Χρίστος Χαραλαμπόπουλος – Η τέχνη του πολέμου για το ποδόσφαιρο. Μια παράλληλη ανάγνωση του κειμένου του Σουν Τσου

Σ’ ένα από τα περίφημα δοκίμιά του ο Τζορτζ Όργουελ είχε γράψει ήδη από το 1945, με αφορμή έναν αγώνα της Άρσεναλ με τη Δυναμό Μόσχας, για το πόσο επικίνδυνο μπορεί να γίνει το παιχνίδι όταν χρησιμοποιηθεί για την τόνωση της εθνικής ταυτότητας και τη στήριξη της κυρίαρχης ιδεολογίας. Ο ίδιος είχε υποστηρίξει ότι «το ποδόσφαιρο είναι ένας πόλεμος χωρίς τους πυροβολισμούς». Το ποδόσφαιρο και πιο συγκεκριμένα το γήπεδο θεωρήθηκε η φαντασιακή προέκταση ενός πεδίου μάχης, όπου ο ηττημένος του πραγματικού πολέμου επιδιώκει την ρεβάνς, όπως συνέβη στο παγκόσμιο κύπελλο του 1986, με την «επεισοδιακή» νίκη της Αργεντινής επί της Αγγλίας, μια απάντηση στην στρατιωτική ήττα στα Φόκλαντς. Μόλις τέσσερα χρόνια αργότερα, όπως μας θυμίζει ο Κριστιάν Μπρομπερζέ, η πρώτη επίσημη εχθροπραξία ενός εμφυλίου που θα οδηγούσε στην διάλυση μιας χώρας, της Γιουγκοσλαβίας, έγινε στις κερκίδες του αγώνα (που δεν άρχισε ποτέ) μεταξύ Δυναμό Ζάγκρεμπ και Ερυθρού Αστέρα…

Ένα παιχνίδι πολέμου λοιπόν ή ένας πόλεμος για το παιχνίδι; αναρωτιέται στην Εισαγωγή του o συγγραφέας, στο πρώτο από τα δεκάδες ερεθιστικά ερωτήματα της. Η ίδια η γλώσσα των αθλητικών μέσων δανείζεται δεκάδες πολεμικές εκφράσεις. Στο σύγχρονο και έντονα ανταγωνιστικό περιβάλλον του επαγγελματικού ποδοσφαίρου, σε αυτόν τον εικονικό πόλεμο, η υιοθέτηση των αρχών της στρατηγικής σκέψης, όπως τις διατύπωσαν οι κλασικοί συγγραφείς, όταν προσαρμοστούν στο παιχνίδι μπορούν πράγματι να οδηγήσουν στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Η Τέχνη του Πολέμου του Σουν Τσου, γραμμένη ανάμεσα στον 5ο και τον 3ο προχριστιανικό αιώνα, δεν λογίζεται μόνο ως μελέτη της ανατομίας οργανισμών που βρίσκονται σε σύγκρουση αλλά και ως ένα αξεπέραστο εγχειρίδιο στρατηγικής.

Ο συγγραφέας φέρνει εις πέρας μια εξαιρετική πλην δύσκολη σύλληψη. Υφαίνει την συγκριτική του μελέτη κομμάτι κομμάτι: πρώτα παραθέτει το κάθε κεφάλαιο και υποκεφάλαιο της Τέχνης και αμέσως από κάτω εντάσσει ένα σχετικό κείμενο, στην ουσία την παράλληλη εφαρμογή του στο σύγχρονο ποδόσφαιρο. Αυτό και μόνο θα αρκούσε, αλλά δεν σταματά εδώ· σε ειδικό πλαίσιο παρουσιάζει ξεχωριστές περιπτώσεις, με την μορφή αυτόνομων πραγματικών ιστοριών που φυσικά έχουν άμεση σχέση με τα εκάστοτε θέμα.

Το κεφάλαιο που αφορά την Εκτίμηση της Κατάστασης και αντιστοιχεί στη Πρόβλεψη του ποδοσφαιρικού αποτελέσματος περιλαμβάνει και το ειδικό θέμα της σημασίας της προσωπικότητας. Αν υπάρχει μια ιδιαίτερη κατηγορία ποδοσφαιριστή που δεν επιβάλλει μόνο το ύφος του αλλά και αναγνωρίζει μέσα στο παιχνίδι τους συμπαίκτες που δυσκολεύονται ή είναι εκτός φόρμας και τους βοηθά ή τους αναπληρώνει, τότε ο Ερίκ Καντονά σίγουρα ανήκει σ’ αυτήν. Με μια παρουσία που ξεπερνούσε τις απαιτήσεις του αγγλικού ποδοσφαίρου, με ιδιαίτερη κουλτούρα και δηλώσεις με πολιτικό περιεχόμενο, ο Καντονά παραμένει ένα ισχυρό παράδειγμα για την επίδραση της προσωπικότητας σε μια ομάδα και στο παιχνίδι γενικότερα. Ό ίδιος όταν ρωτήθηκε γιατί παίζει ποδόσφαιρο απάντησε: Παίζω για να πολεμήσω την ιδέα της ήττας. Κι εγώ ακόμα θυμάμαι την καρατιά που πρόσφερε σ’ έναν οπαδό που εκτόξευε ρατσιστικούς χαρακτηρισμούς και αποδείχτηκε εγγεγραμμένος φασίστας, κι ας του στοίχισε την αναπόφευκτη τιμωρία.

Η διάταξη σχετικά με την διοίκηση του στρατού, που πρέπει να χαρακτηρίζεται, μεταξύ άλλων, από τις αρετές της σοφίας και της ηθικής ακεραιότητας, δεν μπορεί παρά να αναφέρεται στον προπονητή. Εδώ ξεχωριστό πρότυπο αποτελεί ο Αρσέν Βενγκέρ που ανέλαβε σχεδόν άσημος στην Άρσεναλ, πιστώθηκε το παρατσούκλι Κλουζώ και ενέπνευσε ανέκδοτα για την εμμονή του με την διατροφή των παικτών με λαχανικά. Υπό την μαεστρία του οι εποχές της κλασικής βρετανικής «γιόμας» τελείωσαν και η Άρσεναλ, που έπαιζε το πιο βαρετό ποδόσφαιρο στο νησί, μεταμορφώθηκε σε ομάδα γρήγορου και θεαματικού ποδοσφαίρου.

Η διάταξη που αναφέρεται στις κατάλληλες περιστάσεις για την προσποίηση, τον δελεασμό, την προσέλκυση και τα συναφή, αφορά απόλυτα το σύγχρονο ποδόσφαιρο και ταιριάζει γάντι στον Λούις Σέζαρ Μενότι. Ο τεχνικός της παγκόσμιας πρωταθλήτριας Αργεντινής στο δραματικό μουντιάλ του 1978 είχε ισχυριστεί πως το ποδόσφαιρο είναι μια μορφή τέχνης της παραπλάνησης [deception], ή της προσποίησης, όπως προτιμά να αποδώσει ο συγγραφέας. Και το τήρησε πολλές φορές. Είναι δε γνωστή η περίφημη δημόσια παραδοχή του Μαντσίνι την σαιζόν 2011-2012, όταν η Μάντσεστερ Σίτυ του έμεινε 8 βαθμούς πίσω από την Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, πως η μάχη του πρωταθλήματος είχε τελειώσει. Φαίνεται πως και ο ίδιος ο Άλεξ Φέργκιουσον, αυθεντία στα mind games, είχε παραπλανηθεί ή πάντως δεν μπόρεσε να αποτρέψει την χαλάρωση των παικτών του: στο τέλος η Σίτυ στέφθηκε πρωταθλήτρια.

Στο κεφάλαιο περί της επιθετικής στρατηγικής η ρήση «Είναι καλύτερο να αιχμαλωτίζεις ολόκληρο τον εχθρικό στρατό, παρά να σκοτώνεις στρατιώτες» μπορεί να ερμηνευτεί, αντίστροφα, με όρους fair play· να προτιμηθεί δηλαδή, για λόγους σεβασμού, δηλαδή μια άνετη νίκη εναντίον ενός μεγάλου αντιπάλου παρά η συντριβή του με πολλά γκολ. Και αν «η καλύτερη στρατηγική είναι να επιτίθεσαι εναντίον της στρατηγικής του αντιπάλου», μια αναγνώριση της διαλεκτικής σχέσης των δυο στρατηγικών, που εφαρμόζεται και στο σκάκι, τότε δεν μπορούμε παρά να θυμηθούμε το δημιουργικό «καταστροφικό» ποδόσφαιρο, όχι δηλαδή αυτό που καταστρέφει όλο το παιχνίδι αλλά εκείνο που επιλέγει να ακυρώσει τα δυο-τρία ζωτικά όργανα της μηχανής του αντιπάλου. Το τελευταίο το γνωρίζει καλά ο Ζοσέ Μουρίνιο.

Σ’ ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο που μετέφρασε ο ίδιος ο Χαραλαμπόπουλος και παρουσιάσαμε παλαιότερα στην Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας, ο Τζόναθαν Γουίλσον γράφει πως η εξέλιξη του ποδοσφαίρου είναι το αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης δυο αντιτιθέμενων ζευγών: αισθητική εναντίον αποτελέσματος το ένα και τέχνη εναντίον δύναμης το άλλο. Η αντιπαλότητα αυτή έχει αποκτήσει και πολιτικό – ιδεολογικό πρόσημο. Ο προαναφερθείς Μενότι, ένας μποέμ και υπέρμαχος του επιθετικού ποδοσφαίρου, είχε υποστηρίξει πως υπάρχει ένα δεξιόστροφο και ένα αριστερόστροφο ποδόσφαιρο. Το δεξιόστροφο θέλει να θυμίσει πως η ζωή είναι αγώνας. Απαιτεί θυσίες. Πρέπει να ατσαλωθούμε και να κερδίσουμε με οποιαδήποτε μέθοδο…να υπακούμε και να λειτουργούμε με αυτό τον τρόπο, είναι εκείνο που θέλουν οι προπονητές που έχουν εξουσία, από τους παίκτες. Με αυτό τον τρόπο δημιουργούν καθυστερημένους, χρήσιμους ηλίθιους που εξυπηρετούν το σύστημα. Κι όσο κι αν οι ομάδες του υπήρξαν περισσότερο «συστημικές» απ’ όσο θα ήθελε να παραδεχτεί, ο συγκερασμός των ζευγών του Γουίλσον παραμένει το ιδανικό.

Το κεφάλαιο για τον Ελιγμό και η εφαρμογή του στην καθοδήγηση της ομάδας και την διαχείριση των ποδοσφαιριστών αφορά μεταξύ άλλων και τις ειδικές περιπτώσεις της προσαρμογής των παικτών σε διαφορετικό εθνικό και πολιτιστικό περιβάλλον αλλά και στην πίεση του επαγγελματισμού και στην αντίστοιχη αναγκαιότητα ψυχολογικής στήριξης. Ο Νικολάς Ανελκά αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση χαρισματικού παίκτη που δεν άντεξε την πίεση των μέσων και του μάρκετινγκ, που επένδυσαν πάρα πολλά, προσδοκώντας να κερδίσουν ακόμα περισσότερα. Οι συνθήκες πλέον είναι αγριότερες σε σχέση με είκοσι χρόνια πριν αλλά οι νεαροί ποδοσφαιριστές πλέον εκπαιδεύονται ανάλογα.

Οι περί Εδάφους στοχασμοί προσαρμόζονται στον προπονητή, το σύστημα και τον αγωνιστικό χώρο και περιλαμβάνουν το ειδικό θέμα των συστατικών της προπονητικής. Εδώ ανήκει η ιδιαίτερη περίπτωση του Άλεξ Φέργκιουσον: ήταν εκείνος που κατηγορήθηκε πως έκλεψε τον Καντονά από την Λιντς, επέλεξε τον Κιν για αντικαταστάτη του, συγκρούστηκε με τον Μπέκαμ, επέμενε στην απόκτηση του τραυματισμένου Νίστελρόυ, καταξοδεύτηκε για τον Φέρνινταντ και εμπιστεύτηκε στον 18χρονο Κριστιάνο Ρονάλντο την φανέλα του βασικού, πράξεις που όλες τον έκαναν «ξεμωραμένο» αν όχι μισητό για την εξέδρα. Κι όμως, τα 27 χρόνια παρουσίας του στην Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ δείχνουν πως κάθε μεγάλη του επιλογή υπήρξε αποτέλεσμα μακροπρόθεσμου σχεδιασμού. Και ήταν το πνεύμα νικητή που πέρασε στην ομάδα, δεκαετίες μετά τον Ματ Μπάσμπι. Το περίφημο United Spirit, όπως διαπιστώνεται και σε μια αυτοβιογραφία της ύστερης περιόδου του.

Διεξαγωγή πολέμου (Οι πηγές χρηματοδότησης και η σύσταση του ρόστερ), Εννέα παραλλαγές τακτικής (Τακτικές και επιλογές του προπονητή), Στρατηγική τοποθέτηση (Οργάνωση ομάδων και διάταξη αγωνιστικού υλικού), Το Συμβατικό και το ανορθόδοξο (Δημιουργία στρατηγικού πλεονεκτήματος), Ανάπτυξη στρατευμάτων (Ζητήματα ποδοσφαιρικής ανάπτυξης), Εννέα είδη εδάφους (Η εκμετάλλευση του αγωνιστικού χώρου), Εμπρηστικές επιθέσεις (Προκλητικές συμπεριφορές), Κατασκοπεία (Κατάσκοποι, ανιχνευτές και μάνατζερ): ιδού οι υπόλοιποι τίτλοι των κεφαλαίων του πολεμικού εγχειριδίου και των παράλληλων εφαρμογών τους στο ποδόσφαιρο. Τα δεκατρία κεφάλαια συμπληρώνονται από έναν επίλογο και τρία παραρτήματα: Για το ποδόσφαιρο των πλουσίων, FFP: Ένα ελαττωματικό εργαλείο και Μια δικαστική απόφαση που άλλαξε το ποδόσφαιρο. Το τελευταίο αφορά την περίφημη υπόθεση Μποσμάν, που ουσιαστικά πέρασε μια ουσιαστική εξουσία της στους ποδοσφαιριστές, οι οποίοι από τη στιγμή που έληγε στο συμβόλαιό τους ήταν πλέον ελεύθεροι να διαπραγματευτούν την μεταγραφή τους σε όποια ομάδα ήθελαν.

Άφησα για το τέλος ένα σπάνιο υπόδειγμα συλλογικότητας: πρόκειται, βέβαια, για την βραζιλιάνικη ομάδα της Κορίνθιανς που στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και στις αρχές δεκαετίας του ’80 υπήρξε ένα περίφημο παράδειγμα ακτιβισμού, σε μια δικτατορική Βραζιλία. Σε αυτή την «πολιτική» Κορίνθιανς η επίδραση του Σόκρατες, που προερχόταν από μια μεσοαστική οικογένεια με ισχυρές αριστερές καταβολές, ήταν καθοριστική. Η ομάδα ήταν οργανωμένη σαν σοσιαλιστικός πυρήνας, όπου οι ποδοσφαιριστές μαζί με τα υπόλοιπα μέλη του τμήματος έπαιρναν όλες τις αποφάσεις κατόπιν ψηφοφορίας. Σε μια από τις χαρακτηριστικότερες κινήσεις της, λίγο πριν από τις κρίσιμες εκλογές του 1982 που οδήγησαν στην πτώση της δικτατορίας, όλοι οι παίκτες τύπωσαν πάνω στις φανέλες τους την προτροπή Dia 15 Vote (στις 15 ψηφίζουμε). Εκείνη την χρονιά κέρδισαν το πολιτειακό πρωτάθλημα του Σάο Πάολο και στις φανέλες πλέον αναγραφόταν η λέξη «Δημοκρατία». Μπορεί, σκέφτομαι, ένα τέτοιο πρότυπο συλλογικής δράσης να μην είναι εύκολο να επεκταθεί στον ανελέητα σκληρό οικονομικό κόσμο του σύγχρονου ποδοσφαίρου αλλά στον ίδιο αυτόν κόσμο τα δημοκρατικά και αντιρατσιστικά μηνύματα διαρκώς κερδίζουν έδαφος.

Ο Χρήστος Χαραλαμπόπουλος έφερε εις πέρας ένα δύσκολο εγχείρημα, μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα εφαρμογή ενός αρχαίου πλην διαχρονικού εγχειριδίου στο πλέον συναρπαστικό σύγχρονο άθλημα. Αλλά όλοι εμείς που τον παρακολουθούμε χρόνια και απολαμβάνουμε τις ραδιοφωνικές ή γραπτές εμβαθύνσεις του, δεν αιφνιδιαστήκαμε. Ήμασταν βέβαιοι πως θα το κατάφερνε και αυτό.

Εκδ. Δίαυλος, 2016, σελ. 255. Εκτός από τα τρία παραρτήματα περιλαμβάνονται δυο πρόλογοι από τους Γιώργο Κεντρωτή και Αντώνη Καρπετόπουλο και βιβλιογραφία.

Στις εικόνες: Εθνική Αργεντινής υπέρ Μαλβίνων [1982], Eric Cantona, Arsene Wenger, Luis Cesar Menotti, Nicolas Anelka, Sir Alex Ferguson, Corinthians και ο συγγραφέας σε σκίτσο του Ντένη Τζαννάτου.

Δημοσίευση και σε: mic.gr / βιβλιοπανδοχείο, αρ. 228, υπό τον τίτλο Great balls of fire.

Σχολιάστε