«Αντιπειθαρχία» στην καθημερινότητα, τεχνάσματα στην κατανάλωση, αντιστάσεις στην ανάγνωση
Στην πραγματικότητα, η αναγνωστική δραστηριότητα εμφανίζει όλα τα γνωρίσματα μιας σιωπηλής παραγωγής: παρεκκλίσεις στη διάπλευση της σελίδας, μεταμόρφωση του κειμένου από τα ταξίδια του ματιού, αυτοσχεδιασμός και προσδοκία σημασιών συναγόμενων από λίγες λέξεις, αλληλεπικαλύψεις γραμμένων χώρων, εφήμεροι χοροί. Πλην όμως ο αναγνώστης….παρεισάγει στο κείμενο του άλλου τα τεχνάσματα της απόλαυσης και μιας επανιδιοποίησης: επιδίδεται στη λαθροθηρία […]. Το αναγνώσιμο μεταβάλλεται σε αξιόμνηστο: ο Μπαρτ διαβάζει τον Προυστ στο κείμενο του Σταντάλ, ο θεατής διαβάζει το τοπίο της παιδικής του ηλικίας στο ρεπορτάζ της επικαιρότητας. Η λεπτή μεμβράνη του γραπτού γίνεται μετακίνηση στρωμάτων του εδάφους, παιχνίδι χώρων. Ένας διαφορετικός κόσμος (ο κόσμος του αναγνώστη) εισάγεται στη θέση του συγγραφέα. [σ. 70 – 71]
… γράφει ο ντε Σερτώ αναφερόμενος στην αναγνωστική πρακτική ενός ευρύτερου δικτύου αντίστασης και «αντιπειθαρχίας» του καταναλωτή, πολιτιστικού και μη. Όπως οι ενοικιαστές διενεργούν μια παρόμοια μεταλλαγή στο σπίτι που επιπλώνουν με τις χειρονομίες και τις αναμνήσεις τους, όπως οι ομιλητές εισάγουν την ιδιοπροφορά και τους δικούς τους τρόπους έκφρασης στη γλώσσα, κάπως έτσι και ο αναγνώστης εισάγει μια τέχνη που δεν είναι καθόλου παθητική. «Η μεταλλαγή αυτή καθιστά το κείμενο κατοικήσιμο σαν νοικιασμένο σπίτι. Μετατρέπει την ιδιοκτησία του άλλου σε τόπο που τον δανείστηκε για μια στιγμή ένας περαστικός».
Η Πολύτροπη Τέχνη του Πράττειν αποτελεί τον πρώτο από τους δύο τόμους περί της Επινόησης της Καθημερινής Πρακτικής· πρόκειται για τα πορίσματα μιας έρευνας [1974 – 1978], ειδικής παραγγελίας με ελεύθερο περιεχόμενο και μεθόδους που θα καθόριζε ο ίδιος ο ντε Σερτώ στο ευρύτερο πεδίο των πολιτιστικών συμπεριφορών και πρακτικών. Η εποχή είναι ιδανική: μετά το 1968 η Γαλλία πιστεύει στην αποτελεσματικότητα των κοινωνικών επιστημών και τα ανήσυχα μυαλά ακόμα προσχωρούν στην θεωρία όπως άλλοτε στη θρησκεία ή στην επανάσταση. Η κόπωση των μεταμοντέρνων ή η κατάρρευση των μεγάλων ιδεολογικών οίκων δεν έχουν ακόμα αγγίξει το πλήθος των συγγραφέων και των αναγνωστών. Μόνο λίγοι βλέπουν κάπου μπροστά τους μια αδιόρατη ρωγμή και προσπαθούν να ερμηνεύσουν διαφορετικά την κοινωνία. Ο ντε Σερτώ είναι ένα από εκείνα τα αντικομφορμιστικά και διορατικά πνεύματα, μακριά από την λογική των θεσμών· αποφεύγοντας να ταυτιστεί με καθορισμένους τόπους, παραμένοντας ιησουίτης και λακανιστής, κρατώντας κι εκεί τις αποστάσεις του, ενώ κύκλοι διανοούμενων της Αριστεράς τον προσκαλούν και τον συμβουλεύονται σε θέματα πολιτικής ή στοχασμού· δεν ξέχασαν άλλωστε την ικανότητα να αναλύει ζωντανά την δίνη των «γεγονότων» από τον Μάιο ως τον Σεπτέμβριο του 1968.
Ο ντε Σερτώ εξαρχής προβληματίζεται πάνω στην μετατόπιση της προσοχής από την υποτιθέμενη παθητική κατανάλωση των προϊόντων στην ανώνυμη δημιουργία και την απόκλιση στην χρήση τους και ενδιαφέρεται για την στροφή στον πολλαπλασιασμό ανώνυμων και φθαρτών δημιουργιών που μας δίνουν ζωή και δεν κεφαλαιοποιούνται. Ζητούμενό του: να σχεδιαστεί μια θεωρία των καθημερινών πρακτικών· να διακριθεί κάτω από τη μαζική πραγματικότητα των εξουσιών και των θεσμών η εστία άτακτων μικροαντιστάσεων, που θεμελιώνουν με τη σειρά τους μικροελευθερίες και κινητοποιούν αναπάντεχους πόρους κρυμμένους μέσα στους συνηθισμένους ανθρώπους. Η έλλειψη ευπιστίας απέναντι στη δογματική τάξη που θέλουν πάντα να οργανώσουν οι Αρχές και οι θεσμοί, η εκ μέρους των μη κομφορμιστών εκτροπή της αλήθειας που τους επιβάλλεται, ο σεβασμός για κάθε αντίσταση όσο απειροελάχιστη κι αν είναι, όλα ενθαρρύνουν την πίστη του στη «λαθρόβια ελευθερία των πρακτικών».
Η καθημερινότητα είναι κατάσπαρτη από θαύματα, αφρός εξίσου εκθαμβωτικός με των συγγραφέων και των καλλιτεχνών. Χωρίς ξεχωριστό, ίδιο όνομα, λογής λογής γλώσσες παρέχουν έδαφος γι’ αυτές τις εφήμερες γιορτές…
Η πρώτη «επίθεση» δεν θα γίνει στην κατεξοχήν παραγωγή αλλά στην άλλη παραγωγή, που χαρακτηρίζεται «κατανάλωση»· αυτή που είναι τόσο πολυμήχανη που παρεισδύει παντού, εφόσον δεν έχει δικά της προϊόντα αλλά αφορά τους τρόπους μεταχείρισης των προϊόντων που επιβάλλει η κυρίαρχη οικονομική τάξη· τους τρόπους μιας χρήσης που θα ξεγελάσει την εξουσία, που δεν θα έχει τα μέσα να την αντικρούσει. Αυτές οι διαδικασίες και τα τεχνάσματα θα ολοκληρώσουν το πλήρες δίκτυο της αντιπειθαρχίας. Πεδία της, ο κοινός τόπος της γλώσσας, οι εκδοχές της λαϊκής κουλτούρας, παιχνίδια και μηχανεύματα, η ανάλωση εργασιακού χρόνου και υλικών προς ιδία χρήση [perruque], η επανιδιοποίηση του χώρου.
Όπως στη λογοτεχνία διαφοροποιούνται οι τρόποι γραφής, το «ύφος» και τα λοιπά, έτσι μπορούμε να διακρίνουμε και «τρόπους του πράττειν», για οποιαδήποτε πράξη, τρόπους που μπορούν κι αυτοί να εξομοιωθούν με οδηγίες χρήσης, δημιουργώντας διάκενα που αφήνουν περιθώρια για παιχνίδι. Η δύναμη δεσμεύεται από το γεγονός ότι είναι ορατή, ενώ το τέχνασμα είναι εφικτό και στον αδύνατο, ως ύστατη καταφυγή.
Έτσι, κάποιος που κατάγεται από το Μαγκρέμπ και ζει στο Παρίσι ή στο Ρουμπαί εισάγει λαθραία τους τρόπους «κατοίκησης» (ενός σπιτιού ή μιας γλώσσας) οι οποίοι προσιδιάζουν στη γενέτειρά του, την Καβυλία, μέσα στο σύστημα που του επιβάλλει η δόμηση μιας εργατικής πολυκατοικίας ή της γαλλικής γλώσσας. Τους προσθέτει από πάνω, χάρη δε σ’ αυτόν τον συνδυασμό δημιουργούνται διάκενα όπου παίζουν διάφοροι τρόποι χρησιμοποίησης της αναγκαστικής τάξης του τόπου ή της γλώσσας. Χωρίς να βγει από τα όρια της θέσης όπου είναι υποχρεωμένος να ζει και η οποία του υπαγορεύει έναν νόμο, εγκαθιδρύει κάποια πολλαπλότητα και δημιουργικότητα. Μια τέχνη να υπάρχει σε κάτι ενδιάμεσο, αντλεί απροσδόκητα αποτελέσματα. [σ. 133]
Αναπόφευκτα ένα μέρος αφιερώνεται στις πρακτικές του χώρου – η κληρονομιά του Γκυ Ντεμπόρ δεν είναι μακριά. Το ενέργημα του περπατήματος στην πόλη είναι για το σύστημα του άστεος ό,τι είναι η εκφώνηση – το ομιλιακό ενέργημα [speech act] – για τη γλώσσα και έχει τριπλή λειτουργία: είναι διεργασία ιδιοποίησης του τοπογραφικού συστήματος από τον πεζό (όπως ο ομιλητής ιδιοποιείται τη γλώσσα), είναι χωρική πραγμάτωση του τόπου (όπως η ομιλία είναι ηχηρή πραγμάτωση της γλώσσας) και συνεπάγεται σχέσεις και κινήσεις όπως οι λέξεις γίνονται απευθύνσεις προς τον συνομιλητή. Έτσι ο περιπατητής μεταμορφώνει κάθε χωρικό σημαίνον σε κάτι άλλο. Και κυρίως επιλέγει, καθώς καταδικάζει ορισμένους τόπους στην αδράνεια ή στην αφάνεια ή το αντίθετο.
Οι τίτλοι των κεφαλαίων είναι ενδεικτικοί: Ηδονοβλεψίες ή περιπατητές, Η μιλιά των χαμένων βημάτων, Οδοιπορικές ρητορικές, Παιδική ηλικία και μεταφορά τόπων, Πλους φυλακισμένων, Αφηγήσεις του χώρου. Αλλά και στο τέταρτο μέρος, στις Χρήσεις της γλώσσας, ο ντε Σερτώ κυμαίνεται από την Οικονομία της γραφής στους Θορύβους του σώματος και στο Διάβασμα ως Λαθροθηρία, για να αφιερώσει το πέμπτο μέρος τους Τρόπους της Πίστης και της Πολιτικής και να ολοκληρώσει μ’ ένα ρέκβιεμ στον Ρηγματώδη Χρόνο.
Ο συγγραφέας [1925-1986], φιλόσοφος και ιστορικός των μυστικιστικών κειμένων από την Αναγέννηση ως την κλασική εποχή και καθηγητής Ιστορικής ανθρωπολογίας των θρησκευτικών πεποιθήσεων, αντλεί από ολόκληρο το σώμα της λογοτεχνίας – Στεφάν Μαλλαρμέ, Κούρτσιο Μαλαπάρτε, Ζορζ Μπατάιγ, Τζέιμς Τζόυς, Μπορίς Βιάν, Βίτολντ Γκόμπροβιτς, Αλφρέντ Ζαρρύ, Φραντς Κάφκα, Ρόμπερτ Μιούζιλ, Μαργκερίτ Ντυράς, Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Αντόλφο Μπιόι Κασάρες, Γκυ Ντεμπόρ, Ζωρζ Περέκ, Πατρίκ Μοντιανό και πολλές αρχετυπικές μυθοπλαστικές μορφές, και φυσικά της φιλοσοφίας – Χέγκελ, Χομπς, Ντιντερό, Ρουσσώ, Βιττγκενστάιν, Χάιντεγκερ και βέβαια, εκτός από τους εκλεκτικούς αντισυγγενείς Φουκώ και Μπουρντιέ, και από τους φυσικά Αλτουσέρ, Λακάν, Λυοτάρ, Μπαρτ, Μερλώ – Ποντύ, Ντελέζ, Γκάνταμερ, Λούκατς, Λεφέβρ, Μπουρντιέ, Μπρωντριγιάρ, Ντερριντά, Πόππερ, Τσόμσκυ, Τόφλερ, Τοντόροφ και…Κλάουζεβιτς.
Το βιβλίο σαφώς δεν είναι εύκολο και απαιτεί όχι μόνο την μέγιστη [αυτό]συγκέντρωση του αναγνώστη αλλά και την ικανότητα να διαπλέει μέσα στον πλούσιο, ποιητικότατο και συχνά χαώδη λόγο για να βρει τα δικά του διάκενα προσωπικών δοκιμών και να διαμορφώσει τις δικές του ιδέες με τις οποίες θα μετατρέψει τις πυκνές, φιλόδοξες θεωρίες του ντε Σερτώ σε ευδαίμονες πράξεις.
Εκδ. Σμίλη, 2010, πρόλογος: Λυς Ζιαρ [Luce Giard], μτφ. Κική Καψαμπέλη, σελ. 509. Με υποσημειώσεις του συγγραφέα [σ. 441 – 487, όπου περιλαμβάνονται και προσθήκες της μεταφράστριας], σημείωμα της μεταφράστριας, λεξιλόγιο, ευρετήριο και εργογραφία του συγγραφέα [Michel de Certeau, L’ invention du quotidian. Arts de faire, 1980].
0 Σχόλια to “Μισέλ ντε Σερτώ – Επινοώντας την καθημερινή πρακτική. Η πολύτροπη τέχνη του πράττειν”