09
Ιολ.
12

Κώστας Καφαντάρης – Οι τριανταεννιά χορεύτριες

Πρόωρες αναφλέξεις αγέννητων ερώτων

Στον διηγηματικό μικρόκοσμο του Κώστα Καφαντάρη κάθε ερωτικό ένστικτο μοιάζει με ανενεργό ηφαίστειο: οι χαρακτήρες είναι παρ’ ολίγον εραστές, που αφιερώνουν τις δυνάμεις τους αποκλειστικά στην εγκεφαλική διάσταση του έρωτα και αρκούνται στην προμελέτη του. Δεν φτάνουν ως την βίωσή του, εφόσον κάθε σχετική πρωτοβουλία τους αναιρείται ήδη από τα σπάργανά της και διαγράφεται προτού περάσει από τις σκέψεις στην πράξη. Στις ελάχιστες περιπτώσεις που θα τολμήσουν ένα βήμα παραπέρα, κάποιο τρίτο πρόσωπο θα έχει δυναμιτίσει την όποια ευνοϊκή εξέλιξη.

Αντιπροσωπευτικό φορέα μιας τέτοιας συμπεριφοράς αποτελεί η νεαρή γυναίκα που αμφιταλαντεύεται ανάμεσα σε δυο άντρες που την πολιορκούν, αναλώνεται σε αμφιβολίες και συγκρίσεις προτού καν τους γνωρίσει και παραμένει αναποφάσιστη και αδρανής ως το τέλος («Το δίλημμα»). Παρόμοιος διχασμός χαρακτηρίζει κι έναν καθημερινό και μάλλον πιο υπερφίαλο περιπατητή, που υφίσταται την γνωστή σύγχυση επιθυμιών μέσω στέρησης και άρνησης (Αποφάσισα να γνωρίσω πρώτα την μελαχρινή, απόφαση που μεγάλωσε ακόμα περισσότερο την επιθυμία μου να γνωρίσω την ξανθιά κι αυτή η επιθυμία μου μεγάλωσε με την σειρά της την επιθυμία μου να γνωρίσω την μελαχρινή γυναίκα) και έχοντας τηρήσει όλη την παραδεδομένη σειρά βλεμμάτων και προσχημάτων, κατορθώνει να γίνει εραστής και των δύο. Όμως αδυνατεί να επιλέξει εφόσον ο πόθος για την μία τρέφεται από την επαφή του με την άλλη και η τροπή σε φυγή είναι αναπόφευκτη («Γόρδιος δεσμός»). Εξίσου ευτράπελη είναι η ανάγλυφη απεικόνιση της εξόδου μιας παρέας νέων κοριτσιών («Βραδιές στου Ψυρρή»). Τυπικές εκπρόσωποι της σύγχρονης «αν-ερωτικής» νεότητας μοιάζουν να έχουν ήδη προοιωνίσει την αρνητική εξέλιξη των πραγμάτων: οι ερωτικές τους διαθέσεις εξαντλούνται σε εκατέρωθεν συζητήσεις, καθώς περιμένουν εις μάτην να γίνουν θηράματα άφαντων κυνηγών.

Ευτυχώς έστω και κατ’ εξαίρεση εμφανίζονται σποραδικά ορισμένοι πιο τολμηροί χαρακτήρες. Ενδιαφέρουσα είναι η αποσπασματική απόδοση των συνειρμών μιας ερωτικά ανικανοποίητης και συναισθηματικά δυσαρεστημένης συζύγου που ολισθαίνει συνειδητά στην πρώτη της απιστία. «Το τελευταίο σκαλί»  όπου παραπατά και χτυπά κατά την έξοδό της, σηματοδοτεί άραγε την είσοδο σε μια δεύτερη ζωή με συνειδητή αποδοχή του όποιου πόνου συνεπάγεται; Ο στρατευμένος μιας παραμεθόριας πόλης, κατά την καθημερινή συνήθεια των υπεραστικών τηλεφωνημάτων στην φίλη του, αποκτά έναν αυτόκλητο προστάτη του από τον κίνδυνο των γυναικών. Ο εν λόγω υπάλληλος γνωρίζει άδοξο τέλος όμως η σπορά των λόγων του δεν έχει μόνο αντίκτυπο στην ερωτική σχέση του νέου αλλά και στην μετέπειτα ζωή του («Κάθε βράδυ στις δέκα»).

Το ίδιο μοτίβο της ματαίωσης μιας εν δυνάμει σχέσης από κάποιον τρίτο αυτουργό εμφανίζεται και στο διήγημα «Γαμπρός – γιατρός». Τα γνωστά νεοελληνικά άγχη της μητέρας για την «τύχη» της κόρης, δεν δηλητηριάζουν απλώς την μεταξύ τους σχέση αλλά εν τέλει διαβρώνουν με υπόγειο τρόπο τις μελλοντικές επιλογές της τελευταίας. Η μητρική μορφή τελικά εκτροχιάζει ακόμα και εν τη απουσία της κάθε ομαλή πορεία των πραγμάτων. Η καθαρή επαγγελματική συνείδηση ενός άλλου ήρωα που αρνείται κάθε υποψία απάτης και παρανομίας στον εργασιακό χώρο, τού υποδεικνύει βεβιασμένα και έτερες «παρατυπίες» στον προσωπικό, με αποτέλεσμα να θεωρήσει ως μέγιστη ατιμία την αλλαγή της κόμης της γυναίκας του πόθου του στην πρώτη τους συνάντηση. Η μοναδική κάθαρση από την εμμονή του είναι και εδώ η άρνηση κάθε περαιτέρω επικοινωνίας («Καινούργιο χτένισμα»)!

Στα όρια μεταξύ ευτράπελου και μακάβριου κινείται και «το Ακριβό σακάκι». Μια χήρα που ταλανίζεται μεταξύ ηθικών και σαρκικών επιταγών οργανώνει με τον καλύτερο τρόπο την διαδικασία κατάκτησης του νέου που επιθυμεί. Εκείνος αδυνατεί να συνειδητοποιήσει την χωροθεσία που του επιφυλάσσεται στη ζωή της, μέχρι τη στιγμή που αντιλαμβάνεται τον προηγούμενο κάτοχο του δωρισμένου σακακιού που φορά στην κηδεία του συζύγου. Κατόπιν τούτων το διήγημα που τιτλοφορεί την συλλογή (το μόνο που εκτυλίσσεται σε διαφορετικό χώρο και χρόνο, καθώς αναφέρεται στην αρχαιότητα, αλλά και το μόνο ήδη δημοσιευμένο σε μια πρώτη μορφή στο περιοδικό Νέα Εστία) μπορεί φαινομενικά να αποτελεί μια παράταιρη παρουσία εδώ, αλλά στην ουσία μπορεί να αναγνωστεί ως μια παραπληρωματική θέαση των ερωτικών ηθών μιας άλλης εποχής, όπου οι τακτικές της παρενδυσίας και της ανταλλαγής ρόλων και φύλωνεμφανίζονταν και ως μορφή εξουσίας στο πολιτικό ή διπλωματικό πεδίο.

Η πρώιμη ανατίναξη κάθε ερωτογενούς δυναμικής μπορεί να επεκτείνεται και στις πνευματικές τους δημιουργικές δυνάμεις, όπως φαίνεται στο εξαιρετικό διήγημα «Όταν ήμουν ποιητής». Εδώ ο αφηγητής, σπουδαστής σε μια επαρχιακή πόλη και μέλος της χορείας των επίδοξων ποιητών, βιώνει με τον δικό του τρόπο την ανάγνωση και την δημιουργία ποίησης, ενώ αντιμετωπίζει σκωπτικά τις εξαγγελίας περί του θανάτου της και τις αποδίδει στην ανικανότητα ποιητικής γραφής. Παρά τις όποιες αγνές προθέσεις και την σοβαρότητα με την οποία αντιμετωπίζει την ποιητική δημιουργία (ενδιαφέρουσα η περιγραφή της εγκυμοσύνης του πρωτότοκου ποιήματος και των σωματικών αισθήσεων εν γένει) ο εκκολαπτόμενος ποιητής αδυνατεί να ξεφύγει από την αίσθηση ανωτερότητας και ανταγωνισμού αλλά και την επιθυμία της αθανασίας.

Αποκορύφωμα της μεγαλομανούς ματαιοδοξίας, η συγγραφή, ως άλλος Ρίλκε, του Γράμματα σ’ ένα νέο που ήθελε να γίνει ποιητής, φυσικά όχι για προσωπική χρήση αλλά ως εγχειρίδιο για τρίτους. Η παραλαβή των αιματοβαμμένων από τις διορθώσεις ποιημάτων που ταχυδρόμησε σε γνωστό λογοτέχνη όπως είναι ευνόητο οδηγούν στην ψυχολογική του συντριβή και την πρόωρη συνταξιοδότηση από το γράψιμο. Πέρα από τον σαρκασμό του εσωστρεφούς ποιητικού μικρόκοσμου, η σκιαγράφηση της ακυρούμενης εν τη γενέσει της δημιουργικής πορείας, που έχω την αίσθηση πως θα θυμίσει σε πολλούς αναγνώστες οικεία πρόσωπα, είναι ιδιαίτερα επιτυχής.

Πρόκειται για την τρίτη συλλογή διηγημάτων του Καφαντάρη (γενν. 1959, έχουν προηγηθεί τα Μέγας Δημιουργός και Η όμορφη περιπτερού από τις ίδιες εκδόσεις) ο οποίος έχει εκδώσει και μια δίτομη Ανθολογία ελληνικού λαϊκού παραμυθιού (εκδ. Οδυσσέας) και Τα γυρισμένα λόγια, ένα μικρό βιβλίο με θέμα τις κατάρες (εκδ. Το Ροδακιό). Το ρεαλιστικό περίβλημα των 14 συνολικά διηγημάτων του τόμου συχνά διαποτίζεται από υπόγειο χιούμορ, προτού διαβρωθεί από τα στοιχεία της υπερβολής και του κωμικοτραγικού. Οι χαρακτήρες ταλανίζονται από τα διαχρονικά ψυχολογικά διλήμματα και τις αντιφάσεις του έρωτα, όμως το προαναφερθέν στοιχείο της πρόωρης ανάφλεξης των σχέσεων και η βεβιασμένη ώθησή τους προς ένα τέλος προτού καν αρχίσουν, καθιστά το μεγαλύτερο μέρος των διηγημάτων απόλυτα – και τραγικά –  σύγχρονο.

Εκδ. Ίνδικτος, 2009, σ. 147.

Πρώτη δημοσίευση: περιοδικό (δε)κατα, τεύχος 30 (καλοκαίρι 2012)


0 Σχόλια to “Κώστας Καφαντάρης – Οι τριανταεννιά χορεύτριες”



  1. Σχολιάστε

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s


Ιουλίου 2012
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 1
2345678
9101112131415
16171819202122
23242526272829
3031  

Blog Stats

  • 1.138.710 hits

Αρχείο


Αρέσει σε %d bloggers: