Τζακ Κέρουακ – Μπιγκ Σερ

Big Sur

Έξω από τον δρόμο

Κι όμως μερικές φορές υπάρχει κάποιο απαίσιο παρανοϊκό στοιχείο στον οργασμό που απελευθερώνει έξαφνα όχι γλυκιά τρυφερή συμπόνια μα κάποιο συμβολικό φαρμάκι που σκίζει το κορμί στα δυο – ….[σ. 227]

Θυμόμαστε τον Κέρουακ Στον Δρόμο, πάντα πιστοί στην εικόνα που θέλουμε να διατηρούμε για τον εκάστοτε μυθοποιημένο συγγραφέα. Αλλά τι συνέβη όταν κάποτε οι λογαριασμοί του με τις αχανείς διαδρομές έκλεισαν; Το καλοκαίρι του 1961 επέστρεψε στην Φλόριντα, όπου είχε εγκατασταθεί η οικογένειά του και αδιάφορος για την χώρα του και τις όποιες νέες εξερευνήσεις κατέφυγε για άλλη μια φορά στο ποτό. Ούτε το γράψιμο δεν λειτουργούσε, παρά μόνο λίγους μήνες μετά, όταν πήρε μια ποσότητα μπενζεντρίνης και χύμηξε στην γραφομηχανή του· μετά από δέκα μέρες είχε γράψει το Big Sur.

jack kerouac 1

Μετά το On the Road ο συγγραφέας βρέθηκε σε μια δίνη φήμης, προσοχής και φυσικά νέων απαιτήσεων. Επί τρία χρόνια ανεχόταν ατέλειωτα τηλεφωνήματα, αλληλογραφία, επισκέπτες, δημοσιογράφους, εφήβους που πηδούσαν τον φράχτη και πάσης φύσεως αδιάκριτους και αισθανόταν «περικυκλωμένος κι εκμηδενισμένος» – έπρεπε να φύγω να βρεθώ ξανά στη μοναξιά μου ή να πεθάνω. Αυτά γράφει ο Jack Duluoz αφηγητής και προφανές alter ego του, ένας δημοφιλής, «επιτυχημένος» συγγραφέας. Κι έρχεται ο φίλος του Λορένζο Μονσάντο (που δεν είναι άλλος από τον Λώρενς Φερλινγκέτι) που διατηρούσε μια καλύβα στα δάση του Μπιγκ Σερ, να του δώσει μια έσχατη δυνατότητα διαφυγής: να φύγει κρυφά με το αυτοκίνητο και να μείνει εκεί μόνος και ανενόχλητος για έξι βδομάδας.

Προς στιγμή το σχέδιο σκαλώνει: καθώς οι καμπάνες της εκκλησίας παίζουν ένα θλιμμένο ανεμόδαρτο «Καθλίν» στις φτωχογειτονιές ο συγγραφέας εμφανίζεται στο βιβλιοπωλείο του φίλου του στο City Lights όπου τον αναγνώρισαν οι πάντες και τελικά άρχισε να περιφέρεται σε όλα τα διάσημα μπαρ και να κερνάει ποτά όλον τον κόσμο. Προτού χαραμιστεί οριστικά η μυστική επιστροφή του στο Σαν Φρανσίσκο κάποτε καταφέρει να φύγει με το τρένο Καλιφόρνια Ζέφυρος. Και τα τρία μερόνυχτα στο κουπέ είναι ευτυχή: όλα μοιάζουν όλα τόσο εύκολα μετά τα παλιά σκληρά οτοστόπ. Ο ήρωας έχει μεγαλώσει.

jack_kerouac_

Όταν πια μόνος συνεχίζει την πορεία του προς το δάσος του Φρίσκο οι περιγραφές της φύσης και όλων όσων εμπνέει κατακλύζει πολλές από τις επόμενες σελίδες. Κι εδώ υπήρξε η πρώτη επιφύλαξη όσων έχουν διαβάσει το βιβλίο, για το αν όλες αυτές οι γραμμένες εικόνες είναι δυνατόν να αναπαρασταθούν σε μια κινηματογραφική ταινία, όπως η πρόσφατη απόπειρα του Michael Polish. Οι ενδελεχείς αυτές περιγραφές της φύσης μαρτυρούν την αρχική του ευδαιμονία. Στέκεται έκθαμβος στις εικόνες, καταγράφει τα λόγια της θάλασσας, περιγράφει τις καθημερινές ασχολίες, τις χαρές και τα προβλήματα του ερημίτη, τις ξεχασμένες τους διαβολικούς θορύβους, το μουσκεμένο σλίπινγκ μπαγκ (συχνά είναι σα να διαβάζεις περιπέτειες κατασκηνωτών), ξαναθυμάται την παιδική ηλικία της απλότητας του να είσαι ευτυχισμένος μες στα δάση «και να μην υποτάσσεσαι στις ιδέες κανενός».

big-sur-film

Χάθηκα όπως τα τελευταία τρία χρόνια απελπισίας όλο μεθύσια, μιας απελπισίας σωματικής πνευματικής και μεταφυσικής που δε σου τη μαθαίνουν στο σχολείο άσχετα με πόσα βιβλία έχεις διαβάσει για τον υπαρξισμό ή τον πεσιμισμό ή πόσες κανάτες Αγιαχουάσκα έχεις πιει που σου δημιουργούν οράματα ή πόσο Μεσκαλίνη έχεις πάρει ή με πόσα Πεγιότ έχεις ζαβλακωθεί. [σ. 19]. Στα νηφάλιά του καθαρίζει το μυαλό του με αρκετή τέτοια ειρωνεία. Αλλά ο αφηγητής είναι ο ίδιος ο Κέρουακ κι εκείνος δεν ενδιαφερόταν παρά να συνεχίσει να αναλώνεται σε όλα όσα περιείχε ο beat τρόπος ζωής: αλκοόλ, ναρκωτικά, μουσική, σεξ, γράψιμο, με ανακατεμένη την σειρά. Η ζωή του σκοτείνιαζε, οι επιπτώσεις ήταν άμεσες. Είναι το ίδιο αλκοόλ που τον ενεργοποιούσε να γράφει πάντα στα όρια μεταξύ νηφαλιότητας και μέθης, είναι το ίδιο που θα τον σκοτώσει προτού περάσει μια δεκαετία και πριν καν φτάσει στα πενήντα του.

Κάθε πότης ξέρει τη διαδικασία: την πρώτη μέρα που μεθάς δεν τρέχει τίποτα, το επόμενο πρωί ισούται με βαρύ κεφάλι αλλά αυτό το ξεπερνάς εύκολα με μερικά ποτά ακόμα κι ένα γεύμα, αν όμως παραλείψεις το γεύμα και συνεχίζεις με άλλη μια βραδιά μεθύσι και ξαναξυπνήσεις για να συνεχίσεις το φτιάξιμο και να το πας σερί ως την τέταρτη μέρα, θα’ ρθει μια μέρα που τα πιοτά δε θα σε πιάνουν γιατί θα έχεις παραγίνει απ’ τα χημικά και θα πρέπει να κοιμηθείς για να σου περάσει αλλά είναι αδύνατο να κοιμηθείς πια γιατί το αλκοόλ ήταν αυτό που σ’ έκανε να κοιμηθείς τις τελευταίες πέντε νύχτες, οπότε αρχίζει το παραλήρημα – [σ. 98]

lenore-kandel-in-san-francisco_1967_photograph-by-joe-melena

Φυσικά δεν είναι δυνατόν να παραμείνει μόνος. Η φύση μαζί με όσα σε προικίζει σε γεμίζει με μια ατέλειωτη μοναξιά. Η εναλλαγή με την πόλη είναι ένας συνεχής δίδρομος, όπως και η εμπλοκή με μια σειρά χαρακτήρων με τους οποίους προσπαθεί να συνυπάρξει για χάρη όλων όσων προσφέρει η κοινοβιακή ή έστω η κοινοτική ζωή. Πλέκεται με την ερωτικότατη Billie, ερωμένη του Cody Pomeray που δεν είναι άλλος από τον Neal Cassady, συνυπάρχει με τον Irwin Garden που δεν είναι άλλος από τον Alen Ginsberg, τον Jarry Wagner [Gary Snyder], την Eveln [Carolyn Cassady] και την διαισθαντική Româna Swartz, που είναι η beat ποιήτρια Lenore Kandel.

Το γράψιμο συνεχίζει από τον δρόμο του Δρόμου: ελεύθερη φόρμα, ντελιριώδης γραφή, περιγραφή ονείρων και πάσης φύσεως σκέψεων, αυτόματοι μονόλογοι, φιλοσοφίες της στιγμής, φιλοσοφίες μιας ζωής. Είναι μια γραφή εξαντλητική και παραληρηματική, με σελίδες σπινθηροβόλες και σελίδες άχρηστες, με σελίδες αξιοδιάβαστες και σελίδες φλύαρες και βαρετές – τα δυο τελευταία επίθετα αναφέρει ο Γιάννης Τζώρτζης στον πρόλογό του, μιλώντας για έναν συγγραφέα που άλλαξε το πρόσωπο της λογοτεχνίας έστω και μ’ αυτές τις σελίδες, αλλά όσο κι αν προσπάθησε δεν κατόρθωσε να δουλέψει σε βάθος την Τέχνη του, μόνο βυθίστηκε σε μια εγωιστική, μονομανή ανακύκλωση του μύθου του και κατέληξε να γράφει ό,τι του κατέβαινε στο μυαλό, ανίκανος να εκτιμήσει την λογοτεχνική του αξία.

portrait_of_jack_kerouac_by_bentjoelker-

Αλλά εκείνο που αναπνέει εδώ είναι μια κυριολεξία του όρου beat, που ως κίνημα σαφώς κατακλύζεται από την παρουσία του Κέρουακ. Είναι η ίδια η ήττα, αναπόσπαστα δεμένη με την ίδια την ύπαρξη. Αλλά στην άλλη όψη της βρίσκεται απλώς η ίδια η φυσική αποδοχή των πραγμάτων και όχι η αντιδραστικότητα όπως όπως σωστά γράφει ο Γιάννης Λειβαδάς, το 2008, τότε που συστεγαζόμασταν στην Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας· ο Κέρουακ δεν υπήρξε ποτέ άγριο τέκνο της αντίδρασης και του περιθωρίου, όσο κι αν θέλουν να τον παρουσιάζουν οι σύγχρονοι θεατές – θαυμαστές – «αναγνώστες» του από τα γυάλινα γραφειάκια τους. Παρομοίως – συνεχίζει ο Λειβαδάς, τα γραπτά του δεν ήταν (ή δεν ήταν κυρίως και αποκλειστικά) λογοτεχνία της «διαφυγής» ή της «περιπλάνησης»· αποσκοπούσαν ξεκάθαρα στην υπαρξιακή έρευνα και στην ψυχική ευφορία.

Τώρα ο συγγραφέας / αφηγητής βρίσκεται στην χαμηλότερη υποστάθμη, έχοντας πια ξεπεράσει το όριο που τον χώριζε ανάμεσα σ’ εκείνο που ονειρευόταν να γίνει και σ’ αυτό που πλέον αναπόδραστα είναι. Τώρα είναι γυμνός και το παραδέχεται την στιγμή που το αποδέχεται, καθώς επιχειρεί να επανασυνδεθεί με εκείνα που του έδιναν ζωή και έμπνευση – όχι, πρώτα έμπνευση και μετά ζωή – μερικά χρόνια πριν. Τελικά και οι ήρωες μεγαλώνουν, απογοητεύονται, καταρρακώνονται. Όσο βρίσκονται σε κίνηση, όσο υπάρχει ένας έστω και απατηλός προορισμός, πάντα κάτι τους ωθεί για ένα βήμα παραπέρα. Αλλά κάποτε το παραπέρα δεν οδηγεί παρά στα εσώτερα κι εκεί το τέρμα της διαδρομής είναι πιο επίμονο από ποτέ.

old big sur

Αλλά η πιο θαυμάσια μέρα απ’ όλες ήταν τότε που ξέχασα τελείως ποιος ήμουνα που ήμουνα ή ποια ώρα της μέρας ήτανε… [σ. 45]

Εκδ. Αίολος, 2010 [Α΄ έκδ. 1988], μτφ. Ιουλία Ραλλίδη, πρόλογος Γιάννης Τζώρτζης [Jack Kerouac, Big Sur, 1962]

Στις πρόσθετες εικόνες, η Lenore Kandel και μια στιγμή από την αναφερόμενη ταινία. Ένας άλλος γυρισμός του ταξιδευτή Κέρουακ εδώ.

Δημοσίευση και σε mic.gr / Βιβλιοπανδοχείο, αρ. 208, με τον τίτλο Off the Road.

Μια σκέψη σχετικά μέ το “Τζακ Κέρουακ – Μπιγκ Σερ

Σχολιάστε