Πώς βίωσαν σημαντικοί γερμανόφωνοι συγγραφείς (ορισμένοι και Εβραίοι) την ήττα και τα συντρίμμια του ναζιστικού καθεστώτος; Πώς μετέβησαν από την συσσωρευμένη σιωπή μιας δεκαετίας στην έκφραση της νέας εφιαλτικής πραγματικότητας; Με ποιους τρόπους βρήκε την φωνή της η γερμανόφωνη μεταπολεμική λογοτεχνική γενιά και πώς πραγματεύτηκε θέματα όπως η ομολογία της ενοχής και το σχετικό ψυχικό άλγος, η απεικόνιση της καθημερινής αθλιότητας, η ειδικότερη ενοχή για τον κατατρεγμό των Εβραίων και η ανικανότητα για εξιλέωση, ακόμα και ο αναστοχασμός για όσα πέρασαν οι Εβραίοι; Αυτή η «Λογοτεχνία των Ερειπίων» (ερειπίων όχι μόνο των πόλεων αλλά και της κοσμοαντίληψης και των ιδεών της προπολεμικής εποχής) ανθολογείται ιδανικά εδώ σ’ έναν τόμο με είκοσι εννέα διηγήματα.
Ας δούμε ορισμένα εξαιρετικά κείμενα από αυτή την πλούσια συλλογή. Σπεύδω στην πρώτη γυναίκα της συλλογής, την εξαιρετική Ίλζε Άιχινγκερ (Ilse Aichinger), που έχουμε ήδη απολαύσει στο βιβλίο Επίκαιρη συμβουλή (βλ. παρουσίαση στο Πανδοχείο, εδώ). «Από χθες κατοικώ έναν όροφο πιο κάτω», ξεκινά η αφηγήτρια την συγκλονιστική της διήγηση στο κείμενο «Όπου κατοικώ». Πράγματι, επιστρέφοντας από μια συναυλία διαπιστώνει πως το διαμέρισμά της βρίσκεται στον τρίτο και όχι στον τέταρτο όροφο. Πώς συνέβη αυτό, εφόσον δεν μετακόμισε; Από τη στιγμή εκείνη μένω ξάγρυπνη και συλλογίζομαι τι θα συμβεί αύριο. Πότε πότε νιώθω ακόμη τον πειρασμό να σηκωθώ και να τρέξω στον πάνω όροφο, για να διαπιστώσω τι πράγματι συμβαίνει. Όμως αισθάνομαι πάρα πολύ αδύναμη, κι άλλωστε θα μπορούσε κάποιος εκεί πάνω να ξυπνήσει από το φως του διαδρόμου, να βγει έξω και να με ρωτήσει: «Τι γυρεύετε εδώ;». Κι αυτή την ερώτηση από έναν από τους μέχρι τώρα γείτονές μου τη φοβάμαι τόσο πολύ, που προτιμώ να παραμείνω ξαπλωμένη…
Δεν της απομένει, λοιπόν, παρά να κάνει σαν να είχε ζήσει όλη της την ζωή ένα πάτωμα πιο κάτω. Αναρωτιέται τι θα είχε συμβεί αν δεν είχε πάει στην συναυλία. Και καθώς δεν θέλει να κλειστεί σπίτι και συνεχίζει να πηγαίνει σε συναυλίες, βρίσκεται πλέον να κατοικεί στο υπόγειο. Το μόνο που φοβάται πλέον είναι μη βρεθεί στον υπόνομο, αν και σιγά σιγά εξοικειώνεται και με αυτή την ιδέα. Οι λίγες σελίδες του διηγήματος αποδίδουν με εξαιρετικό πλην εφιαλτικό τρόπο την διαδικασία πλήρους υποταγής του ατόμου στην αυθαιρεσία οποιουδήποτε απολυταρχικού καθεστώτος, όπως τονίζει στο ειδικό του σχόλιο ο μεταφραστής. Η γυναίκα υφίσταται άβουλα όσα συμβαίνουν γύρω της χωρίς να κατανοεί τους λόγους και δεν τολμάει όχι μόνο να αντιδράσει στην πρώτη καταπάτηση των αυτονόητων δικαιωμάτων αλλά ούτε και να απευθυνθεί σε κάποιον του περιβάλλοντός της. Φτάνει στο σημείο να αυτοενοχοποιείται για τις απλές καθημερινές χαρές και εξαναγκάζεται στην προσαρμογή.
Οι καλαμιές της εξίσου εξαίρετης συγγραφέως Άννα Ζέγκερς (Anna Seghers) έχουν ως πρωταγωνίστρια μια γυναίκα που φροντίζει μόνη της ένα μικρό οικογενειακό αγρόκτημα, καθώς τα αδέλφια της πολεμούν στο μέτωπο, και δουλεύει σκληρά για να ξεχνάει την μοναξιά της. Όταν μαθαίνει πως ο αρραβωνιαστικός της «έπεσεν εις το πεδίον της μάχης» νιώθει εγκαταλειμμένη και σχεδόν απελπισμένη. Έτσι όταν ένας ξένος, ένα πρόσωπο άγνωστο (λες και μπορούσε ποτέ ένα πρόσωπο ν’ αποτελεί εγγύηση για τον κάτοχό του), της ζητά να κρυφτεί στο σπίτι της, εκείνη δέχεται χωρίς ερωτήσεις. Εκεί του έφτιαξε μια μικρή κρυψώνα· και δεν άνοιξε καν το στόμα της, λες και ήταν δυνατόν να μείνουν ανυπόστατες οι πράξεις της εάν δεν μιλούσε. Σταδιακά ξεθαρρεύει και κατεβαίνει στο υπόγειο για να ακούει τις διηγήσεις του και για κάποια που γνωρίζει μόνο την δική της ύπαρξη, όλα φαίνονται παραμύθια και θρύλοι. Δένονται και πλαγιάζουν μαζί, όμως η απελευθέρωση σημαίνει και την φυγή του. Αυτός που «μπορούσε να της εξηγήσει τα πάντα επί της γης» τώρα με αγνώριστη φωνή της εκφράζει την ανυπομονησία του να επιστρέψει στην ζωή του. Δεν ξεχνάει ποτέ την σωτηρία του και της τονίζει σε κάθε του επίσκεψη την ευγνωμοσύνη του, όμως εκείνη έκανε διαφορετικά όνειρα για τους δυο τους.
Το εξίσου συναρπαστικό κείμενο του πολύπλευρου συγγραφέα και σκηνοθέτη Αλεξάντερ Κλούγκε (Alexander Kluge) περιγράφει με την μορφή «επιστημονικών» ερωταποκρίσεων ένα ερωτικό πείραμα που πραγματοποιείται σε έναν άντρα και μια γυναίκα, που τους φέρνουν για πρώτη φορά σε επαφή σε κοινό κελί για την διαπίστωση της αποτελεσματικότητας των ακτινών Ρένγκεν στην στείρωση. Όσο και να προσπαθούν οι υπεύθυνοι να επηρεάσουν το περιβάλλον (κρύο για να ευνοήσει το πλησίασμά τους, ρομαντικό για τους ίδιους λόγους), τίποτα δεν οδηγεί στην διέγερσή τους. Φοβόντουσαν άραγε την ελευθεριότητα στην οποία έβλεπαν να έχουν εκτεθεί; Νόμιζαν άραγε πως αυτό ήταν μια δοκιμασία κατά την οποία έπρεπε να δείξουν το ήθος τους; Μήπως η δυστυχία του στρατοπέδου ορθωνόταν σαν ψηλός τοίχος ανάμεσα τους; […] Μήπως τούτο σημαίνει πως σε κάποιο ορισμένο σημείο της δυστυχίας ο έρωτας δεν γίνεται πια να ολοκληρωθεί;
Ένα άλλο ζευγάρι σε μια γερμανική πόλη ετοιμάζεται να ζήσει την απελευθέρωση, που ανοίγει τον ασκό του Αιόλου για την προγενέστερη ζωή τους (Ρόλφ Μπέκερ (Rolf Becker), Η λευκή σημαία). Πρόκειται για έναν επιτυχημένο συνθέτη κινηματογραφικής μουσικής και την εβραϊκής καταγωγής σύζυγό του την οποία διέσωζε επί δώδεκα χρόνια. Όταν το 1932 έμαθε πως τον απατούσε ένα χρόνο μετά τον γάμο τους, της ζήτησε διαζύγιο αλλά πήρε πίσω την απόφασή του λόγω της νέας πολιτικής κατάστασης. Γιατί πιθανότατα να μη ζούσες πια σήμερα. Θα ’πρεπε να φοράς το κίτρινο άστρο, και θα σε είχαν σκοτώσει, όπως και τους γονείς σου.
Η μεταξύ τους συνομιλία είναι γεμάτη χάσκοντα ερωτήματα και δραματικές διαπιστώσεις. Έμεινε μαζί της μόνο από ευπρέπεια και επειδή μισούσε τους Ναζί; Για ποιο λόγο δεν γνώρισε άλλη γυναίκα; Την τιμώρησε μένοντας δίπλα της χωρίς να την αγγίξει ποτέ; Έπρεπε να είμαι ευχαριστημένη που παρέμενα σε τούτο το σπίτι απρόσβλητη. Δώδεκα ολόκληρα χρόνια! Ξέρεις τι σημαίνει αυτό; Για μια γυναίκα; Ήταν η κόλαση για μένα. […] Καμιά φορά σκέφτομαι πως ήταν η τέλεια εκδίκηση επειδή δε σου στάθηκα πιστή. Εκείνος δεν αρνήθηκε μόνο την αγάπη της αλλά και της εκφράζει πλέον την απέχθειά του για οτιδήποτε εβραϊκό. Ο διάλογος είναι από ψυχρός έως σπαρακτικός και διόλου τυχαία από το διήγημα προέκυψε ένα ραδιοφωνικό θεατρικό έργο.
Με ανάλογο τρόπο βάσισε ο σπουδαίος Μαξ Φρις (Max Frisch) το αριστουργηματικό του κομμάτι Ο Ανδορριανός Εβραίος στο θεατρικό του έργο Ανδόρρα. Στην Ανδόρρα ζει κάποιος νέος που όλοι περνούν για Εβραίο. Δυσπιστούν απέναντι στον ψυχισμό του, τον επιτιμούν για την οξύνοιά του. Ο Εβραίος έχει πατρίδες που τις επιλέγει, που τις αγοράζει, αλλά δεν έχει μια πατρίδα όπως εμείς από γεννησιμιού μας. Η πατρίδα ανήκει άπαξ και δια παντός στους άλλους, και δεν αναμένεται από αυτόν ότι θα μπορούσε να την αγαπάει, ούτε κι αυτή την ίδια την λέξη. Όσο για την ζέση του πάθους του, αυτή εκλαμβάνεται ως το μυστικό όπλο της εκδικητικότητάς του. Σα να μην φτάνουν αυτά, περιφέρει την διαφορετικότητά του μ’ ένα είδος ισχυρογνωμοσύνης. Ακόμα κι όταν υποκλινόταν, το έκανε σαν ένδειξη μομφής, λες κι έφταιγε ολόκληρο το περιβάλλον του που ήταν Εβραίος. Από την βαθιά αντιπάθεια μέχρι την θανάτωσή του, ο Εβραίος, που τελικά δεν είναι παρά ένας από εκείνους, απορροφά την ιδεολογία κάθε ρατσισμού και φασισμού.
Εκτός από τους συγγραφείς το έργο των οποίων γνωρίζουμε λιγότερο ή περισσότερο, όπως οι Ίνγκεμποργκ Μπάχμαν (Ingeborg Bachmann), Χάινερ Μίλερ (Heiner Muller), Χάινριχ Μπελ (Heinrich Boll), Βόλφγκανγκ Μπόρχερτ (Wolfgang Borchert), Μπέρτολτ Μπρεχτ (Bertolt Brecht), Βόλφντιτριχ Σνούρε (Wolfdietrich Schnurre), περιλαμβάνονται ακόμα κείμενα των Άλμπρεχτ Γκες (Albrecht Goes), Μαρί Λουίζε Κάσνιτς (Marie Luise Kaschnitz), Ελίζαμπετ Λάνγκεσερ (Elisabeth Langgasser), Γιόζεφ Μίλμπεργκερ (Josef Muhlberger), Βάλτερ Μπάουερ (Walter Bauer), Χανς Μπέντερ (Hans Bender), Ούλριχ Μπέχερ (Ulrich Becher), Πέτερ Ροζίνσκι (Peter Rosinski), Στέφαν Χέρμλιν (Stephan Hermlin).
Όπως είναι ευνόητο, τόσο η θεματολογία (που συστηματοποιεί ο μεταφραστής στην εισαγωγή) όσο και το ύφος ποικίλουν από διήγημα σε διήγημα – ένας παραπάνω λόγος που καθιστά την συλλογή μια ιδανική περίπτωση γνωριμίας με την συγκεκριμένη γερμανόφωνη πεζογραφία. Αν κάτι όμως φαίνεται να συνδέει τα κείμενα ως προς την μορφή, αυτό είναι η απλή, κοφτή, χωρίς πολύπλοκες διατυπώσεις γραφή, ένας ρεαλισμός που χαράσσει πολύ βαθιά την αφήγηση, μια απογύμνωση από κάθε συναίσθημα. Ακριβώς για τους παραπάνω λόγους το διήγημα υπήρξε το πλέον πρόσφορο είδος, και, σε συνδυασμό με την επίδραση από το αντίστοιχο είδος του αγγλοσαξονικού κόσμου, αλλά πάνω απ’ όλα εμπνευσμένο από την πραγματικότητα και σμιλεμένο από τον γερμανικό ψυχισμό, δημιούργησε αυτή την θαυμάσια λογοτεχνία.
Τα χρήσιμα βιογραφικά σημειώματα των συγγραφέων (οι οποίοι εκπροσωπούνται, με ένα έως και τέσσερα κείμενα) είναι ενδεικτικά του πολύπλευρου έργου τους (οι περισσότεροι έχουν δοκιμαστεί σε πλείστα είδη γραφής, ορισμένοι και στον κινηματογράφο) αλλά και της τύχης που επιφύλαξε το Τρίτο Ράιχ στα βιβλία τους, καθώς, είτε τα οδήγησε στην πυρά, είτε απαγόρευσε την έκδοση και την κυκλοφορία τους. Πρέπει, τέλος, να τονιστεί για άλλη μια φορά αυτό που εδώ στο Πανδοχείο γράφουμε συνεχώς: η μέγιστη συμβολή των λογοτεχνικών περιοδικών στην επαφή μας με αυτό το παραμελημένο πλην ζωογόνο λογοτεχνικό είδος και με συγγραφείς που συχνά δεν είναι δυνατό να διαβάσουμε αλλού. Έτσι διόλου τυχαία τα εδώ διηγήματα έχουν κάποτε δημοσιευτεί στα περιοδικά Πόρφυρας, Νέα Εστία, Νέα Πορεία, Εντευκτήριο, Το Δέντρο, Δοκιμασία, Πάροδος, Το κοράλλι και Ακτή.
Εκδ. Gutenberg [Aldina, 13], 2018, μτφ. Φοίβος Π. Πιομπίνος, σελ. 365. Περιλαμβάνονται πρόλογος του συγγραφέα και βιογραφικά σημειώματα των συγγραφέων.
Στις εικόνες οι Anna Seghers, Alexander Kluge, Max Frisch και Ingeborg Bachmann, καθώς και έργα των: Jeff Wall, Robert Bluj και Konrad Klapheck [Landscape with ruins (1950)]. Στην τελευταία φωτογραφία: Επανένωση ζεύγους στο Dessau μετά τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο (από εδώ).
Δημοσίευση και σε mic.gr / Βιβλιοπανδοχείο, αρ. 233, εδώ.
0 Σχόλια to “Συλλογικό – Οι λύκοι επιστρέφουν. Διηγήματα της «γενιάς των ερειπίων»”