Χρήστος Αγγελάκος – Ψεύτικοι δίδυμοι

Λυτές ψυχές σε άλυτους δεσμούς

Ο Νικ και ο Ιβ (Ιβάν) περνιούνται για δίδυμοι ενώ δεν είναι ούτε αδέρφια. Έλληνας ο ένας, Βούλγαρος ο άλλος, ψήνονται οριστικά και αμετάκλητα ως φίλοι, παρά την εξάρτηση της οικογένειας του δεύτερου απ’ του πρώτου. Κάνουν τα αγροτικά τανκς, το τρακτέρ πύργο, την αυλή χώρο διαρκώς εναλλασσόμενων θαυμάτων, το υπόστεγο καταφύγιο. Γίνονται Μπόλεκ και Λόλεκ με μια σκυλίτσα ονόματι Νόρμα. Το δικό τους κεφάλαιο είναι τριτοπρόσωπο κι η γλώσσα του έχει ταυτόχρονα μια εξαίσια μεταφορικότητα και μια ωμή γείωση

Ο Ιβ και ο Βικ (Βίκτωρας) είναι δίδυμοι αλλά δεν έχουν αδελφική σχέση. Στα δικά του κεφάλαια ο Βικ γράφει επιστολές απευθύνεται σε πρώτο πρόσωπο από την φυλακή όπου έχει γνωρίσει ένα νέο είδος δόσης, το διάβασμα, χάρη στον κύριο Παυλάτο, που τον εφοδιάζει συνεχώς με βιβλία, άρα με λέξεις άγνωστες που μαζεύει και φυλάει στο μυαλό του κι επιστρέφει για να τους δώσει άλλη σημασία. Συγκάτοικος στο κελί του ο Γιωργής, τιμώμενο πρόσωπο σε κάθε γράμμα, με φλέβες ρημαγμένες και όραση μουντή. Ο ψυχολόγος τον ενθαρρύνει, κάθε άνθρωπος είναι οι ιστορίες του, ο Γιωργής τις έτρωγε, εσύ καλύτερα να τις φυλάξεις στο χαρτί.

Οι δυο αδελφοί δεν θυμούνται ο ένας τον άλλον, «η παιδική τους ηλικία είναι ένα κομμάτι που κάηκε στο φως», η ζωή τους άλλωστε ξεκίνησε με τον χωρισμό από τον αμνιακό σάκο. Ο Βίκτωρας δεν παραπονέθηκε που έβλεπε τον Ιβάν να διαλέγει άλλον δίδυμο κι απλά έζησαν ο καθένας στη μεριά του δικού τους κόσμου, χωρίς να σηκώσουν τείχη, αόρατοι ο ένας για τον άλλον. Μέσα στο κελί έφτιαξε την λέξη διδυμοποίηση και ταίριαξε με τον Γιωργή. Τώρα στη φυλακή η Κατερίνα Μάτσα, ψυχίατρος ειδικευμένη στους τοξικομανείς, του μιλάει για τις κρύπτες, κάτι συρτάρια στο μυαλό που περιέχουν πένθη ζωντανά και άλιωτα, που εξακολουθούν να δουλεύουν ακούραστα και δημιουργούν μικρούς χαλασμούς.

Η πρώτη φορά που συναντούμε την 25χρονη Ισμήνη είναι στα γυρίσματα μιας ταινίας όπου παίζει ως κομπάρσος μαζί με τους δυο ψεύτικους δίδυμους. Μερικά από τα δικά της κεφάλαια μοιάζουν ημερολόγια κινηματογραφικού συνεργείου – σκηνή, πλάνο, λήψη. Εκείνη τους πήρε στην δουλειά, χωρίς να θέλει να τους φανταστεί ξεχωριστά, μόνο σαν δυο μέρη που σμίγουν αξεδιάλυτα, φτιάχνοντας μια κινούμενη άμμο. Ένας συγχωριανός των αγοριών τους δανείζει ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι στην Πετρούπολη. Η εξωτερική σιδερένια σκάλα οδηγεί στο πλυσταριό που θα μοιραστούν, μαζί με τα τρίφυλλα που κάνουν τα φώτα της πόλης να έρχονται κοντά, σε απόσταση αγγίγματος. Οι τρεις μαζί φτιάχνουν τον κόσμο τους τώρα.

Εκείνη δεν μπορούσε να τους φανταστεί ξεχωριστά, το μυαλό της είχε πιαστεί στην εικόνα του όλου: δυο μέρη που σμίγουν αξεδιάλυτα, φτιάχνοντας μια κινούμενη άμμο.

Η πρωταγωνίστρια των γυρισμάτων Εύα ενθουσιάζεται με το παραμύθι της Ισμήνης πως τα έχει και με τους δυο, και της γνωρίζει την ταινία Ζυλ και Τζιμ, κι έτσι η Ισμήνη, έτσι όπως φοβάται πως θα περάσει τη ζωή της και το όνομά της δεν θα γραφτεί ποτέ στους τίτλους, πιάνεται στο ψέμα που έπλεξε και αποφασίζει να το κάνει αληθινό. Ο μονόλογος της Ισμήνης λίγο αργότερα επιστρέφει τα χρόνια στο Βερολίνο, στον κατά δώδεκα χρόνια μεγαλύτερο αδελφό της Μάρκο, μεγάλη της αγάπη και έρωτα κανονικό, αιτία των γονεϊκών καυγάδων επειδή αγαπούσε έναν Τούρκο, διώχτηκε απ’ το σπίτι και λίγο αργότερα δολοφονήθηκε από σκίνχεντ που τους είδαν να φιλιούνται στο μετρό, «δυο σκούροι». Και γίνεται πια ο Μάρκος όχι ο δικός της αλλά όλου του κόσμου, καθώς κινητοποιεί με διάφορους τρόπους τον κόσμο σε εμπνεύσεις, διαδηλώσεις, δημιουργίες, οργανώσεις, ακτιβισμούς. Άλλωστε, όπως της είπε σ’ ένα της όνειρο, η ευτυχία είναι μοιραία.

Πολλοί «δεύτεροι»  χαρακτήρες περνούν σε λίγες αλλά αξέχαστες σελίδες, όπως η Βουλγάρα γιαγιά, που κάνει επίτηδες άνοστα φαγιά για να την αφήνουν στην ησυχία της, πλέκει χαλάκια από σακούλες του σούπερ μάρκετ κι όταν χάνει τον άντρα της κόβει λωρίδες τα απλωμένα ρούχα της γειτονιάς, για να κόψει τα παιδικά της χρόνια που την φέρανε με το ζόρι στη Ελλάδα, το παρελθόν της ολόκληρο. Ή τα μέλη του κινηματογραφικού συνεργείου, που προσπαθεί το καθένα με τον δικό του τρόπο να αρπάξει το κομμάτι ευτυχίας που θεωρεί πως του αναλογεί. Οι κομπάρσοι των γυρισμάτων στα στενόμακρα τολ κάπου στα Μεσόγεια είναι κάθε στιγμή  έτοιμοι να εκμεταλλευτούν την απουσία ενός άλλου, παρόντες στα διπλωματικά επεισόδια των βεντετών, τουλάχιστο ικανοποιημένοι πως προσφέρεται πρωινό.

Ο Νικ κι ο Ιβ διαρκώς υβριζόμενοι από τους γονείς τους δεν τους κάνουν την χάρη να δώσουν συνέχεια στους καυγάδες είχαν πάει να μείνουν στο νερόμυλο μαζί με τη σκυλίτσα Νόρμα. Εκεί μοιράζονταν όνειρα και ονειρώξεις, εκεί έγιναν «δίδυμα», επαληθεύοντας μια φάρσα της φύσης στη μοναδικότητα της ζωής. Ο έφηβος Βίκτωρας με την σειρά του είχε πάει να ζήσει με την νοσοκόμα Φωτεινή, για να την βοηθάει στα ψώνια. Η Φωτεινή: νοσοκόμα διαρκώς σχολιαζόμενη από το χωριό επειδή δεν παντρεύτηκε, καπνίζει κι έχει μηχανάκι στα εξηνταπέντε της. Δηλωμένη αριστερή, τρέχει για όλους με σκόντο για κανέναν, κι επιβραβεύει τις πιο εξωφρενικές φήμες της με τις πιο οδυνηρή ένεση ώστε ο κώλος που μίλησε να το θυμάται για πάντα. Τώρα κατηγορείται πως μάζεψε τον «εαμοβούλγαρο», ασυγχώρετη που του χάρισε και το μηχανάκι που λιμπίζονταν.

Όλες τις φήμες εναντίον της έχει και η ερωτική εμμονή του Βίκτωρα, η Ραμόν. Φίλη του παιδική, με μάνα Λιβανέζα και πατέρα απ’ το χωριό, θεωρείται ανεπιθύμητη αλλά τι να περιμένει κανείς από τον ναυτικό που παντρεύτηκε Λιβανέζα; Τώρα η κόρη του τραβιότανε με τον Βούλγαρο που τον είχε περιμαζέψει η συμμορίτισσα. Η Ραμόν «τον αφήνει να μπαινοβγαίνει στο κορμί της, ένα μυρμήγκι που μαζεύει εφόδια για τον χειμώνα» αλλά δεν έχει την ίδια τρέλα μαζί του, όμως μοιράζεται σημαντικές στιγμές, όπως ο αποχαιρετισμός στη Νόρμα, σε μερικές έξοχες σελίδες, μια τελετουργική ταφή μαζί μ’ έναν ιβίσκο από την συλλογή της που κόντευε να καταπιεί το χωριό.

Στο σπίτι της Φωτεινής φτάνει ο αδελφός της Πάνος από την Μελβούρνη, η πινακίδα I AM με χαμένο το BACK τού κόλλησε το παρατσούκλι Αϊάμ. Παίρνει αμέσως την θέση της, γίνεται κάτι παραπάνω από πατέρας και φίλος του Βίκτωρα, μάλλον εβδομηντάχρονος δίδυμος του μικρού, κι οι μέρες τους περνούν σαν βιντεοκλίπ. Κουβαλά κι αυτός την δική του οικογενειακή θλίψη, μια ανανταπόδοτη σαρανταπεντάχρονη αγάπη προς την σύζυγο Τούλα και την σόλο πλέον πορεία των τεσσάρων παιδιών που δεν θα μάθει ποτέ ποιο ανήκει στον χρόνιο φίλο του και εραστή της Λευτέρη.

Για την Ισμήνη δεν υπάρχουν ζωές, μόνο ιστορίες, κι έτσι έκκεντροι – απόκεντροι χαρακτήρες προλαβαίνουν να αφήσουν τα ίχνη τους στις σελίδες, όπως ο Στέλιος εραστής του αδικοχαμένου αδελφού της, στα σαράντα κύματα από τα μπουζουξίδικα της Όξφορντ Στριτ και ως τον έρωτά του με την χορεύτρια Τζούλια με την οποία μοιράζεται το σλίπινγκ μπαγκ του στο υπόγειο καμαράκι και που χάνει τόσο γρήγορα όσο γρήγορα βρήκε. Κι ύστερα θα βρεθεί κι αυτός σε μια διαρκή αναχώρηση, πεπεισμένος πως θα βρει τον Μάρκο γιατί ο Μάρκος δεν τελειώνει ποτέ, όπως τα άλογα της Πάτι Σμιθ, που δεν σταματάνε πουθενά, όπως η μουσική που δεν τελειώνει ποτέ.

Ο Βίκτωρας παραμένει ερωτευμένος με την Ραμόν κι ας είναι εκείνη αλλού ακόμα και στα αγκομαχητά τους, σα να αυνανίζεται μέσα της, αυτός εκεί, «έρωτας πάει να πει να διασχίζεις τυφλός τα σκοτεινά τοπία. Γι’ αυτό σκοντάφτουν όλοι, και γιατί ο ήλιος, όταν ερωτεύεσαι, είναι μισός σκοτάδι». Εκείνη έχει άλλα σχέδια, αν γινόταν το κορίτσι του Νικ θα εξασφάλιζε ένα είδος ασυλίας κι άλλο ένα προσοχής. Κι έτσι αναποδογυρίζουν οι δεσμοί κι είναι ο Νικ τώρα που την αποζητά κάθε ώρα και στιγμή και κλείνουν τα στόματα στο χωριό όπως οι ιβίσκοι τη νύχτα. Η Ραμόν ξεκόβει από τον Βίκτωρα κι «η άρνηση δαγκώνει σαν το σκυλί και την δαγκωματιά την κουβαλάς για χρόνια», τα σώματα αναζητούν ξέσπασμα, οικονομίες ολόκληρες χαραμίζονται, δώρα άδωρα χαρίζονται, συγγένειες ραγίζουν.

Αλλά και η Ισμήνη περιμένει να έρθει η στιγμή όπου θα γίνει Ζαν Μορώ σ’ εκείνη ταινία με τους δυο εραστές κι ας θέλει τα πλάνα μαυρόασπρα – και λιγωμένοι οι τρεις από τους απαραίτητους μπάφους  ανταγωνίζονται στα σημάδια πάνω της, τα κάστρα της μένουν αφύλαχτα, το κρεβάτι της γιαγιάς γίνεται κήπος, κι αυτοί δεν προλαβαίνουν να πηδήσουν στο κενό. Ο οργασμός τους αλλάζει χρώματα. Και το ταβάνι κατεβαίνει αργά και τους πιέζει.

Ο Πάνος σχεδιάζει να πάρει τον Βίκτωρα στην Αυστραλία, ούτως ή άλλως κι εκείνος 45 χρόνια δεν βούτηξε στον ωκεανό, ζει την ζωή στις φωτογραφίες των άλλων, εκεί κάτω άλλωστε οι Έλληνες επισκέπτονταν Έλληνες και φωτογραφίζονταν ομαδικά, «η διατήρηση των αξιών της φυλής παίρνει χροιά αιμομικτική. Η ξένη θα σε κερατώσει, δεν θα φιλάει το χέρι του παππού. Θα μπαίνει με το μίνι στην εκκλησία και θα φτιάχνει σαλάτες με φύτρες και καλαμπόκι. Ούτε στη λύπη ούτε στη χαρά, καμιά τους δεν ξέρει από κόλλυβα». Κι έτσι γίνεται το ατομικό του εργοστάσιο παραγωγής παραμυθιών, «όλες οι καρτ ποστάλ που είχε δει στη ζωή του χωρέσανε στη Γη της Επαγγελίας που κατασκεύαζε για να ξεχνιέται ο Βίκτωρας», στα εβδομήντα του επινόησε τον εαυτό του σαν μια Σεχραζάτ και σαν γνήσιος ψεύτης είναι πρόθυμος να χάψει πρώτα τα δικά του. Ίσως το ταλέντο του είναι να είναι ολομόναχος, τώρα που γνωρίζει πως γινόμαστε το αντίθετο από αυτό που είμαστε.

Αναρωτιέται κανείς πως είναι δυνατό σ’ ένα τόσο φορτισμένο μυθιστόρημα να έχει κανείς ταυτόχρονα την αίσθηση ότι διαβάζει απόλυτα σύγχρονους βίους, πάνω σ’ ένα χάρτη ενός αποκλειστικού παρόντος  και συνάμα την εξιστόρηση των αιώνιων ιστοριών της αρχαίας τραγωδίας. Η κατάληξή τους σε κάθε περίπτωση θα είναι μια έξοδος, με δεκάδες μορφές. Ο Νικ θέλει να μην υπάρχει ο Ιβ, θέλει την Ισμήνη ολόδικιά του, η Ισμήνη ξέρει να τιμωρεί το σώμα της μετά τις απολαύσεις, ούτως ή άλλως πλέον αποτελεί το γήπεδο του ανταγωνισμού των δυο μη διδύμων, ακόμα κι όταν την πηδάνε σαν μια φουσκωτή κούκλα κι οι φωνές της τρυπούν τα αυτιά του αντιπάλου. Το μίσος τους κάνει ευρηματικούς, άλλωστε έχουν δει τόσες φονικές μηχανές στην τηλεόραση. Η Φωτεινή ξέρει να σταματάει τις αναμνήσεις προτού σχηματιστούν, κι ο Βίκτωρας δικαιώνει τον λόγο που θα βρεθεί στη φυλακή, άλλωστε στα βιντεοκλίπ του γιουτιούμπ έμαθε πώς ζουν και πώς σκοτώνουν.

Όλοι αυτοί οι χαρακτήρες, με ταλόγια του συγγραφέα, θεωρούν την μοίρα κάτι αναχρονιστικό, που δεν αποδεικνύεται, η μοίρα τους μπερδεύει, είναι το γέλιο ενός ανύπαρκτου Θεού. Γνωρίζουν πως οι άλλοι ρωτάνε όχι ερωτήσεις αλλά απαντήσεις, γνωρίζουν πως όταν περνάς το όριο τα πάντα μοιάζουν φυσιολογικά κι ας μην είναι. Κι όσοι δεν μπορούν να σφαχτούν στην καθημερινότητα το κάνουν στα γυρίσματα της ταινίας, υπερβαίνουν τις σκηνοθετικές εντολές και ζουν όσα δεν τολμάνε έξω. Στον κόσμο τους «το ψέμα προϋπάρχει του κόσμου», ο πόνος ζει στο μυαλό, στρογγυλοκάθεται και σε κυβερνάει κι εκείνοι παραμένουν «ισόβια αιχμάλωτοι σ’ ένα σκονισμένο φως». Μπορούν να λιανίσουν ο ένας τον άλλον όπως μπορούν και να προχωρήσουν αφού κάθε τους ιστορία «είναι κάτι που τελείωσε επειδή άρχισε».

Οι κρυμμένες φράσεις των δεδηλωμένων από τον συγγραφέα Σολωμού, Ντοστογιέφσκι και Σιοράν αλλά και άλλων αδήλωτων, μαζί με τον θεατρικό μονόλογο του Ηλία Λάγιου Η Ιστορία της Λαίδης Οθέλλος και την πρώτη ποιητική συλλογή της Φρίντας Λιάππα Ο λυρικός επίλογος της οδού Πατησίων, συγκροτούν ένα πλέγμα προσωπικών εμμονών και μιας ενδιαφέρουσας παραπληρωματικής διακειμενικότητας.

Ο Χρήστος Αγγελάκος έγραψε ένα από τα ελάχιστα μυθιστορήματα που μπορεί να αφηγείται την σύγχρονη ζωή με σπάνιο λογοτεχνικό λόγο. Η ανάγνωση τσιτώνει τον εγκέφαλο, κρατά την σκέψη πάνω της, διατηρεί τους ήρωες στις αναμνήσεις του αναγνώστη. Οι λέξεις γλυκαίνουν ακόμα και τις πιο σκληρές στιγμές, ο κόσμος που περιγράφουν μοιάζει να μην επινοήθηκε αλλά να υπάρχει. Κι ομολογώ πως ένοιωσα όπως ο Βικ, όταν άρχισε να διαβάζει μέσα στην φυλακή: Οι λέξεις ήτανε νησιά, κι έπρεπε να κολυμπήσει από το ένα στο άλλο.

Εκδ. Μεταίχμιο, Νοέμβριος 2017, σελ. 221

Ο συγγραφέας στο Αίθριο του Πανδοχείου, πέντε χρόνια πριν, εδώ.

Στις εικόνες έργα των: Στις εικόνες έργα των: Αγνώστου πατρός, Brian Rea, σκηνή από την ταινία Tschick (Fatih Akin, 2016), Leyly Matine-Daftary, φωτογραφία του Tom Sloan, Victor Brauner, Andrea Pazienza, Daehyun Kim.

2 σκέψεις σχετικά με το “Χρήστος Αγγελάκος – Ψεύτικοι δίδυμοι

  1. «Αν κάποιος σας χάριζε την αιώνια νιότη με αντίτιμο την απώλεια της συγγραφικής ή αναγνωστικής σας ιδιότητας, θα δεχόσασταν τη συναλλαγή;

    Ναι, θα τη δεχόμουν. Γιατί ξέρω πως θα προσπαθούσα από την πρώτη στιγμή να κάνω ζαβολιές. Να παραβώ τη συμφωνία. Είναι κι αυτό στη φύση του παιχνιδιού: κάθε παίχτης κρύβει μέσα του έναν κλέφτη»

Σχολιάστε