Πώς μπορεί κανείς να ξεχάσει ένα τέλος σαν κι εκείνο της τηλεοπτικής σειράς The Sopranos; Ο Tony Soprano (o έξοχος James Gadolfini), πενηντάρης νονός της ιταλικής μαφίας στο Νιού Τζέρζυ, έχει ραντεβού με την γυναίκα και τα παιδιά του σε ένα φθηνό εστιατόριο. Είναι πλέον στο στόχαστρο όχι μόνο των μαφιόζων εχθρών του αλλά και της ομοσπονδιακής αστυνομίας. Το πλάνο είναι υποκειμενικό: βλέπουμε ό,τι βλέπει ο ίδιος: την πόρτα του μαγαζιού που κάθε τόσο ανοίγει με τον χαρακτηριστικό ήχο από ένα καμπανάκι. Σε λίγο πρόκειται να μπει και η κόρη του στο μαγαζί. Κάποιος κάθεται στο μπαρ και σηκώνεται να πάει στην τουαλέτα. Κι ύστερα cut και απόλυτο μαύρο, επί δέκα δευτερόλεπτα, και μετά τίτλοι τέλους. Τι έγινε; Οι τηλεθεατές βράζουν, δεν γνωρίζουν τι έχει συμβεί, οι δημιουργοί της σειράς τους στέλνουν να βρουν την απάντηση σε κάποιο από τα προηγούμενα επεισόδια ή στο ίδιο το πνεύμα του Σοπράνο. Πρόκειται για μια αφήγηση πρωτόγνωρη για το «μέσον» που λέγεται τηλεόραση· είναι η αρχή μιας νέας εποχής.
Οι Sopranos (1999-2007) υπήρξαν πράγματι μια καθοριστική περίπτωση νέας τηλεοπτικής σειράς. Πώς μεγαλώνει μια μοντέρνα οικογένεια μαφιόζων; Τι είδους προσωπικές εμπειρίες και υπαρξιακές ανησυχίες μπορεί να έχουν τα μέλη της; Το καινοφανές και εξαιρετικό της σειράς: η οικογένεια ενός γκάνγκστερ εισβάλλει στο σπίτι μας και εγκαθίσταται εκεί για έξι χρόνια. Η αντίστιξη της εγκληματικής δράσης με την καθημερινότητα μιας νεόπλουτης οικογένειας, ο σωστός ρυθμός βίας που μόνο ως εξαίρεση σπάει την οικογενειακή αρένα, η αντιφατική θέση του πατέρα στο σπίτι και στην δουλειά, οι υπαρξιακές του (μέχρι κρίσεων πανικού) ανησυχίες καθώς έχει συνείδηση της περιορισμένης ζωής που διαθέτει, όλα δημιούργησαν μια σπάνια τηλεοπτική σειρά. Παρά τα όσα κατακτούσε, ο Τόνι Σοπράνο ήταν ένας εξαιρετικά απομονωμένος και δυστυχισμένος άνθρωπος. Όταν καμιά φορά ερχόταν σε επαφή με την οικογένειά του, γινόταν ευτυχισμένος· αλλά αυτό ήταν σπάνιο. Στον πυρήνα του το σίριαλ, λέει ο δημιουργός του David Chase, ήταν περισσότερο ο Προυστ παρά ο Νονός.
Αν στην Αγγλία η παράδοση είναι το Whodunit, στις ΗΠΑ είναι ο ρεαλισμός στους δρόμους. Κι ο David Simon αναδείχθηκε σε Τζέημς Ελλρόυ της τηλεόρασης. Ο δημιουργός του The Wire ξεκίνησε, άλλωστε, ως αστυνομικός ρεπόρτερ και δημιουργός της σειράς Homicide: Life on the Street (1993-1999), ερευνώντας ακριβώς τα στρώματα της διαφορετικής κουλτούρας που συναντά κανείς στον δρόμο, ενώ στην δεύτερη τηλεοπτική του απόπειρα, The Corner εστίαζε πλέον στην σύγκρουση με τους μηχανισμούς. Το κάστινγκ του απέφυγε τα γνωστά ονόματα και οι ηθοποιοί έπαιζαν στο στυλ του John Cassavetes και του ανεξάρτητου αμερικανικού σινεμά δεκαετίας του 1960. Και στις δυο περιπτώσεις το σκηνικό είναι η Βαλτιμόρη, ενώ η μουσική των τίτλων διάλεγε ένα τραγούδι από το Frank’s Wild Years του Tom Waits.
To στοίχημα του The Wire (2002-2008) είναι πλέον μεγάλο: το συνδρομητικό HBO είναι υπόλογο μόνο στους συνδρομητές του και όχι στις νομικές διατάξεις για το τηλεοπτικό περιεχόμενο και ο σκοπός είναι, σύμφωνα με τα λόγια του, να παλουκωθούν οι τηλεθεατές μπροστά στην οθόνη και να εμπλακούν με κάθε τρόπο. Η κάμερα ακολουθεί τους κανόνες της υποκλοπής και παρακολουθεί τα πάντα, η γλώσσα του δρόμου και της υποκουλτούρας είναι συχνά πρωτόγνωρη, το αστυνομικό τηλεοπτικό αφήγημα και τα κλασικά cop shows τώρα αποκτούν τη μυθοπλασία του ντοκιμαντέρ και μετατρέπονται σε κοινωνιολογία του εγκλήματος. Η οπτική ανοίγει σε ολόκληρη την Βαλτιμόρη: δημαρχία, σχολεία, συνδικάτα, τύπος. Οι χαρακτήρες έχουν όλοι προδοθεί από αυτούς τους μηχανισμούς. Το συγγραφικό εγχείρημα ήταν εξίσου ασυνήθιστο: ο Σάιμον επέλεξε ως συνεργάτες του συγγραφείς που είχαν επαφή με τις τοπικές τους κοινωνίες: George Pelecanos, Dennis Lahane, Richard Price. H συμβίωση της πολύχρωμης υποκουλτούρας του δρόμου με την εξουσία του λευκού κατεστημένου και την αλληλεπίδραση των μηχανισμών τους δεν είναι μόνο απλά γεγονός αλλά και η νέα μας τηλε-οπτική.
Αν λοιπόν η τηλεοπτική μυθολογία έχει δυο άξονες, την «οικογένεια» και τον «ήρωα», το Breaking Bad (Η δημιουργία του κακού) (2008-2013) είναι η απόλυτη ανατροπή του ήρωα: ο Ουώλτερ Ουάιτ μετατρέπεται από ταπεινός καθηγητής και εργάτης σε πλυντήριο αυτοκινήτων σε αδίστακτο παραγωγό μπλε μεθαμφεταμίνης, συνεργαζόμενος με έναν πρώην μαθητή του (ιδανική ευκαιρία να αποδοθούν οι διάφορες πλευρές της σχέσης δάσκαλου / πατέρα και μαθητή / γιου). Γύρω του κινούνται αμίμητοι δεύτεροι χαρακτήρες, όπως ο χαρισματικός απατεώνας δικηγόρος Saul Goodman (τόσο ιδιαίτερος ώστε αποτέλεσε και ο ίδιος τον βασικό ήρωα της εξίσου έξοχης σειράς Better Call Saul) ή ο Gus Fring, ο μειλίχιος υπεράνω υποψίας διακινητής παραισθησιογόνων ουσιών με βάση ένα junk food κατάστημα. Οι γωνίες λήψης είναι ευρηματικές και τα πλάνα ιδιόρρυθμα, ενώ έτσι όπως κινηματογραφείται η επαρχιακή πόλης Αλμπεκέρκυ της πολιτείας του Νέου Μεξικού θυμίζει τον Τζον Φορντ στα καλύτερά του.
Από σεναριακή άποψη το Breaking Bad δημιουργήθηκε συλλογικά στο δωμάτιο των συγγραφέων, το περίφημο writer’s room της νέας τηλεόρασης. Ο σεναριακός άξονας της σειράς είναι φαινομενικά το κλασικό «όλα για την οικογένεια». Οι πάντες πράττουν εγκλήματα για το καλό των οικείων τους. Το κλειδί όμως στον σχεδιασμό της σειράς είναι η τοποθέτηση του ήρωα σε οριακή κατάσταση, η οποία δημιουργεί απρόσμενες ψυχολογικές «βαριάντες» (τύπου Simenon, Highsmith, Hitchcock). Εδώ βρίσκεται η μεγάλη ανατροπή της σειράς: από ένα σημείο και μετά, ο Ουώλτερ δεν κάνει όλα αυτά πλέον για την οικογένειά του αλλά για την προσωπική του ευχαρίστηση. Βγάζει τον χειρότερο και τον καλύτερο εαυτό του εκδικούμενος τους πάντες: από κανένας γίνεται επιτέλους κάποιος. Αυτή δεν είναι η πεμπτουσία του Αμερικανού ήρωα από την εποχή κατάκτησης της Δύσης;
Το αμερικανικό House of Cards, βασιζόμενο στην παλιά ομώνυμη αγγλική μίνι σειρά (όπου ο αρχηγός του Συντηρητικού Κόμματος έχει κάτι από τον σαιξπηρικό Ριχάρδο τον 3ο και καινοτομεί απευθυνόμενος κάθε τόσο στο κοινό του σχολιάζοντας με κυνισμό την τακτική του) κρατάει μερικά βασικά σεναριακά της τεχνάσματα και αρχικά καινοτομεί βγάζοντας ολόκληρη την σαιζόν την ίδια στιγμή, 13 επεισόδια μεμιάς. Γνωρίζοντας οι ηθοποιοί όλη την εξέλιξη, μπορούν να σχεδιάσουν ανάλογα το παίξιμό τους. Ο άκρατος ατομικισμός επικρατεί και εδώ, ο νέος κυνικός πρόεδρος προσεύχεται στον εαυτό του για τον εαυτό του και η σύγχρονη γεωπολιτική κατάσταση έχει πλέον την τηλεοπτική σειρά της.
Το House of Cards παρουσιάζεται μαζί με το Homeland στο κεφάλαιο «Προβλήματα της Αυτοκρατορίας», ενώ τα υπόλοιπα κεφάλαια επισκοπούν το αγγλικό Whodunit (Morse, Tennison, Foyle), τον χρυσό και την αιμομιξία (Deadwood, Broadwalk Empire), τους Mad Men και την κριτική, το True Detective ως την επιστροφή των επιγόνων του Πόου, τις μίνι σειρές (Top of the Lake / Fargo / Generation Kill / Oliver Cotteridge), τις σκανδιναβικές σειρές The Killing, Wallander, The Bridge και την δεύτερη ζωή και τον θάνατο του Ηρακλή Πουαρώ. Ένα επίμετρο με τις ανανεώσεις κι ένα υστερόγραφο Χίτσκοκ ολοκληρώνουν το βιβλίο που παρουσιάζει με συνοπτικό αλλά πλήρη και κατατοπιστικό τρόπο το θέμα του. Στο τελευταίο κείμενο αποθησαυρίζεται μια φράση του Χίτσκοκ που ερμηνεύει σε μεγάλο βαθμό το πνεύμα της νέας τηλεόρασης: «Καταλαβαίνετε τώρα τι αγωνία τραβάω, όταν σε κάθε επεισόδιο φοβάμαι ότι μπορεί να κλείσετε την τηλεόραση, να μαυρίσει η οθόνη και να με βγάλετε από την ζωή».
Δεν θα σας αφήσω όμως χωρίς απάντηση σχετικά με το τι συνέβη στο περίφημο τέλος του Σοπράνο. Όσοι το είδαν γνωρίζουν, όσοι δεν το είδαν ίσως έχουν την απορία. Έχοντας περάσει τα πάνδεινα, εξαιτίας και ενός παραλίγο θανατηφόρου συμβάντος, ο Σοπράνο εκτιμά διαφορετικά τη ζωή, επιχειρεί να φύγει από την παρανομία και θέλει να ξαναζήσει ήρεμες στιγμές με την οικογένειά του· έχει συμβιβαστεί με τους αντιπάλους, έχει κάνει ανακωχή. Αλλά υπάρχουν εχθροί που δεν συμβιβάζονται και το γνωρίζει. Ο χρόνος θα είναι πάντα σχετικός κι από εδώ και στο εξής άγνωστης διάρκειας. Στο εστιατόριο μπροστά στο τραπέζι του βρίσκεται ένα μικρό φορητό τζουκ μποξ απ’ όπου επιλέγει ένα τραγούδι: το Don’t stop believin’ των Journey. Η εμπορική Adult Oriented Rock που κάποτε σνομπάραμε, τώρα παίρνει ιδανική θέση. Ολόκληρη η ζωή του περνάει μέσα από τους στίχους του τραγουδιού. Just a small town girl / Livin’ in a lonely world / She took the midnight train / Goin’ anywhere // Just a city boy / Born and raised in South Detroit / He took the midnight train / Goin’ anywhere… Στο αποκορυφωτικό κιθαριστικό ριφ σηκώνεται ο περίεργος τύπος από το μπαρ και ακολουθεί σιωπή και σκοτάδι.
Η πρώτη μου σκέψη ήταν πως δεν έχει καμία σημασία η συνέχεια. Τι σημασία έχει αν συνεχίσει να ζει, εφόσον θα έχει μια ζωή γεμάτη ανησυχία, με ανά πάσα στιγμή πιθανό το τέλος της. Μήπως επειδή ο ήρωας αγαπήθηκε ιδιαίτερα δεν θέλησαν οι δημιουργοί της σειράς να μας τον δείξουν να γαζώνεται; Μήπως μας θυμίζουν πως μπήκαμε αδιάκριτα στο σπίτι μιας οικογένειας και τώρα είναι καιρός να φύγουμε; Όχι, όλα ταιριάζουν περίτεχνα αν συγκολλήσουμε μια σειρά φράσεων του ίδιου του Σοπράνο και των φίλων του: όλα έρχονται ξαφνικά, η ζωή είναι ούτως ή άλλως φευγαλέα, ο χρόνος της αδυσώπητος και ο αναμενόμενος θάνατος σταματά τα πάντα. Τα πρώτα δέκατά του είναι ένα σκοτάδι, δεν ακούς ούτε την σφαίρα γιατί πρώτα πεθαίνεις και μετά φτάνει ο ήχος της. Κι εμείς δεν ακούσαμε την σφαίρα γιατί είδαμε τον θάνατο από τα ίδια του τα μάτια.
Θα ήθελα να προσθέσω ένα ακόμα ιδιαίτερο στοιχείο από την σειρά: ο πιστός φίλος του, μια υπέροχη καρικατούρα μόνιμα δίπλα του, με σκυφτό σώμα και σουφρωμένο στόμα, ο Σίλβιο, έμεινε μαζί του σε κάθε αναταραχή, πάντα μ’ ένα αντρικό αστείο ή ένα συνενοχικό αγκάλιασμα. Κάποιοι αργήσαμε να πάρουμε είδηση πως επρόκειτο για τον δαιμόνιο κιθαρίστα της E Street Band του Bruce Sprinsteen, τον Steven Van Zandt, που, χωρίς το αιώνιο μαντήλι του στα μαλλιά, έφτιαχνε έναν αξέχαστο δεύτερο ρόλο.
Εκδ. Άγρα, 2015, σελ. 99. Περιλαμβάνεται γυαλιστερό 24σέλιδο με μαυρόασπρες φωτογραφίες.
Πρώτη δημοσίευση σε συντομότερη μορφή: Fanzine Lung, τεύχος 5 (Φεβρουάριος 2020).
Στις εικόνες: Sopranos επί 2, Breaking Bad επί 3, η Κυρία του House of Cards, μια έξοχη στιγμή από τον τρίτο κύκλο του Fargo, Sopranos επί 2, Steven Van Zandt ως Σίλβιο και ως Steven Van Zandt.
0 Σχόλια to “Ανδρέας Αποστολίδης – Το μαύρο καρέ. Οι αστυνομικές σειρές και η τηλεοπτική άνοιξη μετά το 2000”