02
Φεβ.
12

Νικ Χόρνμπυ – Η Τζούλιετ γυμνή

Ροκ μύθος, ιδιωτικός θρήνος

Είχαν και οι τρεις τους την ίδια ανάγκη για το άγνωστο, την ίδια υποψία ότι όταν ένα μουσικό κομμάτι αγαπιέται από μεγάλο αριθμό ανθρώπων, χάνει την αξία του, με κάποιον περίεργο τρόπο. (σ. 210)

Βαθύς γνώστης της νεανικής κουλτούρας και του ροκ, ο Χόρνμπι καταδύεται στην μυθοποίηση που συνοδεύει μουσικές προτιμήσεις και μανίες. Το παραμύθιασμα δεν γνωρίζει ηλικίες και ο μεσήλικας Ντάνκαν εμπλέκεται παθολογικά με τον Τάκερ Κρόου, μουσικό του ’80, η ιστορία του οποίου περιέχει παν μυθοποιητικό στοιχείο: έναν μνημειώδη δίσκο («Τζούλιετ»), τον σπαρακτικό χωρισμό από την γυναίκα – μούσα και την οριστική «εξαφάνισή» του.

Θα περίμενε κανείς στην εποχή της διαδικτυακής πληροφοριο-κρατίας να μην υπάρχει χώρος για τέτοιες ιστορίες: τίποτα δε μένει αφώτιστο από τα πίξελ. Κι όμως! Το ίδιο το ίντερνετ, μέσω της συνάθροισης των φανς, μπορεί όχι απλώς να γιγαντώνει μύθους αλλά και να τους διασπέρνει σε απειράριθμες εκδοχές. Οι αυτοαποκαλούμενοι Κροουολόγοι συγκατοικούν στα λάπτοπ, αναγνωρίζουν ακόμα και αιρέσεις στο δόγμα τους, αναζητούν το εξαφανισμένο είδωλο, εικάζουν σχετικά με την σιωπή και τον δημιουργικό του θάνατο. Με την απρόσμενη κυκλοφορία μιας πρωτόλειας ακουστικής έκδοσης του δίσκου επιδίδονται στην ενδελεχή ανάλυση και υπερθεματισμό του, με εξαίρεση την Άννι. Σύντροφος του Ντάνκαν σε μια κουρασμένη σχέση που διατηρείται συγκολλημένη λόγω κοινών γούστων και απέχθειας για την κωμόπολή τους, είναι η πρώτη που διαρρηγνύει τον μύθο με μια ψύχραιμη κριτική. Κι ο Κρόου αυτοπροσώπως την δικαιώνει μέσω μέιλ!

Ο Χόρνμπι σαρκάζει χαϊδευτικά τους εμμονικούς της ροκ μυθολογίας που επιδιώκουν να ζήσουν τη (απολαυστικότερη;) ζωή κάποιου άλλου. Οι εκστατικοί υμνολόγοι της Τζούλιετ εκτίθενται καθώς η γυμνή εκδοχή της αποκαλύπτει έναν «αδυσώπητο χαρακτήρα απέχθειας». Ο χώρος μεταξύ Ντάνκαν και Άννι δεν καταλαμβάνεται πλέον, σαν κομματάκι ενός παζλ, από τον Τάκερ, αλλά μένει κενός. Εκείνη έχει να αντιμετωπίσει μια δεύτερη κενή συνύπαρξη: με αφορμή την οργάνωση μιας έκθεσης στο μικρό μουσείο όπου εργάζεται και την συμμετοχή των κατοίκων με κατάθεση ασήμαντων εκθεμάτων, συλλογίζεται πάνω στη σπατάλη του ανθρώπινου δυναμικού στον οποιοδήποτε μικρόκοσμο. Αναζητά απεγνωσμένα τον ενεστώτα χρόνο όταν όλοι μιλούν ασταμάτητα στον παρατατικό.

Ο Τάκερ, με πέντε παιδιά από τέσσερις διαφορετικές γυναίκες, προτιμά να αυτοσαρκάζεται παρά να ωριμάσει συναισθηματικά, ενώ σαστίζει με την εμμονή της σύγχρονης κοινωνίας για τον φυσικό πατέρα, προτιμώντας την ιδέα των τρυφερών πατριών των παιδιών του (από τους οποίους αισθάνεται ούτως ή άλλως κατώτερος). Ακόμα και στη νοσοκομειακή κλίνη, όπου γύρω του μαζεύεται «η ζωή του» περισσότερο αισθάνεται ως ο ηγέτης μιας θρησκευτικής κοινότητας ανασφαλών πιστών· μια άχρηστη καλλιτεχνική φύση χωρίς τελικό προϊόν, ένας πρώην «κάτι» που χαράμισε τα ταλέντα του και έχασε την ζωή μέσα από τα χέρια του. Η ζωή και η καριέρα του συνεχίζονται μόνο στο Google, όπου κανείς δεν ξεχνιέται. «Ίσως πρέπει να γράψεις ο ίδιος τη σελίδα σου στη Βικιπαίδεια, ώστε τα παιδιά σου να ξέρουν κάτι για σένα» του λέει μια κόρη του. Όμως η διαδικτυακή του εικόνα τον απέτρεπε να ξαναβγεί στον κόσμο. Όταν ο μύθος του ήταν τόσο συναρπαστικός, πώς να εμφανιστεί ως καλοξυρισμένος διοπτροφόρος πατέρας; Δικαιούται ένας ροκ μουσικός να ζει σαν δημόσιος υπάλληλος; Προτίμησε την εικόνα ενός σαλεμένου ερημίτη, αλλάζοντας «θέσεις» με κάποιον αγρότη.

Το αποστειρωμένο μάτι ενός καρχαρία – το σπουδαιότερο θέλγητρο της έκθεσης – συνοψίζει τους περίκλειστους μικρόκοσμους των κατοίκων (ο καθένας ζει στο παραμύθι του κόσμου του) αλλά και την συνειδητοποίηση πως το ζευγάρι δέθηκε ακριβώς εξαιτίας της περιφρόνησής για όλα αυτά. Η μονολογούμενη φράση «Φτάνει πάντοτε μια στιγμή που βρίσκεσαι αντιμέτωπος με τις αυταπάτες σου, συνειδητοποιώντας πόσο αξιολύπητες είναι» εκφράζει και τους τρεις. Κι όταν αυτοί συναντιούνται, οι ειρωνείες διασταυρώνονται: ο Ντάνκαν γνωρίζει περισσότερα για τον Τάκερ απ’ ότι ο ίδιος («θέλω να δω πόσα ξέρω για την ίδια μου τη ζωή»), ο τελευταίος θα παίξει στην επαρχιακή έκθεση, η Τζούλι δεν του ήταν καν συμπαθής, ο δίσκος περιείχε ψέματα. Η σχέση του με την Άννι παρά την προ-οργασμική θλίψη και τον συνεχιζόμενο εθισμό στην διαδικτυακή επικοινωνία θρέφει αποφάσεις: εκείνη θα φύγει κι εκείνος θα ξαναδημιουργήσει, ακόμα κι αν «προδώσει» τους φανς. Τουλάχιστο αυτή τη φορά κανείς δεν θα προδώσει τον εαυτό του.

Πάλι έπιασε το κατάλληλο πόστο ο Νικ. Ακριβώς ανάμεσα στη μυθοποίηση και την απομυθοποίηση του ροκ.

Εκδ. Πατάκη, 2009, μτφ. Χίλντα Παπαδημητρίου, σελ. 385 (Nick Hornby, Juliet Naked, 2009).

Πρώτη δημοσίευση: mic.gr.


0 Σχόλια to “Νικ Χόρνμπυ – Η Τζούλιετ γυμνή”



  1. Σχολιάστε

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s


Φεβρουαρίου 2012
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 12345
6789101112
13141516171819
20212223242526
272829  

Blog Stats

  • 1.138.635 hits

Αρχείο


Αρέσει σε %d bloggers: