Θα μας συνοδεύσετε ως την θύρα του τελευταίου σας βιβλίου;
Οι ‘δημόσιες ιστορίες’ είναι μια σειρά 16 διηγημάτων που κυοφορήθηκαν σε άλλες εποχές αλλά τώρα είδαν το φως της δημοσιότητας. Γεννήθηκαν με φυσιολογικό τοκετό και όχι με καισαρική τομή. Ακόμα και τώρα διατηρούν τον ομφάλιο λώρο που τις δένει με την πραγματικότητα. Δεν μπορώ να ξεχωρίσω κάποια, γιατί είναι όλες τους παιδιά μου.
Θα μοιραστείτε μια μικρή παρουσίαση – εισαγωγή στο κάθε σας βιβλίο χωριστά (είτε σε μορφή επιγραμματικής παρουσίασης, είτε γράφοντας για το πότε, πώς, υπό ποιες συνθήκες και ποιους πόθους συνεγράφησαν);
Οι ‘δημόσιες ιστορίες’ όπως και η καινούργια συλλογή που τώρα ετοιμάζω (τον τίτλο δεν θα τον αποκαλύψω) αποτελούν το αποτέλεσμα της αδήριτης ανάγκης να μιλήσω με τον δικό μου τρόπο για καταστάσεις οριακές και παράλογες που όλοι, λίγο πολύ, βιώνουμε. Η γύρω μας πραγματικότητα είναι τόσο οδυνηρή που δεν χρειάζεται ιδιαίτερος κόπος να συλλάβεις τα θέματα. Το πιο επώδυνο είναι να μεταπλάσεις τα βιώματα με όρους μυθοπλασίας, ώστε να μην καταστήσεις τη γραφή σου δημοσιογραφική και επικαιρική.
Έχετε γράψει σε τόπους εκτός του γραφείου σας/σπιτιού σας;
Συγγραφέας είναι κάποιος 24 ώρες το 24ωρο. Όχι μόνο όταν γράφει. Οι πιο γόνιμες στιγμές είναι οι ώρες του ύπνου και οι ώρες της απλής και άσκοπης καθημερινότητας, όταν λειτουργείς ως παρατηρητής, εκών, άκων. Άλλωστε, και ο Βαν Γκογκ είχε πει: ‘Ονειρεύομαι ό,τι ζωγραφίζω και μετά ζωγραφίζω αυτό που ονειρεύομαι’.
Σας ακολούθησε ποτέ κανένας από τους ήρωες των βιβλίων σας; Μαθαίνετε τα νέα τους;
Ο Μίμης Αργυρίου στο διήγημα «501» είναι ένας χαρακτήρας που υπήρχε χρόνια στο μυαλό μου και σχεδόν μεγαλώσαμε μαζί. Πιστεύω πως όπου κι αν βρίσκεται αυτή τη στιγμή, μου κλείνει μ’ ένα μειδίαμα το μάτι.
Ποιος είναι ο προσφιλέστερός σας τρόπος συγγραφής; Πώς και πού παγιδεύετε τις ιδέες σας;
Μου ταιριάζει η μέθοδος του παγόβουνου. Την βρίσκω την πιο αποτελεσματική. Ο Χεμινγουέι την έχει περιγράψει περίπου ως εξής: Για κάθε κομμάτι που είναι εμφανές, τα υπόλοιπα επτά όγδοα είναι κάτω από το νερό. Ό,τι ξέρεις μπορείς να το παραλείψεις (αρκεί να το γνωρίζεις, διαφορετικά, η ιστορία μπάζει) και αυτό κάνει το παγόβουνο πιο στέρεο. Είναι το αφανές κομμάτι, με άλλα λόγια η γνώση, οι βιωμένες εμπειρίες που συγκροτούν το κομμάτι του παγόβουνου κάτω από την επιφάνεια του νερού.
Εργάζεστε με συγκεκριμένο τρόπο; Ακολουθείτε κάποια ειδική διαδικασία ή τελετουργία; Επιλέγετε συγκεκριμένη μουσική κατά την γραφή ή την ανάγνωση; Γενικότερες μουσικές προτιμήσεις;
Ναι, πολλές φορές γράφω με μουσική. Το τι θ’ ακούσω κάθε φορά μου το υπαγορεύει ο εσωτερικός ρυθμός του κειμένου, άλλοτε αργός κι άλλοτε ασθματικός. Μπορεί ν’ ακούσω από Metallica και Nick Cave μέχρι Βαμβακάρη και Αγγελάκα.
Ποιες είναι οι σπουδές σας και πώς βιοπορίζεστε; Διαπιστώνετε κάποια εμφανή απορρόφηση των σπουδών και της εργασίας σας στη γραφή σας (π.χ στην θεματολογία ή τον τρόπο προσέγγισης);
Ως φιλόλογος έχω αρκετά κουσούρια. Η διδακτική διάθεση είναι ένα από αυτά. Προσπαθώ να ‘σκοτώνω’ τον φιλόλογο όταν γράφω. Δεν ξέρω πάντα αν τα καταφέρνω. Θα δείξει η νεκροψία.
Γράψατε ποτέ ποίηση – κι αν όχι, για ποιο λόγο;
Σε στιγμές εφηβικού ενθουσιασμού και παιγνιώδους διάθεσης. Ωστόσο, αυτός ο έφηβος κάπου κάπου αφυπνίζεται και με τρομάζει.
Αν είχατε σήμερα την πρόταση να γράψετε μια μονογραφία – παρουσίαση κάποιου προσώπου της λογοτεχνίας ή γενικότερα ποιο θα επιλέγατε;
Πριν από χρόνια – δεν θυμούμαι ακριβώς πότε – έπεσε στα χέρια μου ένα αφιέρωμα στον λαϊκό ποιητή – στιχουργό Φώτη Αγγουλέ. Ο Σεφέρης που τον γνώριζε τον χαρακτήρισε ‘μιαρό γιακωβίνο’, ενώ στις Μέρες Δ’ αναφέρει χαρακτηριστικά για τον χιώτη ποιητή: «Νομίζει ότι δουλεύει για τον λαό ξεχαρβαλώνοντας τα άξια πράγματα, βρωμίζοντας τα καθαρά με πασαλείμματα, τσαπατσουλεύοντας, όπως του είπα. Οι άνθρωποι αυτοί νομίζουν ότι τέχνη για το λαό σημαίνει στιχάκια του ταγκό χωρίς μουσική». Το 1975 κυκλοφόρησε από τον ‘Κέδρο’ το βιβλίο της Έλλης Παπαδημητρίου «Ο Φώτης Αγγουλές – Ποιήματα – Επιλογή», ενώ το 2004 ο Δ. Γκιώνης στην Ελευθεροτυπία έγραψε ένα άρθρο για τον ποιητή. Το 2008 από τις εκδ. Γαβριηλίδη ο ποιητής Γιώργος Μπλάνας στη σειρά ‘Εκ νέου’ ανθολόγησε τον Αγγουλέ. Νομίζω ότι θα άξιζε μια μονογραφία-παρουσίαση γι’ αυτόν τον άγνωστο στους περισσότερους ποιητή, που με τρόπο παραδοσιακό μπόρεσε και έγραψε στίχους σαν κι αυτούς: «Κι ίσως μια μάννα, ένα παιδί! / κάπου να σε προσμένει, /μα εσύ, θα μένεις πάντοτε / ξένος σε χώρα ξένη / κι η μνήμη σου που της ζωής / το νόημα θα λερώνει, / θάναι ένα στίγμα, ένας λεκές, / μέσ` στο κατάσπρο χιόνι…» (από το ποίημα ‘Στίγμα’, για ένα νεαρό φασίστα που βρέθηκε σκοτωμένος, πάνω σε μια ρούσσικη χιονισμένη στέππα).
Πειραματίζομαι στο εργαστήρι του υπολογιστή μου πάνω στη μικρή φόρμα. Αλλεπάλληλες δοκιμές και delete. Νιώθω πως βρίσκομαι μέσα σε κινούμενη άμμο. Απίστευτη κοινωνική ρευστότητα και αδυναμία προβλεψιμότητας.
Περί ανάγνωσης
Αγαπημένοι σας παλαιότεροι και σύγχρονοι συγγραφείς.
Από Έλληνες συγγραφείς θα ξεχώριζα τους/τις: Παπαδιαμάντη, Βουτυρά, Καζαντζάκη, Καραγάτση, Χατζή, Ιωάννου, Χάκκα, Φραγκιά, Α. Κοτζιά, Αλεξάνδρου, Βαλτινό, Κουμανταρέα, Γκιμοσούλη, Χατζηγιαννίδη, Κοροβίνη, Μίσσιο, Νόλλα, Μ. Δούκα, Καρυστιάνη, Ζατέλη, Γαλανάκη, Φακίνου, Σ. Τριανταφύλλου …
Από ξένους: Έσσε, Κάφκα, Στάινμπεκ, Φώκνερ, Ντοστογιέφσκι, Τσέχωφ, Μπόρχες, Μάρκες, Μπορίς Βιάν, Καμύ, Κούντερα, Βιρτζίνια Γουλφ, Γκουτιέρες, Ζίσκιντ …
Αγαπημένα σας παλαιότερα και σύγχρονα βιβλία.
Τα ομηρικά έπη, το «Περί παίδων αγωγής» και «Βίοι παράλληλοι» του Πλουτάρχου, το «Τάδε έφη Ζαρατούστρα» του Νίτσε, «Το κομουνιστικό μανιφέστο» των Μαρξ-Ένγκελς, «Η αποκάλυψη του Ιωάννη» σε μετάφραση Γ. Σεφέρη, «Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας» του Κ. Καστοριάδη, το «1984» του Όργουελ, «Αν αυτός είναι ένας άνθρωπος» του Πρίμο Λέβι, «Οι ανθρωποφύλακες» του Π. Κοροβέση, «Πεθαίνοντας σα χώρα» του Δ. Δημητριάδη.
Αγαπημένα σας διηγήματα.
Ρίχνοντας μια βιαστική ματιά στη βιβλιοθήκη μου θα μπορούσα να αναφέρω εντελώς ενδεικτικά: «Το χριστόψωμο» του Αλ. Παπαδιαμάντη, το πρώτο του διήγημα, «Μια μικρή παρηγοριά» του Ρ. Κάρβερ, «Παραρλάμα» του Δ. Βουτυρά.
Σας έχει γοητεύσει κάποιος σύγχρονος νέος έλληνας λογοτέχνης;
Από το 2010 που κυκλοφόρησαν τα διηγήματα του Χρήστου Οικονόμου με τίτλο «Κάτι θα γίνει, θα δεις» (εκδ. Πόλις), κατάλαβα πως όντως κάτι αλλάζει στην ελληνική επικράτεια του λόγου. Τον χαρακτήρισαν «Έλληνα Φώκνερ». Δεν βάζω ταμπέλες ούτε κάνω συγκρίσεις. Αλλά ο Οικονόμου είναι για μένα οδοδείκτης. Επίσης, οι κυρίες Μπογιάνου και Πέτσα έχουν εξαιρετική πένα και κοφτερή ματιά.
Αγαπημένος ή/και ζηλευτός λογοτεχνικός χαρακτήρας.
Εφηβική αλλά και διαχρονική εμμονή είχα με τον ‘Τζωρτζ’ στη νουβέλα του Στάινμπεκ «Άνθρωποι και ποντίκια» (1937). Ο άνθρωπος που στο τέλος αναγκάζεται να σκοτώσει τον καλύτερό του φίλο, τον Λένι έναν καθυστερημένο νοητικά αγαθό γίγαντα, προκειμένου να ανοίξει τον δρόμο για το καινούργιο. Το βιβλίο είναι τόσο επίκαιρο από ποτέ, αναδεικνύει ζητήματα που αφορούν στα ανθρώπινα όνειρα, στη θλίψη και στη μοναξιά, μέσα από τα πορτρέτα δύο εργατών που μεταναστεύουν και παλεύουν να βρουν τη θέση τους στον κόσμο.
Επίσης, πρέπει να ’μουν γύρω στα δεκαέξι, όταν πρωτοδιάβασα τον «Κόκκινο τράγο» του Κώστα Παρορίτη, ο ήρωάς του ο Στέφανος, ο απολυμένος καθηγητής, που έχοντας επίγνωση του προσωπικού του ρόλου στην ισχύουσα τάξη πραγμάτων μονολογεί: «Κοιτάξτε και γύρω σας. Όλος ο κόσμος δεν είναι ο εαυτούλης σας. Η ζωή είναι πολύ πλατιά. Απλώστε τη ματιά σας, βυθίστε τη σκέψη σας, μεστώστε το αίτημα σας, δέστε το σφιχτά με το νου σα διαμάντι, πυρώστε το νου σας με τη φλόγα της καρδιάς…».
Αγαπημένο σας ελληνικό λογοτεχνικό περιοδικό, «ενεργό» ή μη; Κάποιες λέξεις για τον λόγο της προτίμησης;
Ξεκίνησα με τον «Ηριδανό», το «Διαβάζω», τη «Λέξη», τη «Νέα Εστία», την «Οδός Πανός». Κείμενα φωτισμένα από ανθρώπους με μεράκι και αγάπη για τη λογοτεχνία. Ενημερώνομαι ακόμα από το «Εντευκτήριο» και το «Δέντρο». Θεωρώ εξαιρετική για τα ελληνικά δεδομένα την «Ποιητική» του Βλαβιανού, γιατί αποτελεί γέφυρα γνωριμίας με σημαντικούς ξένους ποιητές. Επίσης και το Books’ journal αποτελεί πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση.
Τι διαβάζετε αυτό τον καιρό;
Κυρίως θεωρητικά κείμενα. Ενδιαφέρον είναι το τελευταίο βιβλίο του Δημήτρη Δημηρούλη «Καβουρηδόν και Παραδρόμως» (εκδ. Τόπος) που ασχολείται με το άθλημα της γραφής και ως υποκείμενο και ως αντικείμενο της διαδικασίας. Εξίσου συναρπαστικές βρίσκω τις συνεντεύξεις 17 μεγάλων συγγραφέων στο Paris Review, όπως αυτές περιλαμβάνονται στους δύο τόμους με τίτλο «Η Τέχνη της γραφής» που επιμελήθηκε ο Φιλίπ Γκούρεβιτς.
Ξαναδιαβάζω τα έργα του Ρέιμοντ Κάρβερ και καθηλώνομαι για άλλη μια φορά. Ζηλεύω απίστευτα τον τρόπο γραφής του. Αναρωτιέμαι τι επεμβάσεις θα μπορούσε να κάνει σε αυτά τα κείμενα ο Γκόρντον Λις.
Διαβάζετε λογοτεχνικές παρουσιάσεις και κριτικές; Έντυπες ή ηλεκτρονικές; Κάποια ιδιαίτερη προτίμηση στις μεν ή (και) στις δε;
Δεν έχω κάποια ιδιαίτερη προτίμηση στο μέσο. Θέλω να είναι ενυπόγραφες και εμπεριστατωμένες. Σιχαίνομαι την εμπάθεια και την προχειρότητα. Έχω την αίσθηση πως πολλοί κριτικοί σπεύδουν να εκφέρουν γνώμη προτού καλά καλά διαβάσουν με προσοχή το βιβλίο. Και δυστυχώς εκτίθενται. Θεωρώ πως οι κριτικές είναι πρωτογενή και όχι δευτερογενή κείμενα και γι’ αυτό είμαι ιδιαίτερα απαιτητικός. Στο Διαδίκτυο υπάρχουν εξαιρετικά blog που παρακολουθώ για τις καίριες επισημάνσεις τους, όπως είναι το «Πανδοχείο», το «Βιβλιοκαφέ», το «Librofilo» και άλλα.
Περί αδιακρισίας
Παρακολουθείτε σύγχρονο κινηματογράφο ή θέατρο; Σας γοήτευσε ή σας ενέπνευσε κάποιος σκηνοθέτης, ταινία, θεατρική σκηνή;
Για να μιλήσουμε για σύγχρονο εγχώριο κινηματογράφο, μία ιδιαίτερη περίπτωση είναι αυτή του Κύπριου σκηνοθέτη Γιάννη Οικονομίδη («Σπιρτόκουτο», «Ψυχή στο στόμα», «Μαχαιροβγάλτης»). Είναι ο τρόπος με τον οποίο αναπαριστά την πραγματικότητα. Όπως ο θεατής μιας ταινίας έχει σημασία να νομίζει πως αυτό που βλέπει δεν είναι στημένο αλλά κομμάτι της πραγματικότητας, έτσι και ο αναγνώστης πρέπει να βλέπει μεγεθυμένες στην κάθε τους λεπτομέρεια όψεις της φλεγόμενης πραγματικότητας που τον περιβάλλει. Πώς αλλιώς μπορεί να αποκτήσει επίγνωση του εαυτού του και της θέσης του μέσα στον κόσμο;
Αλλά είναι κάτι άλλο που με εξιτάρει με τον Οικονομίδη· ο τρόπος που χειρίζεται τους ηθοποιούς του. Μ’ αρέσει πολύ η ένταση (εσωτερική και εξωτερική) με την οποία οι ηθοποιοί του μοιάζουν να ζουν και αναπνέουν εκτός των διαστάσεων της κινηματογραφικής οθόνης. Νομίζω ότι ένας συγγραφέας έχει να διδαχτεί πολλά από αυτό. Πώς πλάθει και πώς αντιμετωπίζει τους ήρωές του. Αφενός, μπορεί να διαβάσεις ένα αφήγημα που είναι μια κακή κατασκευή με κακούς ηθοποιούς (χαρακτήρες) και κακούς διάλογους. Με χαρακτήρες ρηχούς, καρικατούρες, επίπεδους, μονόχορδους, που αναπνέουν μόνο χάρη στην ευσπλαχνική γραφίδα του συγγραφέα. Αφετέρου, υπάρχουν ιστορίες στις οποίες τα πρόσωπα έχουν μιαν αυθυπαρξία που τα κάνει να αναπνέουν και να κινούνται και εκτός των γραμμών του βιβλίου. Είναι αυτοί που λέμε ‘εμβληματικοί χαρακτήρες’. Λίγα, βέβαια, είναι αυτά τα έργα, αλλά υπάρχουν.
Διατηρείτε το ιστολόγιο e- Τράπεζα Φιλολογικών Θεμάτων. Περί τίνος πρόκειται;
Ένα ιστολόγιο με θεματολόγιο που αφορά κυρίως τη διδασκαλία της Γλώσσας και της Λογοτεχνίας στο Λύκειο. Απευθύνεται στους μαθητές, στους φιλολόγους αλλά και σε κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο. Περιλαμβάνει παρουσιάσεις βιβλίων και κριτικές. Στην αντίστοιχη σελίδα του ιστολογίου στο facebook γίνονται αναρτήσεις που αφορούν τον πολιτισμό και τις τέχνες.
Οι εμπειρίες σας από το διαδικτυώνεσθαι;
Μια μοναδική εμπειρία γνωριμίας με αξιόλογους ανθρώπους που δεν φανταζόμουν πως θα τους συναντούσα ποτέ. Ο κυβερνοχώρος μπορεί να λειτουργεί ως πεδίο συνεργατικής κοινότητας μάθησης, κι αυτό είναι κάτι που όλοι οι σκεπτόμενοι χρήστες του πρέπει να το διαφυλάξουν ως κόρην οφθαλμού, μακριά από τα κακόβουλα μάτια επιχειρηματικών συμφερόντων.
Ποιες οι εμπειρίες σας από την σχολική τάξη του 2013; Ποια η σχέση των μαθητών σας με τον λόγο και την λογοτεχνία, ποια τα προσωπικά σας στοιχήματα;
Έχω την αίσθηση πως δεν πρέπει να υποτιμάμε τα παιδιά. Έχοντας εργαστεί με παιδιά και των γυμνασιακών και των λυκειακών τάξεων, αυτό που κάθε χρόνο αντιλαμβάνομαι είναι πως προσεγγίζοντας με ‘παιγνιώδη’ τρόπο τη λογοτεχνία, μάς αποκαλύπτεται ένα δυναμικό πεδίο, που δεν το φανταζόμαστε. Μαθητές που γράφουν ‘μέτριες’ προκάτ εκθέσεις, μαθητές που ‘αδιαφορούν’ για το σχολείο, αποδίδουν εκπληκτικά, όταν ο δάσκαλος τούς αναθέσει να γράψουν ένα δικό τους κείμενο, αλλάζοντας – για παράδειγμα – τον αφηγητή ή την οπτική γωνία ή το τέλος του διηγήματος. Ειδικά φέτος, είχα μαθητή που έγραψε καβαφογενή ποιήματα, μαθητές που δραματοποίησαν τρία διηγήματα, που γύρισαν ταινία μικρού μήκους, εμπνευσμένη από λογοτεχνικά κείμενα.
Αν κάποιος σας χάριζε την αιώνια νιότη με αντίτιμο την απώλεια της συγγραφικής ή αναγνωστικής σας ιδιότητας, θα δεχόσασταν τη συναλλαγή;
Πιστεύω στη νιότη του πνεύματος. Επομένως, θαλερό πνεύμα εγγυάται μόνο το πάθος της ανάγνωσης και της γραφής.
Κάποια ερώτηση που θα θέλατε να σας κάνουμε μα σας απογοητεύσαμε; Απαντήστε την!
– Αν γινόταν σεισμός και το σπίτι σας από στιγμή σε στιγμή κατέρρεε, ποιο βιβλίο θα παίρνατε οπωσδήποτε μαζί σας;
Τον «Λοιμό» του Α. Φραγκιά. Ένα έργο που συνομιλεί επάξια με τον Κάφκα, με τον Καμύ αλλά και με όλον τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό.
Στις εικόνες: Αlbert Camus, Boris Vian, Jorge Luis Borges, Herman Hesse, Patrick Suskind, Virginia Woolf, Pedro Juan Gutierrez, Milan Kundera, William Faulkner, John Steinbeck, Franz Kafka, Fyodor Dostoyevsky.
Ο,τι και να πουμε για τον ανθρωπο και τον νιοβγαλτο συγγραφεα Δημητρη Χριστοπουλο είναι πολυ λιγο!!!Οσοι τον γνωρισαμε και τον γνωριζουμε ως συναδελφο και φιλο μπορουμε να κατανοησουμε απολυτα πωσ μεσα απο την πρωσοπικοτητα του αναδυθηκε ενας νεος πολλα υποσχομενος συγγραφεας!!!Καλο δρομο Δημητρη!Ευχομαι αυτη η στροφη που εκανες στη ζωη σου να κρυβει χαρουμενες και αξεχαστες εμπειριες!!! Πολλα φιλια