Carson McCullers – Η παράνυφος

Μια γλυκιά, πρώιμη αναζήτηση του «εμείς»

Διάβασα για πρώτη φορά την εν λόγω νουβέλα της εξαιρετικής συγγραφέως από τις εκδόσεις Γράμματα [1981, σειρά Λογοτεχνία, αρ. 33], με τίτλο Πρόσκληση για γάμο και μετάφραση της Τζένης Μαστοράκη. Νέος τότε και ακραιφνώς βουλιμικός της ανάγνωσης που τρέχει μαζί σου, αγάπησα τις περιγραφές της αλλά ανυπομονούσα για την δράση και δοκίμασα ανάγνωση διπλάσιας ταχύτητας, που στο τέλος μου άφησε αίσθηση ανάμικτη, μιας γραφής που όσο υπολείπεται σε καταιγιστικά συμβάντα άλλο τόσο αξίζει να σκαλώνει κανείς μέσα της. Σχεδόν σαράντα χρόνια μετά, το The member of the wedding επανεκδίδεται με νέα μετάφραση και ωραιότατο εξώφυλλο.

Λίγα βιβλία έχουν κατορθώσει να μας «εισβάλουν» τόσο βαθιά στο άδυτο των σκέψεων και των συναισθημάτων μιας δωδεκάχρονης δεσποινίδας. Στην προκείμενη περίπτωση η ηρωίδα Φράνκι Άνταμς, ζει σε ένα «ήσυχο» σημείο μιας βαρετής αμερικανικής πόλης ενώ στην άλλη άκρη του κόσμου μαίνεται ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος. Η «οικογένειά» της στην πράξη περιορίζεται σε έναν πατέρα που ασχολείται μόνο με το μαγαζί του, την έγχρωμη οικιακή βοηθό Μπερενίς κι έναν μικρότερο πρώτο ξάδελφο, τον Τζον Χένρι, που ξημεροβραδιάζεται μαζί του. Δεν έχει φίλες και δεν ανήκει σε καμιά λέσχη νέων –στην αντίστοιχη λέσχη των δεκατετράχρονων κοριτσιών υπήρξε ανεπιθύμητη ως μικρή και στριμμένη- ούτε πουθενά αλλού στον κόσμο. Και είναι και καλοκαίρι, που η αντηλιά είναι δολοφονική και το τσιμέντο καυτό, μια εποχή όπου «ο κόσμος φαίνεται να πεθαίνει κάθε απομεσήμερο και όλα βαλτώνουν».

Όμως η απόλυτη ακινησία του δρόμου, του σπιτιού, και του ίδιου της του σώματος, πρόσφατα συνταράχτηκε από μια είδηση. Ο αγαπημένος της αδελφός Τζάρβις παντρεύεται και φεύγει για την Αλάσκα. Θα έρθει με την μέλλουσα γυναίκα του Τζάνις για μια μέρα στο σπίτι στα τέλη της βδομάδας και την επόμενη βδομάδα θα γίνει ο γάμος και η αναχώρηση για τον Βορρά. Το συναίσθημα της Φράνκι δεν έχει όνομα, η καρδιά της χτυπάει κόντρα, ο κόσμος την αιφνιδίασε. Το «σκηνικό» όπου καλείται να χωνέψει και να αντιδράσει στην είδηση είναι κατά βάση η κουζίνα του σπιτιού όπου μοιράζεται τις μακρόσυρτες ώρες με τους άλλους δυο, μέχρι και το βράδιασμα. Το ραδιόφωνο παίζει τζαζ μπάντες εναλλάξ με διαφημιστικές φωνές· ο ήχος του είναι τόσο δεδομένος που ξεχνούν πως υπάρχει, όπως και ο χτύπος του ρολογιού και το στάξιμο της βρύσης του νεροχύτη. Έξω από το σπίτι οι θόρυβοι είναι το ίδιο δεδομένοι: οι φωνές των παιδιών που παίζουν έξω μέχρι αργά, κάποιος που διαλαλεί λαχανικά μ’ έναν μεθυσμένο τόνο, ένα σφυρί από κάποιο στενό, μια κλίμακα πιάνου που πέφτει λοξά.

Αλλά μέσα σε όλα κυριαρχεί κι ένας άγνωρος φόβος: είναι η αίσθηση του σώματος που μεγαλώνει και υψώνεται και σύμφωνα με τους υπολογισμούς της θα φτάσει ως τα δυο και εβδομήντα. Το πόδι της φοράει πια τριάντα επτά και μισό νούμερο παπούτσι κι αυτή νοιώθει σα μια θεόρατη χασομέρισσα. Και είναι ακριβώς αυτό το καλοκαίρι που η Φράνκι έχει σιχαθεί να είναι η Φράνκι, αυτό το βρόμικο και αργόσχολο κορίτσι που ό,τι κι αν έκανε ήταν πάντα λάθος κι όχι αυτό που ήθελε, που στο τέλος μόνο έτρωγε, έγραφε θεατρικά σκετς και πετούσε μαχαίρια στον πλαϊνό τοίχο του γκαράζ. Η κληματαριά στην πίσω αυλή κάποτε αποτελούσε σκηνή για τα έργα της τώρα δεν την χωράει, όπως δεν την χωράνε και τα αυτοσχέδια κοστούμια της. Μόνο το φάντασμα στην καρβουναποθήκη είναι ήρεμο και οι νυχτοπεταλούδες στις σίτες των παραθύρων τακτικές κάθε βράδυ.

Φαίνεται πως οι άλλοι περνάνε καλύτερα αν κρίνει από τα φώτα των σπιτιών που έβλεπε από τα νυχτερινά πεζοδρόμια, κάποιες φωνές στον παράδρομο και ο χαρούμενος ήχος μιας τζαζ τρομπέτας. Για όλα αυτά εύχεται να φύγει σύντομα για κάπου αλλού, κι ακόμα καλύτερα αν ήταν και κάποια άλλη. Έχει μάλιστα ετοιμάσει την βαλίτσα της από την άνοιξη για Χόλιγουντ, Νέα Υόρκη ή Νότια Αμερική αλλά δεν ξέρει πώς να φτάσει ως εκεί. Ο κόσμος της φαίνεται ξέχωρος από εκείνη, σα να γυρνάει με ασύλληπτη ταχύτητα. Οι μέχρι τώρα έντονες εμπειρίες της είναι ελάχιστες: μερικές παρανομίες, μια κλοπή ενός ελβετικού σουγιά, ένα αλλόκοτο αμάρτημα που την ανάγκασε κάποιο αγόρι να δει στο γκαράζ του σπιτιού του, που την έκανε να τρέμει τα βλέμματα των άλλων.

Για δώδεκα χρόνια ήταν μόνο η Φράνκι, που έκανε τα πάντα ολομόναχη. ενώ όλοι είχαν το δικό τους «εμείς»: η Μπερενίς τον σύντροφό της, την μάνα της και την εκκλησία, ο πατέρας της το μαγαζί και τους πελάτες του, οι στρατιώτες τον στρατό, ακόμα και οι φυλακισμένοι την κοινότητα της φυλακής. Τώρα που ο αδελφός της με την γυναίκα του είναι δυάδα ενώ εκείνη μονάδα, αναφύεται το δικό της «εμείς». Αισθάνεται κομμάτι τους, μέλος του γάμου τους, προορισμένη να είναι μαζί τους. Τότε ήρθε και έδεσε η απόφασή της, επιχρυσωμένη με όρκο: αμέσως μετά τον γάμο θα πάει να ζήσει μαζί με τον αδελφό της και δεν θα ξαναγυρίσει πίσω ποτέ. Η σύντομη επίσκεψη του ζεύγους μια βδομάδα πριν τον γάμο χαλυβδώνει την απόφασή της. Και, επιτέλους, μετά από μια τρομαγμένη άνοιξη κι ένα τρελό καλοκαίρι, η Φράνκι δεν φοβάται πια.

Δίπλα στην ακίνητη ζωή της κινούνται ελάσσονες βίοι: ο αφανής και αδιάφορος πατέρας και ο αποθανών θείος Τσάρλς – εκπρόσωπος της ιδέας του θανάτου αλλά η μορφή που ξεχωρίζει είναι κυρίως της Μπερενίς, που φροντίζει πάντα να ακούει αλλά και να προσγειώνει (χωρίς επιτυχία) την «Δεσποινίδα Περιέργεια». Καθώς η Μπερενίς καλείται από την ίδια την Φράνκι να εξιστορήσει την δική της συναισθηματική ζωή, η διήγησή της είναι απερίφραστη: από τέσσερις γάμους μόνο ο πρώτος, ο Λούντι, ήταν ο μόνος που άξιζε να θυμάται αλλά χάθηκε από πνευμονία και εκείνη αναγκάστηκε να πουλήσει και τα δυο παλτά τους για την κηδεία του· ύστερα το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να παντρεύεται μικρά κομμάτια του αγαπημένου της στους άλλους άντρες αλλά επρόκειτο για λάθος κομμάτια και γενικά λάθος σκέψη – ήθελε απλώς να επαναλάβει την ίδια και τον Λούντι. Τελικά πάντα κατέληγε να χαραμίζει την ζωή της με «άχρηστους» – κι αυτό είναι ένα από τα πρώτα μαθήματα που επιχειρεί να εκφράσει στην Φράνκι: να αποφεύγει να μπλέκει με την συνομοταξία των «αχρήστων».

Κι έτσι η Φράνκι, με την ειλημμένη απόφαση να της βράζει τα σωθικά, και με την αίσθηση ότι το ζευγάρι κοιμάται στο κάτω μέρος της καρδιάς της, βγαίνει στον κόσμο. Αισθάνεται ελεύθερη σαν ταξιδιώτισσα που βλέπει για πρώτη φορά την πόλη και περιδιαβαίνει τους δρόμους σα να της ανήκουν. Δεν περιορίζεται μόνο στον κεντρικό δρόμο με τα τούβλινα μαγαζιά, την μεγάλη άσπρη τράπεζα και το βαμβακοκλωστήριο με τα πολλά παράθυρα αλλά και ξεμακραίνει στους παράδρομους, στα στενά κοντά στο ποτάμι και στην λεωφόρο Φορντ με τα πιο άθλια και μικρά μαγαζιά της πόλης που ανέκαθεν την τραβούσε. Όλα της φαίνονται πρωτόγνωρα: οι αποθήκες, ένας Σταθμός Υλικού Αφροδισίας Προφύλαξης, τα βρομερά ιχθυοπωλεία, ένα κατάστημα μεταχειρισμένων ειδών ένδυσης, το ενεχυροδανειστήριο, η δεξαμενή του βαφείου.

Αλλά εκεί που σκαλώνει για άλλη μια φορά είναι το περίφημο μπαρ Γαλάζιο Φεγγάρι, όπου τα βράδια έβλεπε να γεμίζει με στρατιώτες του γειτονικού στρατοπέδου που τριγυρνούσαν σε παρέες ή ζευγαρωμένοι με νεαρές κοπέλες. Κάποτε τους παρακολουθούσε με ζήλεια γιατί έρχονταν από διάφορα μέρη της χώρας και σύντομα θα έφευγαν για διάφορα μέρη του κόσμου – «λες και πάνω από  τα κεφάλια τους αιωρούνταν θόρυβοι και κλίματα μακρινών τόπων». Τώρα χωρίς δεύτερη σκέψη μπαίνει μέσα στα γαλάζια νέον φώτα και στην οσμή ξεθυμασμένης μπύρας. Το αφήγημα του γάμου έχει θεριέψει μέσα της, έχει αρχή, τέλος και σχήμα σαν τραγούδι και επιθυμεί να το μοιραστεί. Γιατί αυτή είναι η ισχυρή επίδραση του συναισθήματός της: μια ανεξήγητη διασύνδεση με εντελώς άγνωστους ανθρώπους και μια μανιασμένη επιθυμία να διηγηθεί σε οποιονδήποτε την νέα της ζωή.

Ξεκινάει με τον πορτογάλο μπάρμαν, συνεχίζεται με τον χειριστή οδοστρωτήρα σε κάτι έργα οδοποιΐας και καταλήγει στη γνωριμία μ’ έναν φαντάρο στον δρόμο με αφορμή έναν πλανόδιο με το μαϊμουδάκι του. Τότε συνειδητοποιεί ότι κοιτάζει τον στρατιώτη με καινούργιο τρόπο και  ανταλλάζουν εκείνο το ιδιαίτερο, φιλικό βλέμμα που ανταλλάσσουν δυο ελεύθεροι ταξιδιώτες όταν οι δρόμοι τους διασταυρώνονται για λίγο. Κατεβαίνουν μαζί την Λεωφόρο Φορντ που πλέον έχει την ατμόσφαιρα των Σαββατιάτικων απομεσήμερων, γυναίκες ακούγονται από τα παράθυρα να στεγνώνουν τα μαλλιά τους, η προσμονή της ελεύθερης νύχτας – η Φράνκι αισθάνεται μια νεόφυτη ελαφράδα του δικαιώματος στην ζωή. Δεν νομίζεις πως είναι αφάνταστα συναρπαστικό;, απευθύνεται στη νέα της γνωριμία, Να είμαστε τώρα εδώ, σε αυτό το τραπέζι, και σε ένα μήνα από σήμερα, ένας Θεός μόνο ξέρει σε ποιο μέρος της Γης θα βρισκόμαστε. «Ποτέ ο κόσμος δεν ήταν κοντά της όσο ετούτη τη μέρα». Ο άντρας που δεν έχει καταλάβει την ηλικία της, της δίνει ραντεβού το ίδιο βράδυ. Η Φράνκι περιμένει να την πάει για χορό.

Επιστρέφοντας στο σπίτι αδυνατεί να κατονομάσει τα συναισθήματά της. Ρωτάει την Μπερενίς αν έχει δει ποτέ της ανθρώπους που μετά να τους θυμάσαι περισσότερο σαν αίσθηση παρά σαν εικόνα, ενώ αργότερα η Μπερενίς θα της θυμίσει την επικίνδυνη συνήθεια κάποιος να της λέει μια κουβέντα κι εκείνη να την πλάθει στο μυαλό της και την αλλάζει έτσι που στο τέλος γίνεται αγνώριστη. Όμως μια άλλη συζήτηση έρχεται να χαρακτηρίσει τους τρεις συνδαιτυμόνες λίγο προτού τα κοινά τους γεύματα γίνουν παρελθόν. Καθισμένοι με τα κόκκινα τραπουλόχαρτα στο τραπέζι, κρίνουν τη δουλειά του Θεού και κάνουν τις δικές τους προτάσεις για τη βελτίωση του κόσμου. Ο Τζον Χένρι επιθυμούσε το μακρύ Του χέρι να απλώνεται από εκεί ως την Καλιφόρνια, λερό από σοκολάτα και βροχές λεμονάδας, ενώ η αρθρωτή Του ουρά να χρησιμοποιείται σαν κάθισμα με ζαχαρωτά λουλούδια. Στον κόσμο της Φράνκι ο καθένας έχει ένα αεροπλάνο και μια μοτοσυκλέτα, το καλοκαίρι καταργείται και οι άνθρωποι μπορούν ακαριαία να αλλάζουν από αγόρια σε κορίτσια και τανάπαλιν ή, έστω όλοι οι άνθρωποι θα είναι μισοί αγόρια και μισοί κορίτσια. Είναι πραγματικά απρόσμενη η σκέψη της δεσποινίδας αλλά και της ίδιας της συγγραφέως, εν έτει 1946!

Αλλά είναι και ο ποθητός κόσμος της Μπερενίς που εκφράζει την ευρύτερη σκέψη της ΜακΚάλερς: είναι δίκαιος και ορθολογικός, χωρίς λευκούς να κάνουν τους έγχρωμους να νιώθουν φτωχοί και αξιολύπητοι, ενώ όλοι οι άνθρωποι συμβιώνουν σαν μια μεγάλη ευτυχισμένη οικογένεια, Θα υπήρχε δωρεάν τροφή για κάθε ανθρώπινο στόμα και όλοι θα δούλευαν για ό,τι παραπάνω επιθυμούσαν να φάνε και να αποκτήσουν. Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι η συγγραφέας έβαζε συχνά μέσα στα βιβλία της έγχρωμους ήρωες, προς μεγάλη δυσαρέσκεια ενός μεγάλου μέρους αναγνωστών. Πολύ περισσότερο, η ΜακΚάλερς διατρανώνει το δικαίωμα κάθε γυναίκας στην απόλαυση της ζωής, καθώς η Μπερενίς τονίζει πως έχει το ίδιο δικαίωμα όπως και όλοι οι άλλοι να περνάει καλά για όσο περισσότερο μπορεί.

Στο σιωπηλό δωμάτιο του ξενοδοχείου ο στρατιώτης της φαίνεται ξέμπαρκος και άσχημος· και, το χειρότερο, αδυνατεί να τον φανταστεί στην Μπούρμα, στην Αφρική ή στην Ισλανδία, ούτε καν στο Άρκανσο. Μια αλλόκοτη δυσφορία τρυπώνει λαθραία μέσα της, και προάγγελός της είναι μια γνώριμη σιωπή. H απάντησή της στο πλησίασμά του είναι μια γερή κανατιά στο κεφάλι, μια άτακτη φυγή και η αγωνία όλων των επόμενων ημερών για την τύχη του.

Στο τελευταίο λοιπόν απομεσήμερο όλων των απομεσήμερων και στην τελευταία βραδιά όλων των βραδιών, όλες οι συνήθειες φαίνονται γλυκές: Τούτο το τελευταίο βράδυ, την τελευταία φορά που οι τρεις τους ήταν μαζί στην κουζίνα, είχε την αίσθηση ότι υπήρχε κάτι οριστικό που έπρεπε να πει ή να κάνει προτού φύγει. Εδώ και πολλούς μήνες ήταν έτοιμη να αφήσει τούτη την κουζίνα, να φύγει και να μη ξαναγυρίσει ποτέ· τώρα όμως που είχε έρθει η ώρα εκείνη καθόταν εκεί, ακουμπώντας το κεφάλι και τον ώμο της στο κούφωμα της πόρτας, κάπως ανέτοιμη. Ήταν η ώρα του σκοτεινιάσματος, όταν τα σχόλιά τους είχαν έναν θλιμμένο και όμορφο, τόνο, παρότι δεν υπήρχε τίποτα θλιμμένο ή όμορφο στο νόημα των λέξεων. [σ. 187]

Ο γάμος ήρθε και έφυγε σαν ένα όνειρο, γιατί τα συμβάντα διαδραματίστηκαν σε έναν κόσμο πέραν των δυνάμεών της, ξέχασε να επιδώσει το γράμμα της, δεν πρόλαβε καν να πει «είστε το δικό μου εμείς» και της έμεινε η δυσβάσταχτη αίσθηση ότι το ζευγάρι δεν ξέρει τίποτα. Όλοι της φέρθηκαν σα να είναι μωρό, το ξέσπασμά της αποτέλεσε την «τελευταία εφιαλτική παράσταση ενός απρογραμμάτιστου ρόλου» και στο τέλος το αυτοκίνητο των νεόνυμφων χάθηκε στην καυτή σκόνη του δρόμου.

Ο σκοπός της όμως να φύγει παραμένει ισχυρός, γιατί πάντα την περιμένει ένα Σικάγο ή μια Νέα Υόρκη. Σε μερικές έξοχες σελίδες, η Φράνκι περιπλανιέται στους νυχτερινούς δρόμους με τους ελάχιστους ανθρώπους πλέον να της φαίνονται απειλητικοί, με εξαίρεση μια έσχατη, απατηλή λάμψη πως το ζευγάρι ήρθε να την πάρει, κι ενώ κυριαρχεί πεποίθηση ότι πρέπει να βρει οποιονδήποτε για να φύγει μαζί του. Ακόμα και στο μοναδικό μέρος που μπορεί να την δεχτεί, το αγαπημένο της μπαρ, τα πάντα είναι διαφορετικά: το τζουκ μποξ παίζει ένα ελεεινό μπλουζ, στα βλέμματα των θαμώνων δεν υπάρχει ίχνος σύνδεσης και ανάμεσα στον εαυτό της και σε όλα τα μέρη της γης υπάρχει ένα χάσμα μεγάλο σαν φαράγγι. Ο κόσμος που εχθές την συμπεριέλαβε τώρα ξανά απομακρύνεται. Ευτυχώς η νεότητα εξ ορισμού μπορεί για κάθε ακυρωμένο σχέδιο να φτιάξει διπλάσια και περισσότερο ρεαλιστικά κι έτσι ο γύρος του κόσμου με μια νέα φίλη σ’ ένα κάπως λιγότερο άμεσο μέλλον θα παραμερίσει όλα τα άλλα.

Φιλάσθενη από μικρή, με πολλές ταλαιπωρίες στην ζωή της, με έναν γάμο ταραχώδη, γεμάτο αλκοόλ και εξωσυζυγικές σχέσεις, με σειρά εγκεφαλικών που άφησαν παράλυτη την αριστερή της πλευρά, η Κάρσον ΜακΚάλλερς εις πείσμα όλων, δεν σταμάτησε να γράφει και μας μένουν τα λίγα αλλά αξιανάγνωστα βιβλία της.

Εκδ. Διόπτρα, 2022, σελ. 272, μτφ. Έφη Τσιρώνη [Carson McCullers – The member of the wedding, 1946]. Περιλαμβάνεται τετρασέλιδη εισαγωγή της μεταφράστριας και τρισέλιδο βιογραφικό της συγγραφέως.

Στις εικόνες έργα των: Pierre Mornet, Veikko Vionoja, Marion Greenwood και Emiliano Ponzi. H τελευταία εικόνα της McCullers από τον Lyndon Hayes.

Σχολιάστε