05
Ιον.
23

Οι ξυπόλητες των ταινιών, 35: Οι υπερρεαλιστικές

Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών. Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος

Η σπονδυλωτή στήλη του Πανδοχέα στον ηλεκτρονικό Χάρτη

Τεύχος 54 (Ιούνιος 2023), εδώ

Οι ξυπόλητες των ταινιών, 35: Οι υπερρεαλιστικές

Ήταν η εποχή που άρχισα να υποψιάζομαι πως κάθε απροκάλυπτη έκθεση του γυναικείου πέλματος σε κινηματογραφική ταινία υποκρύπτει ή διακινεί δήλωση γεμιστή νοήματος, κραυγή χωρίς ήχο και μυστικό που δεν εκφέρεται με λόγους και διανέμεται σε λίγους και εκλεκτούς. Η σπανιότητα της σχετικής επίδειξης στις ταινίες των δεκαετιών από το ’40 έως το ’80 επέτασσε συνεχή και εξαντλητική έρευνα. Παρακολουθούσα οποιαδήποτε ήταν ταινία διαθέσιμη σε μεγάλη οθόνη, τηλεοπτικό δέκτη και βιντεοκασέτα και φυλλομετρούσα μανιωδώς τα μεταχειρισμένα κινηματογραφικά περιοδικά που έβρισκα στους πάγκους της φοιτητικής λέσχης. Εκεί, σ’ ένα τεύχος του Φιλμ ή του Cine 7, αδυνατώ να θυμηθώ, τις είδα. Δυο νέες γυναίκες, καθισμένες απέναντι στην κάμερα, με τα γυμνά τους πέλματα ευθεία προς εμένα, φορώντας μαγιώ, με έκφραση αρέσκειας και κοροϊδίας. Πρωτοφανής ευθύβολη πελματογραφία επί οθόνης! Η ταινία τους Μαργαρίτες θα παιζόταν την επομένη σε ένα διήμερο αφιέρωμα στον τσεχοσλοβακικό κινηματογράφο στο Στούντιο στην Πλατείας Αμερικής, λίγα μέτρα από το παλιό μου σπίτι, τώρα πέντε εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά μου. Δηλαδή πολύ μακριά, δηλαδή αδύνατον. Έχει ποτέ κανείς ταξιδέψει μόνο για μια σκηνή ταινίας;

Τις επόμενες ώρες τα δυο μαυρόασπρα κοράσια με προ/σ/καλούσαν με κάθε τρόπο: επίκληση στην λογική (πότε θα εμφανιστούν ξανά τέτοιες ανφάς πατούσες;), στο συναίσθημα (η μέχρι λατρείας συμπάθεια για τις άγνωστές μας γυναίκες του παραπετάσματος) και, φυσικότατα, στην Λιβιδώ. Το πρωί δεν άντεξα: πήρα το ΚΤΕΛ που τερμάτιζε στο Πεδίον του Άρεως. Έφτασα αργά το απόγευμα και  περπάτησα την Πατησίων σα να πήγαινα σε ραντεβού με δυο αξεχώριστα κορίτσια. Μπήκα στο σινεμά και κάθισα στο μέσο της μπροστινής σειράς, λες και ήθελα να προλάβω μήπως κάποιος ανταγωνιστής τις έβλεπε πρώτος.

Τα πέλματα των γυναικών εμφανίστηκαν στο πρώτο λεπτό. Οι δυο γυναίκες κάθονταν με τα πόδια ανοιχτά, χωρίς να υπονοούν καμία διαθεσιμότητα, όπως θλιβερές κοσμικές ερμηνείες προτείνουν, αλλά επειδή εμφανώς έτσι ήθελαν, αδιαφορώντας για το ενδεχόμενο μια τέτοια στάση να είναι ενάντια στους καλούς τρόπους. Το σώμα ήταν δικό τους, οι τρόποι των άλλων, τα εδάφη χωρισμένα. H μια σκάλιζε την μύτη της, η άλλη δοκίμαζε μια τρομπέτα και αντάλλαζαν διαλόγους σαν ρομπότ. – Κανείς δεν καταλαβαίνει τίποτα! – Ή είμαστε εμείς που δεν καταλαβαίνουμε; – Όλα είναι χαλασμένα σ’ αυτόν τον κόσμο! – Αφού ο κόσμος είναι χαλασμένος, θα χαλάσουμε κι εμείς! Οι δυο νεαρές γυναίκες, η μελαχρινή Μαρία και η ξανθιά Μαρία, ζούσαν στην Τσεχοσλοβακία του 1966 και ήθελαν να πάνε κάπου όπου να συμβαίνει κάτι, αλλά πουθενά δεν συνέβαινε τίποτα. Θα το έκαναν λοιπόν να συμβεί!

Η Μαρία Ι έβγαινε με διάφορους εμφανώς μεγαλύτερούς της άντρες σε ακριβά εστιατόρια και σε λίγο εμφανιζόταν όλως τυχαίως η Μαρία ΙΙ, που συστηνόταν ως αδελφή της και ομολογούσε έμπρακτα την λατρεία της για το φαγητό. Έτσι απολάμβαναν και οι δυο το γεύμα, προς μέγιστη απογοήτευση του άντρα που νόμιζε πως θα ξεμονάχιαζε την χορτασμένη συνοδό του. Στο τέλος τον συνοδευόταν εσπευσμένα στο σιδηροδρομικό σταθμό και τον έβαζαν στο τραίνο να φύγει μόνος, ενώ εκείνες ξεκαρδίζονταν στην αποβάθρα. Με τα γεύματα εξασφαλισμένα, σειρά είχε η διασκέδαση. Χόρευαν στα νυχτερινά κέντρα κλέβοντας την προσοχή των πελατών από τους επαγγελματίες χορευτές και έπιναν από τα γεμάτα κρασί ποτήρια από τα τραπέζια όπου κάθονταν διάφοροι έκπληκτοι προνομιούχοι.

Στο δωμάτιό τους, που έμοιαζε με κήπο της Εδέμ, με ψεύτικα δέντρα και σωρούς από μήλα, επιδίδονταν σε διάφορες παιγνιώδεις και ανεξήγητες πράξεις: ντύνονταν και ξεντύνονταν ακατάπαυστα, έτρωγαν σελίδες περιοδικών με φωτογραφίες φαγητών, ξάπλωναν και σχεδίαζαν τις επόμενες κινήσεις τους. Πάντα ξυπόλητες. Για να ζήσουν, έπρεπε να υπάρξουν και για να υπάρξουν έπρεπε να το φωνάξουν. Ντυμένες με τα κομψά τους ρούχα παρέλαυναν τραγουδώντας: Υπάρχουμε, υπάρχουμε! Η σκέψη τους δούλευε διαρκώς σαν μηχανή παραγωγής νέων ιδεών που θα αναστάτωναν τον κόσμο, νέες φάρσες, νέες «κακίες».

Ακόμα και όταν ένας νεαρός άντρας διακήρυξε τον έρωτά του για την μία Μαρία, και δεν φαινόταν να επιθυμεί να εξαγοράσει την αίγλη της με τις συνήθεις παροχές, εκείνη τον απέρριψε με τον ίδιο σκωπτικό τρόπο. Κανείς δεν απαλλασσόταν από την ύποπτη θεσμική επιθυμία να αποκτήσει την κάθε γυναίκα. Η ασυγκράτητη μανία των ανδρών να ικανοποιήσουν το φύλο τους θα τις έβρισκε απέναντι! Αν για όλους αυτούς αποτελούσαν το φλογερό έπαθλο, για εκείνες το φλέγον ερώτημα ήταν άλλο: υπάρχει καθόλου φαγητό; Σε μια προσφιλή τους χειροτεχνία, έκοβαν με ένα μεγάλο ψαλίδι τροφές σε φαλλικό σχήμα – μπανάνες, λουκάνικα, αγγουράκια. Κι ύστερα τις καταβρόχθιζαν, Μαινάδες του δωματίου, Βάκχες σε μεταφορά. Τι έμενε ακόμα να συμβεί; Μέχρι που μπορεί να έφτανε όλη αυτή η κωμωδία; Τι θα γινόταν μετά τον κορεσμό των κοριτσιών από την καθημερινή επανάληψη της φάρσας;

Όταν οι δυο Μαρίες αντιλήφθηκαν το αδιέξοδο των προκλήσεων, όδευσαν προς τη μεγάλη έξοδο. Τέρμα οι ευκολόπιστοι άντρες, τα ατομικά δείπνα και οι δημόσιοι χοροί. Μπορεί σύντομα να ήταν αόρατες για τους άλλους, να τις συνήθιζαν και να μην έκαναν εντύπωση σε κανέναν. Εισέβαλαν σε μια αίθουσα συνεδριάσεων όπου ετοιμαζόταν ένα επίσημο γεύμα. Το τραπέζι ήταν γεμάτο με δεκάδες πιάτα. Για ποιους προοριζόταν μια τόσο μεγάλη ποσότητα φαγητού όταν οι απλοί πολίτες τρέφονταν με τα στοιχειώδη έως και τα ελάχιστα; Οι Μαρίες δοκίμασαν από το κάθε πιάτο κι ύστερα τα κατέστρεψαν όλα. Η σάλα μετατράπηκε σε βομβαρδισμένο τοπίο. Αυτό ήταν. Η εξέγερση έληξε ή ο εχθρός τελικά ήταν κάπου αλλού. Άλλωστε δεν συμπεριφέρθηκαν διαφορετικά από τον αντίπαλο: υπέκυψαν κι αυτές στην τρυφή και στην λαιμαργία. Έσκυψαν να καθαρίσουν τον χώρο, επαναλαμβάνοντας τις φράσεις: Είμαστε κακές και τιμωρούμαστε. Θα είμαστε καλές, θα δουλεύουμε σκληρά και θα είμαστε ευτυχισμένες πια. Οι ζουληγμένες τροφές και τα σπασμένα πιάτα επέστρεψαν στο τραπέζι. Μετά ξάπλωσαν πάνω του, ντυμένες με εφημερίδες που βέβαια είναι το δέρμα της αλήθειας.  Είμαστε κι οι δυο τόσο ευτυχισμένες. Πες το ότι είμαστε ευτυχισμένες. Πες ότι δεν προσποιούμαστε και ότι είμαστε όντως ευτυχισμένες. Αν το πεις, δηλαδή, ισχύει. Έτσι ανάσκελες και ακίνητες, έμοιαζαν νεκρές. Γεια σας τώρα.

Τα φώτα άναψαν κι ένοιωθα μουδιασμένος. Στην αρχή είχα απογοητευτεί από την απουσία πλοκής, μετά βυθίστηκα στον καταιγισμό των χρωμάτων, την δίνη των εικόνων, την αίσθηση του βωβού κινηματογράφου σε ένα μεγάλο καλειδοσκόπιο. Βγήκα στην βρεγμένη Πατησίων και περπάτησα ως το ΚΤΕΛ, στην άκρη της πλατείας Αιγύπτου. Τι απέγιναν εκείνα τα κορίτσια και πόσο υποτάχτηκαν στον κόσμο που απεχθάνονταν. Με ποιες σκέψεις περπατάνε τα βράδια οι Μαρίες της Τσεχοσλοβακίας; Το λεωφορείο αναχώρησε στις 00.00 και ήταν γεμάτο μέχρι την μέση. Μόλις ξεκίνησε, πήγα, όπως συνήθιζα, στα προτελευταία καθίσματα, για να είμαι μόνος. Την ίδια ιδέα είχαν και δυο κορίτσια, που κάθισαν στην διπλανή πλευρά, αριστερά, ένα κάθισμα πιο μπροστά. Δεν είδα τα πρόσωπά τους, μόνο άκουγα την σιγανή τους συνομιλία. Είχαν αποδράσει για λίγες μέρες στην Αθήνα από ένα χωριό έξω από την Θεσσαλονίκη και τώρα επέστρεφαν. Νανουρίστηκα με το βουητό του λεωφορείου και τον ψίθυρο των κοριτσιών. Θα βρούμε δουλειά στην μεγάλη πόλη, δεν θα παγιδευτούμε σε κανένα ρόλο, θα ζήσουμε όπως θέλουμε. Για να κοιμηθώ έφτιαχνα πάντα μια ιστορία, κι αυτή την φορά σκέφτηκα πως ταξίδευα με νυχτερινό λεωφορείο δίπλα στις δυο Μαρίες, στις εθνικές οδούς της Τσεχοσλοβακίας. Υπνωτιζόμουν από τα περιπλεγμένα λόγια τεσσάρων γυναικών.

Αυτοί που είδαν την ταινία μας χωρίς να γνωρίζουν τον τόπο και τον χρόνο μας, θα νόμιζαν πως ήμαστε απλώς δυο αλαφροΐσκιωτες κοπέλες με ζαχαρωτή αναίδεια που ευφραίνονταν με αυτοσχέδια παιχνίδια σ’ έναν κόσμο αγέλαστων και απάνθρωπων στελεχών. Δεν θα σκέφτηκαν πως ζούσαμε σε μια κοινωνία «υπαρκτού σοσιαλισμού» και ξεσπούσαμε για τις ανύπαρκτες ζωές μας. Εκείνη την εποχή νοιώθαμε ότι κάτι είχε αρχίζει να ανθίζει· η άνοιξη της Πράγας ήταν προ των πυλών. Ζητούσαμε δημοκρατία από το κόμμα, η διανόηση ασκούσε έντονη κριτική και παντού υπήρχε διάχυτη η προσδοκία πως κάτι σημαντικό θα συνέβαινε. Δυο χρόνια μετά θα συντριβόμασταν από την σοβιετική επέμβαση.

Ως ανθός των συνθηκών, το Νέο Κύμα του Τσεχοσλοβακικού Σινεμά αδιαφορούσε για τα όρια της κινηματογραφίας. Έφτιαξε νεωτερικές τεχνικές στην φόρμα και στην πλοκή και κράτησε την αισθητική του ντανταϊσμού και του σουρεαλισμού. Οι διάλογοι γίνονταν αυθόρμητοι, το χιούμορ μαύρο, η σάτιρα πολιτική. Στις Μαργαρίτες είχαμε και χρωματικά φίλτρα, κολλάζ εικόνων ως αιφνίδιες σφήνες στο μοντάζ, παράξενους ήχους εναλλάξ με ποικίλη μουσική. Το νέο σινεμά εμφανιζόταν λες και η τέχνη ήταν η  μόνη που μπορούσε να δώσει χρώμα στην άχρωμη ζωή μας. Την ίδια στιγμή εξερευνούσε και τα όρια ενός πολιτικού καθεστώτος. Μέχρι που σκόπευε να φτάσει το σοβιετικό μας σύστημα στην καταπίεση και την ανισότητα; Μέχρι πού σκοπεύαμε να φτάσουμε οι θεατές του;

Οι αταξίες δυο ανάγωγων κοριτσιών, η ανυπακοή μέσω ενός παράλογου ηδονισμού, η μικρή ελευθερία του δωματίου μας, οι λόγοι του καταπιεσμένου μας σώματος, τα γυμνά μας πόδια συνεχώς εντός πλάνου, σα να θέλαμε να ξεκινήσουμε από την αρχή τον κόσμο, αγνές και ξυπόλητες: αυτή ήταν η ταινία μας. Δεν διέθετε πλοκή γιατί η ζωή μας δεν είχε κανένα στοιχείο πλοκής ή ενδιαφέροντος: ήταν δοτή και προδιαγεγραμμένη. Το διάγραμμα όριζε αφοσίωση στον σύζυγο, στην εργασία, στο κόμμα και στο κράτος – αυτά υπήρχαν στην ευθεία του γραμμή και δεν επιτρεπόταν καμία παρέκκλιση.

Η Μαρία Ι, ΙΙ, ΙΙΙ, IV…. συστηνόταν ως panna, που στην γλώσσα μας σημαίνει κούκλα ή παρθένα, και μιλούσε με μηχανικό τρόπο, επειδή πάντα έπρεπε να περιμένει έναν από τους παραπάνω κουκλοπαίκτες να της δώσει φωνή και κίνηση. Έναν άντρα, έστω… Στην πατριαρχική κομμουνιστική κοινωνία, η γυναίκα λειτουργούσε μόνο με το σύνθημα και την έγκριση κάποιου άλλου. Μόνο εκείνος θα την έβγαζε από το γενικό περιθώριο, ώστε να την βάλει στο δικό του. Ε, τώρα κι εμείς βγάλαμε τα θηλυκά μας όπλα και αντιστρέψαμε τους όρους.

Εμείς λοιπόν ήμασταν τα κορίτσια του ανατολικού μπλοκ, με την μπλοκαρισμένη καρδιά στα Αριστερά τους. Ήμασταν οι μαργαρίτες του κράτους, σαν τα ταπεινά λουλούδια δηλαδή: ιδανικές για διακόσμηση, επιρρεπείς στον μαρασμό, αμφίβολης ευφυΐας, αόρατες στους σκυθρωπούς πολίτες. Μπήκαμε σε δυο μη επαγγελματίες ηθοποιούς και παίξαμε σε ένα φιλμ συμβολικό γιατί η ίδια η πολιτική μας φόρτωνε με σύμβολα. Γίναμε παράλογες και υπερρεαλιστικές για να ταιριάξουμε με το περιβάλλον μας. Πειραματιστήκαμε με συμπεριφορές γιατί ήμασταν κι εμείς αντικείμενα ενός πολιτικού πειράματος. Γελοιοποιηθήκαμε γιατί εκείνοι γελοιοποιούνταν συνεχώς. Δεν βγάλαμε κανένα νόημα γιατί τίποτα γύρω μας δεν έβγαζε νόημα. Στην ουσία κάναμε ό,τι έκανε ο υπόλοιπος κόσμος: κλέψαμε, είπαμε ψέματα, εκμεταλλευτήκαμε τους άλλους, φάγαμε καλά, ήπιαμε πολύ, σπαταλήσαμε ό,τι μπορούσε να σπαταληθεί – αλλά εμείς τουλάχιστον το κάναμε φανερά!

Φυσικά μάθαμε τι συνέβη στην σκηνοθέτη μας. Της απαγορεύτηκε να κάνει άλλες ταινίες επειδή σπατάλησε μεγάλη ποσότητα φαγητού για τα γυρίσματα της ταινίας, «σε μια εποχή που οι αγρότες αγωνίζονται με μεγάλες δυσκολίες να ξεπεράσουν τα προβλήματα της αγροτικής παραγωγής» (όχι πολιτικής!), όπως έγραφε το επίσημο σκεπτικό. Κατάφερε να γυρίσει μια ταινία ακόμα και τα επόμενα χρόνια αναγκαζόταν να γυρίζει διαφημιστικά και υπό το όνομα του συζύγου της. Η τελευταία φράση του έργου αναγραφόταν ως επιτύμβιο επίγραμμα λίγο πριν το άναμμα των φώτων: «Η ταινία είναι αφιερωμένη σε όλους αυτούς που η μοναδική αιτία αγανάκτησης τους είναι ένα ποδοπατημένο μαρούλι!». Φαίνεται πως γνώριζε καλά ότι η αγανάκτηση των κόκκινων κυρίων θα αφορούσε ακριβώς τα μαραμένα τρόφιμα! Για μαραμένες προσωπικότητες ούτε λόγος!  

Θυμάσαι, Μαρία, που με είχες ρωτήσει πώς μπορείς να είσαι σίγουρη ότι υπάρχεις, εφόσον δεν έχεις δουλειά και δεν είσαι κάπου καταγεγραμμένη; Κι επειδή δεν ανήκαμε σε κάποια πραγματικότητα, κατασκευάσαμε την δική μας. Και κάθε τόσο λέγαμε: Έχει σημασία; Δεν έχει σημασία! Πειράζει; Δεν πειράζει!

Κάποια στιγμή οι δυο Μαρίες σιώπησαν – προφανώς θα κοιμήθηκαν. Το λεωφορείο ήταν εξπρές και δεν έκανε στάσεις. Όταν φτάσαμε έσπευσα να σηκωθώ γρήγορα, να προλάβω να δω τα πρόσωπα των κοριτσιών που ετοίμαζαν τις φυγές τους όλο το βράδυ αλλά το κάθισμα ήταν άδειο. {Συνεχίζεται, πάντα συνεχίζεται}

Η ταινία: Sedmikrásky (Vera Chytilova, 1966) (αγγλ. τίτλος: Daisies). Οι γυναίκες: Jitka Cerhová, Ivana Karbanová.

13
Απρ.
23

Σταύρος Ζουμπουλάκης – Ανθοδέσμη για τη Μεγάλη Εβδομάδα

Βιβλία περί του Ιερού, 4 (2023)

Πώς να χαρακτηρίσει κανείς το εν λόγω βιβλίο του Σταύρου Ζουμπουλάκη; Αποτελεί ταυτόχρονα προσωπική ανάγνωση της Μεγάλης Εβδομάδας, πνευματικό οδοιπορικό και μικρή φιλοσοφική δοκιμή πάνω στις μεγάλες αυτές ημέρες, επιτομή των καίριων νοημάτων της αλλά και αποκάθαρση από λάθη, παρερμηνείες, υπερβολές και αστοχίες που έχουν ενταχθεί στο πνεύμα και τις τελετουργίες της. Πρόκειται για κείμενα δημοσιευμένα σε εφημερίδες (Αυγή, Καθημερινή) σε παλαιότερες Μεγάλες Εβδομάδας και σε μια ιδιαίτερη έκδοση Μονόφυλλων των εκδ. Ερατώ, τα οποία εδώ αποτελούν ενιαίο νοηματικό και δοκιμιακό σύνολο που αφορά εξίσου τους πιστούς και άπιστους, εύπιστους και δύσπιστους. Όσο κι αν ο συγγραφέας γνωρίζει ότι δεν τίθεται θέμα για οποιαδήποτε ιδέα πρωτοτυπίας, αδύνατη εξάλλου για κείμενα και ζητήματα πους σχολιάζονται και συζητιούνται αδιάκοπα αιώνες και αιώνες, πόσο μάλλον όταν η Mεγάλη Εβδομάδα συμπυκνώνει όλον σχεδόν τον χριστιανισμό, αυτή ακριβώς η εκλογή σημείων για περισυλλογή και σημείων προς αποφυγή τελικά καθιστά το βιβλίο μια ξεχωριστή περίπτωση.

Το βιβλίο αυτό, λοιπόν, που γραφόταν εντός του όλα αυτά τα χρόνια, δεν μπορεί να μην έχει ως συγγραφέα και εκείνον που κάποτε υπήρξε ένα παιδί το οποίο από το Πάσχα της πρώτης Δημοτικού περνούσε νυχθημερόν όλη την Μεγάλη Βδομάδα στην εκκλησία, μέσα, στις πρωινές και βραδινές ακολουθίες, και έξω στο προαύλιο, σε μια γενιά είχε την τύχη να μεγαλώνει στον δρόμο. Ένα παιδί που εφοδιαζόταν με στραγάλια και πρόσφορο και ζούσε την Μέγιστη αυτή Εβδομάδα και πάνω στο καμπαναριό, σε μια εποχή όπου οι καμπάνες όντως χτυπούσαν από εκεί και οι καμπανοκρούστες εκτός από τα στραγάλια και το πρόσφορο μοιραζόταν και τα απαραίτητα καλαμπούρια. H ομάδα των παιδιών που πήγαινε όλο τον χρόνο στο ιερό τώρα ένοιωθε πως την Μεγάλη Βδομάδα είχε έρθει η ώρα της – είχε φτάσει στον τελικό και έπαιζε στο γήπεδό της και με γεμάτες εξέδρες. Και επιτέλους οι συμμαθήτριες και οι γειτονοπούλες έρχονταν με τα λευκά πασχαλινά τους παπούτσια κι ας μην πατούσαν όλο το χρόνο στην εκκλησία. Έτσι και ο συγγραφέας, εκλεκτό μέλος της ομάδας αισθανόταν πράγματι μια υπεροχή, καθώς γνώριζε όλο το σύστημα των χειρονομιών και την αθέατη πλευρά των ιεροτελεστιών, αλλά και αγωνιούσε όταν αίφνης ξεφύτρωναν κι άλλα παιδιά που δεν πατούσαν στο ναό όλο τον χρόνο και τώρα απειλούσαν να κλέψουν τη δόξα και να σηκώσουν πρώτοι το κύπελλο και διεκδικούσαν τα λάβαρα της μεγάλης πομπής. Όμως παρά την περίφημη αρχή, το βιβλίο δεν αφορά προφανώς μεγαλοβδομαδιάτικες μνήμες, παρόλο που ο συγγραφέας στα περισσότερο «προσωπικά» του βιβλία (Η αδελφή μου και Στα αμπέλια) γνωρίζει καλά την σπάνια ισορροπία νοσταλγίας και συγκίνησης από την μία, ρεαλισμού και φιλοσοφίας από την άλλη.

Κάθε κεφάλαιο λοιπόν αφιερώνεται σε μια ημέρα, ή ένα πρόσθετο μέρος της, ή ένα σύνολο ημερών. «Ο νυμφίος» αναφέρεται στην ονομασία που ενσωματώνει τις τρεις πρώτες μέρες της Μεγάλης Εβδομάδας (Μεγάλη Δευτέρα, Μεγάλη Τρίτη, Μεγάλη Τετάρτη) και φυσικά στην εικόνα του Χριστού με το ακάνθινο στεφάνι στο κεφάλι και την απροσδόκητη επιγραφή «Ο Νυμφίος». O καθημαγμένος και ταπεινωμένος Χριστός προβάλλεται ως νυμφίος, ως γαμπρός. Δεν γνωρίζουμε ποιος είναι ο ζωγράφος που πρώτος έβαλε αυτή την επιγραφή στην εικόνα αλλά όποιος και αν ήταν έλαβε μια απόφαση θρησκευτικά ιδιοφυή. Το γαμήλιο στεφάνι του Χριστού είναι πράγματι το ακάνθινο στεφάνι του Πάθους. Η σχετική εξεικόνιση του Χριστού, που δεν υπάρχει στην μνημειακή ζωγραφική αλλά μόνο σε φορητές εικόνες, κατάγεται μάλλον από την παράσταση Ίδε ο άνθρωπος  του δυτικού χριστιανισμού και αποτελεί μετεξέλιξή της, σε συνδυασμό με μορφολογικά στοιχεία από τη βυζαντινή παράσταση του Χριστού ως Άκρας Ταπεινώσεως.

Ο ορίζοντας των τριών πρώτων ημερών της Μεγάλης Εβδομάδας είναι η αναμονή της Δευτέρας Παρουσίας του Χριστού. Ο σταυρικός θάνατός του θα συμβεί στον ορίζοντα της διαβεβαίωσής του ότι θα ξανάρθει και τα τροπάρια και των τριών ακολουθιών του Νυμφίου καλούν σε προσοχή και εγρήγορση. Η ανάγκη αυτής της ετοιμότητας πηγάζει από το γεγονός ότι είναι αβέβαιη και άγνωστη η ώρα της Παρουσίας –  έρχεται ξαφνικά. Το τροπάριο Ιδού ο Νυμφίος ψάλλεται κάθε μέρα στη μοναχική ακολουθία του μεσονυκτικού, υποδεικνύοντας την στάση της συνειδησιακής και ηθικής αγρύπνιας του πιστού μέσα στη νύχτα της ιστορίας και αυτή η ένταση χαρακτηρίζει κάθε μεσσιανική αναμονή. Βλέπε οὖν ψυχή μουμὴ τῶ ὕπνω κατενεχθής

«Κυριακή των Βαΐων εσπέρας» και ο τίτλος που δίνει ο συγγραφέας στην ημέρα είναι «Το κατάρχειν των ελαχιστοτέρων». Είναι σαφές ότι η πορεία προς τον Σταυρό είναι μια πορεία σταδιακής παραίτησης από την ισχύ. Από το βράδυ που αρχίζει η Μεγάλη Εβδομάδα παρακολουθούμε την αντίστροφη πορεία της εξόδου του Χριστού από την βασιλική ιδιότητα, την προϊούσα πορεία απέκδυσης ή απόκρυψης της βασιλικής δύναμης. Η πορεία επομένως όσων θέλουν να ακολουθήσουν τα χνάρια του πρέπει να είναι πορεία παραίτησης από την εξουσιαστική επιθυμία, και το κριτήριο της πνευματικής προόδου των ανθρώπων, όπως το ορίζει η χριστιανική διδασκαλία, είναι μόνο ένα: ο βαθμός παραίτησης από την θέληση για δύναμη. Κατά πόσο ο ιστορικός χριστιανισμός ήταν σύμμορφος προς την διδασκαλία αυτή; Βεβαίως και δεν ήταν και ίσως εδώ να βρίσκεται η πιο πικρή αποτυχία του χριστιανισμού.

«Μεγάλη Δευτέρα εσπέρας» και η ημέρα χαρακτηρίζεται από «Εσχατολογική προσδοκία και ετοιμότητα». Σύμφωνα με την γνωστή παραβολή οι μωρές παρθένες καταδικάζονται επειδή κοιμούνται, σε αντίθεση προς τις φρόνιμες που μένουν ξάγρυπνες. To Ευαγγέλιο όμως λέει πως όλες κοιμούνταν, συνεπώς αυτό που ξεχωρίζει τις μωρές από τις φρόνιμες δεν είναι ο ύπνος αλλά η ετοιμότητα. Τι σόι ετοιμότητα είναι αυτή, αναρωτιέται ο συγγραφέας, αφού τις πιάνει στον ύπνο; Δεν πρόκειται για στιγμιαία ετοιμότητα, για την έκτακτη εκείνη υπερένταση για την αντιμετώπιση μιας κατάστασης, αλλά για την ετοιμότητα μιας ολόκληρης ζωής, την μακρά διάρκεια της αρετής και της αγάπης και του ελέους για τους φτωχούς και τους έσχατους. Η αγάπη αποτελεί την μέγιστη ανθρώπινη δημιουργία.

«Μεγάλη Τρίτη εσπέρας» και κυριαρχεί «Η ακρότητα της μετάνοιας». Πιστή στις ευαγγελικές διηγήσεις, η Μεγάλη Εβδομάδα προβάλλει περίοπτα μια πόρνη και έναν ληστή. Την κορυφαία ώρα του πάθους οι πρώτοι γίνονται έσχατοι: ένας μαθητής παραδίδει τον Ιησού, ένας άλλος τον αρνείται, οι άλλοι εξαφανίζονται. Τώρα είναι οι έσχατοι που γίνονται πρώτοι: η πόρνη, ο ληστής, ο εκατόνταρχος, λίγες γυναίκες. Το γεγονός της μύρωσης του Χριστού από την πόρνη θα συνδεθεί με τον ίδιο τον ενταφιασμό του: η μύρωσή του γίνεται τώρα, πριν από τον θάνατό του, στη θέση ακριβώς της μύρωσης που θα γινόταν αν πέθαινε κανονικά και όχι ατιμωτικά πάνω στον Σταυρό.

Πρόκειται για μια ερμηνευτικά ξεκάθαρη υμνογραφία: η πόρνη με την πράξη της εκφράζει συγκλονιστικά, χωρίς λόγια, την ανάγκη του ανθρώπου για συγχώρηση. Προβαίνει σε μια πράξη μετάνοιας και η μετάνοια είναι σπατάλη, τα δίνει όλα. Η ανώνυμη αμαρτωλή δεν ταυτίζεται με την Μαρία Μαγδαληνή, όπως θέλει μια ευρέως διαδεδομένη σήμερα παραφιλολογία με μακρά πάντως ιστορία. Ο Ζουμπουλάκης ενσωματώνει ένα απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Μπόρις Πάστερνακ Δόκτωρ Ζιβάγκο ενώ είναι αξιοσημείωτο ότι το τελευταίο κεφάλαιο του μυθιστορήματος περιέχει το τετράδιο με τα ποιήματα του Γιούρι Ζιβάγκο, δυο από τα οποία είναι αφιερωμένα στη Μαγδαληνή, γιατί και ο Πάστερνακ έκανε το σχετικό λάθος, αλλά δεν έχει σημασία, καθώς διαβάζουμε σε ποιητική μορφή συγκλονιστικά λόγια μιας γυναίκας.

Το Άσμα Ασμάτων κατέχει μια ιδιόμορφη θέση μέσα στα κείμενα της Μεγάλης Εβδομάδας. Πάνω στην τολμηρή απόφαση της συμπερίληψης αυτού του τραγουδιού στον εβραϊκό αρχικά και στον χριστιανικό κανόνα της Βίβλου οικοδομήθηκε ένα κολοσσιαίο ερμηνευτικό έργο, χιλιάδες χιλιάδων σελίδες και δεν χρειάζεται κανείς να ανήκει στους «νόες τους γυμνασμένους και βαθείς», κατά την σολωμική ρήση, λέει ο Ζουμπουλάκης, για να καταλάβει ότι όλη αυτή η ερμηνευτική περιπέτεια δεν φτωχαίνει το κείμενο αλλά απεναντίας το πλουτίζει, ότι χωρίς αυτήν θα ήταν ένα αριστουργηματικό αναμφισβήτητα έργο ερωτικό τραγούδι, ανάμεσα σε πολλά άλλα, αλλά δεν θα αποκτούσε ποτέ τη μοναδικότητα και το πολιτιστικό βάρος που απέκτησε.

Σύμφωνα με την υψηλής τέχνης και μεγάλης εμπνεύσεως εβραϊκή ερμηνευτική παράδοση, στην ερωτική σχέση της νέας και του νέου, της νύμφης και του νυμφίου, αλληγορείται η ένωση του Ισραήλ με τον Γιαχβέ ή, κατά την μυστική παράδοση, η ένωση της ψυχής με τον Θεό. Η χριστιανική ερμηνεία του Άσματος βρήκε τον δρόμο στρωμένο, έφτανε απλώς τη θέση του Γιαχβέ να την πάρει ο Χριστός και τη θέση του Ισραήλ η Εκκλησία. Ο Ωριγένης είδε στη νύμφη όχι μόνο την Εκκλησία αλλά και την ψυχή που μένει πιστή στον Νυμφίο Χριστό ενώ η μακρά σειρά των μεταγενέστερων χριστιανών ερμηνευτών – το Άσμα είναι το περισσότερο σχολιασμένο παλαιοδιαθηκικό κείμενο στον Δυτικό Μεσαίωνα – έδωσε πολύ μεγάλης αξίας έργα. Υπάρχουν μάλιστα ερμηνείες συγκεκριμένων στίχων του ποιήματος που έχουν ποιητική δύναμη και επινόηση ισάξια αν όχι, ενίοτε, μεγαλύτερη από τους ίδιους τους στίχους τους οποίους ερμηνεύουν.

Όμως όσο συναρπαστική και αδιάκοπη και αν είναι η χριστιανική ερμηνεία του Άσματος ως συζυγίας Θεού και ανθρώπου, άλλο τόσο ισχνή είναι η παρουσία του στην λατρευτική ζωή της Εκκλησίας. Το Άσμα δεν διαβάζεται στις εκκλησίες, την στιγμή μάλιστα που στις ακολουθίες του Νυμφίου πολλά τροπάρια κάνουν λόγο για τον ερχομό του Νυμφίου: εκτός από το λαοφιλές Ιδού ο Νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός υπάρχει και το εξίσου λαοφιλές εξαποστειλάριο των τεσσάρων πρώτων ημερών Τον Νυμφώνα σου βλέπω, όπου ο παράδεισος ορίζεται ως γαμήλιο δωμάτιο. Επιπρόσθετα, σε αρκετά τροπάρια του Μεγάλου Σαββάτου και της Κυριακής του Πάσχα ο τάφος του Χριστού καλείται παστάς, νυφικό δωμάτιο. Δεν υποδηλώνουν όλα αυτά ισχυρή παρουσία του Άσματος στην υμνολογία της Μεγάλης Εβδομάδας; Φαίνεται πως το Άσμα, με τρόπο έμμεσο και υπόγειο, διαπνέει πολλά τροπάριά της. Ο Ιησούς πέθανε από αγάπη, και αυτή είναι η συγκλονιστική προσθήκη των χριστιανών στο Άσμα.

«Μεγάλη Τετάρτη εσπέρας» και ο τίτλος της εδώ είναι: «Ω φίλοι!». Πρόκειται για την ημέρα του όρθρου της Μεγάλης Πέμπτης και η αντιμετάθεση όρθρων και εσπερινών κατά την Μεγάλη Εβδομάδα έχει οδηγήσει στην απώλεια νοήματος της Μεγάλης Πέμπτης στην συνείδηση των ανθρώπων. Όποιον και να ρωτήσεις, λέει ο συγγραφέας, «λόγιο η αλόγιο», πότε είναι η Σταύρωση του Χριστού, θα σου απαντήσει την Μεγάλη Πέμπτη (αντί του ορθού: Μεγάλη Παρασκευή), επειδή ο όρθρος της Μεγάλης Παρασκευής τελείται την Μεγάλη Πέμπτη το εσπέρας. Άλλα λοιπόν εορτάζουμε την Μεγάλη Πέμπτη και κυρίως τον Μυστικό Δείπνο, την παράδοση του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας. Ο Ζουμπουλάκης απορεί: από όσα έχουν οριστεί να εορτάζουμε τη μέρα αυτή, η «υπερθαυμαστή προσευχή», απουσιάζει εντελώς από τον κανόνα του όρθρου της. Στα τροπάρια η προσοχή στρέφεται κυρίως στην προδοσία του Ιούδα. Δεν υπάρχει λέξη για την κορυφαία νύχτα τη ιστορίας, στη νύχτα της Γεσθημανής, χωρίς την οποία ο Σταυρός μένει ακατανόητος. Ο Χριστός στην ύστατη αυτή ώρα μένει μόνος: οι μαθητές τον εγκαταλείπουν, ο Θεός σωπαίνει. Η επιθανάτια αγωνία του θα κρατήσει ως το τέλος του κόσμου: δεν πρέπει να κοιμηθούμε όλο ατό το διάστημα, έγραψε ο Πασκάλ στους Στοχασμούς του και ο Ζουμπουλάκης ερμηνεύει την αγρύπνια αυτού του περιβόητου αποσπάσματος ως μια αγρύπνια ευθύνης απέναντι στους εγκαταλειμμένους όλου του κόσμου.

Η στιγμή που ο Χριστός μυσταγωγεί τους μαθητές του, τους οδηγεί στο μυστήριο του πάθους, είναι κατά το πασχάλιο δείπνο. Με τον μυστικό δείπνο εορτάζει μαζί τους στην Ιερουσαλήμ το τελευταίο του Πάσχα. Σε αυτή την στιγμή της μεγάλης εσχατολογικής έντασης αλλά και της μέγιστης αγάπης απευθύνεται στους μαθητές του αποκαλώντας τους φίλους. Αυτή είναι η ισχυρότερη λέξη του τροπαρίου – δεν την επινοεί ο υμνογράφος αλλά είναι πράγματι του ίδιου του Χριστού όπως παραδίδει ο ευαγγελιστής Ιωάννης. Τους αποκαλεί φίλους γιατί τους έχει φανερώσει τα πάντα όσα του αποκάλυψε ο Θεός. Φυσικά το Πάθος δεν παύει να είναι σκάνδαλο: ο Μεσσίας σταυρώνεται ως κατάκριτος, ο Θεός πεθαίνει. Είναι φυσικό η Σταύρωση και ο θάνατος του Θεού να φοβίσουν τους μαθητές. Ο φόβος είναι χωριστικός· μπορεί να τους σκορπίσει και να γυρίσει ο καθένας σπίτι του. Γι’ αυτό ο Χριστός τους καθησυχάζει: το Πάθος του είναι υπέρ του κόσμου. Η θυσία του τους απελευθερώνει από το καθεστώς της δουλείας και τους προάγει το καθεστώς της φιλίας. Το έργο του Ιησού συνολικά είναι η συμφιλίωση των ανθρώπων μεταξύ τους, καταργώντας τη διάκριση εχθρού και φίλου.

«Μεγάλη Πέμπτη εσπέρας» και ακούμε τα λόγια του Χριστού πάνω στον Σταυρό, και κυρίως το μεταφρασμένο από τον ευαγγελιστή Θεέ μου Θεέ μου ινατί με εγκατέλιπες; Οι ανά τους αιώνες πιστοί δεν μπορεί παρά να είναι πάντα με τους εγκαταλειμμένους, τους εξουθενωμένους και τους αβοήθητους αυτού του κόσμου. Ο Ιησούς δεν διατύπωσε κάποιο προσωπικό παράπονο αλλά προσευχήθηκε με μια γνωστή προσευχή από τους ψαλμούς: Ο Θεός, ο Θεός μου, […] ίνα τι εγατέλιπές με; Είναι εγκαταλειμμένος αλλά πιστός μέχρι θανάτου. Όσον αφορά τα λόγια Πάτερ, άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι, ο Ζουμπουλάκης είναι αδιάφορος αν ανήκουν πράγματι στο αρχικό κείμενο του ευαγγελιστή Λουκά, ο οποίος είναι ο μόνος που τα αναφέρει ή για το ποιους συγκεκριμένα εννοούσε ο Ιησούς· σκέφτεται πως εννοούσε όλους όσοι τον αγνόησαν και πως πρόκειται για την ακρότατη έκφραση της θεϊκής συγχωρητικότητας, είναι όμως σημαντικά και για τον πρόσθετο λόγο πως ορίζουν την κατάστασή μας ως κατάσταση άγνοιας.

Στον διάλογο που και πάλι μόνο ο ευαγγελιστής Λουκάς διέσωσε, ο εκ δεξιών ληστής αναγνωρίζει τον Ιησού ως Μεσσία και του ζητάει να τον θυμηθεί στη βασιλεία του. Η λέξη του Ιησού σήμερον φανερώνει ότι ο θάνατός του είναι σωτηριώδης: ανοίγει το παράδεισο και εγκαθιστά ως πρώτο πολίτη του τον ληστή. Η χριστιανική γραμματεία είναι γεμάτη συγκλονιστικά κείμενα που προβάλλουν τον ληστή ως οδηγό μας για την δύναμη της μετάνοιάς του, όμως το ερώτημα του συγγραφέα είναι: τι θα γίνει με τον εξ ευωνύμων ληστή; Αυτό παραμένει και το κρίσιμο ερώτημα του χριστιανισμού.

Η μέρα αυτή προξενεί εξαιρετικά δυσάρεστα συναισθήματα στον συγγραφέα. Ποιος μπορεί να ακούσει τα αντιιουδαϊκά της τροπάρια; Το σχετικό μίσος κατά των Ιουδαίων διατρέχει όλη την Μεγάλη Εβδομάδα αλλά κορυφώνεται και κυριαρχεί το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης και την Μεγάλη Παρασκευή καθώς και τα εγκώμια είναι μεστά μίσους. Δεν υπάρχει ένα τροπάριο για τη νύχτα της Γεσθημανής ή για τους τελευταίους λόγους του Χριστού πάνω στο Σταυρό, ενώ υπάρχουν δεκάδες κατά του Ιούδα και των Ιουδαίων και ειδικά την μεγάλη αυτή μέρα της συγχώρησης και της συμφιλίωσης! Λέμε άφες αυτοίς και συγχωρούμε  –και ορθά– την πόρνη και τον ληστή, αλλά ζητάμε εκδίκηση κατά των Εβραίων. Ευτυχώς που οι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν τα ελληνικά των ύμνων, σκέφτεται ο Ζουμπουλάκης και κρίνει πως είναι επείγον να βγουν τα τροπάρια αυτά από τις ακολουθίες και να αντικατασταθούν με άλλα, παλιά ή νέα που θα γραφτούν. Μόνο μια πεθαμένη πίστη δεν μπορεί να αλλάξει ένα τροπάριο. Η Καθολική εκκλησία και οι προτεσταντικές το έχουν κάνει προ πολλού. Ο συγγραφέας εδώ παραθέτει και μερικές κατ’ εξαίρεσιν περιπτώσεις σιωπηρής αλλά επίσημης αλλαγής εγκωμίων που έσταζαν δηλητήριο.

Σε κάθε περίπτωση στο επίκεντρο της ημέρας βρίσκεται ο Σταυρός· αυτός είναι η βασιλική καθέδρα του Ιησού και σε κάθε περίπτωση όσοι έχουν αποφασίσει να είναι μαθητές του θα είναι πάντα με τα θύματα μέχρι θανάτου· όχι με τους δυνατούς αλλά με τους αδύνατους, όχι με τους ισχυρούς αλλά τους ανίσχυρους· θα είναι με όλα τα θύματα της ζωής και της ιστορίας. Η μεγαλύτερη αποτυχία των χριστιανών έγκειτο στο ότι δεν το τήρησαν τα παραπάνω. Η Εκκλησία όχι απλώς συντάχθηκε με τους θύτες αλλά έγινε και η ίδια ισχυρή. Αυτό σε απλά ελληνικά σημαίνει άρνηση του Χριστού του Σταυρού.

Το κεφάλαιο «Το μοιρολόι της Παναγίας» αφιερώνεται σε ένα από τα πιο διαδεδομένα δημώδη άσματα του ελληνόφωνου κόσμου που, περιέργως, απουσιάζει από τις συλλογές του Φωριέλ και του Ν. Πολίτη, πιθανώς επειδή το ενδιαφέρον τους στρεφόταν στην εθνική, παγανιστική και ελληνική, κληρονομιά και όχι στα χριστιανικά θρησκευτικά άσματα που ήταν και ύποπτα λογιότητας. Το λαϊκό «μοιρολόγι της Παναγίας» έρχεται να προστεθεί σε μια μακρά σειρά θρήνων της Παναγίας και αντλεί από αυτούς. Ενώ το περιστατικό η Παναγία να θρηνεί κάτω από τον σταυρό απουσιάζει και αυτό εντελώς από τα ευαγγέλια, οι χριστιανοί Ανατολής και Δύσης συνέθεσαν ανά τους αιώνες αμέτρητους θρήνους της Παναγίας (πλήθος τα Stabat mater στην Δύση). Υπάρχει, πάντως, το κοντάκιο του Ρωμανού Μελωδού Τη μεγάλη παρασκευή εις το πάθος του κυρίου και εις τον θρήνον της Θεοτόκου, που αποτελεί έναν σπαρακτικό διάλογο της Παναγίας με τον Ιησού, στην πορεία του προς τον Γολγοθά, και στον οποίο, μεταξύ άλλων, εκφράζει τον φόβο της για την ίδια την Ανάστασή του, μη σταθεί αιτία να μην τον ξαναδεί ποτέ!

«Μεγάλη Παρασκευή πρωί» και η ακολουθία των Μεγάλων Ωρών φορτώνεται με πλήθος αναγνωσμάτων (πολλά μάλιστα από την Παλαιά Διαθήκη), τα οποία μένουν ακατανόητα εξαιτίας της γλωσσικής τους δυσκολίας σε αντίθεση με την Αποκαθήλωση όπου μεταξύ άλλων το σώμα του Χριστού μεταφέρεται στο ιερό σαν λαβωμένος πελεκάνος (κατά την έξοχη παρομοίωση του συγγραφέα). Ευτυχώς τα απόστιχα του Μεγάλου Εσπερινού, ολοκληρώνονται όπως πάντα με το κορυφαίο μοιρολόγι της ιστορίας επιβεβαιώνοντας για άλλη μια φορά πως η θρησκεία των νεκρών είναι η αρχαιότερη του κόσμου και η πιο ανθεκτική.

«Μεγάλη Παρασκευή εσπέρας», ο Επιτάφιος εκφέρεται από το ναό και περιφέρεται στους δρόμους αλλά σε αντίθεση με όλους τους νεκρούς επιστρέφει και πάλι στο σπίτι του, στο ναό. Είναι αξιοσημείωτο ότι η τάξη όριζε η περιφορά να γίνεται εντός του ναού και ήταν η λαϊκή ευλάβεια που απαίτησε και επέβαλε την περιφορά εκτός ναού, με αποτέλεσμα την αντίδραση της Εκκλησίας της Ελλάδος και την απαγόρευση του νεοφανούς εθίμου. Ο Παπαδιαμάντης, πάντως, προσηλωμένος τηρητής της τυπικής τάξεως, το υπερασπίστηκε με θέρμη. Βρισκόμαστε στην ημέρα των εγκωμίων και, όσο κι αν τα εγκώμια της Μεγάλης Παρασκευής αποτελούν τον επίσημο θρήνο της Εκκλησίας για τον θάνατο του Θεού και Λόγου, δεν αποπνέουν τίποτε το καταθλιπτικό, «όχι επειδή έξω φυσάει το αεράκι της άνοιξης αλλά επειδή μέσα σε αυτά πνέει ήδη η αύρα της Ανάστασης». Και δεν είναι μόνο τα δεκάδες εγκώμια που διαπνέονται από το αναστάσιμο πνεύμα αλλά και ό,τι έχει προηγηθεί (ο κανόνας Κύματι θαλάσσης).

Από λογοτεχνική άποψη οι ύμνοι των ακολουθιών της Μεγάλης Εβδομάδας βρίσκονται στο υψηλότερο σημείο που μπορεί να φτάσει η βυζαντινή εκκλησιαστική ποίηση, όμως πολλά από τα εγκώμια είναι πρόχειρα φτιαγμένα και άτεχνα (όπως το λαοφιλές Έρραναν τον τάφον αι μυροφόροι μύρα, λίαν πρωί ελθούσι…), όμως σε όλους αρέσουν αυτά τα «εκκλησιαστικά χαϊκού» κυρίως για την συνθήκη εντός της οποίας ψάλλονται. Εκείνο που τονίζεται πάντως εδώ είναι ότι πέρα από την ποιητική τους αξία δεν μπορούν εύκολα να κατανοηθούν χωρίς την θεολογία που τα στηρίζει, διαφορετικά προσφέρονται σε κάθε είδους παρανόηση. Για παράδειγμα, όσον αφορά την φράση πού έδυ σου το κάλλος; είναι πολύ εύκολο να μιλήσει κανείς για τον θάνατο του ωραίου νέου, ανθρώπου ή θεού, αν αγνοεί τα βιβλικά κείμενα που υπόκεινται εδώ ή την τεράστια ερμηνευτική συζήτηση που έχουν προκαλέσει. Εδώ πάντως δεν γίνεται λόγος για την φυσική ομορφιά αλλά για την θεότητα. Η λιτανεία ολοκληρώνεται με το πέρασμα κάτω από το κουβούκλιο του επιταφίου για να συμβολιστεί το πέρασμα από τον θάνατο στην ζωή.

«Μεγάλο Σάββατο πρωί», σε μια ημέρα που εορτάζεται η εις Άδου Κάθοδος, εμείς λανθασμένα τελούμε την επίσημη λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου που είναι απολύτως αναστάσιμη και ο κόσμος την ονομάζει Πρώτη Ανάσταση. Όμως είναι η ημέρα της ταφής, της κατεξοχήν κατάπαυσης! Ο Ιησούς αναπαύεται στην καρδιά της γης, σαββατίζει, εγκαινιάζει την καινή ζωή της όγδοης ημέρας. «Μέγα Σάββατο τη νύχτα» έρχεται η ώρα του αποκυλισμένου λίθου. Είναι αξιοθαύμαστο το ότι το γεγονός των γεγονότων, η Ανάσταση, ιστορείται στα Ευαγγέλια χωρίς κανέναν θριαμβικό τόνο, αθόρυβα, χωρίς μεγαλείο: κάποιες γυναίκες βρίσκουν τον τάφο άδειο. Είναι δυνατόν η Ανάσταση να αναγγέλλεται με αυτό τον τρόπο, με ένα μονολεκτικό ηγέρθη και μια παραγγελία στους μαθητές που οι γυναίκες δεν εκτελούν; Και μπορεί ένας άδειος τάφος να αποτελεί απόδειξη ανάστασης εκ νεκρών; Ιδού η μεγάλη πρόκληση στην λογική και κλήση στην πίστη… Ο κανόνας του αναστάσιμου όρθρου, έργο του Ιωάννη Δαμασκηνού, αποτελεί ένα συγκλονιστικό ποίημα και αν ο Ιησούς αναστήθηκε από αγάπη, τότε η αγάπη είναι δυνατότερη από τον θάνατο.

«Κυριακή του Πάσχα» και κανένα ευαγγέλιο δεν σταματάει την αφήγησή του στον άδειο τάφο, που άλλωστε δεν αποδεικνύει τίποτε. Οι ευαγγελιστές κάνουν λόγο για τις εμφανίσεις του Αναστημένου και πάνω σε αυτές οικοδομήθηκε η χριστιανική Εκκλησία. Αρκεί ένα απόσπασμα από το εξαίσιο Προς Εμμαούς του ευαγγελιστή Λουκά για τον λόγο που ζεσταίνει την καρδιά όσων τον ακούνε και η επιβεβαίωση πως κάθε μαθητής του Χριστού ανά τους αιώνες είναι ένας απεσταλμένος. Τα Ευαγγέλια είναι παρηγορητικά ακριβώς επειδή βλέπουν και λένε καθαρά πόσο δύσκολο είναι να πιστέψει κανείς στην Ανάσταση· οι ίδιοι οι μαθητές που άφησαν αυτοστιγμεί τα πάντα για να τον ακολουθήσουν δεν τον πιστεύουν· και όταν τον βλέπουν δεν τον αναγνωρίζουν. Και καταλήγει ο Ζουμπουλάκης: εντέλει όποιος έλκεται από τον λόγο και το πρόσωπο του Χριστού ας μη βασανίζεται με ερωτήματα για την Ανάστασή του και την ανάσταση των νεκρών (αυτά τα δυο είναι ένα). Οι Χριστιανοί δεν ξεκινάμε από το τέλος (την Ανάσταση), αρχίζουμε από την αρχή; πασχίζουμε δηλαδή να τηρήσουμε τον λόγο του Χριστού, να κάνουμε τα έργα της καλοσύνης και της αγάπης. […] να τον αναγνωρίσουμε στο πρόσωπο των φτωχών και των ξένων […]. Ο Αναστημένος Χριστός δεν είναι άλλος από τον λόγο του, τον λόγο της αγάπης και της συγχώρησης. [σ.137].

Η συλλογή κλείνει με δυο αδημοσίευτα κείμενα που εκκινούν από μια εμπειρία θανάσιμης απειλής για την ζωή, μια προσωπική και μία συλλογική. Στέκομαι στο πρώτο, που τιτλοφορείται «Πάσχα του 2013. Μελέτη ζωής» και στο οποίο εκφράζεται η μείζων άποψη του Ζουμπουλάκη για το πόσο αφόρητη του είναι η ιδέα του πλατωνικού Φαίδρου πως η φιλοσοφία αποτελεί μελέτη θανάτου κι ας γνωρίζουμε πως θεμελιώνεται στην πίστη για την αθανασία της ψυχής και τελικά σημαίνει προσδοκία και προπαρασκευή για την αιωνιότητα. Και πράγματι, η γαλήνη του Σωκράτη έναντι του θανάτου φαίνεται να έχει ως πηγή της την βεβαιότητα για την αθανασία της ψυχής και την ελπίδα για την αιώνια μακαριότητα. Ο συγγραφέας βλέπει πόσο εμπότισε αυτή η ιδέα τον χριστιανισμό, την θρησκεία της και αλλοίωσε το κήρυγμα του Ευαγγελίου του Ιησού, εκείνου που διαβεβαίωσε ότι ήρθε στον κόσμο για να ζήσουν οι άνθρωποι την ζωή στην πληρότητά της και με το παραπάνω, και περισσόν: ζωή περίσσια, πλήρη και ακόμη παραπάνω. Ο ιστορικός χριστιανισμός, ωστόσο, γέμισε μαυρίλα, άρνηση της χαράς, ασκητική στέρηση και τα συναφή. Η διηνεκής μνήμη του θανάτου θεωρήθηκε θεμέλιο της πνευματικής ζωής. Κι όμως, για την ευαγγελική διδασκαλία ο θάνατος όχι μόνο δεν είναι φίλος αλλά ο μεγάλος εχθρός. Το ζήτημα δεν είναι πώς να πεθάνουμε αλλά πώς να ζήσουμε. Και φυσικά ας μην συγχέουμε την επίγνωση της θνητότητας, μοναδικό γνώριμα του ανθρώπου και πηγή της δημιουργικότητάς του, με την θανατοφιλία. Η φιλοσοφία δεν πρέπει να είναι μελέτη θανάτου αλλά, αντίθετα, vitae meditation, μελέτη ζωής, όπως ακριβώς έγραφε ο Σπινόζα στην Ηθική του.

Η εβδομάδα  που επί αιώνες έστηκεν, στις περισσότερες χώρες του δυτικού χριστιανισμού έχει χαθεί. Ο ίδιος ο συγγραφέας αναζητά κάθε χρόνο να βρει κάτι από την συγκίνηση των παιδικών του χρόνων, μα δεν την βρίσκει. Παρομοίως κι εγώ, κι ας βρισκόμουν στην άλλη πλευρά της πίστης. Το δέος όμως και η αίσθηση πως κάποτε συνέβη κάτι σπουδαίο, που αξίζει να αλλάξει την οπτική μας απέναντι στον κόσμο, κατέκλυζε και τις δικές μου μεγάλες ημέρες. Όμως, σκέφτομαι, όσο κι αν  μεγαλώνουμε και αλλάζει ο κόσμος γύρω μας, κάτι μένει απαράλλακτο: στο πολύπαθο κείμενο της Μεγάλης Εβδομάδας υπάρχει πλήθος νοημάτων που αφορούν όλους, ακόμα κι εμάς τους άλλους.

Εκδ. Άρτος Ζωής, 2021, 149 σελ. Περιλαμβάνονται συντομογραφίες και εκδοτικό σημείωμα με τις πρώτες δημοσιεύσεις των κειμένων.




Ιουνίου 2023
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 1234
567891011
12131415161718
19202122232425
2627282930  

Blog Stats

  • 1.139.221 hits

Αρχείο