Nick Bland – Οι φάλαινες βγήκαν από τις θάλασσες

Η τελευταία λύση… ή, μάλλον, όχι, η προτελευταία!

Η δραματική μόλυνση των θαλασσών και ο αφανισμός των ζώων τους αποτελούν πλέον συχνό αντικείμενο των παιδικών βιβλίων, με απλό, απλοϊκό ή αμιγώς διδακτικό τρόπο, όμως εμφανίζονται και βιβλία σαν κι αυτό που αγγίζουν το θέμα με περίτεχνο, «λοξό» και οπωσδήποτε πρωτότυπο τρόπο. Γιατί εδώ δεν είναι μόνο τα ζώα, στην προκείμενη περίπτωση οι φάλαινες, που μιλάνε οι ίδιες για όσα υφίστανται, αλλά είναι η μεγάλη τους, αδιανόητη έξοδος τους από τις θάλασσες που έρχεται να ξυπνήσει τους ανθρώπους. Ας φανταστούμε λοιπόν…

… μια μεγάλη παραλία, μια μακριά αποβάθρα, ξύλινες σκάλες που οδηγούν στα παραθαλάσσια σπίτια και ξαφνικά, φάλαινες τεράστιες να σηκώνονται στα δυο τους πόδια, στα πίσω πτερύγια ήθελα να πω, να βγαίνουν στην άμμο και να ανηφορίζουν τις σκάλες. Ας φανταστούμε τις αντιδράσεις των ανθρώπων: τα παιδιά να ενθουσιάζονται, τις μαμάδες να μην πιστεύουν στα μάτια τους, τους «μεγάλους» να συνοφρυώνονται. Πώς θα φάνε; Μα κρατάνε θησαυρούς από τα ναυάγια αρκετούς για να αγοράσουν όσα ψάρια θέλουν. Που θα δροσίζονται; Στα κολυμβητήρια, παρέα μ’ ένα βιβλίο. Πώς θα ψυχαγωγούνται; Νοικιάζοντας ποδήλατα, κι ας φεύγει η μία ρόδα από εκεί κι ας ξεφουσκώνει η άλλη παραπέρα. Θα στριμωχτούν στο μετρό, θα συμμετάσχουν στην παράσταση Η λίμνη των φαλαινών, θα κάθονται στην μία άκρη στα παγκάκια σηκώνοντας στον αέρα την άλλη.

Με δυο λόγια, οι φάλαινες βρήκαν τον τρόπο να ζήσουν στην στεριά. Αλλά οι άνθρωποι δυσανασχετούν: όταν τα μεγάλα θηλαστικά παίζουν σχοινάκι, τα πεζοδρόμια ραγίζουν· οι δρόμοι γεμίζουν ψαροκόκαλα, τα φαγητά στα εστιατόρια εξαντλούνται γρήγορα, οι αγρότες πλημμυρίζουν τα χωράφια για να καλλιεργήσουν τροφή για τις ίδιες, τα σκουπίδια προσελκύουν πουλιά που λερώνουν τα πάντα. Οι άνθρωποι βγαίνουν στους δρόμους «με συνθήματα φρικτά, αντιφαλαινικά» και διαδηλώνουν κάτω από τις τεράστιες αιώρες που έχουν κρεμάσει ανάμεσα στα κτίρια. Αλλά τα παιδιά έχουν ένστικτο, ψυχανεμίζονται, αντιλαμβάνονται ότι πρέπει να υπάρχει κάποιος λόγος. Και βγαίνει η μικρή Φρίντα στο μπαλκόνι να ρωτήσει τις ίδιες γιατί άφησαν τις θάλασσες και κατέκλυσαν τις στεριές.

Θεόρατη μια φάλαινα στέκει κάτω από το μπαλκόνι της Φρίντας, μεγάλο και το λυπημένο μάτι με το δάκρυ, απεγνωσμένα τα λόγια της: Πώς να ζήσουν στην θάλασσα όταν έχει γίνει ένας πελώριος σκουπιδοτενεκές; Μόλις κάποιος την καθαρίσει θα επιστρέψουν αμέσως, χωρίς αναβολές. Κι αυτό γίνεται! Οι δύτες βγαίνουν με γεμάτες σκουπιδοσακούλες, οι φάλαινες βουτάνε χαρούμενες προς το σπίτι τους, τα παιδιά συγκινημένα τις αποχαιρετούν στην αποβάθρα. Κι όταν βουτήξει και η τελευταία, κάποιοι αναπολούν με τρυφερότητα (και κάποιοι θυμούνται σκυθρωπά) την εποχή που οι φάλαινες βγήκαν από τις θάλασσες και ήρθαν στις πόλεις και στα χωριά.

Το γράψαμε και στην αρχή: είναι εξαιρετικά πρωτότυπος και πειστικός ο τρόπος που διάλεξε ο Αυστραλός συγγραφέας και εικονογράφος για να μιλήσει στους αναγνώστες για την μόλυνση του υδάτινου περιβάλλοντος και την επίπτωσή της στην θαλάσσια ζωή. Στις θεαματικές εικόνες του, όσο «αταίριαστες» και «ασυνήθιστες» στο ανθρώπινο περιβάλλον κι αν μοιάζουν οι τεράστιες φάλαινες, το ίδιο αδιανόητο και απαράδεκτο είναι το γεγονός της καταστροφής των σπιτιών τους από τα ανθρώπινα χέρια. Η λογική που λείπει από τους ανθρώπους χρησιμοποιείται από τις ίδιες τις φάλαινες ως έσχατη λύση: το σπίτι μας είναι αβίωτο, άρα μετακομίζουμε σε άλλο σπίτι. Όμως εμφανίζεται μια καλύτερη λύση χάρη στην αντίληψη των παιδιών, γιατί αυτά είναι οι μελλοντικοί χειριστές του περιβάλλοντος, που από τώρα μαθαίνουν τι ακριβώς συμβαίνει και πως οφείλουν να κάνουν οτιδήποτε περνάει και θα περνάει από το χέρι τους για να το καθαρίσουν και να το προφυλάξουν για την αρμονική ζωή όλων των ζωντανών οργανισμών του.

Γέννημα θρέμμα της Αυστραλίας, ο Nick Bland ήθελε από μικρός να γίνει καρτουνίστας και μια εργασία σε βιβλιοπωλείο (και το διάβασμα όλων των παιδικών βιβλίων εκεί) στερέωσε οριστικά και αμετάκλητα την απόφασή του για συνδυασμό συγγραφής και εικονογράφησης. Εργάζεται και ως διοργανωτής δραστηριοτήτων με παιδιά αβορίγινων και αναζητά τρόπο να συνδυάσει τις δυο δουλειές του. Είμαι βέβαιος πως θα τον βρει.

Εκδ. Παπαδόπουλος, 2022, απόδοση: Πετρούλα Γαβριηλίδου, [Walk of the whales, 2021]

Ηλικίες: 3+

Δημοσίευση και στο Πανδοχείο των παιδιών, εδώ.

Οι ξυπόλητες των ταινιών, 43. Οι ελευθέριες. Επιστολή στην Κατρίν Ντενέβ, ΙΙΙ

Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών. Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος

Η σπονδυλωτή στήλη του Πανδοχέα στον ηλεκτρονικό Χάρτη

Τεύχος 63 (Μάρτιος 2024), εδώ

Οι ξυπόλητες των ταινιών, 43. Οι ελευθέριες. Επιστολή στην Κατρίν Ντενέβ,  ΙΙΙ

Όπου ο συγγραφέας του απόλυτου βιβλίου των γυμνών ποδιών αναζητά τις ξυπόλητες γυναίκες των κινηματογραφικών ταινιών και μυείται στα μυστικά τους.

Αγαπημένη μου Κατρίν, στο πρώτο μου γράμμα έγινα ο εραστής σου, και ζήσαμε στο καταφύγιό μου σ’ ένα ερημικό νησί· στο δεύτερο έγινα ο ηδονοβλεψίας των ημερών σου, ιδίως στο πορνείο όπου αφιέρωνες τρεις μεσημβρινές ώρες ημερησίως και τώρα, στο τρίτο και τελευταίο, δεν μένει παρά να επιστρέψω στην ταπεινή θέση του θεατή και να σε λατρεύσω σιωπηλά ενώ εσύ θα είσαι ξανά ελεύθερη να κάνεις ό,τι θέλεις. Νοίκιασα λοιπόν μερικές ημέρες από την ζωή σου σε βιντεοκασέτα και έσπευσα στο μοναχικό μου σπίτι να δω τι σήμαινε η φράση «Ζούσε τον έρωτα χωρίς δεσμεύσεις» που αναγραφόταν στο εξώφυλλο του πλαστικού κουτιού.

Σε είδα στο αεροδρόμιο, να αστράφτεις ανάμεσα στις ταξιδιωτικές διαφημιστικές πινακίδες, τα πολύχρωμα σημαιάκια και τα λογότυπα των αεροπορικών εταιριών, μαζί με τον σύντροφό σου, και όμως, όταν ο δημοσιογράφος του ραδιοφώνου Europe 1 Φρανσουά Τάδε, θαμπωμένος από την ομορφιά σου, άλλαξε την θέση του στο αεροπλάνο για να εισέλθει στο οπτικό σου πεδίο, κολακεύτηκες από το επίμονο βλέμμα και όταν φτάσατε προτίμησες να τον ακολουθήσεις, παρατώντας τον άλλον σύξυλο. Πώς; Απλώς σε προσκάλεσε να μπεις στο δικό του ταξί κι εσύ το έκανες. Ερωτευτήκατε, λέγατε, από την πρώτη ματιά και αμελλητί αρχίσατε μέλιτος ημέρες. Όμως άλλα έλεγε η έξη σου αλλά και ο αδελφός σου, που ωφελούνταν από τις πρότερες δοσοληψίες σου και τώρα δεν βολευόταν με την «στεγνή» σου μονιμότητα.

Παρά το γεγονός ότι το σενάριο του βίου σου έχει μακρινή καταγωγή από την Μανόν Λεσκώ του Αββά Πρεβώ, ενός μυθιστορήματος περασμένου αιώνα, τελικά ύφανες πάνω του μια δική σου προσωπικότητα, αναμφίβολα ταιριαστή στην εποχή του 1968, στην οποία αναφέρεται η ταινία. Χρησιμοποιείς λοιπόν την σαγήνη σου για να προσελκύσεις τους άντρες και προτείνεις την ερωτική σου διαθεσιμότητα για να απολαμβάνεις τις περιποιήσεις των ενδιαφερόμενων καταθετών. Όμως ο Φρανσουά ήταν ένας «απλός» ρεπόρτερ και δεν είχε άλλη λύση από τις προκαταβολές του μισθού του, ενώ εισέπραττε και χρήματα για ταξιδιωτικές αποστολές στις οποίες δεν πήγαινε παρά έγραφε τα άρθρα του με άλλες πηγές.

Κάθε ζεύγος υπογράφει την ιδρυτική πράξη του έρωτά του, αλλά εσείς δεν καταλήξατε ούτε στο προσύμφωνο. Καθώς παίρνατε το μπάνιο σας, πλάτη με πλάτη, και σαπούνιζες με φιλαρέσκεια το πόδι σου, διαφωνήσατε στα πάντα. Του είπες: «δεν έχει σημασία με πόσους έχω πάει αλλά πόσους έχω αγαπήσει», «είναι αδιάφορο για τις γυναίκες αν απατούν αλλά αν και πώς αγαπούν» και ότι, αν ο Φρανσουά δεν σε αγγίξει μετά κάποια απιστία σου, όπως είπε, «αυτό θα σημαίνει πως δεν σε αγαπά». Ρίχτηκε πάνω σου και σε βίασε παρά την αντίστασή σου. Τον έβαλες να ορκιστεί πως υπήρξες η πρώτη και θα είσαι η τελευταία γυναίκα που βιάζει, μεταμορφώνοντας την βία του σε ορκισμένη δέσμευση.

Ερωτεύτηκες λοιπόν, αν και κάπως γρήγορα, έναν άντρα, αυτό όμως δεν σε εμπόδισε με την πρώτη ευκαιρία να τον αφήσεις και μάλιστα κρυφά, αποχωρώντας από μια επίδειξη μόδας, στέλνοντας μια άλλη γυναίκα να τον ενημερώσει πως ήδη ταξιδεύεις προς τις Νότιες Θάλασσες, ίσως και να τον παρηγορήσει. Αυτός ήταν ανένδοτος και μέσα στο γιοτ όπου απολάμβανες το αλατισμένο φως της απόδρασης πληροφορήθηκες ότι διακαώς απαιτούσε την επιστροφή σου όχι χωρίς κάποιες απειλές οριστικής φυγής. Όταν έφυγες λοιπόν να τον βρεις, ο απαγωγέας σου απλά δήλωνε πως «η Μανόν είναι απρόβλεπτα γοητευτική και στις δυο εκδοχές της: όταν είναι τριγύρω και όταν δεν είναι».

Μου φάνηκε, πάντως, πως δυσαρεστήθηκες όταν πήγες να του κάνεις έκπληξη στην Στοκχόλμη, και διαπίστωσες ότι μια άλλη γυναίκα βρισκόταν μαζί του στο δωμάτιο του ξενοδοχείου. Ήταν πρωί και προφανώς είχαν κάνει έρωτα και την νύχτα και λίγο νωρίτερα. Περίμενες στο χολ να ακούσεις την κουβέντα τους και εμφανίστηκες χωρίς να εκπλαγεί κανείς. Προτού φύγει, η νέα σου είπε ότι καταλαβαίνει γιατί τον αναζήτησες, καθώς είναι υπέροχος εραστής, σε ευχαρίστησε που δεν τους διέκοψες (συνεπώς μάλλον άκουσε την αναπνοή σου στο χολ), και σας αποχαιρέτησε για να γιορτάσει την επέτειο του ενός χρόνου με τον φίλο της. Χωρίς ίχνος μεταμέλειας ο Φρανσουά σου εξήγησε πως είναι και εκείνη ελευθέρια και του ζήτησε να την αποκαλεί mon amour κι ας είχαν ιστορία διάρκειας είκοσι τεσσάρων ωρών. Επανήλθες στην κοσμοθεωρία σου και του υπενθύμισες πως τίποτα δεν σας κρατά από το να είστε ευτυχισμένοι, ενώ εκείνος επέμεινε πως τα πάντα σας εμποδίζουν.

Σε κάποιο μπαρ ο αδελφός σου τα έπινε με τον Φρανσουά και τον έδειξε σε μια γυναίκα δίπλα: «δείτε αυτόν, ζηλεύει την αγαπημένη του!». Κι εκείνη ρώτησε: «τι σημαίνει αυτό;». Ο αδελφός σου του θύμισε το γνωστό επίγραμμα «Κάντε έρωτα όχι πόλεμο», του φόρεσε ένα λουλούδι στο αυτί και του έδειξε τους νέους που χόρευαν σ’ ένα οργιώδες ψυχεδελικό φανκ του Serge Gainsbourg: «Κοίταξέ τους, ο καθένας έχει απατήσει τον άλλον και θα συνεχίσουν να το κάνουν, αλλά εσύ είσαι τυχερός, o μόνος που δεν θα απατηθεί». Νέοι καιροί και νέα ήθη ή αρχαιότατοι καιροί και παμπάλαια ήθη;

Υπήρξαν και άλλες στιγμές ενδεικτικές του χάσματος ανάμεσά σας, όπως όταν δακτυλογράφησε μια πρόταση γάμου αλλά του απάντησες ότι τον αγαπάς πολύ για να τον παντρευτείς ή όταν σε είδε υπό βροχή να ξεπροβάλλεις από το παράθυρο ενός αυτοκινήτου, γλίστρησε ανάμεσα στους διαδρόμους του μποτιλιαρίσματος, στάθηκε μπροστά στο καπό και σου ζήτησε να επιλέξεις μέχρι να μετρήσει ως το πέντε – με χρονόμετρο τους υαλοκαθαριστήρες! Βγήκες και πήγες δίπλα του, αν και ο μέχρι πρότινος οδηγός σου είπε πως ένας άντρας δεν θα είναι ποτέ αρκετός για την Μανόν. Φυσικά χτυπήθηκαν στη μέση του δρόμου, ενώ εσύ μάλλον αδιαφόρησες για το τετριμμένο θέαμα.

Το θέμα είναι ότι ο Φρανσουά απολύθηκε επειδή επινόησε μια ψεύτικη ανταπόκριση από την Βολιβία, τα χρήματα τελείωσαν και έπρεπε να αποδεχτείς την συντροφιά ενός πλούσιου επιχειρηματία. Περνούσες μαζί του τον χρόνο σου, ενώ διαβεβαίωνες τον απεγνωσμένο σου Φρανσουά πως, όπως και με τους άλλους χορηγούς, ποτέ δεν κάνατε έρωτα, μόνο του αρκούσε να σε συντροφεύει και φυσικά να κυκλοφορεί μαζί σου. Άλλος ένας δηλαδή που δεν του έμενε παρά να χαζεύει την ωραιότητά σου και να σε περιφέρει ως τρόπαιο. Ζούσες, άλλωστε, στην Κοινωνία του Ματιού: η ομορφιά σου δεν υπήρχε χωρίς αυτό· ακόμα και στους τίτλους της αρχής δεκάδες γυναίκες εικονίζονταν να αλλάζουν φορέματα και κάλτσες, έτοιμες να καταβροχθιστούν από βλέμματα. Όταν κανονίσατε να σε συνοδεύσει στον οίκο μόδας για να δοκιμάσεις το ρούχο που θα σου χάριζε, τηλεφώνησες στον Φρανσουά να σε περιμένει σε κάποιο δοκιμαστήριο στα ενδότερα. Εκεί ερωτοτροπήσατε με την ησυχία σας, ενώ ο πλουσιοπάροχος συνοδός περίμενε ανήσυχος και εμείς οι θεατές σας βλέπαμε σαν ηδονοβλεψίες, ώμους και μισόκλειστα μάτια μόλις να διακρίνονται ανάμεσα στα κρεμασμένα υφάσματα. Μετά τον διαβεβαίωσες πως δουλεύεις για τους δυο σας (δεν του άρεσε, σε χαστούκισε, γιατί αυτό μόνο γνώριζε να κάνει απέναντι στην ρητορική της αγάπης, να επιβάλλει την ύλη της σάρκας) και τον ικέτευσες να σε αγαπά.

Στο τέλος, σε μια θεαματική έξοδο από την παθητικότητα, ήρθε και σε άρπαξε από το παραθαλάσσιο σπίτι του αγοραστή. Αποδράσατε μ’ ένα μηχανοκίνητο σκάφος και ανεβήκατε λαθραία σ’ ένα τραίνο. Ήσουν ξυπόλητη, όπως έφυγες από το σπίτι. Διαμαρτυρήθηκες, οργίστηκες, αρνήθηκες να τον ακούσεις. Εμφανώς σε ανησυχούσε ότι αν του δώσεις την πολυπόθητη αποκλειστικότητα, αυτό θα ήταν η αρχή του τέλους του έρωτά σας, ίσως και κάθε έρωτα. Όμως ήδη τον ακολουθούσες και το πείσμα στο πρόσωπό σου έδειχνε ότι είχες ήδη αρχίσει να αποδέχεσαι την φυγή σας. Πηδήξατε από το βαγόνι και προχωρούσες στις μυτερές πέτρες βγάζοντας μικρές κραυγές και κοιτάζοντας τις κοπές στα πέλματά σου. Στην τελευταία εικόνα σου, κάθισες σ’ ένα σωρό από σκουροκίτρινους σωλήνες, με το ναυτικό σου πηλίκιο, πάντα ανυπόδητη, έτοιμη πλέον να μπεις οριστικά στον κόσμο του πραγματικού έρωτα και όλων των ανεχειών που υπόσχεται.

Προς στιγμήν σκέφτηκα, τι ολική μεταστροφή! Να οφειλόταν άραγε στην θεαματική αποφασιστική διεκδίκηση του Φρανσουά ή στην δική σου συνειδητοποίηση πως ο έρωτας δεν επιδέχεται διαλείμματα, συμφέροντα ή δόλια μοιράσματα; Όμως και πάλι έκανα λάθος: καθώς κάνατε οτοστόπ στον αυτοκινητόδρομο, κι ενώ τα αυτοκίνητα σας προσπερνούσαν, σταμάτησε ένα σπορ αμάξι με οδηγό πρόθυμο, μόνο και πολλά υποσχόμενο. Του χαμογέλασες και τώρα το έβλεπα καθαρά: θα συνεχίζατε στο δικό σου μοντέλο. Τελικά ήταν ο Φρανσουά που αποδέχτηκε ότι οι επιθυμίες μιας γυναίκας δεν φυλακίζονται κι εκείνη θα παραμένει ελεύθερη, με αυτόν ή χωρίς αυτόν.

Αν η παλαιά Μανόν, που ενέπνευσε ταινίες, θεατρικά έργα, όπερες, μπαλέτα, μυθιστορήματα και κόμικς, είχε να σπάσει τόσα «ταμπού» στην εποχή της, εσύ τι θα κατάφερνες το 1968 της σεξουαλικής επανάστασης; Ίσως να συνεισφέρεις στο ζήτημα του έρωτα που θεωρεί ότι δεν είναι έρωτας αν δεν είναι αποκλειστικός; Αναμφίβολα η σχέση ερωτικής ελευθεριότητας και δεσμευτικού ερωτικού συναισθήματος προκαλεί αναταράξεις άξιες κινηματογράφησης αλλά τι ταινία ήταν αυτή που καταδέχτηκες να συμμετάσχεις; Ελαφριά και κάπως αδιάφορη, διασώζει μόνο την μορφή σου, με την διακαή επιθυμία να αρέσει παντού και να ωφελείται από αυτήν ακριβώς την αρέσκεια, σε ένα σενάριο όπου τίποτε άλλο δεν είναι πειστικό. Όμως μη νοιάζεσαι, έχω αγαπήσει τις ταινίες που ταιριάζουν στη φόρμα της βιντεοκασέτας, αυτές που τις λένε δεύτερες, βήτα ποιότητας και λοιπά, επειδή ακόμα και σε αυτές, η γυναίκα που με ενδιαφέρει βρίσκει τον τρόπο, έστω και αν δεν συμφωνεί με όσα την βάζουν να κάνει πως κάνει, να μιλήσει με μια καίρια φράση, με τα χείλη της ή με τα πόδια της.

Και, πράγματι, τα πόδια σου δεν μίλησαν μόνο στην σκηνή της μπανιέρας στην αρχή ή της ξυπόλητης φυγής στο τέλος αλλά και σε μια άλλη, φευγαλέα στιγμή. Βρισκόσουν στο καθιστικό του δυστυχούς ευκατάστατου, φορώντας ένα μακρύ μπλε σπιτικό φόρεμα. Τηλεφώνησες στον Φρανσουά, που είχες παρουσιάσει ως αδελφό σου, και του έδωσες ραντεβού στον οίκο μόδας. Εκείνος σε κοίταζε καχύποπτα, κι ας επρόκειτο να σε συνοδεύσει. Μετά κάθισες σαν σε ανάκλιντρο και τον κοίταξες με την γνωστή σου φιλαρέσκεια. Το βλέμμα του πήγε στα γυμνά σου πόδια κι εσύ κυμάτισες ελαφρά τα δάχτυλά σου, επίτηδες ή ασυναίσθητα. Όχι: επίτηδες. Ήρθε μπροστά τους, γονάτισε, τα πήρε στα χέρια του και τα φίλησε περιπαθώς, με τρόπο απελπισμένο, γνωρίζοντας πως αρκεί μια κίνησή τους για να τον μαλακώσει (ή να τον σκληρύνει, εξαρτάται από την οπτική), πως θα κυματίζουν για πολλούς άλλους, θα περπατάνε προς νέους εραστές και δεν γίνουν ποτέ δικά του. Ίσως προειδοποιούσες και όλους εμάς, ότι τα πόδια που θα θαυμάσουμε ή θα λατρεύσουμε, θα ανήκουν σε γυναίκες που από την φύση τους είναι φευγαλέες και ελεύθερες.

Θυμάμαι που στις αυθόρμητες εξαφανίσεις σου έλεγες «Τώρα κάνω κάτι τρελό, αλλά θα το σκεφτώ αύριο ή σε μια εβδομάδα». Σε κάποια άλλη στιγμή ανέσυρες το απόφθεγμα ενός πρίγκιπα που έλεγε ότι στον έρωτα μόνο η αρχή είναι ωραία. Πρότεινες έναν νέο τρόπο ερωτικής ζωής, την σεξουαλική διαθεσιμότητα και την πνευματική μονογαμία. Τι έμεινε από αυτά, σήμερα, εκτός από μερικές ταινίες που σκονίζονται στα κλειστά πια βιντεοκλάμπ; Ίσως μια φράση που δήλωσες σε κάποια συνέντευξη: «Ο έρωτας είναι να υποφέρεις. Πάντα κάποιος αγαπά περισσότερο».

Η ταινία: Manon 70 (Jean Aurel, 1970). Η γυναίκα: Catherine Deneuve.

Σημείωση: Ο πλήρης τίτλος του μυθιστορήματος του Abbé Prévost είναι Histoire du chevalier des Grieux et de Manon Lescaut [1731]. Ενδιαφέρουσες συγκρίσεις ανάμεσα στην Μανόν του Λεσκώ και την Μανόν της Ντενέβ, διαβάζονται στο: Jeffrey M. Leichman, Deneuves Manon, The French Review, τ. 91 [αρ.1] (Οκτώβριος 2017), σ. 93-104.