Κέιτ Σοπέν – Η ιστορία μιας ώρας και άλλα διηγήματα

Η αυτοδιάθεση μιας γυναίκας: η ισχυρότερη παρόρμηση της ύπαρξης

Η Σοπέν αποτελεί μια σπάνια περίπτωση συγγραφέως: έγραψε σε μια εποχή όπου η ίδια η συγγραφή έμοιαζε απαγορευμένη για τις γυναίκες, σμίλευσε το δικό της ιδιαίτερο ύφος και, το κυριότερο, τόλμησε ιστορίες που αποκαλύπτουν σκέψεις και πράξεις γυναικών που ελάχιστοι και ελάχιστες θα διανοούνταν να παραδεχτούν.

Από περιέργεια ξεκίνησα με Ένα ζευγάρι μεταξωτές κάλτσες. Η κοντούλα κυρία Σόμμερς διαπιστώνει πως της περισσεύουν λίγα παραπάνω χρήματα από τον οικογενειακό προϋπολογισμό και βρίσκεται σε ένα κατάστημα ενθουσιασμένη μπροστά στις προσφερόμενες επιλογές. Δεν υπάρχει τίποτα παρά ένα περίλαμπρο παρόν: Δεν της περίσσευε ούτε μια στιγμή να την αφιερώσει στο παρελθόν. Οι ανάγκες του παρόντος απορροφούσαν όλη την ικμάδα της. Ακόμα κι η οποιαδήποτε αίσθηση ενοχής εξαφανίζεται: έχει εγκαταλείψει τον εαυτό της σε κάποια μηχανική παρόρμηση που κατεύθυνε τις πράξεις της και την απελευθέρωνε από οποιαδήποτε ευθύνη. Κάλτσες, μποτίνια, γάντια … η κυρία Σόμμερς απολαμβάνει τόσο την δοκιμή όσο και την αγορά τους· στην συνέχεια προσφέρει στον εαυτό της ένα γεύμα σε εστιατόριο και την παρακολούθηση μιας θεατρικής παράστασης. Το όνειρο τελειώνει μόλις αδειάζει το θέατρο και καθώς επιστρέφει με το τραμ εύχεται «να μην σταματήσει ποτέ, παρά να πηγαίνει, να πηγαίνει ολοένα, παίρνοντάς την μαζί του για πάντα».

Αναρωτιέμαι πόσες αναγνώσεις μπορεί να έχει αυτή η απόδραση. Η επιθυμία φυγής από τα οικογενειακά και μητρικά καθήκοντά της και στην ουσία από τον ίδιο τον ρόλο της είναι εμφανής. Είναι μια φυγή που αναζητά τόσο το σώμα της, με όλες αυτές τις πρόσκαιρες χαρές όσο και το πνεύμα της, με την παράσταση. Από την άλλη, κάποια ειρωνική φωνή μοιάζει να προεικονίζει τις επιτρεπόμενες «αποδράσεις» του γυναικείου φύλου, ασφαλείς εντός του ρόλου του και με εγγυημένη επιστροφή.

Σε μια περίοδο απέραντης μοναξιάς, το 1888, η συγγραφέας διάβασε Μωπασσάν και έμεινε έκθαμβη. Εδώ υπήρχε ζωή, όχι μυθοπλασία, έγραψε αργότερα στις Εκμυστηρεύσεις της. Η ίδια αυτή ζωή που μοιάζει να ντύνεται ως μυθοπλασία και πηγάζει από τις δικές της ιστορίες είναι ακριβώς το ίδιο στοιχείο που μας καθιστά μάρτυρες κάθε φορά μιας μικρής αποκάλυψης μέσα στα καθημερινά και τα τετριμμένα. Η πρόζα της είναι σύντομη, άρα «οικονομημένη» με τον δικό της τρόπο. Σημασία δεν έχει η πλοκή, αλλά ο ίδιος ο χειριστής της, που δεν είναι άλλος από τον εκάστοτε χαρακτήρα. Κι είναι αυτός που σαν σκανδαλιά ανατρέπει την πλοκή και της κλέβει την παράσταση την τελευταία στιγμή. Συχνά μάλιστα πρόκειται για διπλή κλοπή, καθώς αναποδογυρίζει την ήδη αιφνίδια τροπή.

Η πρώτη αίσθηση από τα κείμενα είναι μια τρυφερή περιγραφή απλών στιγμών, μια αναφορά των σιωπηλών σκέψεων της ηρωίδας. Διάβασε άραγε τον Τσέχωφ το ίδιο με τον Μωπασσάν; Αναρωτιέμαι, γιατί ως δεύτερη εντύπωση άκουγα έναν ανεπαίσθητο θόρυβο ξυσίματος κάτω από τις επιφάνειες, εκεί που κρύβονται οι υπαινιγμοί. Αυτό που μας επιβεβαιώνει το επίμετρο είναι εμφανές: η συγγραφέας υπήρξε μια ασυνήθιστη γυναίκα που μπορεί μεν να ακολούθησε την «αναπότρεπτη» πορεία των γυναικών της τάξης της και της εποχής της (μόρφωση, γάμος, παιδιά) αλλά κοίταξε προς την άλλη πλευρά, προς τα μη αποδεκτά και αναμενόμενα για τα ήθη και το φύλο της. Η αυτονομία που κατέκτησε (ή απαίτησε) με τον γάμο της την ώθησε σε περιπλανήσεις στην κοσμοπολίτικη Νέα Ορλεάνη και στο Νάκιτος, όπου συναναστράφηκε με Νέγρους και Κρεολούς. Αλλά σε αντίθεση με τους συγγραφείς του αμερικανικού Νότου, δεν ενδιαφέρθηκε για το παρελθόν ή τα εξωτικά στοιχεία.

Την ίδια εποχή αναδύονταν το φεμινιστικό, το φυλετικό και το εργατικό κίνημα αλλά εκείνη εστίασε στην ψυχολογία των ανθρώπων παρά στο κοινωνικό πρόβλημα ή στην ιδεολογική αντιπαράθεση – ούτε όμως και σε κάποιο ηθογραφικό πλαίσιο. Της αρκούσε η αναπαράσταση της πραγματικότητας όπως ήταν, όπως την έβλεπε η ίδια. Αλλά είναι ακριβώς αυτή η ματιά της μέσα στις ζωές των γυναικών που ανιχνεύει την δική τους επιθυμία για ελευθερία και αυτοδιάθεση. Είναι χαρακτηριστικό ότι η πρώτη της απόπειρα στην μικρή φόρμα, πριν καν γίνει είκοσι χρονών, είχε τον τίτλο Χειραφέτηση: ένας μύθος για τη ζωή. Τώρα ως συγγραφέας εστίασε στην πνευματική πλευρά της γυναικείας συνειδητοποίησης, χωρίς ίχνος μισανδρίας ή σύγκρισης των φύλων με αξιολογικούς όρους. Την ίδια στιγμή καραδοκεί μια δεύτερη όψη, μια διαφορετική πλευρά της ιστορίας.

Η ιστορία μιας ώρας περικλείει ακριβώς σε μια ώρα και λίγες υπέροχες σελίδες όλη αυτή την διπλή φύση: την φυλάκιση των γυναικών και την φαντασίωση της φυγής. Οι οικείοι της νεότατης κυρίας Μάλλαρντ ετοιμάζονται να της ανακοινώσουν προσεκτικά την είδηση για τον θάνατο του συζύγου της σε σιδηροδρομικό ατύχημα. Η σύζυγος αναλύεται σε λυγμούς και επιθυμεί την απομόνωση στο δωμάτιό της. Αλλά έξω από τα παράθυρο σκιρτά η ανοιξιάτικη ζωή· και σύντομα η έλλογη σκέψη δίνει την θέση της σε μια ιδιαίτερη ταραχή που προκαλεί μια και μόνο λέξη: «ελεύθερη».

Δεν θα υπήρχε κανένας να ζει γι’ αυτήν στα χρόνια που έρχονταν· θα ζούσε εκείνη για τον εαυτό της. Δε θα υπήρχε καμία ισχυρή βούληση να κάμπτει τη δική της με την τυφλή εκείνη επιμονή με την οποία άντρες και γυναίκες θεωρούν πως έχουν το δικαίωμα να επιβάλλουν τη δική τους θέληση στο πλάσμα που τους συντροφεύει. Η πρόθεση, είτε ευγενής είτε βάναυση, δεν καθιστούσε λιγότερο εγκληματική μια τέτοια πράξη, όπως το στοχαζόταν τώρα σε τούτη τη σύντομη στιγμή της έκλαμψης. [σ. 13]

Ακόμα κι αν τον είχε αγαπήσει, «τι αξία έχει η αγάπη μπροστά σ’ αυτή την κατάκτηση της αυτοδιάθεσης που αίφνης την αναγνώριζε ως την ισχυρότερη παρόρμηση της ύπαρξης»; Το ελιξίριο της ζωής μπαίνει από εκείνο το παράθυρο, η φαντασία της καλπάζει αχαλίνωτη, ένας πυρετός θριάμβου την κατακλύζει. Θα μπορούσε το διήγημα να σταματά εδώ, σοκάροντας με βεβαιότητα όλους τους αναγνώστες της εποχής. Κι όμως, ένα αδιανόητο περιστατικό ανατρέπει την ήδη πρότερη αναπάντεχη τροπή.

Ένα δεύτερο ευφυέστατο διήγημα, «Το φιλί» δικαιώνει τόσο την ιδανικότερη ερωτική απιστία όσο και την ίδια την γυναικεία ευφυΐα. Ένας νέος κάθεται στην σκιά, απέναντι από μια νέα που αγαπά σφοδρά. Η νέα δεν είναι ιδιαίτερα γοητευμένη αλλά σκοπεύει να τον παντρευτεί για να απολαύσει τον πλούτο που θα της προσφέρει. Αλλά ένας άλλος νέος μπαίνει απρόσκλητος στο δωμάτιο και την φιλά, χωρίς να διακρίνει την σκιερή παρουσία του μνηστήρα. Ο γάμος κινδυνεύει άμεσα αλλά η γυναίκα «σαν τον σκακιστή χειρίστηκε έξυπνα τα πιόνια της» και με ορισμένες ιδιαίτερες εξηγήσεις όχι απλώς λύνει την παρεξήγηση αλλά εξασφαλίζει τον δεύτερο νεαρό ως μόνιμο οικογενειακό φίλο και εξασφαλίζει το δικαίωμα να την φιλάει όποτε θέλει. Κι όμως, ενώ η τροπή μοιάζει επιθυμητή για δυο από τους τρεις, το τέλος είναι και πάλι απρόσμενο!

Φανταστείτε λοιπόν στις υπόλοιπες ιστορίες πόσα έχουν ακόμα να συμβούν σε «Μια ευυπόληπτη γυναίκα» ή σε «Μια επονείδιστη σχέση», πώς έρχεται Το «διαζύγιο της μαντάμ Σελεστέν», και πως εννοεί η συγγραφέας το «Μετάνιωμα» και την «Καταιγίδα». Η έκδοση περιλαμβάνει εισαγωγικό σημείωμα, σημειώσεις και επίμετρο της μεταφράστριας, καθώς και εργοβιογραφία της συγγραφέως, τα τέσσερα εξώφυλλα των πρώτων εκδόσεων, πηγές και βιβλιογραφία. Εκτός από τα κείμενα το σύντομο εργοβιογραφικό σημείωμα μας αποκαλύπτει πως η Σοπέν [1850 – 1904] υπήρξε πράγματι μια πρωτοπόρος γυναίκα συγγραφέας· άλλωστε το μυθιστόρημά της Η αφύπνιση, η ηρωίδα του οποίου ανάμεσα στην επιθυμία της για ελευθερία και στην ευθύνη της απέναντι στα παιδιά της επιλέγει την αυτοκτονία, είχε διχάσει τους κριτικούς, που την εγκωμίασαν για το απαράμιλλο ύφος της αλλά την κατηγόρησαν για ανηθικότητα. Σήμερα βέβαια το βιβλίο χαρακτηρίζεται ως Κρεολή Μποβαρύ και τα διηγήματά της θεωρούνται σπουδαία.

Εκδ. Ροές, μετάφραση – επίμετρο: Δέσποινα Σαραφίδου, σελ. 141.

Στις εικόνες: η συγγραφέας σε δυο ηλικίες και εικονογραφήσεις από τα αναφερόμενα έργα της.

Σχολιάστε