«Αριστοκράτης αλήτης, εκλεπτυσμένος πλάνητας, αργόσχολος αλάνης»;
O περιπατητής συναντά πάντα κάτι αξιοπερίεργο, κάτι που τρέφει τη σκέψη του, κάτι φανταστικό, και θα ήταν ανόητος αν παρέβλεπε αυτή την πνευματική διάσταση, ή ακόμα την απέρριπτε. Όμως, δεν θα το κάνει. Αντιθέτως, καλοδέχεται κάθε αλλόκοτο και ασυνήθιστο φαινόμενο, αισθάνεται φίλος και αδελφός του, επειδή κάτι τέτοιο τον μαγεύει. Το μετατρέπει σε σώμα με σχήμα και ουσία, του προσδίδει δομή και ψυχή, όπως ακριβώς αυτό με τη σειρά του τον εμψυχώνει και τον εμπνέει. [σ. 183, 185]
Έχουμε ήδη απολαύσει το Κατά Βάλζερ Εγχειρίδιο της πρόθυμης υποταγής και έχουμε καταθέσει μια ταπεινή αναφορά περί Ύστατων Ημερολογίων και Φανταστικών Θανάτων στα περιοδικά (δε)κατα και Το Δέντρο αντίστοιχα (εδώ και εδώ αντίστοιχα). Προτού εισχωρήσουμε στην βασική γενεαλογία του βαλζερικού κόσμου οφείλουμε να διαβάσουμε το έργο που εκφράζει όσο κανένα άλλο την αυθεντική περιπλανητική ψυχή του: τον Περίπατο. Αλλά ας θυμηθούμε μερικές σκέψεις της Ελφρίντε Γέλινεκ για τον Βάλζερ, από το εξαιρετικό της βιβλίο των συνομιλιών της με την Κριστίν Λεσέρ.
Η Γέλινεκ ομολογεί ότι σε καθένα από τα βιβλία της κρύβει μια φράση του Βάλζερ, ενώ θεωρεί αδύνατο να καταφέρει ως συγγραφέας να επιτύχει όσα πέτυχε ο ίδιος: να πει τα πάντα με αυτήν την φαινομενική απλότητα. Πρόκειται για μοναδικό φαινόμενο στην ιστορία της λογοτεχνίας. Στον Βάλζερ η αισθητικότητα της γλώσσας του είναι παρόμοια με όλα τα υπόλοιπα. Είναι σαν να χρειαζόταν διαρκώς να μαθαίνει τα πράγματα γράφοντάς τα. Ο Βάλζερ λέει πάντοτε «εγώ»αλλά πρόκειται για ένα «εγώ» που δεν είναι «εγώ». Πρόκειται για έναν μηχανισμό, ένα εγώ που σχίζεται στα δύο και μπορεί ακόμη και να επιμεριστεί περισσότερο. Άλλωστε οι μόνοι συγγραφείς που την ενδιαφέρουν είναι εκείνοι που γνωρίζουν την τρωσιμότητα του εγώ, ενώ οι άλλοι, που φωνάζουν διαρκώς «εγώ» κατονομάζοντας τον ίδιο τους τον εαυτό τής είναι πλήρως αδιάφοροι.
Κατά βάθος ο Βάλζερ, συνεχίζει η Γέλινεκ, δεν έχει γράψει παρά μόνο ένα μεγάλο κείμενο που διαχέεται αποσπασματικά σε μια πληθώρα κειμένων. Η γραφή του είναι ουσιαστικά αποσπασματική, όπως και στον Κάφκα ή τον Μπέρχαρντ. Ο Βάλζερ αναζητούσε μέσω της γραφής ένα σημείο καθήλωσης στην πραγματικότητα κι αυτό είναι ιδιαίτερα προφανές στον Περίπατο. Αυτός ο τρόπος να προσηλώνεται σε καθετί που βλέπει, σε καθετί που συναντά στο δρόμο είναι ίσως η απόλυτη μεταφορά της γραφής του. Και, πράγματι, ο Περίπατος αποτελεί μια καταγεγραμμένη αργή λεπτομερή ουσιαστική και ανούσια περιπλάνηση.
Ο περίπατος αρχινά από τις πρώτες αράδες. Ο συγγραφέας εγκαταλείπει τον χώρο όπου γράφει, «το δωμάτιο των φαντασμάτων», και βγαίνει βιαστικός στον δρόμο. Γρήγορα λησμονεί τον βασανισμό του πάνω από την άδεια σελίδα και νοιώθει ευδιάθετα αναστατωμένος από την προσδοκία όσων μπορεί να του συμβούν ή να συναντήσει στον περίπατό του. Διαισθάνεται την ύπαρξη κάποιου κοντινού βιβλιοπωλείο, παρατηρεί τις επιγραφές που επιζητούν προσοχή και αναγνώριση, σημειώνει παρουσίες: ένας ιερέας, ένας ποδηλάτης, ένας χημικός, ένας σκύλος, δυο κομψές κυρίες. Ένας ταπεινός διαβάτης δεν είναι σωστό να παραμείνει απαρατήρητος και άνευ καταγραφής, εφόσον του ζητά κι αυτός μια ευγενική αναφορά.
Αγόρια και κορίτσια τρέχουν τριγύρω στο ημίφως, ελεύθερα και ασυγκράτητα. «Ας τα αφήσουν να παραμείνουν έτσι ασυγκράτητα όπως είναι», σκέφτηκα. «Κάποια μέρα ο χρόνος, ούτως ή άλλως, θα τα τρομοκρατήσει και θα τα χαλιναγωγήσει. Δυστυχώς, πολύ σύντομα!» [σ. 23]
Σε όλη αυτό το διάστημα δεν παραλείπει να απευθύνεται στον αναγνώστη, εφόσον, μας λέει, μπήκαμε στον κόπο να τον συνοδεύσουμε υπομονετικά στον φωτεινό και φιλικό πρωινό κόσμο. Σύντομα εξοργίζει τον βιβλιοπώλη και ανταλλάσσει ευγενικές και ειρωνικές κουβέντες με τον τραπεζίτη· στην δε βεβαιότητα του τελευταίου, περί της φτώχειας του συγγραφέα, εκείνος του απαντά: Ποιος έντιμος άνθρωπος δεν βρέθηκε κάποια στιγμή στη ζωή του σε αδιέξοδο; Και ποια ανθρώπινη ύπαρξη είδε στο πέρασμα των χρόνων τις ελπίδες, τα σχέδια και τα όνειρά της να παραμένουν αλώβητες; Πού είναι αυτή η ψυχή που οι επιθυμίες και οι τολμηρές φιλοδοξίες της, οι γλυκές και ευγενείς φαντασιώσεις της ευτυχίας της εκπληρώθηκαν, χωρίς αυτή η ψυχή να αναγκαστεί να υποκύψει σε κάποιες εκπτώσεις; [σ. 43]
Η χρυσή επιγραφή του αρτοποιείου συνδέεται άμεσα με την θλιβερή παραμόρφωση του γλυκύτατου αγροτικού τοπίου. Τέτοιες εμπορικές επιγραφικές βαρβαρότητες χαράζουν στο τοπίο την σφραγίδα της ιδιοτέλειας, της απληστίας αλλά και της ψυχικής εκτράχυνσης. Μάλιστα! Ο συγγραφέας δεν φεύγει από το θέμα: βρίσκει ευκαιρία να μιλήσει για το αρμόζον ζύμωμα του ψωμιού, που εδώ όχι μόνο προσβάλλει τα αισθήματα κάλλους και κοινού νου αλλά και κραυγάζει σε απόσταση πολλών μέτρων· στο τέλος με μια υπερβολή θα εξομολογηθεί πως θα έδινε και το αριστερό του χέρι ή πόδι, αν μπορούσε να βοηθήσει «στην επαναφορά της παλιάς εκλεπτυσμένης αίσθησης περί αυθεντικότητας, της παλιάς καλής ολιγάρκειας», σε αντίθεση με την λάμψη και το θάμβος της σύγχρονης εποχής. Κι αν σπεύσουμε να τον χαρακτηρίσουμε αλαζόνα και υπερόπτη αριστοκράτη, μας προλαβαίνει ο ίδιος με ανάλογο χαρακτηρισμό για τον εαυτό του.
Παρακάτω στον εξοχικό δρόμο βρίσκεται ένα χυτήριο και αισθάνεται ντροπιασμένος που κάνει περίπατο ενώ τόσοι άλλοι μοχθούν. Όμως κι εκείνος μοχθεί όταν όλοι αυτοί οι εργάτες έχουν σχολάσει και απολαμβάνουν την ξεκούρασή τους. Έχουμε λοιπόν εδώ, αναρωτιέμαι, μια επίκληση για μια ισότιμη θεώρηση της χειρωνακτικής και της πνευματικής δουλειάς; Ο συγγραφέας βρίσκει ενδιαφέρον ακόμα και το πράσινο εξοχικό τοπίο με τις διάσπαρτες βιοτεχνίες, τα συνεργεία και τις αγροτικές καλλιέργειες. Θεωρεί αγαπητό οτιδήποτε εισχωρεί στο πεδίο της όρασής του. Πώς είναι δυνατόν, αναρωτιέται, να αποτελεί απόλαυση να προσπερνάς με ταχύτητα όλα τα σχήματα και τα αντικείμενα που μας επιδεικνύει η όμορφη γη μας, λες και κάποιος έχει τρελαθεί και πρέπει να αυξήσει την ταχύτητά του για να μην βυθιστεί σε ελεεινή απελπισία; [σ. 65]
Ο συγγραφέας, που ομολογεί ανοιχτά πλέον ότι του αρέσει εξίσου να γράφει και να περπατά δεν βρίσκεται διαρκώς σε αυτή την κατάσταση ευδαιμονίας. Αναδιοργανώνει τις δυνάμεις του σαν στρατηγός σε πεδίο μάχης. Είναι κι αυτή μια πολεμική τέχνη, που απαιτεί υπομονή όπως και η τέχνη της συγγραφής. Άλλωστε αργότερα παραδέχεται ότι δεν πέρασε πολύς καιρός που εγκατέλειψε πίσω του ψυχρές, θλιβερές και στενάχωρες συνθήκες, άρρωστος ψυχικά, έχοντας χάσει παντελώς την πίστη του, αποξενωμένος από τον κόσμο και τον εαυτό του. Καθώς συνεχίζει τον δρόμο του «σαν αριστοκράτης αλήτης, εκλεπτυσμένος πλάνητας και χασομέρης, ή σαν αργόσχολος και αλάνης» συναντάει ένα ιδιαίτερα αλλόκοτο τύπο, τον γίγαντα Τόμτσακ. Σα να μου φαίνεται ένα alter ego του, ένας κακός εαυτός που τον παρακολουθεί συνέχεια.
Ο Τόμτσακ δεν βρίσκει ηρεμία πουθενά· διαρκώς περιφέρεται στον κόσμο, χωρίς εστία ή δικαίωμα διαμονής. Δεν είναι νεκρός ούτε ζωντανός· δεν είναι γέρος ούτε νέος. Πεθαίνει κάθε στιγμή, και παρ’ όλα αυτά αδυνατεί να πεθάνει. Συχνά εύχεται έναν ήσυχο μικρό τάφο στον δρόμο – και τι ειρωνεία: αυτός θα είναι και ο θάνατος του Βάλζερ (βλ. τις παραπομπές της πρώτης φράσης της ανάρτησης). Πόσο τον επηρεάζει άραγε ο Τόμτσακ; Πάντως προσπερνάει ένα πανδοχείο, αρνείται να εισέλθει στον οίκο της χαράς και της αναζωογόνησης και συνεχίζει τον δρόμο του για να συναντήσει κι άλλους ανθρώπους και να συζητήσει μαζί τους με φιλικό ή εριστικό τόνο. Κάποτε ακούει νεαρές γυναίκες να τραγουδούν, εκφράζει τις σκέψεις του περί μουσικής, νομίζει πως βλέπει τον Ιησού περιπατητή.
Μια αναμαλλιασμένη, καταπονημένη, εξασθενημένη και τρικλίζουσα εργάτρια, που περπατούσε εμφανώς κουρασμένη και αδύναμη, αν και παρ’ όλα αυτά βιαστική, επειδή μάλλον είχε πολλά ακόμα να κάνει και λίγο χρόνο στη διάθεσή της, μου θύμισε προς στιγμήν τις υπερβολικά περιποιημένες, παραχαϊδεμένες θυγατέρες ή κόρες των καλών οικογενειών, που συχνά δεν γνωρίζουν, ή δείχνουν να μη γνωρίζουν, με τι είδους ραφινάτη απασχόληση ή ψυχαγωγία να περάσουν τη μέρα τους, και που ίσως δεν έχουν νιώσει ποτέ στη ζωή τους τι θα πει πραγματικά τίμια κούραση, που σκέφτονται μέρες, εβδομάδες ολόκληρες, τι θα μπορούσαν να φορέσουν για να αυξήσουν την αίγλη της εμφάνισής τους, και που έχουν άφθονο χρόνο στη διάθεσή τους για μακροσκελείς στοχασμούς πάνω στο τι πρέπει να κάνουν ώστε να περιτυλίξουν περισσότερα, υπερβολικά αρρωστημένα, φινετσάτα στολίδια το άτομό τους και το γλυκό, ζαχαρένια κορμάκι τους. [σ. 231, 233]
Υμνητής του απλού, παρατηρητής του «μικρού» και λάτρης της καθημερινότητας, ο συγγραφέας δεν στέκει στην παρατήρηση και στην λογοτέχνηση της Περιπατητικής του. Ασκεί χαμηλόφωνη αλλά διαπεραστική σάτιρα, ξεχειλίζει από διακριτική ειρωνεία. Ρωτάει με προσποιητή αφέλεια, κριτικάρει την ματαιοδοξία. Εφευρετικός στυλίστας της γλώσσας, έχει ομολογήσει πως πειραματιζόταν με την γλώσσα, «με την ελπίδα ότι [αυτή] παρέχει μια άγνωστη ζωτικότητα, η αφύπνιση της οποίας προκαλεί αγαλλίαση». Η ιδιόμορφη ποιητική του πρόζα, που θεωρείται σήμερα κορυφαίο δείγμα μοντερνισμού, είχε προκαλέσει στην εποχή του τον θαυμασμό του Κανέτι, του Μπένγιαμιν, του Κάφκα και του Έσσε.
Σε κάποιο σημείο, μπροστά στην θέα ενός μικρού σπιτιού, εκφράζει την επιθυμία να καταλύσει και να ζήσει εκεί για πάντα. Όμως – διαπιστώνει πως τα πιο όμορφα σπίτια είναι συνήθως ήδη κατειλημμένα κι ένας άνθρωπος που αναζητά ενδιαίτημα να ταιριάζει με τα απαιτητικά γούστα του δυσκολεύεται πολύ, διότι όσα είναι άδεια και διαθέσιμα προκαλούν συνήθως δυσφορία και φρίκη. Και τελικά στις συνεχείς μετακινήσεις του λόγω των υπαλληλικών του εργασιών ο συγγραφέας έμενε σε καταθλιπτικά ενοικιαζόμενα δωμάτια. Η τελευταία του κατοικία ήταν ένα άσυλο φρενοβλαβών αλλά τουλάχιστο ο θάνατος τον βρήκε, σχεδόν προσκεκλημένος – πού αλλού; σ’ έναν από τους συνηθισμένους του περιπάτους.
Τα παιδιά είναι ουράνια όντα γιατί είναι σαν να βρίσκονται πάντα σε κάποιου είδους παράδεισο. Όταν μεγαλώνουν και ενηλικιώνονται, ο παράδεισός τους εξαφανίζεται και εκπίπτουν από την αθωότητά τους αποκτώντας τον στεγνό υπολογιστικό χαρακτήρα και τις πληκτικές αντιλήψεις των ενηλίκων. [σ. 61, 63]
Εκδ. Γαβριηλίδης, [«Μεταφορές» – Δίγλωσση έκδοση], 2011, εισαγωγή – μετάφραση Τέο Βότσος, Αγορίτσα Μπακοδήμου, 269 σελ. [Robert Walser, Des Spaziergang, 1917]
1 Σχόλιο to “Ρόμπερτ Βάλζερ – Ο περίπατος”