Γραφήματα φρίκης, κλίμακες θλίψης
Κατάλαβε σαφώς πως εκεί, δίπλα στην εκκλησία, ανταγωνίζονταν δυο μεγάλοι πόνοι: ο πόνος που θα τη σκότωνε, ο κακός πόνος, έτσι τον είχε ορίσει, και από την άλλη μεριά ο καλός πόνος, ο πόνος της όρεξης, πόνος της επιθυμίας να φάει, πόνος που σήμαινε πως ήταν ζωντανή, ο πόνος της ύπαρξης, θα έλεγε, σαν να ήταν το στομάχι τη στιγμή εκείνη, στην καρδιά της νύχτας ακόμα, η ολοφάνερη εκδήλωση της ανθρωπιάς της, αλλά και των αμφίσημων σχέσεών της με τα μυστήρια που κανείς δεν γνωρίζει. Ήταν ζωντανή, και το γεγονός αυτό πονούσε περισσότερο εκείνη τη στιγμή, με τρόπο αντικειμενικό και υλικό, από τον πόνο απ’ τον οποίο θα πέθαινε, δευτερεύοντα τώρα. Σαν να ήταν πιο σημαντικό εκείνη τη στιγμή να φάει ψωμί παρά να είναι αθάνατη. [σ. 16]
Ο άνθρωπος που βρίσκεται ανάμεσα στους δυο πόνους, τον πόνο μιας βασανιστικής ασθένειας και τον πόνο της πείνας άρα και της επιβίωσης, είναι η Μύλια. Η αρρώστια της, σύμφωνα με τους γιατρούς, είναι «ανεπίλυτη» και το ερώτημά της για την αιτία του επερχόμενου θανάτου της μένει «άθικτο». Βγαίνει στο δρόμο για να ξεφύγει από έναν πιθανό θάνατο στον ύπνο της, βρίσκει την εκκλησία κλειστή, τον τοίχο της ψυχρό, προσπαθεί να θυμηθεί τα βιβλία που έχει διαβάσει για μια τέτοια στιγμή και για έναν τέτοιο τοίχο. Ο Έρνστ τρεκλίζει μακριά από τη ζωή ενός ασύλου, αγωνιζόμενος να ζήσει μια «κανονική» ζωή στην «κανονική» πόλη. H Μύλια τηλεφωνεί στον Έρνστ, την ώρα που εκείνος ετοιμάζεται να πηδήξει από το παράθυρο, και μετά λιποθυμάει. Ο Έρνστ ξεχύνεται στους νυχτερινούς δρόμους για να την βρει.
Ο γιατρός Τέοντορ Μπούσμπεκ υπήρξε σύζυγος της Μύλια. H Μύλια υπήρξε ασθενής του από τα δεκαοχτώ της, επειδή γνώριζε καλά τη μεταχείριση του διαστήματος ανάμεσα στην σαγήνευση και την απώθηση των αντρών, άρα έπρεπε να θεραπευτεί. Τον όγδοο χρόνο της κοινής τους ζωής ο γιατρός εισάγει την Μύλια στο Άσυλο Γκέοργκ Ρόζενμπεργκ, ως άρρωστη «στο κεφάλι». Παράλληλα ετοιμάζει την έρευνα της ζωής του: ένα γράφημα που να θεμελιώνει τη σχέση μεταξύ της φρίκης και του χρόνου. Θέλει να καταλάβει αν η φρίκη μειώνεται με το πέρασμα των αιώνων ή αυξάνεται. Αναζητά την κανονικότητα, την ιστορική της σταθερότητα. Το γράφημα κατανομής της φρίκης θα οδηγήσει σε έναν τύπο που θα επιτρέπει να την προβλέπουμε και να δρούμε ανάλογα. Το ρασιοναλιστικό ηλεκτροκαρδιογράφημα του κακού θα αποτυπώσει την ψυχική υγεία της Ιστορίας σε χαρτί μιλιμετρέ. Θα εμφανίσει πρόοδο στην κλινική της κατάσταση ή μια τρομακτική ευστάθεια της φρίκης στο χρόνο; Αν οι καμπύλες επαναλαμβάνονται, δεν υπάρχει καμία ελπίδα.
Το εύρημα αυτό χρησίμευε στον Τέοντορ Μπούσμπεκ για να ενισχύσει περισσότερο το επιστημονικό του προαίσθημα, αν μπορεί να περιγραφεί έτσι, πως τόσο η συλλογική Ιστορία όσο και η ατομική Ιστορία ενός ανθρώπινου όντως βάδιζαν προς την εξισορρόπηση μεταξύ του μαρτυρίου και της πρόκλησης του μαρτυρίου. Ο κόσμος ήταν μια σύγκρουση μεταξύ ενός θετικού και ενός αρνητικού φορτίου, και ο κόσμος αυτός θα τελείωνε όταν, είτε σε γενικό, παγκόσμιο, γιγάντιο επίπεδο, είτε σε ατομικό και μικροσκοπικό επίπεδο, θα έφτανε στο μηδέν, στο μηδενισμό των δυο δυνατών και αντίθετων φορτίων. Αυτή θα ήταν η στιγμή του τέλους του κόσμου και του τέλους κάθε πράγματος. [σ. 152]
Η Χάνα είναι μια ασυνήθιστη πόρνη με μεγαλύτερο διεγερτικό της το βλέμμα, τόπο συνάντησης «απεριόριστης διαστροφής και έλλογης ευφυΐας». Βάφει τα βλέφαρά της μωβ για να βρει σ’ αυτά τη ζωηρή της διακοπή η μοναξιά ενός άντρα. Ο Χένρικ αισθάνεται οικεία μόνο με τον κίνδυνο, ζει πραγματικά μόνο με τη βία. Έχει βιώσει τον πόλεμο και μόνο σε ανάλογες συνθήκες λειτουργεί κανονικά – αν δεν υπάρχουν, τις δημιουργεί. Δεν ξεκουράζεται ποτέ και κάθε πρωί σηκώνεται σαν να έχει πολεμήσει σώμα με σώμα· βρίσκεται μόνιμα διαιρεμένος σε παρατηρούμενη ύπαρξη και σε παρατηρητή. Ο Χένρικ προστατεύει την Χάνα ενώ ο Κάας, ο αδύναμος και με κινητικά προβλήματα θετός γιός του Μπούσμπεκ, βγαίνει για να αναζητήσει τον πατέρα του, που βγαίνει τα βράδια για να αναζητήσει γυναίκες σαν τη Χάνα.
Η συναίσθηση ότι απομακρυνόταν από το πλούσιο, καλλιεργημένο περιβάλλον του με τις μειλίχιες λέξεις, με τα ρήματα ορθά τοποθετημένα στη φράση, για να μπει σε ένα άλλο, όπου οι γυναίκες και οι άντρες έδειχναν την άγνοιά τους διαρκώς λέγοντας πρόστυχες φράσεις, χωρίς καμία συστολή, μιλώντας με λανθασμένη, λαϊκή γραμματική, με προφορά που ήταν προφανές πως δεν ήταν απ’ την πόλη, αλλά απ’ την επαρχία, από το χωριό – όλα αυτά τον ερέθιζαν. Δεν ήταν μόνο ο σεξουαλικός ερεθισμός που αναμφισβήτητα του προκαλούσαν εκείνες οι γυναίκες: η είσοδος δεν έναν άλλο κόσμο ήταν επίσης συνέπεια ενός «ερευνητικού» ενστίκτου, όπως εξηγούσε ο ίδιος σε φίλους· ενστίκτου το οποίο οδηγεί το σώμα προς τα εκεί όπου του είναι λιγότερο οικεία. Κάθε ερευνητή πρέπει να τον ενδιαφέρει το παράξενο, ο άλλος κόσμος, έλεγε ο Τέοντορ. Και πίστευε πως τίποτα δεν ανακαλύπτει κανείς χωρίς να περάσει από κάποιο κίνδυνο. [σ. 171]
Ο διευθυντής του ασύλου Γκέοργκ Ρόζενμπεργκ κύριος Γκόμπερτς απεχθάνεται τις σκέψεις των τροφίμων και χρησιμοποιεί τους θαλάμους ως καλάθι αχρήστων υπάρξεων. Ο Μπούσμπεκ συνεχίζει να ερευνά την Ιστορία ως οργανισμό με εγκέφαλο και το σχέδιο της αποτροπής των δεινών και της διάσωσης των ανθρώπων μετατρέπεται σε εμμονή. Η ανίχνευση μιας ομαλότητας θα οδηγήσει στον έλεγχο του ανεξέλεγκτου. Ο ιδιότυπος ανταγωνισμός των δύο αντρών φτάνει σε κορύφωση: ο διευθυντής τού ανακοινώνει με κακεντρέχεια πως η τρόφιμος Μύλια είναι έγκυος από τον τρόφιμο Έρνστ. Ιδού η προφανής, για τον Γκόμπερτς, απόδειξη πως η θεωρία του γιατρού αποτυγχάνει: αν δεν είχε αντιληφθεί τι συνέβαινε δίπλα του, πως μπορούσε να δει τι συμβαίνει στον υπόλοιπο κόσμο τους περασμένους αιώνες; Ο Μπούσμπεκ αντεκδικείται απαιτώντας μια μυθική αποζημίωση σιωπής.
Στους έρημους δρόμους με την μυρωδιά του ανθρώπινου πνεύματος, κάτω από τους φωτισμένους στύλους ή στις σκοτεινούς παράδρομους, στα θλιβερά ιατρεία και τα ψυχιατρικά νοσοκομεία, η ζωή μοιράζει την σκληρότητά της στους πέντε χαρακτήρες σε ανυπολόγιστες δόσεις, κι όση περισσέψει την αφήνει να την ανταλλάξουν ο ένας με τον άλλον. Οι ζωές τους συγκρούονται μετωπικά και αναπότρεπτα, οι «μοίρες» τους διαπλέκονται μοιραία και αξεδιάλυτα.
Η γραφή του Ταβάρες είναι μινιμαλιστική· η διήγηση πηγαινοέρχεται μπρος πίσω, ράβεται σε στιγμιότυπα και μικροϊστορίες με σχεδόν αυτιστικές επαναλήψεις και διαρκείς υπενθυμίσεις της ιστορίας «κομμάτι – κομμάτι», που κάθε φορά υποκρύπτουν και μια νέα απρόσμενη ψηφίδα τραγωδίας. Η περικομμένη αυτή κατασκευή τελικά συρράπτει τις ασύνδετες ιστορίες τους και τις συνενώνει σε πανίσχυρες συνδέσεις. Ο συγγραφέας (γεν. 1970) έχει ήδη κατακτήσει έναν προσωπικό λογοτεχνικό λόγο, έχοντας παράλληλα και την τύχη να διαθέτει την ηχηρή συστατική επιστολή του «αναγνώστη» του Ζοζέ Σαραμάγκου.
Ο γιατρός δεν έχει μόνο καταστρέψει το σώμα της Μύλια και τον ψυχισμό Έρνστ αλλά τους έχει πάρει και το ίδιο τους το παιδί, ενώ το άσυλο αποδεικνύεται «νοσοκομείο κεφαλιών». Και μέσα από την ημιτελή εξωφρενική έρευνα του φρενοκόμου «ερευνητή» επαληθεύεται η ανατριχιαστική αλήθεια πως ο καθένας μας είναι δυνάμει μελλοντικός δήμιος και μελλοντικό θύμα, δέκτης και μεταδότης βίας, πως ανά πάσα στιγμή μπορούμε να βρεθούμε στη θέση των βασανιστών ή των βασανιζόμενων. Εκείνος διάλεξε το πρώτο – να δούμε όταν έρθει κι η δική μας σειρά…
Εκδ. Καστανιώτη, 2012, μτφ. από τα Πορτογαλικά: Αθηνά Ψυλλιά, σ. 179 [Gonçalo M. Tavares, Jerusalém, 2005]
Πρώτη δημοσίευση (χωρίς τα παραθέματα): Περιοδικό (δε)κατα, τεύχος 32 (χειμώνας 2012).
3 Σχόλια to “Γκονσάλο Μ. Ταβάρες – Ιερουσαλήμ”