Θα μας συνοδεύσετε ως την θύρα του βιβλίου σας;
Μετά χαράς. Η Ελληνική Ασφυξία είναι ένα μυθιστόρημα που περιγράφει τις εμπειρίες των τριών παιδιών του Παντελή Αγριπιώτη κατά τη διάρκεια του πρώτου χρόνου της κρίσης. Αφορά κυρίως στο ψυχολογικό και συναισθηματικό κομμάτι, όχι τόσο στο οικονομικό. Είναι ένα μυθιστόρημα πολυφωνικό και –θέλω να πιστεύω – πολυεπίπεδο, πλούσιο σε λογοτεχνικές και μουσικές αναφορές, με γραφή πυκνή αλλά ρέουσα, που αγγίζει πολλά θέματα που απασχολούν την ανθρωπότητα και στις μέρες μας αλλά και αιώνια. Είναι, εν τέλει, ένα μυθιστόρημα αισιόδοξο.
Πότε, υπό ποιες συνθήκες και ποιους πόθους το γράψατε;
Το έγραψα από τα μέσα Μαΐου ως τις 15 Ιουλίου του 2012. Είχα μεγάλη ελευθερία κινήσεων και χρόνου, οπότε έγραφα πάνω από έξι σελίδες Α4 την ημέρα. Το έγραψα καταρχήν με τον πόθο να εκδοθεί (κάτι που δεν είχα καταφέρει με τα προηγούμενα μυθιστορήματά μου). Το έγραψα επίσης με την ελπίδα να αποτελέσει ένα συλλογικό ψυχογράφημα της ελληνικής κοινωνίας για τα χρόνια της κρίσης.
Έχετε γράψει σε τόπους εκτός του γραφείου σας/σπιτιού σας;
Μόνο σε μέρη όπου παραθερίζω. Τον Οκτώβριο που μας πέρασε έγραψα τις δύο πρώτες παραγράφους ενός μυθιστορήματος σε ένα φιλικό μου σπίτι.
Σας ακολούθησε ποτέ κανένας από τους ήρωες των βιβλίων σας; Μαθαίνετε τα νέα τους;
Με ακολουθούν κυρίως οι ήρωες βιβλίων που είτε δεν έχουν εκδοθεί είτε δεν έχουν γραφτεί ακόμα. Με τους ήρωες της Ελληνικής Ασφυξίας ξεμπέρδεψα (νομίζω).
Ποιος είναι ο προσφιλέστερός σας τρόπος συγγραφής; Πώς και πού παγιδεύετε τις ιδέες σας;
Παλιότερα έγραφα πρώτα στο χέρι κι έπειτα τα μετέφερα στον υπολογιστή. Από το 2010 και μετά άρχισα να γράφω κατευθείαν στον υπολογιστή, συνειδητοποιώντας επιτέλους πως κάτι τέτοιο είναι πολύ πιο πρακτικό. Όσο για τις ιδέες, όταν πρόκειται για συγκεκριμένες φράσεις, τις καταγράφω σε σημειωματάρια. Όταν πρόκειται για ιδέες σχετικά με την πλοκή κάποιου κειμένου, απλά προσπαθώ να τις συγκρατήσω στην σκέψη μου.
Εργάζεστε με συγκεκριμένο τρόπο; Ακολουθείτε κάποια ειδική διαδικασία ή τελετουργία; Επιλέγετε συγκεκριμένη μουσική κατά την γραφή ή την ανάγνωση; Γενικότερες μουσικές προτιμήσεις;
Προσπαθώ να γράφω όσο πιο πολλές ώρες γίνεται, με προσήλωση και αφοσίωση. Πρέπει πάντα να υπάρχει καφές – ή, έστω, τσάι. Γράφω στο γραφείο μου, πάντα με ένα σημειωματάριο δίπλα μου. Πρέπει επίσης να παίζει μουσική – νοιώθω εξαιρετική διέγερση και πρόκληση ακούγοντας τους στίχους ενός σπουδαίου στιχουργού ενώ γράφω, είτε ο Ντύλαν είναι αυτός είτε ο Morrissey είτε ο Χάουαρντ Ντεβότο είτε δεν ξέρω κι εγώ ποιος άλλος. Οι μουσικές που ακούω προέρχονται κυρίως από τη Βρετανία, αν και δεν μπορώ να ξεχάσω να αναφέρω τον Ντίλαν, τον Λου Ριντ και την αμερικανική σόουλ της δεκαετίας του εξήντα. Τελευταία, ακούω όλο και περισσότερο κλασσικούς συνθέτες.
Ποιες είναι οι σπουδές σας και πώς βιοπορίζεστε; Διαπιστώνετε κάποια εμφανή απορρόφηση των σπουδών και της εργασίας σας στη γραφή σας (π.χ στην θεματολογία ή τον τρόπο προσέγγισης);
Δεν βιοπορίζομαι. Με διώξανε κι εμένα όπως και τόσους άλλους από τη δουλειά μου, με πρόσχημα την κρίση. Σπούδασα στο Τμήμα Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης του Πανεπιστημίου Αθηνών και έκανα μεταπτυχιακές σπουδές στη Μουσικολογία. Άσχετα από τις σπουδές μου, και οι δύο αυτοί τομείς, τα μίντια και η μουσική, είναι άξονες που με απασχολούν πολύ στα γραπτά μου. Στην Ελληνική Ασφυξία με ενδιέφερε, μεταξύ άλλων, να αποδώσω το πώς όλη αυτή η αρρωστημένη καταστροφολογία που υποκείμεθα καθημερινά από τα μίντια μας έχει καταρρακώσει. Με ενδιέφερε επίσης να περιγράψω τον ρόλο που παίζει η μουσική στη ζωή ενός νεαρού ανθρώπου και δη ενός συγγραφέα. Τα μίντια και η μουσική εμφανίζονται πολύ συχνά στα κείμενά μου, όπως θα καταλάβει κανείς επισκεπτόμενος το μπλογκ μου.
Γράψατε ποτέ ποίηση – κι αν όχι, για ποιο λόγο;
Γράφω πολύ συχνά στίχους για τραγούδια – κυρίως στα ελληνικά, τα τελευταία χρόνια. Ελάχιστοι, όμως, από αυτούς μπορούν να χαρακτηριστούν ποίηση. Γράφω και ποιήματα σε ελεύθερο στίχο, αλλά δεν είμαι σε θέση να κρίνω αν αξίζουν τίποτα ή αν είναι για πέταμα.
Αν είχατε σήμερα την πρόταση να γράψετε μια μονογραφία – παρουσίαση κάποιου προσώπου της λογοτεχνίας ή γενικότερα ποιο θα επιλέγατε;
Ένα θέμα που με απασχολεί πολύ και σαν άνθρωπο και σαν καλλιτέχνη είναι το ταλέντο: το χαράμισμά του, το ξεπούλημά του, η απώλειά του, η ξαφνική ανακάλυψή του, η υποτίμησή του από τον εαυτό μας και από τρίτους, η υπερεκτίμησή του από τον εαυτό μας και από τρίτους. Επομένως με ενδιαφέρει πολύ μια περίπτωση σαν του Νίκου Σκαλκώτα, που ήταν τόσο σημαντικός σαν συνθέτης και σαν μουσικός, κι όμως κατέληξε να παίζει δεύτερο βιολί σε μια ασήμαντη ορχήστρα, ακριβώς επειδή κανείς σε αυτήν εδώ τη χώρα δεν μπόρεσε να καταλάβει πόσο σπουδαίος ήταν. Δεν θα ήταν ακριβώς μονογραφία, μάλλον μυθιστορηματική βιογραφία, αλλά τι να κάνεις;
Ένα σενάριο, το οποίο, φυσικά, μπορεί να μην γυριστεί ποτέ, με θέμα το ρατσισμό, και παράλληλα διορθώνω κάποιες λεπτομέρειες σε ένα θεατρικό που είχα γράψει το καλοκαίρι που μας πέρασε. Δεν ξέρω, βέβαια, τι τύχη μπορεί να έχει και το ένα και το άλλο, οπότε κάθε βοήθεια είναι ευπρόσδεκτη.
Περί ανάγνωσης
Αγαπημένοι σας παλαιότεροι και σύγχρονοι συγγραφείς.
Ο Σέξπιρ, πάνω από όλους. Ο Ντοστογιέφσκι, ο Σάλιντζερ – για τα διηγήματά του, κυρίως –, ο Σκοτ Φιτζέραλντ, ο Προυστ, ο Μπρεχτ, ο Ναμπόκοφ, ο Πλάτωνας – που, εκτός από σπουδαίος φιλόσοφος, διέθετε και εξαιρετική τεχνική ως προς τη δόμηση των διαλόγων του –, ο Τσέχοφ – σε όλες τις εκφάνσεις και εκδηλώσεις του τεράστιου ταλέντου του – και αρκετοί ακόμα, που ξεχνώ αυτή τη στιγμή. Αλλά οι δύο συγγραφείς που με έχουν επηρεάσει βαθύτερα από όλους, τουλάχιστον σε σχέση με το μυθιστόρημα, είναι ο Φίλιπ Ροθ και ο Τζόναθαν Φράνζεν.
Αγαπημένα σας παλαιότερα και σύγχρονα βιβλία.
Το Ανθρώπινο Στίγμα του Ροθ άλλαξε τον τρόπο που βλέπω το μυθιστόρημα και την αφήγηση γενικότερα. Αντίστοιχη επίδραση είχε πάνω μου, όσον αφορά το διήγημα, το Nine Stories του Σάλιντζερ. Ακόμα θυμάμαι το σοκ που ένοιωσα διαβάζοντας το Έγκλημα και Τιμωρία, το καλοκαίρι του 1997. Τα άπαντα του Σέξπιρ. Το πορτρέτο του Καλλιτέχνη ως νεαρού άνδρα του Τζόυς. Η ξύλευση του Τόμας Μπέρνχαρντ. Η Ανταρκτική της Άντζελας Δημητρακάκη (όχι πως δεν είναι καλό βιβλίο, αλλά κυρίως για συναισθηματικούς λόγους – την αναφέρω, άλλωστε, και στην Ελληνική Ασφυξία).
Αγαπημένα σας διηγήματα.
Είναι προφανές από τις δύο προηγούμενες απαντήσεις μου πως και τώρα θα αναφέρω τον Σάλιντζερ. Ειδικά το Ιδανική μέρα για μπανανόψαρα και το Λίγο πριν τον πόλεμο με τους Εσκιμώους θα έπρεπε να διδάσκονται σε όλα τα σεμινάρια δημιουργικής γραφής. Τα διηγήματα του Μπρεχτ μου αρέσουν επίσης πολύ για τη σοφία και την ανθρωπιά τους, αν και τους λείπει – ή, ακριβώς επειδή τους λείπει – αυτό το στοιχείο της κλιμάκωσης και της ανατροπής λίγο πριν το τέλος, που τόσο απαραίτητο θεωρείται στις μέρες μας. Σπουδαία θεωρώ επίσης τα διηγήματα του Πόου.
Σας έχει γοητεύσει κάποιος σύγχρονος νέος έλληνας λογοτέχνης;
Αρκετοί: η Άντζελα Δημητρακάκη επειδή, πολύ απλά, περιέγραψε καλύτερα από κάθε άλλον την εμπειρία του να είσαι νέος στην Ελλάδα των τελών του προηγούμενου και των αρχών του τρέχοντος αιώνα. Η Αμάντα Μιχαλοπούλου για τις εξαιρετικές της ιδέες και την πολυπλοκότητα της γραφής της. Ο Λευτέρης Καλοσπύρος απλά και μόνο για το βιβλίο που έβγαλε – ό,τι γνώμη κι αν έχει κανείς για την Μοναδική Οικογένεια, είναι το είδος της γραφής που έχει ανάγκη η ελληνική λογοτεχνία. Η Μαρία Γιαγιάννου για την φαντασία της και την λογοπλαστική της δεινότητα. Φυσικά, δεν μπορώ να παραβλέψω να αναφέρω τον πιο ταλαντούχο όλων, τον Αύγουστο Κορτώ, παρόλο που δεν μου αρέσουν όλα τα βιβλία του.
Αγαπημένος ή/και ζηλευτός λογοτεχνικός χαρακτήρας.
Ο Άμλετ, ο Στίβεν Ντένταλους, ο Νέιθαν Ζούκερμαν. Και αγαπημένοι και ζηλευτοί.
Αγαπημένο σας ελληνικό λογοτεχνικό περιοδικό, «ενεργό» ή μη; Κάποιες λέξεις για τον λόγο της προτίμησης;
Την προηγούμενη δεκαετία είχα συνεργαστεί με το «να ένα μήλο». Ήταν η πρώτη ευκαιρία που μου δόθηκε να δημοσιεύσω δουλειά μου, για αυτό το έχω πιο κοντά στην καρδιά μου, κατά το κοινώς λεγόμενο, παρότι είναι πια ανενεργό.
Τι διαβάζετε αυτό τον καιρό;
Ξαναδιαβάζω το Φαρενάιτ 451 του Ρέι Μπράντμπερι, στα αγγλικά (παρόλο που έχει πρόσφατα μεταφραστεί πολύ ωραία στα ελληνικά).
Διαβάζετε λογοτεχνικές παρουσιάσεις και κριτικές; Έντυπες ή ηλεκτρονικές; Κάποια ιδιαίτερη προτίμηση στις μεν ή (και) στις δε;
Αρκετά συχνά, σχεδόν καθημερινά, αλλά πλέον μόνο ηλεκτρονικές. Το θέμα είναι και πρακτικό, αλλά πιστεύω πως υπάρχουν κάμποσοι έλληνες μπλόγκερς που γράφουν με πολύ ενδιαφέροντα τρόπο.
Θα μας γράψετε κάποια ανάγνωση σε αστικό ή υπεραστικό μεταφορικό μέσο που θυμάστε ιδιαίτερα; [μέσο – διαδρομή – βιβλίο – λόγος μνήμης]
Δύσκολη ερώτηση. Πλέον διαβάζω μόνο στα μέσα μαζικής μεταφοράς – στο σπίτι προτιμώ να γράφω. Η πρώτη απάντηση που μου έρχεται στο μυαλό είναι η ανάγνωση της Παιδικής ηλικίας του Γκόρκι, καθ’ οδόν προς τον Βόλο, τον Νοέμβριο που μας πέρασε (σε υπεραστικό λεωφορείο), αλλά η ανάμνηση είναι ευχάριστη όχι τόσο για το βιβλίο (παρόλο που είναι, βεβαίως, υπέροχο), αλλά για το ίδιο το ταξίδι και την ομορφιά της πόλης του Βόλου και των καλών φίλων που έκανα εκεί. Μάλλον δεν απάντησα επαρκώς την ερώτηση.
Περί αδιακρισίας
Παρακολουθείτε σύγχρονο κινηματογράφο ή θέατρο; Σας γοήτευσε ή σας ενέπνευσε κάποιος σκηνοθέτης, ταινία, θεατρική σκηνή;
Κινηματογράφο παρακολουθώ πάρα πολύ. Οι ταινίες που έχω δει είναι –ευτυχώς ή δυστυχώς – πολύ περισσότερες από τα βιβλία που έχω διαβάσει. Πολλοί είναι και οι σκηνοθέτες που με έχουν γοητεύσει: ο Τρυφώ (για τον Αντουάν Ντουανέλ του), ο Χίτσκοκ (για την καθαρότητα του βλέμματός του), ο Κιούμπρικ (για την προσήλωση του στη λεπτομέρεια και την τελειομανία του), ο Σκορσέζε (για την αξεπέραστη αφηγηματική του δεινότητα) και άλλοι. Από ελληνικό κινηματογράφο, με έχει ενθουσιάσει ένα ρεύμα παράλληλο προς το αδιάφορο Greek Weird Wave, μια σειρά από ταινίες ουσιαστικά και όχι γιαλαντζί πολιτικές και ανθρώπινες, όπως Ο εχθρός μου του Τσεμπερόπουλου, Η κόρη του Αναστόπουλου, Η δέκατη μέρα του Μαζωμένου και το σινεμά του Οικονομίδη. Ο κινηματογράφος και το θέατρο είναι κάτι με το οποίο θα ήθελα πολύ να ασχοληθώ, όχι μόνο για το καθαρά εικαστικό και το επικοινωνιακό κομμάτι αλλά και επειδή θα μου έδινε την ευκαιρία της συνεργασίας και της τριβής με άλλους ευαίσθητους και ικανούς ανθρώπους, σε αντιδιαστολή προς την μοναχικότητα της συγγραφής.
Οι εμπειρίες σας από το διαδικτυώνεσθαι;
Το διαδίκτυο είναι σίγουρα ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο προκειμένου να διαφημίσει ένας άγνωστος (ή και ένας γνωστός) καλλιτέχνης τη δουλειά του. Ελλοχεύει, βέβαια, ο κίνδυνος να μην κάνεις τίποτα άλλο από το να περιμένεις το επόμενο λάικ.
Αν κάποιος σας χάριζε την αιώνια νιότη με αντίτιμο την απώλεια της συγγραφικής ή αναγνωστικής σας ιδιότητας, θα δεχόσασταν τη συναλλαγή;
Με τίποτα. Δεν μπορώ να φανταστώ πως θα έρθει κάποτε μια εποχή που δεν θα γράφω. Ακόμα και τα αιωνόβια βαμπίρ στην τελευταία ταινία του Τζιμ Τζάρμους έχουν κάτι σχετικό να ασχολούνται: ο πρωταγωνιστής την μουσική και ο χαρακτήρας του Τζον Χερτ το γράψιμο. Πάντως, έχω να σας εκμυστηρευτώ πως αυτή σας η ερώτηση, την οποία έχω διαβάσει συχνά κατά τις επισκέψεις μου στο μπλογκ σας, μου είχε κάποτε εμπνεύσει την πλοκή ενός μυθιστορήματος – όχι ακριβώς πάνω σε αυτή την θεματική –, το οποίο δεν ξέρω αν θα γράψω ποτέ.
Κάποια ερώτηση που θα θέλατε να σας κάνουμε μα σας απογοητεύσαμε; Απαντήστε την!
Ποια είναι τα ελαττώματά σας ως συγγραφέα; – Έχω πολλές εμμονές και δεν ξέρω αν αυτό μου βγαίνει πάντα σε καλό. Είμαι υπερβολικός σε κάποιες εκφράσεις μου. Τέλος, είμαι κάκιστος στις περιγραφές τοπίων, για αυτό τις αποφεύγω όπως ο διάολος το λιβάνι.
Στα σκίτσα δύο από τους πρωταγωνιστές του βιβλίου, ο Στέλιος και η Νίνα Αγριπιώτη, δια χειρός Ηλία Νίσαρη. Στις εικόνες: Fyodor Dostoyevsky, William Shakespeare, Philip Roth, Bertolt Brecht, J. D. Salinger, Francois Truffault, Stanley Kubrick.
0 Σχόλια to “Στο αίθριο του Πανδοχείου, 138. Ηλίας Νίσαρης”