Στο αίθριο του Πανδοχείου, 66. Στυλιάνα Γκαλινίκη

Αγαπημένα σας παλαιότερα και σύγχρονα βιβλία.

Αθανασία, ένα μικρό βιβλίο του Μπάροουζ, Ο Σκοινοβάτης του Ζενέ, Τρέχα λαγέ του Απντάικ, Ο Θεός των μικρών πραγμάτων της Αρουντάτι Ρόι, Αγαπημένη της Τόνι Μόρισον, Εκατό χρόνια μοναξιά του Μάρκες, Ο άνθρωπος που κοιτάζει του Μοράβια, Μητριά πατρίδα του Μιχάλη Γκανά, Βίος και Πολιτεία του Μάικλ Κ του Κούτσι, Ο μπιντές του Μάριου Χάκκα, Εξαιρετικά δυνατά και απίστευτα κοντά του Τζόναθαν Φόερ, Το κόκκινο ξενοδοχείο της Μαρίας Ευσταθιάδη, Θεσσαλονίκη σε πρώτο πρόσωπο του Σερέφα, Λίγο από το αίμα σου της Σώτης Τριανταφύλλου, Βαμμένα κόκκινα μαλλιά του Μουρσελά, τα βιβλία του Μπορίς Βιάν, Νανά του Ζολά. Δεν θα εξαιρέσω και το αγαπημένα εφηβικά Με οικογένεια του Μαλό και Υιέ μου, υιέ μου του Χάουαρντ Σπρινγκ.

Αγαπημένα σας διηγήματα.

Ακροτελεύτιοι Εσπερινοί του Τάσου Χατζητάτση, Ο χαρτοπαίκτης έχει φοβηθεί του Αντρέα Μήτσου, τα διηγήματα του Πόε και του Μάρκες.

Σας ακολούθησε ποτέ κανένας από τους ήρωες των βιβλίων σας; Μαθαίνετε τα νέα τους;

Νέα τους δεν μαθαίνω, τα μυστικά τους όμως τα ξέρω. Μερικά τουλάχιστον. Ξέρω γι’ αυτούς περισσότερα από αυτά που αποκαλύπτω. Αλλά και πολλά δεν ξέρω. Τους συναντώ κάπου κάπου. Αλλά μπορεί και να τους προσπεράσω, να κάνω ότι δεν τους ξέρω. Μπορεί να τους μιλήσω υποκρινόμενη ότι είμαστε άγνωστοι και ακόμη κι αν ανταλλάξουμε τα μυστικά μας, θα παραμείνουμε άγνωστοι. Μία συνθήκη ψεύδους ίσως. Μου αρέσει να τους παρατηρώ πάντως, αλλά θέλω να γεράσουν με την ησυχία τους. Καμιά φορά μπαίνουν σε κάποιο άλλο κείμενο και τους παρέχω κατάλυμα για μια νύχτα.

Αγαπημένος ή/και ζηλευτός λογοτεχνικός χαρακτήρας.

Δεν είναι λογοτεχνικός, είναι ποιητικός. Ο γιος στο ποίημα του Μπουκόφσκι «Οι δίδυμοι».

Έχετε γράψει σε τόπους εκτός του γραφείου σας/σπιτιού σας;

Έχω γράψει σε ακρογιαλιά, σε υπεραστικό λεωφορείο και σε τρένο. Όνειρό μου είναι να γράφω σε καφέ της πόλης και σε καφενεία της επαρχίας. Μου αρέσει να γράφω και να ακούω τα αυτοκίνητα να περνούν ή ανθρώπους να μιλάνε κάπου μακριά ή παιδιά που παίζουν. Δεν μου αρέσει να γράφω σε ησυχία. Έχει τύχει να γράψω ενώ το ραδιόφωνο έπαιζε εκπομπή για το ποδόσφαιρο. Μου αρέσει η εισβολή της πραγματικότητας την ώρα που γράφω. Μου δίνεται η ευκαιρία για ένα παιχνίδι, για μία άσκηση γραφής με βάση το ερέθισμα που έρχεται ξαφνικά. Έχει τύχει να αλλάξω την πλοκή επειδή έλαβα μήνυμα στο κινητό από μία φίλη μου: «είμαι σε μια παραλία και διαβάζω για τις ρωμαϊκές βιβλιοθήκες. Εσύ πού είσαι με τους ήρωές σου;». Εγώ ήμουν στο γυράδικο του Αριστάκου, αλλά μια χαρά βρεθήκαμε κι εμείς στην παραλία: ο Αριστάκος θυμήθηκε πως είχε πάει στη θάλασσα και συνάντησε μια γυναίκα που διάβαζε στην παραλία για τις ρωμαϊκές βιβλιοθήκες.

Ποιος είναι ο προσφιλέστερός σας τρόπος συγγραφής; Πώς και πού παγιδεύετε τις ιδέες σας;

Παγιδεύουμε τις ιδέες ή μας παγιδεύουν; Η παγίδα μπορεί να είναι μία τυχαία κουβέντα, μια γκριμάτσα, η σιωπή εκεί που θα περίμενες έναν ορυμαγδό, μια χειρονομία. Κάτι που σε κινητοποιεί με κάποιον τρόπο. Μπορεί να γράφω κάτι στο μυαλό μου για πολύν καιρό και ούτε λέξη στο χαρτί. Ή να ξεκινήσω να γράφω διάφορα. Να γράφω ασταμάτητα ή να παιδεύομαι να γράψω πάνω από μια αράδα. Να τα παρατάω. Μετά να το ξαναπιάνω πάλι και να αφιερώνω κάθε μέρα κάποιες ώρες σ’ αυτό. Να γίνεται έπειτα αυτό κάθε μέρα σχεδόν για αρκετό καιρό, να είναι ένας λόγος για να ξυπνήσω το πρωί ή ένας λόγος για να μην ξυπνήσω. Να είναι κάτι ευχάριστο ή επίπονο. Δεν έχω τρόπο συγγραφής. Δεν ξέρω καν αν είμαι συγγραφέας.

Εργάζεστε με συγκεκριμένο τρόπο; Ακολουθείτε κάποια ειδική διαδικασία ή τελετουργία; Επιλέγετε συγκεκριμένη μουσική κατά την γραφή ή την ανάγνωση; Γενικότερες μουσικές προτιμήσεις;

Όχι, δεν εργάζομαι με συγκεκριμένο τρόπο γιατί γράφω μέσα στο σπίτι συνήθως ενώ η υπόλοιπη οικογένεια κάνει κάτι άλλο ταυτόχρονα. Και μπορεί να πρέπει να ασχοληθώ πρώτα με τις οικιακές υποθέσεις ενώ ταυτόχρονα προσπαθώ να μη χάσω το ιδιαίτερο συναίσθημα που με συνοδεύει όταν γράφω και το οποίο δεν μπορώ μάλλον να περιγράψω. Αλλά θέλω να ακούω μουσική. Την οποία ενώ γράφω μπορεί να σταματήσω να ακούω, η προσοχή μου δηλαδή να στραφεί αποκλειστικά σε αυτό που γράφω και σε κάποια παύση, σε έναν μετεωρισμό από λέξη σε λέξη να προσέξω τη μουσική και να λειτουργήσει ανακουφιστικά ή δημιουργικά. Να με παρασύρει με κάποιον τρόπο. Έγραψα το μυθιστόρημα ακούγοντας ξανά και ξανά τις ίδιες μουσικές και δεν αποκλείω να επηρέασαν αυτές οι μουσικές το γράψιμό μου. Γι’ αυτό κι έκρινα πως έπρεπε να το πω στον αναγνώστη και έτσι έγραψα ένα μικρό κείμενο για τις μουσικές που άκουγα ενώ το έγραφα, στο τέλος του μυθιστορήματος. Ήταν κυρίως μουσικές από ταινίες του Αλμοδοβάρ αλλά και άλλες. Αν και το ισπανικό σπίτι υπήρχε στο κείμενο πολύ πριν ανακαλύψω τις συγκεκριμένες μουσικές και τις ταινίες του Αλμοδοβάρ. Το ισπανικό σπίτι είχε προκύψει από παλιά, από την εποχή που ασχολήθηκα με το θέατρο. Πάντως, ο Γιάνναρος, ένα από τα πρόσωπα του μυθιστορήματος, προέκυψε ως τύπος λαϊκός καθώς όταν έγραφα γι’ αυτόν, άκουγα τραγούδια του Άγγελου Διονυσίου στο ραδιόφωνο.

Θα μπορούσαμε να έχουμε μια μικρή παρουσίαση – εισαγωγή στα βιβλία σας (είτε σε μορφή επιγραμματικής παρουσίασης, είτε γράφοντας για το πότε, πώς, υπό ποιες συνθήκες και ποιους πόθους συνεγράφησαν);

Ρούχα από δεύτερο χέρι – εκδόσεις University Studio Press: ένα σπονδυλωτό αφήγημα ή ένα πατρόν μυθιστορήματος; Γραμμένο σε διάστημα πολλών ετών, περίπου χρονιά και ιστορία. Η πρώτη ιστορία πάντως γράφτηκε εμπνευσμένη από τη φιλία μου με τη Δοκτίνη, η οποία μου μίλησε για ένα χωράφι που είχε δίπλα στη λίμνη Κερκίνη. Μετά το ένα έφερε το άλλο. Η κεντρική ηρωίδα ονόματι Φρα (από το Φράνκα), μοδίστρα θεατρικών κουστουμιών και καθημερινών ενδυμάτων αλλά και συγγραφέας θεατρικών κειμένων, είναι η αγαπημένη μου. Την έβαλα και στο μυθιστόρημα αλλά δεν έγραψα το όνομά της – είχε ράψει το νυφικό της Αλγερίας.

Όλα πάνε ρολόι (ή σχεδόν) – εκδόσεις Μελάνι. Αυτό είναι το μυθιστόρημα. Το κουβαλούσα κάποια χρόνια στο μυαλό μου και είναι εμπνευσμένο από τις αφηγήσεις μίας αγαπημένης φίλης για τον πατέρα της την περίοδο πριν αυτός πεθάνει. Έγραψα κάποια κείμενα τότε με κεντρική ηρωίδα τη Ρόρη και της τα χάρισα. Η πλοκή του βιβλίου βέβαια είναι άσχετη με τη δική της ιστορία. Και τελικά το μυθιστόρημα μπορεί να μην το είχα γράψει ποτέ αν ένα βροχερό απόγευμα Τετάρτης δεν αποδεχόμουν την πρόσκληση της φίλης μου Όλγας να παρακολουθήσω μια ομιλία της Σώτης Τριανταφύλλου σε ένα καφέ της Θεσσαλονίκης. Είναι ολόκληρη ιστορία το πώς εξελίχθηκαν τα πράγματα. Έμοιαζε με ντόμινο. Ήταν μια εποχή που είχα αποφασίσει ότι δεν θα ξαναγράψω, τουλάχιστον με την προσδοκία της έκδοσης. Και ξαφνικά, μία τόσο σπουδαία συγγραφέας όπως είναι η Σώτη με παρακινούσε να γράψω. Δεν με γνώριζε καθόλου, δεν είχε κανένα λόγο να ασχοληθεί μαζί μου. Κι όμως το έκανε με γενναιοδωρία και ζεστασιά. Επίσης έτυχα της φροντίδας της Πόπης Γκανά που έχει το «Μελάνι». Όταν κάνει παγωνιά είναι δώρο να σου προσφέρει κάποιος ένα κατάλυμα και κυρίως την ελπίδα. Τις ευγνωμονώ. Όπως και κάθε φίλο που με στήριξε: από την Αμαλία στη Ζάκυνθο, την Ελένη και την Έστερ στην Αθήνα μέχρι τη Δόμνα και τη Στεφανία στη Θεσσαλονίκη, την Τατιάνα, την Πόπη, την Άννα, τη Γιούλη, την Έφη, τη Μαρία, την Ελπίδα και τόσες άλλες που θα ήθελα να τις αναφέρω όλες, αλλά μάλλον θα καταχραστώ τη φιλοξενία σας. Έχω πολλές αγαπημένες φίλες και αγαπημένους συγγενείς που είναι δίπλα μου σε ό,τι κάνω. Και με τα βιβλία γνώρισα και πολλούς άλλους αξιόλογους ανθρώπους. Είμαι πολύ τυχερή.

Πώς βιοπορίζεστε;

Είμαι Αρχαιολόγος και εργάζομαι στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Θεσσαλονίκης.

Η επιστημονική και επαγγελματική σας ενασχόληση με την αρχαιολογία σας απορροφά πολύτιμο συγγραφικό χρόνο ή εξαργυρώνεται με κάποιο τρόπο;

Είναι μέρος της ζωής μου και η ζωή δεν μπορεί να σου αποσπά συγγραφικό χρόνο, είναι μέρος του συγγραφικού χρόνου. Όταν εργαζόμουν στις ανασκαφές είχα την ευκαιρία να γνωρίσω καταπληκτικούς ανθρώπους: εργάτες, εργολάβους, χειριστές σκαπτικών μηχανημάτων, ανθρώπους που αγωνιούσαν ότι δεν θα μπορέσουν να χτίσουν το σπίτι τους λόγω των αρχαιοτήτων, αλλά κι ανθρώπους που δεν τους ένοιαζε που θα έχαναν ένα μέρος από το υπόγειό τους γιατί θα έπρεπε να διατηρηθούν σε αυτό τα ευρεθέντα αρχαία. Θυμάμαι ότι μόλις είχα γράψει την ιστορία με τη Φρα και σε κάποιο οικόπεδο όπου θα γίνονταν δοκιμαστικές τομές εμφανίστηκε η ιδιοκτήτρια η οποία ήταν μοδίστρα θεατρικών κουστουμιών στο Εθνικό Θέατρο του Μονάχου. Ήταν καταπληκτικό εκεί σε μια ερημιά στην άκρη ενός χωριού, ανάμεσα στα χωράφια, μέσα στα χώματα και τη σκόνη να ακούω πώς οι σκηνοθέτες καταστρέφουν τα ωραία ρούχα που ράβονται για το θέατρο για να ταιριάζουν στο ρόλο μιας έκπτωτης βασίλισσας για παράδειγμα. Ήταν σουρεαλιστικό γιατί κι εγώ είχα γράψει κάτι ανάλογο, πως δηλαδή ένα θεατρικό ρούχο που είχε ράψει η Φρα, καλύφθηκε έπειτα με στόκο για τις ανάγκες μιας θεατρικής παράστασης.

Αυτές οι απροσδόκητες συναντήσεις είναι σπουδαίες, μαγικές. Γι’ αυτό και στο μυθιστόρημα το να βάλω τόσα πολλά δευτερεύοντα πρόσωπα ήταν η έκφραση της μαγείας που νιώθω από τα τυχαία, σύντομα μερικές φορές, περάσματα των ανθρώπων στη ζωή μας. Γιατί και οι περαστικοί άνθρωποι αφήνουν το ίχνος τους. Η ζωή δεν είναι μόνο το άθροισμα της δράσης των ανθρώπων που έχουμε στέψει κεντρικούς ήρωες της ζωής μας. Έτσι και οι άνθρωποι που βρίσκονταν στην άκρη της διαδικασίας που λέγεται αρχαιολογική έρευνα, ήταν σημαντικοί και ήταν αυτοί που έκαναν αυτή τη διαδικασία μέρος της καθημερινής ζωής κι όχι ένα πείραμα σε ένα κλειστό επιστημονικό εργαστήριο. Ήταν αυτοί που καθιστούσαν το ανασκαφικό πεδίο ένα πεδίο ζωντανό όπου εγγράφονταν ποικίλα νοήματα. Αν πέσει πάνω στην ανασκαφή η σκιά ενός ανθρώπου που κοιτάζει και διερωτάται, η ανασκαφή δεν είναι πια ένα πεδίο έρευνας του παρελθόντος.

Οφείλει νομίζω να αναρωτηθεί κανείς και για το παρόν της αρχαιολογικής επιστήμης και αυτό πιστεύω ότι μπορεί να γίνει μέσω του μουσείου. Το μουσείο δεν είναι τόσο ένας χώρος τυχαίων συναντήσεων, αλλά ένας χώρος που εμβαθύνεις αλλιώς στα πράγματα καθώς λαμβάνεις σοβαρά υπόψη το βλέμμα των άλλων. Το μουσείο είναι ο χώρος απεύθυνσης των αρχαιολόγων στο κοινό. Η δουλειά στο μουσείο και ιδιαίτερα στον τομέα των εκθέσεων όπου εργάζομαι, έχει πολλά στοιχεία από την προετοιμασία μιας θεατρικής παράστασης, από αυτή τη συναρπαστική διαδικασία συνεργασίας, συνδημιουργίας και αλληλοέμπνευσης. Μου δίνει πολλές δυνατότητες για έκφραση και επικοινωνία, ακόμη και για συγγραφή αλλά υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στον λογοτεχνικό και τον επιστημονικό λόγο και είναι ενδιαφέρουσα άσκηση να ακολουθήσεις τους δρόμους έκφρασης που σου ανοίγονται στο καθένα από αυτά. Αν συγχέονται το ένα με το άλλο μπορεί τελικά να αποτελεί κατάχρηση μιας ευκολίας και τίποτε παραπάνω. Και το αποτέλεσμα να είναι εντυπωσιακό αλλά άνευ ουσίας. Πάντως πολλές φορές οι δουλειά στο μουσείο μπορεί να μου δώσει το ίδιο αίσθημα πληρότητας με αυτό της συγγραφής και αυτό το θεωρώ δώρο και όχι απώλεια.

Η αρχαιολογία μοιράζεται μεταξύ ανασκαφής και μουσειακής έρευνας.  Ποιες ηδονές σας προσφέρουν οι δυο αυτές όψεις και ποιες ταλαιπωρίες; Ποια προτιμάτε και γιατί;

Εργάστηκα σε ανασκαφές τα προηγούμενα χρόνια, όχι στην έκταση και στο βαθμό που θα επιθυμούσα βέβαια. Η ανασκαφή είναι μία γοητευτική εμπειρία και νομίζω ότι θα ήταν το ίδιο ελκυστική για τον καθένα ανεξάρτητα αν έχει την ιδιότητα του αρχαιολόγου ή όχι. Στην πράξη πάντως κάποια στιγμή ένας αρχαιολόγος διερωτάται, κι αν όχι, νομίζω ότι οφείλει να το κάνει, για το νόημα της έρευνας. Δηλαδή, ποιους αφορά και αν αφορά το κοινωνικό σύνολο, και αν απαντήσει καταφατικά, δουλειά του είναι να το αποδώσει στους ανθρώπους. Ξέρετε, στο χώμα, κάθε εύρημα μοιάζει μοναδικό. Δεν είναι ένα ακόμη ειδώλιο Αφροδίτης για παράδειγμα, αλλά μέρος ενός συνόλου που απαντάται μία φορά σε αυτά τα συμφραζόμενα. Για παράδειγμα είναι ένα ειδώλιο Αφροδίτης σε έναν συγκεκριμένο τάφο ανάμεσα σε συγκεκριμένα άλλα ευρήματα, είναι μέρος ενός συστήματος εμπειρίας, από την οποία έχουν απομείνει ελάχιστα υλικά τεκμήρια. Η απόπειρα να ανακτήσεις την απωλεσθείσα εμπειρία είναι ατελέσφορη και συνήθως η αρχαιολογική επιστήμη επικεντρώνεται στα μέρη ενός ανολοκλήρωτου όλου -πώς αλλιώς κιόλας;- αναμετρώμενη πάντα με τις αμφιβολίες της.

Όταν πάντως το εύρημα αποχωριστεί από το σύστημα που το περιείχε, γίνει αντικείμενο συντήρησης, σχεδιασμού, μελέτης και αποθήκευσης, γίνεται μέρος ενός άλλου συστήματος. Γίνεται ένα ακόμη ειδώλιο Αφροδίτης ανάμεσα σε άλλα ανάλογά του στο ράφι της μουσειακής αποθήκης. Γίνεται μία μονάδα χωρίς τη μοναδικότητα που του εξασφάλιζαν τα ανασκαφικά συμφραζόμενα. Αν παραμείνει εκεί, θαμμένο ξανά σαν σε οστεοφυλάκιο, δεν μπορεί να μην προβληματιστείς για το νόημα της πρώτης εκταφής όπως μπορεί να θεωρηθεί η ανασκαφή. Η έκθεση των αντικειμένων στο κοινό είναι καμιά φορά σχεδόν παρηγορητική για την επίπονη επιστημονική δουλειά που έχει προηγηθεί. Κάθε έκθεση συμπυκνώνει την ιστορία του αντικειμένου, όχι μόνο ως προϊόντος του παρελθόντος αλλά και του παρόντος. Η μουσειακή αφήγηση δεν συνίσταται μόνο στα υλικά κατάλοιπα, ευρεθέντα και καμιά φορά εικαζόμενα, αλλά εμπεριέχει και το στοχασμό αυτών που το κατέστησαν εύρημα και έκθεμα. Αυτή η δυνατότητα του στοχασμού νομίζω ότι είναι ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα για κάποιον που ασχολείται με το παρελθόν.

Αν είχατε σήμερα την πρόταση να γράψετε μια μονογραφία – παρουσίαση κάποιου προσώπου της λογοτεχνίας ή γενικότερα ποιο θα επιλέγατε;  

Σε ένα κείμενό του ο Γεράσιμος Βώκος, στο βιβλίο του Επιφυλλίδες το οποίο μόλις διάβασα, αναφέρεται στον Βίκτωρα Κλέμπερερ, έναν Γερμανοεβραίο διανοούμενο, ο οποίος τα βράδια μετά από κάθε μέρα εξευτελισμών και διώξεων από τους Ναζί, κατέγραφε μυστικά τις αλλαγές στη γλώσσα θυτών και θυμάτων υπό την κυριαρχία του Γ’ Ράιχ. Θα ήθελα να έγραφα ένα κείμενο γι’ αυτόν τον άνθρωπο. Ίσως ένα θεατρικό κείμενο.

Παρακολουθείτε σύγχρονο κινηματογράφο ή θέατρο; Σας γοήτευσε ή σας ενέπνευσε κάποιος σκηνοθέτης, ταινία, θεατρική σκηνή;

Δεν παρακολουθώ καθόλου συστηματικά αλλά μου αρέσει πολύ ο κινηματογράφος.  Ίσως αν μπορούσα να γυρίζω ταινίες να μην έγραφα κείμενα. Με το θέατρο έχω άλλη σχέση. Ασχολήθηκα πριν από δέκα χρόνια περίπου, σε ερασιτεχνικό επίπεδο. Δηλαδή, φοίτησα σε ένα εργαστήριο, το studio Παράθλαση και με τους φίλους που έκανα εκεί, στα χρόνια της μαθητείας, συστήσαμε μία ομάδα, την Ενδοχώρα, από την οποία αποχώρησα κάποια στιγμή. Αυτό που μου άρεσε πάντως ήταν η περίοδος της μαθητείας και όχι τόσο οι παραστάσεις που δίναμε στο τέλος της σπουδαστικής περιόδου. Το θέατρο ήταν πολύ σημαντικό για μένα, μία αποκάλυψη εντός και εκτός, μου πρόσφερε μία άλλη ανάγνωση της κειμενικής γραφής, μία διαφορετική θεώρηση του κόσμου. Δεν είναι τυχαίο ότι η κεντρική ηρωίδα στο πρώτο μου βιβλίο, η Φρα, είναι συγγραφέας θεατρικών κειμένων και… μοδίστρα. Ούτε το τελευταίο είναι τυχαίο, αλλά δεν είναι του παρόντος. Πάντως ως μοδίστρα μπαινοβγαίνει στις ζωές των άλλων, γίνεται ακροατής και θεατής και συρράπτει τα ετερόκλητα κομμάτια από τις ζωές των άλλων που συλλέγει για να συνθέσει το ρούχο μέσα στο οποίο θα χωρέσει η ίδια, αλλά και οι άλλοι. Ο τρόπος που δουλεύει ως μοδίστρα αναλογεί στη διαδικασία της γραφής ή ακόμη και της σκηνοθεσίας και θα τολμήσω να πω και της συγκρότησης της ταυτότητας. Αυτό τουλάχιστον ήθελα να πω με το «Ρούχα από δεύτερο χέρι».

Πάντως, απ’ ό,τι φαίνεται το θέατρο συνεχίζει να με απασχολεί. Επέλεξα στις παρουσιάσεις και των δύο βιβλίων μου, μία θεατρική απόδοση όχι της συνολικής τους αφήγησης, αλλά ως δυνατότητα έκθεσης της δικής μου σχέσης με τα κείμενα, με τη συμβολή φίλων ηθοποιών από την Ενδοχώρα και δικών μου ανθρώπων. Οι παρουσιάσεις έγιναν καιρό μετά αφότου είχα γράψει τα βιβλία, και στο χρονικό αυτό διάστημα είχα τη δυνατότητα να στοχαστώ πάνω σε αυτά που έγραψα, στα πώς και τα γιατί. Η θεατρική απόδοση εξυπηρετούσε την έκθεση της δικής μου διερώτησης για τη σχέση μου με το κείμενο. Το ίδιο και το φωτογραφικό happening που έγινε κάποια στιγμή και ήταν ιδέα της φίλης μου φωτογράφου και εικαστικού Στεφανίας Βελδεμίρη. Πραγματοποιήθηκε στην πλατεία Αριστοτέλους και στο βιβλιοπωλείο Ιανός της ίδιας πλατείας. Στη δράση αυτή κλήθηκαν οι αναγνώστες να φέρουν το μυθιστόρημα «Όλα πάνε ρολόι (ή σχεδόν)» και να φωτογραφηθούν μαζί του, ώστε να γίνουν μέρος ενός έργου τέχνης και να θέσουν τον εαυτό τους υπό το βλέμμα των άλλων, κατά τον τρόπο που οι ήρωες ενός βιβλίου είναι κάτω από το βλέμμα του αναγνώστη. Αλλά και να εμπλακούν με αυτό κατά ένα διαφορετικό τρόπο πέρα από την ανάγνωση, όπου μπορεί και στη διάρκειά της να προβάλουν τον εαυτό τους μέσα στην αφήγηση, να γίνονται έτσι κι αλλιώς ήρωες ενός βιβλίου. Θα έλεγα, λοιπόν, ότι η σχέση μου ως συγγραφέα με τα κείμενά μου είναι υπό διαρκή αναζήτηση. Δεν τελειώνει κανείς με τα κείμενά του ποτέ, νομίζω.

Γράψατε ποτέ ποίηση – κι αν όχι, για ποιο λόγο;

Η ποίηση σε γλιτώνει από τους μικρούς θανάτους, για τους μεγάλους δεν ξέρω. Το ίδιο θα πω και για τη μουσική. Αυτό το λέω ως αναγνώστρια –και ακροάτρια. Γράφω κάτι που μοιάζει με ποίηση, αλλά δεν ξέρω αν οι φιλόλογοι θα το έλεγαν ποίηση. Δείγμα μίας τέτοιας δουλειάς μπορεί να εκδοθεί του χρόνου.

Τι διαβάζετε αυτό τον καιρό;

Μόλις τέλειωσα το βιβλίο του Βώκου που σας ανέφερα το οποίο μου άρεσε πάρα πολύ. Δεν διαβάζω λογοτεχνία αυτόν τον καιρό, αλλά απολαμβάνω εξίσου, καμιά φορά και παραπάνω, την ανάγνωση βιβλίων όπως το Επινοώντας την καθημερινή πρακτική του Μισέλ ντε Σερτώ.

Τι γράφετε τώρα; 

Γράφω εξωλογοτεχνικά κείμενα, αλλά ας μιλήσω για τα λογοτεχνικά. Έχω ξεκινήσει ένα μυθιστόρημα και το κουβαλάω μέσα στο μυαλό μου όταν κινούμαι στους δρόμους της πόλης. Επίσης, επιχειρώ κάποια δοκίμια.

Οι εμπειρίες σας από το διαδικτυώνεσθαι;

Θα αναφερθώ στο facebook του οποίου είμαι χρήστης αν και όχι επίμονος. Πιστεύω ότι αποτελεί έναν δημόσιο χώρο όπου έχουν βήμα πρόσωπα που έχουν εξαιρεθεί από τον υπόλοιπο δημόσιο βίο. Και έχουν βήμα ως πρόσωπα, όχι σαν ένα ανώνυμο πλήθος,  ακόμη κι αν έχουν υιοθετήσει μια πλαστή ταυτότητα. Κατά τα άλλα, εκτιμώ, θαυμάζω, αποστρέφομαι κάποιες φορές το διαδίκτυο, αλλά φοβάμαι ότι δεν έχω την άνεση να το χειριστώ με τον τρόπο που μπορεί να το κάνει ένας νεώτερος άνθρωπος. Ίσως αυτή η δυσκολία να εξασφαλίζει και μια ισορροπία, να μην γίνομαι δηλαδή εγώ υποχείριο του διαδικτύου, τουλάχιστον ως προς τη διαχείριση του χρόνου.

Αν κάποιος σας χάριζε την αιώνια νιότη με αντίτιμο την απώλεια της συγγραφικής ή της αναγνωστικής σας ιδιότητας, θα δεχόσασταν αυτή τη συναλλαγή;

Δεν νομίζω ότι με ενδιαφέρει η αιώνια νιότη, αλλά θα ήθελα να ξαναζήσω -καθόλου πρωτότυπο- και να ακολουθήσω άλλες διαδρομές, να συναντήσω πάλι όμως τους ανθρώπους που είναι σπουδαίοι στη ζωή μου, σε ένα άλλο πλαίσιο και να τους διαλέξω πάλι. Και να με διαλέξουν επίσης. Αλλά η συγγραφική ή αναγνωστική ιδιότητα δεν ανταλλάσσονται -και να θες!- γιατί απλώς εμπεριέχονται σε όλες τις εμπειρίες, εφόσον στη βάση τους έχουν την επικοινωνία, την εσωτερική συζήτηση, την ανάλυση και τη σύνθεση, τη μνήμη και τη λήθη. Δεν εξαιρώ από τη συγγραφική ιδιότητα τις αφηγήσεις του κάθε ανθρώπου και τις πολλαπλές αναγνώσεις αυτών των αφηγήσεων ακόμη κι αν ούτε η μία ούτε η άλλη δεν σκαλώνουν στα σύμφωνα του γραπτού λόγου. Ακόμη και τα πράγματα εμπεριέχουν αφηγήσεις κι ας μην έχουν για υλικά τους τις λέξεις. Η ελευθερία μου είναι να μπορώ να ζω και χωρίς την αφήγηση που έχει ως υλικό τον γραπτό λόγο και όλα τα συμπαρομαρτούντα. Μου αρέσουν τα περάσματα, οι μετεωρισμοί, οι ανατροπές. Η συγγραφή είναι μάλλον ένας πειραματισμός, ένας έρωτας εν τέλει και διατηρείται ως τέτοιος από την ενδεχομενικότητα της εγκατάλειψής του. Και δοκιμάζω με κάποιον τρόπο και τις αφηγήσεις με άλλα υλικά.

Σημ. Οι φωτογραφίες των αναγνωστών είναι της  Στεφανίας Βελδεμίρη. Οι υπόλοιπες (εικόνες της Θεσσαλονίκης και του δρόμου προς την Ηράκλεια Σερρών) είναι της συγγραφέως.

Σχολιάστε