρώματος, όπου γίνεται και η πρώτη γνωριμία των ηρώων, έχουν πάντα μια γοητεία, αλλά είναι η ίδια η απόβαση στο νησί που ενεργοποιεί το μόνιμο, πηχτό σκοτάδι, στο οποίο έχει βουτήξει την χώρα το καθεστώς του Ντυβαλιέ. Αντιλαμβάνεται κανείς ότι η παρουσία τους στο έρημο ξενοδοχείο ενεργοποιεί ήδη τα αντανακλαστικά των σκοτεινών πολιτικών δυνάμεών αλλά και της ανεξέλεγκτης παρουσίας των παραστρατιωτικών του ομάδων. Οι τελευταίοι εκτός από δολοφονικές μηχανές, ακολουθούν μια παρά φύσιν βουντού δεισιδαιμονία που ενίσχυσε σε πιστούς και άπιστους υποτελείς ο διεφθαρμένος δικτάτορας. Άλλωστε οι ίδιες οι βουντού τελετές μοιάζουν να διαδραματίζουν μέγιστο ρόλο στην ιδιωτική και την δημόσια ζωή της Αϊτής.
Ο αφηγητής γνωρίζει ότι στη ζωή των περισσότερων ανθρώπων υπάρχει ένα σημείο χωρίς επιστροφή, το οποίο περνάει απαρατήρητο – και σίγουρα αυτό το σημείο αφορά και τον αδιέξοδο έρωτά του. Στην Αϊτή δεν τον περιμένει μόνο ένα έρημο ξενοδοχείο αλλά κι ένας εξίσου έρημος ερωτικός δεσμός, με την Μάρτα, σύζυγο ενός διπλωμάτη. Οι σελίδες που περιγράφουν τις συναντήσεις τους κάτω από το άγαλμα του Κολόμβου και αλλού είναι από τις πλέον κινηματογραφικές. Εγκλωβισμένη για χρόνια στο νησί, περιορισμένη από τις συνεχείς απαγορεύσεις κυκλοφορίας, ματαιωμένη σε μια συμβιβασμένη συζυγική σχέση και σε μια δύσκολη μητρότητα, είναι η απόλυτα μοιραία γυναίκα για τον μοναχικό Μπράουν.
Πέρασαν τέσσερις εβδομάδες προτού ξυπνήσω δυστυχισμένος σ’ ένα δωμάτιο με κλιματισμό στη Δυτική 44η οδό της ΝέαςΥόρκης, αφού ονειρεύτηκα ένα κουβάρι από χέρια και πόδια σ’ ένα Πεζώ και ένα άγαλμα που ατένιζε τη θάλασσα. Τότε συνειδητοποίησα πως αργά ή γρήγορα θα γύριζα πίσω, όταν το πείσμα μου ξεθύμαινε, η επιχειρηματική μου συμφωνία αποτύχαινε, και αντιλαμβανόταν ότι μισή φραντζόλα ψωμί φαγωμένη μέσα στον φόβο ήταν προτιμότερη από την απόλυτη ένδεια. [σ. 134]
Ο «στρατιωτικός» (που σύμφωνα με τον αφηγητή μιλάει μια παράξενη, ξεπερασμένη αργκό ξεπερασμένη, σα να την έχει μελετήσει στην παλιά έκδοση κάποιου λεξικού) πηγαίνει ακόμα πιο μακριά βήματα στο θράσος και την αυτοπεποίθηση, ξεχνώντας ότι ακριβώς ο πολεμικός – στρατιωτικός χαρακτήρας του καθεστώτος ετοιμάζεται να τον απορροφήσει μοιραία και οριστικά. Το παρολίγον προεδρικό ζεύγος δεν επέχει θέση κομπάρσου. Το ταξίδι τους σχετίζεται με την ιδέα μιας χορτοφαγικής και ευρύτερα οικολογικής επένδυσης: μια σχετική επιχείρηση στην φαραωνική πόλη Ντυβάλιεβιλ. Το κέντρο χορτοφαγίας σχεδιάζεται να κατασκευαστεί σύμφωνα με ένα σχέδιο – απάτη, σύμφωνα με το οποίο η κυβέρνηση παρέχει εγγύηση για τους μισθούς των εργατών, οι οποίοι θα πληρώνονται πολύ λιγότερο, προτού απολυθούν στο τέλος του μήνα, αφήνοντας το γιαπί έρημο και τους μισθούς στην τσέπη των επιτήδειων, μέχρι να προσληφθεί νέα φουρνιά αργότερα για να ολοκληρώσει το έργο. Αντιλαμβάνεται κανείς πόσο πρώιμα εκφράζει ο συγγραφέας την σύγχρονη παγιωμένη κατάσταση των «μη κερδοσκοπικών οργανώσεων».
Ίσως είναι περιττό να τονιστεί ότι εδώ ο Γκρην γράφει όπως πάντα και διαβάζεται ως ο παλιός καλός λογοτέχνης που κατασκευάζει δομές ως επιδέξιος αρχιτέκτων, αυξομειώνει ρυθμούς ως πεπειραμένος μαέστρος, ζευγαρώνει και τριπλοζευγαρώνει ιστορίες ως ικανός συγγραφέας. Και φυσικά στήνει την πλοκή με αληθινά γεγονότα ακόμη και με πρόσωπα που γνώρισε κατά την παραμονή του στο νησί. Ο Μπράουν αποτελεί το άλτερ έγκο του. Όπως γράφει ο συγγραφέας στην εργαστηριακή του εισαγωγή, το «εγώ» δεν είναι ο μοναδικός φανταστικός χαρακτήρας· μείζονες και ελάσσονες ήρωες έχουν αποκτήσει χαρακτηριστικά που συγχωνεύτηκαν στο μαγειρείο του ασυνείδητου και επανεμφανίζονται αγνώριστα, ώστε ούτε ο ίδιος ο μάγειρας δεν τα αντιλαμβάνεται.
Ο κοσμοπολιτισμός και η αναζήτηση μιας άλλης ζωής στα πέρατα του ασφαλούς κόσμου, όποια κι αν είναι αυτά, είναι μόνο η μια όψη του νομίσματος. Στην άλλη πλευρά αποτυπώνεται η βουλιμική επιθυμία του δυτικού ανθρώπου να κυριαρχήσει σε μια χώρα – πείραμα. Η Αϊτή είναι ένα πεδίο ανοιχτό στα πάντα, συνεπώς και στα δικά τους μεγαλεπήβολα επιχειρηματικά και άλλα σχέδια. Πιστεύουν ότι θα είναι ευπρόσδεκτοι, εφόσον δεν προτίθενται να εναντιωθούν στο καθεστώς αλλά να επενδύσουν στις παρυφές μιας νέας χώρας υπό ανάπτυξη. Μόνο που στην Αϊτή του διεστραμμένου «δόκτορος» Ντυβαλιέ είναι αδύνατον η νύχτα να γίνει πιο σκοτεινή και σύντομα θα διαψευστούν. Κάποιος θα βρεθεί πρόωρα στην φυλακή, κάποιος άλλος δεν θα αντέξει για πολύ την νομιμοφροσύνη του στο καθεστώς. Άλλη μια πολιτικά αφυπνισμένη μορφή ετοιμάζεται να προστεθεί στην σχετική πινακοθήκη.
Εκδ. Πόλις, 2014, μτφ. Κλαίρη Παπαμιχαήλ, σελ. 398. Με 193 σημειώσεις της μεταφράστριας [Graham Greene, The Comedians, 1966].
Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό (δε)κατα, τεύχος 44, χειμώνας 2015 – 2015.
Στις εικόνες: H Αϊτή στις δεκαετίες του 1950 και 1960, ο δικτάτορας σε ελενίτ αυλή και σε γραμματόσημο, ο συγγραφέας και ο δίσκος Haiti Direct: Big Band, Mini Jazz & Twoubadou Sounds, 1960-1978, μια ιδανική εισαγωγή στην Αϊτινή μουσική πριν και κατά την διάρκεια των καθεστώτων του Ντυβαλιέ.
0 Σχόλια to “Γκράχαμ Γκρην – Οι θεατρίνοι”