«Όλα πρέπει να έχουν μια εξήγηση, λέει ο επιστήμονας μέσα μου· όλα πρέπει να έχουν μια φαντασία, λέει ο ματαιωμένος άνθρωπος των γραμμάτων που είμαι. Παρηγορώ τον εαυτό μου με τη σκέψη ότι αυτές οι δυο δραστηριότητες αλληλοσυμπληρώνονται, δεν αλληλοαποκλείονται», έγραφε ήδη από το 1990 ο Φουέντες σε μια ιστορία του από την συλλογή του Κονστάντσια και άλλες ιστορίες για παρθένους (σ. 69, βλ. παρουσίαση του βιβλίου εδώ) και, πράγματι, αυτή η αλληλένδετη δυαρχία δεν έπαψε να εμποτίζει το σύνολο του έργου του μέχρι και το τελευταίο του βιβλίο. Εδώ βρισκόμαστε στο πρότελευταίο του, και στην ουσία, αν οι διαδικτυακές πληροφορίες είναι σωστές, το τελευταίο που είδε τυπωμένο.
Ο Φουέντες έφτασε σε εκπληκτικά επίπεδα πρόζας και μυθοπλασίας τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Όπως έγραφα με αφορμή ένα από τα έργα αυτής της «ύστερης» εποχής του, το έξοχο σπονδυλωτό μυθιστόρημα Όλες οι ευτυχισμένες οικογένειες, η γραφή του, ένας καταιγισμός λεκτικού πλούτου και πολυφωνικών αφηγήσεων σε μια οφιοειδή ή κυκλική ανάπτυξη (καθώς οι πολλαπλοί χαρακτήρες επανεμφανίζονται), αποδίδει ιδανικά αυτές τις οικιακές ζωές εν τάφω που βιώνουν χαρακτήρες κομπάρσοι στο απέραντο ανώνυμο έθνος της αποτυχίας και πέτρινα οικιακά είδωλα – έρμαια των οικογενειακών χειραγωγήσεων, «αποικήσεων» και διαστροφών.
Εδώ αφήνει στην άκρη τις μεγάλες συνθέσεις και την νεωτεριστική γραφή αλλά εμμένει στην καταγραφή της έκπτωσης του μεξικανής ανθρωπότητας και της αθλιότητας των οικογενειών της. Αλλά το όχημά του είναι το πλέον αναπέντεχο: το γοτθικό μυθιστόρημα εν γένει και ένας από τους χαρακτήρες – εμβλήματα του είδους: ο Κόμης Δράκουλας, όπως παραδόθηκε από την πένα του Μπράμ Στόουκερ και των επίγονών του. Η αινιγματική στροφή του συγγραφέα στο πολυγραφημένο και χιλιοπαιγμένο σύμβολο έχει την εξήγησή της: αν ο Φουέντες εμμένει στην απεικόνιση του σύγχρονου εξαθλιωμένου Μεξικού, τότε η επανανάγνωση κάθε μύθου μπορεί να το φωτίσει ακόμα περισσότερο. Κι αν ο ιστορικός και λογοτεχνικός Βλαντ έπινε το αίμα των υπηκόων του για να συνεχίσει να υπάρχει, ποιοι παίρνουν την θέση του αν όχι οι πολιτικοί και οικονομικοί άρχοντες της χώρας του;
Η σύγχρονη Πόλη του Μεξικού κατοικείται από δέκα εκατομμύρια λουκάνικα αίματος, διατείνεται ο αφηγητής Ιβ Ναβάρο εργάζεται στο δικηγορικό γραφείο του παντοδύναμου Ελόι Σουρινάγα και απολαμβάνει μια «επιτυχημένη» οικογενειακή και συνεργατική επαγγελματική ζωή με την σύζυγό του κτηματομεσίτρια Ασουνσιόν. Η μικρή του κόρη Μαγδαλένα συμπληρώνει την αίσθηση της επάρκειας, ενώ ένα αδικοχαμένο δωδεκάχρονο αγόρι, ο Ντιντιέ, αποτελεί την μόνιμη μαύρη τρύπα της. Ο Σουρινάγα, που «σε κανέναν δεν επέτρεπε να διαβλέψει ασήμαντο μέλλον για το παροδικό πολιτικό του μεγαλείο», ένας ισχυρός, μαγνητικός άντρας που θαρρείς και ρυθμίζει την πνευματική θερμοκρασία όσων βρίσκονται γύρω του, ζει έγκλειστος σ’ ένα σπίτι, διακοσμημένο με τα αγωνιώδη χαρακτικά του Μεξικανού Χουέλιο Ρουέλας και τους εφιαλτικούς πίνακες του Ελβετού Χένρι Φιούζελι «ειδικού στις παραμορφώσεις και στο πάντρεμα της συνουσίας με τη φρίκη, της γυναίκας με τον φόβο…».
Εκεί προσκαλεί και σχεδόν προστάζει τον υφιστάμενό του να ανταποκριθεί στις επιθυμίες ενός νέου γηραιού πελάτη που ονομάζεται Βλαντ και κατάγεται από την Τρανσυλβανία. Διωγμένος από «τους φασίστες από την μια και τους κομμουνιστές από την άλλη», o Βλαντ αναζητά ένα σπίτι με ορισμένες ιδιαιτερότητες για να στεγάσει τον ίδιο και την μικρή του κόρη. Η Ασουνσιόν το βρίσκει σε μια ανηφορική γειτονιά και μοιάζει μοντέρνο μοναστήρι· ο ιδανικός χώρος για ένα ιδιόμορφο βασίλειο έχει βρεθεί.
Η ζωή, Ναβάρο! Είναι ζωή αυτό το σύντομο πέρασμα, αυτή η τρεχάλα από την κούνια ως τον τάφο; […] Από πού μας έρχονται αυτές οι ανεξήγητες λύπες; Πρέπει να έχουν έναν λόγο, μια προέλευση. Είμαστε λαοί εξαντλημένοι, τόσες εσωτερικές συγκρούσεις, τόσο ανώφελα χυμένο αίμα. Πόση μελαγχολία! Όλα περιέχουν το σπέρμα της φθοράς. Στα αντικείμενα ονομάζεται παρακμή. Στους ανθρώπους, θάνατος. [σ. 38]
Οι περισσότερες από τις συμβάσεις του κλασικού γοτθικού μυθιστορήματος βρίσκονται εδώ· το ίδιο και οι αινιγματικές συνομιλίες, η ατμόσφαιρα της ανησυχίας, η υποβλητικότητα των χώρων και η αναπότρεπτη κληρονομιά του παρελθόντος (Κατάγεστε από μια μεγάλη οικογένεια, εγώ από μια άγνωστη φυλή. Εσείς έχετε λησμονήσει όσα ήξεραν οι πρόγονοί σας. Εγώ αποφάσισα να μάθω όσα αγνοούσαν οι δικοί μου). Ο Φουέντες προσθέτει τις ενοχές των μεξικανών αποίκων (Είμαστε όλοι άποικοι στην Αμερική. Οι μοναδικοί παλιοί αριστοκράτες είναι οι Ινδιάνοι) και τις κυνικές αποστροφές των κυρίαρχων (Οι πόλεμοι απλώς αποτελειώνουν ό,τι είναι νεκρό), και όλα αυτά με την απλούστερη δυνατή γραφή και μια γυμνή σαφήνεια που δεν αφήνει χώρο σε γλωσσικούς ή άλλους πειραματισμούς.
Ακόμα κι αν δεν διαθέτει κανείς ευρύτερη γνώση του έργου του Φουέντες, μπορεί από τις χαραμάδες της ολοένα και εφιαλτικής ατμόσφαιρας του έργου να αντιληφθεί πως το αιχμηρό εξάγωνο του ζευγαριού, των δυο γερόντων και των δυο μικρών κοριτσιών δεν περιορίζεται στην γνωστή αιμορραγική ιστορία. Ακριβώς αυτή η ιστορία προσφέρεται για έναν εξαιρετικά ενδιαφέροντα παραλληλισμό με την σύγχρονη μεξικανική κατάσταση: Οι γέροντες ως επικυρίαρχοι άρχοντες, αθάνατοι μέσα στην συνεχή κληρονομικότητά τους, το ζεύγος των αστών που αρκείται στην ευδαιμονία του και ξυπνάει μόνο όταν αυτή απειληθεί (είναι ενδεικτικό ότι ο Ναβάρο μοιράζεται νύχτες πάθους με την Ασουνσιόν αλλά μένει πάντα με την αμφιβολία της ηδονής της και με την συνεχή ανησυχία ξένων ματιών πάνω τους), τα παιδιά ως απόλυτα θύματα σε μια χώρα που οι αρχές δεν νοιάζονται ποτέ για τους αγνοούμενους, τους νεκροζώντανους και τους νεκρούς.
Μένει να διαβάσουμε το «μεταθανάτιο» μυθιστόρημά του, Ο Νίτσε στο μπαλκόνι – θα είναι άραγε η ύστατη διαθήκη του συγγραφέα, ή τα είχε ήδη όλα πει με τα προηγούμενα βιβλία του και το περίφημο Terra Nostra, που έχει ήδη μεταφραστεί από τον Κρίτωνα Ηλιόπουλο αλλά παραμένει ανέκδοτο στα καθ’ ημάς;
Εκδ. Κλειδάριθμος, 2018, μτφ. Κρίτων Ηλιόπουλος, σελ. 123 [Carlos Fuentes, Vlad, 2010]
Στις εικόνες: Jason Montoya – Μina Harker and Dracula, Max Ernst – The Vampire’s Kiss, Julio Ruelas, La Crítica.
0 Σχόλια to “Carlos Fuentes – Κόμης Vlad”