Paul-Laurent Assoun – Ο διαστροφικός και η γυναίκα

Η ανομολόγητη συμπαιγνία

Μεταξύ ψυχανάλυσης και λογοτεχνίας υφίσταται μια μορφή θανατηφόρου συγγενείας. Η ψυχανάλυση επαναλαμβάνει με ακρίβεια εκείνο που αποπειράται η λογοτεχνία: εκθέτει ωσάν θάμβος στον καθρέφτη. Χαρακτηρίζεται βέβαια από έλλειψη λεπτότητας καθώς εκθέτει εκείνο το οποίο η λογοτεχνία αφήνει να διαφαίνεται και εκστομίζει ό,τι ο άλλος ψιθυρίζει. Το λογοτεχνικό κείμενο με την σειρά του συνιστά προνομιακό χώρο της «παραγωγής του ασυνείδητου».Ο ίδιος ο Φρόυντ επιβεβαιώνει πως το λογοτεχνικό έργο αποτελεί την «ποιητική αναπαράσταση του ιστορικού μιας ασθένειας και της θεραπείας της».

Η γυναίκα και ο διαστροφικός αποτελούν τις κυρίαρχες μορφές σε μερικά κείμενα – ορόσημα της λογοτεχνικής παράδοσης· η γυναίκα ως το θέμα της αφήγησης και ο διατροφικός ως ο συγγραφέας ή ήρωας του έργου. Τι είναι εκείνο που εξασφαλίζει για τον διαστροφικό το δικαίωμα πρόσβασης στην γυναίκα και τι διαθέτει ώστε να την ελκύει; Πως η γραφή της διαστροφής έχει την μοναδική αρετή να απελευθερώνει την θηλυκότητα; Το λογοτεχνικό αυτό ζεύγος πυροδοτεί ένα μέγιστο κλινικό ζήτημα για το πεδίο της ψυχανάλυσης διαβάζονται μερικά σπουδαία λογοτεχνικά έργα, όπως ο Δον Ζουάν του Μολιέρου, Οι γάμοι του Φίγκαρω του Μπωμαρσαί, Τα άνθη του κακού του Μπωντλαίρ, Ο μύλος της Πολωνίας του Ζιονό, Ο Πύργος του Κάφκα, Το πορτραίτο του Ντόριαν Γκραίυ του Ουάιλντ. Ο συγγραφέας, ψυχαναλυτής και πανεπιστημιακός, γράφει με σύνθετο πλην σαγηνευτικότατο λόγο.

Η Φαίδρα του Ρακίνα [1677] ενσαρκώνει το πάθος, σε σημείο ώστε να λειτουργεί ως αρχέτυπό του. Στο συνεχές της  αιωνιότητας, απλώς παραλαμβάνει την σκυτάλη από τον λόγο περί πάθους. Δεν έχει επισημανθεί επαρκώς πως η πρώτη νεωτερική κωδικοποίηση της υστερίας – ως κλινική και (προ)επιστημονική αποκρυπτογράφηση του πάθους της γυναίκας – είναι σύγχρονη της Φαίδρας. Μέχρι τότε την ενσάρκωση της γυναίκας του φαύλου πάθους κάλυπτε το μοντέλο της  μάγισσας που έπρεπε να καεί. Από τα τέλη του 16ου αιώνα το Δίκαιο και η Επιστήμη αμφισβητούν μια τέτοια ερμηνεία και παραμένει το ερώτημα για την θέση της άλογης συνθήκης την οποία εξακολουθεί να φανερώνει η γυναίκα. Οι αφύσικες και ανομικές εκδηλώσεις του σώματος εξακολουθούν να αναφέρονται σε μια δαιμονική διεργασία.

Αλλά στο δεύτερο μισό του 17ου αιώνα ο ιατρικός λόγος θα επιληφθεί του σχετικού λόγου και το γυναικείο σώμα αναφέρεται ως σύμπτωμα. Η υστερία (υστέρα: μήτρα) συσχετίζεται μέσω επίμοχθων θεωρήσεων με μυστηριώδεις εσωτερικές κινήσεις και με την ίδια την κινητικότητα της μήτρας. Την ίδια στιγμή όμως το σώμα συσχετίζεται με την ψυχή βάσει ενός δυϊσμού στον οποίο ο Ντεκάρτ απέδωσε την πλήρη του έκφραση. Ο Ρ. Μπέρτον στην Ανατομία της μελαγχολίας την κατατάσσει στην «μελαγχολία των Παρθένων, των Μοναχών και τη Χηρών» Έχει ανοίξει ο δρόμος για μια προσέγγιση που σήμερα θα ονομάζαμε ψυχογενετική, επικεντρωμένη δηλαδή στον ψυχικό παράγοντα.

Ο  κεραυνοβόλος έρωτας της Φαίδρας για τον Ιππόλυτο, γιο του άντρα της Θησέα, σηματοδοτεί καταρχήν την εκκίνηση της ερωτομανιακής διεργασίας. Η ενόρμηση προς το αντικείμενο εκδηλώνεται με μια σωματική κατάπτωση. Εκτός αυτού, η ερωτική επιθυμία συνοδεύεται από ένα αίσθημα μελαγχολίας ενώ η κλινική εικόνα αρχίζει από την εξάντληση και φτάνει ως την ημιπαραλυσία. Στην Φαίδρα δεν τίθεται ζήτημα ικανοποίησης του πάθους. Η μόνη ευχή που εκφράζεται είναι εκείνη της εξομολόγησης: το πάθος της θέλει να εκφραστεί. Η εξομολόγηση αυτή δεν είναι μια απλή πληροφορία αλλά η προτροπή να εκλάβει ο Άλλος τον εαυτό του ως αιτία του δικού της πάθους. Η τραγωδία της συνίσταται τόσο στο ότι οφείλει να εκφραστεί όσο και στο ότι αναπόφευκτα εκφράζεται επί ματαίω. Είναι η εστία ενός απαγορευμένου πάθους αλλά και το υποκείμενο ενός απαγορευμένου λόγου. Το αξιοσημείωτο είναι ότι δεν προσποιείται σε καμία περίπτωση. Από αρχής μέχρι τέλους θέλει να πει την αλήθεια και μόνο. Η υστερική της ενόρμηση αποτελεί και μια ενόρμηση αλήθειας άρα η ιστορία της είναι και η ιστορία μιας αναχαιτισμένης αλήθειας.

Η παθιασμένη γυναίκα εμφανίζεται τέλος ως απορρύθμιση του κόσμου. Η Φαίδρα απορρυθμίζει θεαματικά τις σχέσεις συγγένειας κι εξουσίας. Στην πατριαρχική κοινωνία η γυναίκα αποτελεί συμβολικό αγαθό εντός του ανταλλακτικού συστήματος όπου δεν υπάρχει θέση για την υστερική. Η εισβολή της ανατρέπει τους νόμους του καθιερωμένου καταμερισμού των ρόλων και παραβιάζει την σχέση πατέρα με γιο και συζύγου με σύζυγο, ενώ κινδυνεύει η ίδια η πολιτική εξουσία της Τροιζήνας. Η διαλεκτική της εξομολόγησης δύναται να προσδιοριστεί μονάχα σε σχέση με την εξουσία η οποία της απαγορεύει να εκφραστεί (ο Θησέας αυτοπροσώπως) υποχρεώνοντάς την να εσωτερικεύσει το τραύμα της ως ενοχή. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου πως η τελευταία λέξη του ανήκει· στην παθιασμένη γυναίκα ωστόσο ανήκει η τελευταία κραυγή.

Στην περίπτωση του έργου Οι ψευδοεξομολογήσεις του Μαριβώ [Les Fausses Confidences, 1737] ερευνάται η απόλαυση του μυστικού και ο διαστροφικός μηχανισμός της ψευδοεξομολόγησης. Το θέατρο του Μαριβώ διαθέτει την δομή εφαρμοσμένης ερωτικής ψυχολογίας καθώς δείχνει (χωρίς να καταδεικνύει) τις συνθήκες οι οποίες καθορίζουν το έρωτα, ήτοι εκθέτει τις διακυμάνσεις της «εκλογής αντικειμένου» μαζί με τα παράδοξα της σχέσης φαντασίωσης και πραγματικότητας.

Όσο περισσότερο ο Έρως μοιάζει να εξαρτάται από τα λεκτικά «τεχνάσματα» τόσο περισσότερο δίδεται η εντύπωση ότι ο αληθινός Έρως απαιτεί την καθομολόγηση. Φαινομενικά, υπάρχει κάποιος ο οποίος αγαπά και είναι απολύτως βέβαιος για τον έρωτά του (ο Ντοράν). Το «μήνυμα» πρέπει να αποσταλεί στο αντικείμενο το πόθου (την Αραμίν) μέσω ενός ενδιαμέσου (Ντυμπουά). Ο έρωτας όμως δεν είναι ένα μήνυμα που μεταδίδεται σαν πληροφορία. Ο αγγελιοφόρος θα έπρεπε να πείσει την αγαπημένη ότι την αγαπούν αληθινά. Ο μεσολαβητής δεν ακολουθεί αυτή την οδό· βασιζόμενος στην υπόθεση ότι η αλήθεια του έρωτα δεν μπορεί να μεταδοθεί αφ’ εαυτής θα χρειαστεί να στήσει έναν ολόκληρο μηχανισμό ακριβώς για να την πείσει πως πρέπει να τον αγαπά.

Ο Ντυμπουά στηρίζεται σ’ ένα αξίωμα: το γεγονός ότι μια γυναίκα έχει τεθεί ως αναντίρρητο αντικείμενο της επιθυμίας του άνδρα την καθιστά ικανή να αγαπήσει. Ο έρωτας πρέπει να παρουσιαστεί ως μυστικό, η ερωτική τρέλα περιγράφεται με κλινικό τρόπο, ως μια ανίατη ασθένεια κι η Αραμίν θα μπει ευκολότερα στη θέση αυτής της Άλλης και θα επωμισθεί τον ρόλο της. Όμως η αγαπημένη είναι πλέον τόσο καλά παγιδευμένη από το θέλγητρο του ίδιου της του μυστικού, που δεν ξέρει τι φοβάται περισσότερο: μήπως αρθεί το μυστικό μέσω της εξομολόγησης ή μήπως δεν αρθεί ποτέ; Πρόκειται για την ίδια αρχή που διέπει το κρυφτό: οι παίκτες βάζουν τα δυνατά τους ώστε να μην αποκαλυφθούν, παρά την αγωνία μήπως και δεν βρεθούν ποτέ και ξεχασθούν.

Η διαστροφή ως μεταφυσική: θηλυκότητα και αντικείμενο της φαντασίωσης αφορά την ψυχαναλυτική ανάγνωση του μυθιστορήματος του Γιούκιο Μισίμα Ο ναός του Χρυσού Περιπτέρου [1956]. Εδώ η αφήγηση οργανώνεται βάσει μιας φαντασίωσης για το Αντικείμενο, το μνημείο του τίτλου. Ο Ναός περιγράφεται ως η ενσάρκωση του Κάλλους. Η αφορμή δίδεται με τον πραγματικό εμπρησμό ενός ναού στο Κιότο το 1950 από έναν δόκιμο μοναχό, που στο μυθιστόρημα ενσαρκώνεται στην μορφή του Μιζογκούσι. Η πράξη του θρυμματισμού μιας ιερής «εικόνας» ενέχει ένα παράδοξο: αφενός η εικονοκλασία αποτελεί την κήρυξη του πολέμου κατά της εικόνας, η οποία θεωρείται ύποπτη αλλοίωσης της θείας φύσεως την οποία απεικονίζει· αφ’ ετέρου η εικονοκλασία προϋποθέτει ότι στην εικόνα έχει αποδοθεί τέτοια δύναμη ώστε για την καταστροφή της απαιτείται μια επιθετική πράξη. Η εικονοκλασία επομένως ενέχει τόσο το μίσος για την εικόνα όσο και την γοητεία την οποία ασκεί η εικόνα, ούτως ώστε η καταστροφή να προσλαμβάνει τον χαρακτήρα μιας αντεστραμμένης θρησκευτικής λειτουργίας. [σ. 430]

Ο Χρυσός Ναός αποτελεί το αποκορύφωμα μιας σειράς αντικειμένων του Κάλλους: πρώτα είναι το ξίφος, μετά το γυναικείο σώμα της Ουίκο, συμβόλου της παρθενίας κι ύστερα ο ίδιος ο Ναός.  Πρόκειται για το εκτενέστερο κείμενο του βιβλίου, καθώς διερευνώνται η γυναίκα ως θηλάζουσα μητρότητα, ο ξέφρενος έρωτας του Μιζογκούτσι για το Κάλλος, που πηγάζει από την θέλησή του να αφήσει πίσω του την καταραμένη σκηνή της ένοχης μοιχαλίδας μητέρας και να εισέλθει στην σκηνή της αμέριστης απόλαυσης, η ελαστικότητα του σώματος της ιερόδουλης κατά την εις βάρος της άσκηση βίας, η αισθητική της θυσίας, το σύνδρομο του Ηρόστρατου και πάνω απ’ όλα η σύνδεση του έρωτα με την φθορά και τον θάνατο, μείζον θέμα στην λογοτεχνία του Μισίμα.

Το βιβλίο κλείνει με το επίμετρο του Νίκου Παπαχριστόπουλου, που στην ουσία αποτελεί μια ανάλογη ενδελεχή ανάγνωση ενός απόλυτα μοντέρνου μυθιστορήματος, του Real World της Νατσούο Κιρίνο [2003]. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα της διάπραξης, του περάσματος στην πράξη (ο φόνος της μητέρας από τον γιο), χωρίς κεντρικό ήρωα αλλά με πέντε παράλληλους χαρακτήρες, τον γιο και τέσσερα έφηβα κορίτσια. Η απαραίτητη πραγματοποίηση του συμβολικού θανάτου των γονέων, η αποδιάρθρωση του οιδιπόδειου μοντέλου, οι διαταραχές της εφηβικής ταυτότητας, η ιδέα της ετερότητας ως απαραίτητη συνθήκη για την διαμόρφωση του ιδανικού του [θηλυκού] εγώ, αποτελούν ορισμένες μόνο από τις υπό έρευνα αρτηρίες του έργου. Όπως γράφει ο ίδιος: ο φόνος της μητέρας όχι απλώς ως φαντασίωση προς εξιστόρηση, ως το περιεχόμενο μιας κειμενικής επινόησης, το σενάριο μιας διαστροφικής μυθοπλασίας αλλά ως στοιχείο συνυφασμένο με τον κόσμο αυτόν, στον ενδιάμεσο χώρο μεταξύ φαντασίωσης και πραγματικότητας, μεταξύ εικονικού και πραγματικού κόσμου, θεμελιακό συστατικό της νέας πολιτισμικής συνθήκης. [σ. 488]

Εκδ. Opportuna, 2015, μτφ. Κυριακή Σαμαρτζή, Χρήστος Γεμελιάρης, Νίκος Παπαχριστόπουλος, επιμ. – επίμετρο Νίκος Παπαχριστόπουλος, σελ. 489. Περιλαμβάνονται οι πρόλογοι της πρώτης και της δεύτερης έκδοσης [Paul-Laurent Assoun – Le pervers et la femme, 1989/1993].

Κάπου ανάμεσα στις εικόνες, μια εκδοχή Φαίδρας από την Sarah Bernhardt [1892] και μια απόδοση υστερίας από τον Robert Crumb [1994].

Σχολιάστε