Μπρένταν Μπήαν – Ένας Όμηρος

Αμαξοστοιχία – Θέατρο «το Τρένο στο Ρουφ» – Θεατρικό Βαγόνι

Ένα κτίριο στο Δουβλίνο – δεν το βλέπουμε αλλά το φανταζόμαστε: γκρίζο, υγρό, μισοκατεστραμμένο. Εδώ πόρνες και τραβεστί δέχονται τους πελάτες τους, εδώ πρώην επαναστάτες του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού ζουν ανάμεσα σ’ ένα  ασπροπρόσωπο παρελθόν και σ’ ένα μέλλον που δεν ήρθε ποτέ. Ο άντρας που νοικιάζει τα δωμάτια είναι καθηλωμένος σε αμαξίδιο αλλά έχει ακόμα την επανάσταση στα λόγια του. Και το ’χει να υπερηφανεύεται για την στιγμή πως χτυπήθηκε τρία μίλια έξω απ’ το Μούλιγκαν. Η γυναίκα δίπλα του σαρκάζει τις αντιφάσεις των ιστοριών του και μετά πότε αγκαλιάζονται λάγνα, πότε ο ένας σπρώχνει βίαια τον άλλον μακριά.

Μεταξύ των ενοίκων του μικρόκοσμου της ανοχής βρίσκεται (κρύβεται;) ένας πρώην λογαχός του IRA, διατηρώντας ακόμα το στρατιωτικό του ανάστημα, την ανάλογη ορολογία κι ένα σταθερό (ή μισότρελο;) βλέμμα ίσια μπροστά, που κάποιες φορές μοιάζει να επικοινωνεί σ’ ένα εκτός πραγματικότητας επίπεδο με τον πρώην συμπολεμιστή του. Ο ιδιόρρυθμος κύκλος κλείνει με μια μαύρη τραβεστί που ερωτοτροπεί μ’ έναν φαινομενικά άβουλο πελάτη – ένοικο, μια συχνή επισκέπτρια, που σπαρταράει μεταξύ Καθολικής θρησκοληψίας  και ευάλωτης γυναικείας φύσης και την σιωπηλή καμαριέρα.

Μήπως αυτό το μέρος, εκτός από κατάλυμα απόκληρων είναι και κατάλυμα αποσυρμένων, καταρρακωμένων πρώην επαναστατών; Ή επαναστατών που ακόμα δεν έχουν πει την τελευταία τους λέξη; Όλα μαζί και οπωσδήποτε και το τελευταίο, εφόσον εδώ θα φέρουν έναν Άγγλο στρατιώτη ως αιχμάλωτο, για να ζητήσουν την αναβολή της εκτέλεσης ενός «δικού τους», το επόμενο πρωί στις φυλακές του Μπέλφαστ. Η παρουσία του νεαρού Άγγλου αναταράσσει την λιμνάζουσα καθημερινότητα του σπιτιού. Η ομήγυρη τού δηλώνει υπεύθυνη για την ηθική του ακεραιότητα και του αναφέρει τις βιαιότητες των άγγλων από την αρχή της Ιστορίας. Εκείνος δηλώνει άγνοια για τα τωρινά και απόσταση για τα παλαιότερα (ο καθένας έκανε κάτι στους άλλους εκείνο τον καιρό). – Εγώ δεν έκανα τίποτα, επιμένει. Είναι πόλεμος, του απαντούν.

Η ερωτική έλξη με την νεαρή καμαριέρα είναι άμεση, σχεδόν ακαριαία. Ο κύκλος γύρω τους στενεύει, τους ακολουθεί σαν χορός τραγωδίας, αλλά συχνά οι όροι αντιστρέφονται. Ανάμεσα σε τόσες κατατρυπημένες υπερηφάνειες ποιος είναι το θύμα και ποιος ο θύτης; Τι συμβαίνει όταν και οι δυο πλευρές έχουν το ίδιο πρόσωπο και την ίδια διάθεση για ζωή; Κόβεται το δίκιο στη μέση; Τι είναι δυνατότερο, ο έρωτας ή η πολιτική; Ανάμεσα σε ανταγωνισμό πατριωτικών τραγουδιών και εμψυχωτικών εμβατηρίων, μεταξύ προπαγάνδας (τον συμπαθούν, τον βεβαιώνουν πως δεν θα τον σκοτώσουν, πως πρόκειται για πολεμικό ελιγμό) και μπλόφας (εκείνος είναι βέβαιος πως τον παραπλανούν κι αισθάνεται ήδη την τρύπα της σφαίρας στο κεφάλι του), ανάμεσα στις διαθλασμένες κουβέντες του ποτού, της συμφιλίωσης πάνω απ’ τα μπουκάλια και των άσεμνων χορών (σε μια απόλυτα μπρεχτική και φασμπιντερική σκηνή) μπορεί ν’ ανθίσει ένας έρωτας; Και ποιο είναι το μοναδικό πράγμα που μπορεί να τον σταματήσει;

Ο Μπρένταν Μπίαν (1923 – 1964) αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους Ιρλανδούς θεατρικούς συγγραφείς, με ιδιαίτερη θέση ανάμεσα σ’ εκείνους που στα έργα τους ακολουθούσαν τις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις στη χώρα τους (Conor Mc Pherson, Brian Friel, Martin Mc Donagh), μιας χώρας το θέατρο της οποίας παραμένει χώρος έκθεσης των προβλημάτων της και εξωτερίκευσης του συσσωρευμένου της θυμού για όσα υπέστη. Ανθρωπος γεμάτος ένταση και ορμή, με ασυμβίβαστη ιδιοσυγκρασία, με μια μόνιμα στραβομουτσουνιασμένη έκφραση κι ένα μπουκάλι στο χέρι (που άλλωστε τον πέθανε στην ηλικία των 41), συμμετείχε στον απελευθερωτικό αγώνα του ιρλανδικού λαού κατά των Βρετανών, με συνέπεια να συλληφθεί και να καταδικαστεί σε φυλάκιση 9 ετών. Όπως είναι γνωστό οι Βρετανοί αποχώρησαν το 1922, ύστερα από 700 χρόνια, ξεχνώντας να παραδώσουν το [πλουσιότερο] 1/6 της χώρας στα βόρεια, με αποτέλεσμα τη συνέχιση του αγώνα των Ιρλανδών.

Το ένθερμο επαναστατικό του θέατρο συνδυάζεται εδώ ιδανικά με την αποστασιοποιημένη μπρεχτική θάμπωση, τον ρεαλιστικό λυρισμό, την καμπαρέ αισθητική, μια εξπρεσιονιστική σωματικότητα. Στη μικρή σκηνή δεν υπάρχει κέντρο και απόκεντρο – σε κάθε της σημείο μπορεί να κορυφώνονται τα μικροδράματα των χαρακτήρων. Το κείμενο ανθίζει και διανθίζεται με τα τραγούδια, που ερμηνεύονται από τους ηθοποιούς πολυφωνικά, a capella ή με τη συνοδεία οργάνων, τα οποία παίζουν οι ίδιοι επί σκηνής. Ένα τραγούδι μπορεί να ταιριάξει παντού, να συνεχίσει μετά την τελευταία λέξη μιας φράσης, να ξεκινήσει την πρώτη της επόμενης, να συνοψίσει την ιστορία ή να της δώσει μια νέα εικόνα.

Στην αρχική τους μορφή αυτά τα τραγούδια ήταν απλώς ποιήματα, μέχρι που τα μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης το 1962 για την πρώτη παρουσίαση του έργου στην Ελλάδα από το Κυκλικό Θέατρο της Αθήνας σε σκηνοθεσία Λεωνίδα Τριβιζά και μετάφραση, όπως και τώρα, Βασίλη Ρώτα και Βούλας Δαμιανάκου. Το μουσικό θέμα για το «Γελαστό παιδί» (που αναφέρεται στον Μάικλ Κόλλινς – The Laughing Boy) χρησιμοποιήθηκε στην ταινία Ζ του Κώστα Γαβρά και βέβαια όλα τα τραγούδια αποτελούν σημαντικό κομμάτι της μουσικής του συνθέτη, ο οποίος για την φετινή παράσταση συνέθεσε δύο νέα τραγούδια (Έχω μια αγάπη και Όταν ο Σωκράτης στην παλιά Ελλάδα), τα οποία συμπεριλαμβάνονται στο πρωτότυπο κείμενο αλλά δεν είχαν έως τώρα μελοποιηθεί.

To πρόγραμμα της παράστασης περιλαμβάνει κείμενο για το Ιρλανδικό Ζήτημα (Αντι-αποικιακός αγώνας σε ευρωπαϊκό έδαφος), χρονολόγιο των κυριότερων ιστορικών γεγονότων του ιρλανδικού 20ού αιώνα, και δισέλιδες λημματοποιημένες εισαγωγές στην Ιρλανδία εν γένει και τον Ιρλανδικό Πολιτισμό (Θέατρο, Λογοτεχνία, κλπ.).

Μτφ. Βασίλης Ρώτας – Βούλα Δαμιανάκου, σκηνοθ.: Τατιάνα Λύγαρη, σκην. – κοστ.: Ντόρα Λελούδα – Δανάη Κουρέτα, μουσ.: Μουσική Μίκης Θεοδωράκης, ενορχ. – διασκευή: Γιάννης Σαμπροβαλάκης, χορογρ.: Ζωή Χατζηαντωνίου, φωτ.: Δημήτρης Θεοδωρόπουλος, βοηθ. σκηνοθ.: Αλκυώνη Βαλσάρη. / Παίζουν (αλφαβ.): Μιχάλης Αφολαγιάν, Εβελίνα Αραπίδη, Θανάσης Βλαβιανός, Δάφνη Καφετζή, Παναγιώτης Κλίνης, Κωνσταντίνος Κωτσαδάμ, Βασίλης Πουλάκος, Κωστής Τζανοκωστάκης, Έλενα Χατζηαυξέντη και ο μουσικός Απόστολος Θεοδοσίου. / Τε – Σα: 21.00, Κυ: 19.00. Κάθε Πέμπτη στις 20.00: πρόγραμμα Intro: γνωριμία με την Ιρλανδία και τον έργο από τη θεατρολόγο – ηθοποιό Σοφία Γαλανάκη σε μια ημίωρη διαδραστική «ξενάγηση» [ελεύθ. είσ.] / Σιδηροδρομικός Σταθμός Ρουφ, Λεωφ. Κωνσταντινουπόλεως, Προαστιακός Ρουφ / 210 52.98.922 / www.totrenostorouf.gr

[Brendan Behan, The Hostage, 1958]

ΥΓ. Στο πρώτο σιδηροδρομικό κάθισμα ακριβώς απέναντί μου (η σκηνή βρίσκεται στη μέση του βαγονιού, με τα καθίσματα εκατέρωθέν της) διέκρινα την Βούλα Δαμιανάκου. Οι εκφράσεις του προσώπου της, από το χαμόγελο ως την συγκίνηση και τον συλλογισμό, αποτελούσαν από μόνες τους κομμάτι της παράστασης και της αλήθειας της.

Σχολιάστε