Η «άλλη» αξιοποίηση ή απαξιοποίηση
Στον ιδιόρρυθμο προσωπικό μου μικρόκοσμο ένα θεατρικό έργο έχει τρεις εντελώς ξεχωριστές, κάποτε ασύμβατες και ενίοτε αλληλοπλεκόμενες αναγνώσεις. Η επί σκηνής «παρακολούθηση» απαιτεί μια βιωματική, θεατική συμμετοχή, κατά την οποία δοκιμάζομαι σε διαφορετικά πεδία: να ακούσω τις λέξεις, να ακολουθήσω την «πλοκή», να δω χειρονομίες, να παρατηρήσω εκφράσεις, να συνδέσω με εμπειρίες. Η επί χάρτου ανάγνωση του κειμένου αποτελεί μια άλλη διαδικασία, εκ νέου διαφοροποιούμενη ανάλογα με το αν συμβαίνει μετά την παρακολούθηση της παράστασης ή άνευ αυτής. Η ανάγνωση, τέλος, ενός κριτικού ή άλλου σημειώματος (και πόσο μάλλον ενός ευρύτερου σχετικού δοκιμίου) πάνω στο έργο αποτελεί ένα αυτόνομο κείμενο που προσφέρει στον αναγνώστη πολλαπλές ματιές, από την υποκειμενικότητα του γράφοντος μέχρι τα μεταφηγηματικά δεδομένα, κι από την κάθετη ανάλυση μέχρι την ένταξη του έργου σε ευρύτερο θεατρικό πολιτισμό.
Εικόνα και πράξη από την μία, κείμενο και λέξεις από την άλλη: είτε διαμάχη, είτε διαπλοκή, πιθανώς και αρμονικό σύνολο. Και η πολλαπλότητα της ανάγνωσης πιθανώς να αποτελεί ένα συνεχές, καθώς δυνητικά προστίθενται νέες θεατρικές εκδοχές από διαφορετικές σκηνές και άλλα κριτικά κείμενα, ενώ ένα ιδιαίτερο σώμα των τελευταίων αποτελεί και το ευπρόσδεκτο επίμετρο μιας σχετικής έκδοσης. Είναι λοιπόν ιδιαίτερα ενδιαφέρον όταν όλα τα παραπάνω κείμενα προσφέρουν την δική τους οπτική πάνω σ’ ένα έργο όπως τα Κτίσματα, έργο που συν τοις άλλοις θα αποτελούσε και ιδανική νουβέλα. Πράγματι, μπροστά στην αποστομωτική δραματικότητα της σκηνής και τους γυμνούς, καταγεγραμμένους θεατρικούς διαλόγους, τρίτος πολύτιμος συνομιλητής αποδεικνύεται το πλούσιο επίμετρο της έκδοσης.
Δύο αδέλφια, ο Αργύρης και ο Πορφύρης, έχουν μια έντονα φορτισμένη συζήτηση γύρω από την (δυσχερή, όπως φαίνεται) αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας τους: μια σειρά ημιτελών και εγκαταλειμμένων κτισμάτων σε μια βουνοπλαγιά. Ένα τρίτο πρόσωπο έχει ήδη καταθέσει πρόταση για την αγορά τους. Μόνο που η επιθυμητή αυτή σύμβαση συνοδεύεται από έναν πρόσθετο όρο: την κατεδάφισή τους. Και το αναπάντεχο της ιδιάζουσας αξιοποίησης φτάνει ως τα άκρα: ο άδειος χώρος θα παραμείνει άδειος· δεν θα ακολουθήσει καμία ανοικοδόμηση, μόνο η απελευθέρωση του τοπίου. Αντιλαμβάνεται κανείς το ισχυρό πολιτισμικό σοκ που υφίστανται τα δυο αδέλφια· καλούνται να διαθέσουν τα κτίσματά τους σε σκοπό όχι «παραγωγικό» αλλά «καταστροφικό». Νοείται αξιοποίηση όταν αναιρείται η ίδια η αξία του αξιοποιούμενου;
Η πίεση είναι εμφανής: από την μία, η παγκόσμια οικονομική κρίση υπονομεύει σήμερα κάθε προοπτική αξιοποίησης, από τη άλλη ο ορίζοντας της κερδοφόρας εκμετάλλευσης παραμένει ενεργός μέσα σε μια απόλυτα εμπορευματική, καπιταλιστική οικονομία, όπως γράφει ο επιμετρών, αμέσως μετά την αυλαία. Η συνθήκη γίνεται ακόμα πιο περίπλοκη, δεδομένων των ισχυρών παραδοσιακών οικογενειακών δεσμών που δημιουργούν και φυσικά περιχαρακώνουν εγχώρια υβρίδια επιχειρηματικής δραστηριότητας. Έτσι κι εδώ: ο αδελφικός δεσμός λαμβάνει τη μορφή οιονεί επιχείρησης που οφείλει να λειτουργεί με βάση τους τρέχοντες επιχειρηματικούς κανόνες.
Αλλά και από ιδεολογική σκοπιά, τα αδέλφια αδυνατούν να δεχτούν την εκμηδένιση της αξίας των κτισμάτων τους, την προς καταστροφή χρήση τους. Για να τα επιθυμεί τόσο πολύ ο αγοραστής, κάποιο βαθύτερο λόγο θα έχει: κάποιο μυστικό; κάποια κρυμμένη πολυτιμότητα; κάποια θαμμένη περιουσία; Και η φορτισμένη συζήτηση αναζητά ακριβώς πάνω στο κρυμμένο νόημα, στο αίτιο της παράδοξης πρότασης. Αν δεν υπάρχει πραγματική οικονομική αξία, δε μπορεί, θα πρέπει να υπάρχει κάποια νοηματική πληρότητα! Αλλιώς, τι κόσμος είναι αυτός;
Κι έτσι αρχίζει το κωμικοτραγικό κυνήγι ενός θησαυρού για τον οποίο τα αδέλφια είναι βέβαια πως κρύβεται μέσα στα μπάζα των κτισμάτων που ήδη αρχίζουν να καταφτάνουν στη χωματερή. Αλλά ο ίδιος ο αγοραστής και, προς νέα μεγάλη τους έκπληξη, φύλακας της χωματερής, όχι μόνο δεν δείχνει να πτοείται από την φιλέρευνη διάθεση των καχύποπτων αντισυμβαλλομένων αλλά και αδιαφορεί. Η σκηνική εικόνα είναι εύγλωττη: εκείνοι κοιτάζουν τα ερείπια, εκείνος την κατάφυτη πλαγιά.
Βλέπετε, ο μυστηριώδης κύριος Φρέρης έχει αφεθεί στην μυρωδιά των εσπεριδοειδών, που ήδη τον είχε αιχμαλωτίσει από την πρώτη του επίσκεψη στα κτίσματα. Αυτή είναι η δική του «αξία», σχεδόν προσβλητική μπροστά στην εμμονή υλιστικής «αξιοποίησης» και του ποσοτικού κέρδους. Ποιος είναι αυτός που τολμάει να υπερβαίνει τις αξίες του σύγχρονου κόσμου; Καιρός για επέκταση των αδελφιών βεβαιοτήτων: πρόκειται αναμφισβήτητα για ύποπτο πρόσωπο, για κοινό εγκληματία!
Η γραφή του Αντονά είναι εντός του ρεαλισμού της σύγχρονης εποχής, άρα μέσα στο απόλυτο παράλογο. Ο απλός, κοφτός λόγος των συνομιλιών διαρκώς χάνει το νόημα των συμβάντων, ψάχνει να αγκιστρωθεί στα κτισμένα της εποχής (ακίνητα, δεδομένα) αλλά βρίσκεται στο κενό. Στο ίδιο ακριβώς κενό χάσκει και η αδυναμία κάθε λόγου να εκφράσει το «αδιανόητο»: ότι η απόλαυση μπορεί να αφορά και κάτι μη μετρήσιμο. Χρηματική οικονομία και δημιουργική καταστροφή, λογιστικό πνεύμα και προτίμηση των ανεκτίμητων, κεφαλαιοκρατική θεώρηση του κόσμου και…η άλλη ζωή στέκουν ως ενδεχόμενα μπροστά στα κτίσματα και τα μη κτίσματα. Ορίζοντας πιθανώς μια άλλη αξιοποίηση, ή μια πλήρη απαξιοποίηση.
Αλήθεια, θυμάται κανείς την ταινία του David Mamet – Glengarry Glen Ross [1992, ελλ. τίτλ. Οικόπεδα με θέα, σκην. James Foley], βασισμένο στο ομώνυμο θεατρικό του έργο [1983]; Εκείνα ήταν η απαρχή, τα Κτίσματα πιθανώς το τέλος.
Το 22σέλιδο επίμετρο του Γιάννη Σταυρακάκη συνομιλεί και με κείμενα των Max Weber, Georges Bataille, Slavoj, Zizek, Louis Althusser, Jean – Bertrand Pontalis, Jacques Lacan, Clément Rosset, Jacques Lacan Werner Sombart. Θάνου Λίβοπατς, με καλλιτεχνικά έργα του Michael Landy, με τα ψυχαναλυτικά επιστημονικά γραπτά των Melanie Klein και Serge André ή το θεατρικό έργο των Romeo Castellucci και Joakim Pirinen – φωτίζοντας και την βλάστηση θέματος μέσα στο στενό οικογενειακό χωράφι.
Εκδ. Άγρα, 2013, σελ. 111 με επίμετρο του Γιάννη Σταυρακάκη.
To έργο παίχτηκε από την Εταιρεία Θεάτρου Μνήμη στο Θέατρο Κυδωνία στα Χανιά, σε σκην. Μιχάλη Βιρβιδάκη, τον Ιανουάριο του 2011, απ’ όπου και η φωτογραφία της παράστασης.
Πρώτη δημοσίευση: mic.gr υπό τον τίτλο Βιβλιοπανδοχείο, 145/Search and destroy
0 Σχόλια to “Αριστείδης Αντονάς – Τα κτίσματα”