Θα επιστρέψω κι εγώ λοιπόν στον Αύγουστο του 1992 να συνοδεύσω τον συγγραφέα στην περιήγησή του με τα πόδια στην κομητεία Σάφφολκ της Ανατολικής Αγγλίας. τότε που είχε την ελπίδα να ξεφύγει από το κενό που τον πλημμύριζε όποτε ολοκλήρωνε μια εκτενή εργασία. Θα μοιραστώ μαζί του τόσο την «υπέροχη αίσθηση ελευθερίας κινήσεων» όσο και την παραλυτική φρίκη που τον κατακυρίευε όποτε τύχαινε να βρεθεί αντιμέτωπος με τα ίχνη που είχε αφήσει πίσω της η καταστροφή – η οποιαδήποτε καταστροφή. Θα τον αφήσω ένα χρόνο σε κατάσταση απόλυτης ακινησίας στο νοσοκομείο της επαρχιακής πρωτεύουσας Νόριτς. Εκεί στον όγδοο όροφο, όπου ένιωθε να ταξιδεύει με αερόστατο, όταν μετά την εγχείρηση οι αδελφές μούσκευαν τα χείλη του με ένα μικρό ροδοκόκκινο σφουγγάρι, εκείνος θυμήθηκε τα γλειφιτζούρια με τους κύβους από λουκούμι που κάποτε αγόραζε στα εμποροπάζαρα.
Από το Νόριτς του 17ο αιώνα εφορμούσε ο Τόμας Μπράουν, ένα ερευνητής ιατρός, λόγιος με μια ιδιαίτερη, συναρπαστική για τον συγγραφέα πρόζα, που επιχείρησε να περιγράψει μεταξύ άλλων με πόση κομψότητα γεωμετρεί το χέρι της φύσης. Τίποτα δεν αντέχει στο χρόνο, έγραφε ο Μπράουν. Πάνω σε κάθε νέα μορφή επικάθεται ήδη ο ίσκιος της καταστροφής. Ενάντια στη μορφή του ρέοντος χρόνο δεν έχει βρεθεί αντίδοτο. Ο χειμερινός ήλιος υποδηλώνει ότι αργά γρήγορα το φως θα σκεπαστεί από στάχτη, ότι σύντομα θα μας τυλίξει η νύχτα. Ακόμα και οι μεγάλες δυναστείες δεν κράτησαν περισσότερο από όσο ζουν μαζί τρεις βελανιδιές.
Κι ωστόσο, έλεγε ο Μπράουν, κάθε γνώση περιβάλλεται από αδιαπέραστο σκοτάδι. Δεν αντιλαμβανόμαστε παρά τις ξαφνικές λάμψεις στην άβυσσο της άγνοιας, στο οικοδόμημα του κόσμου που κλονίζεται από βαθείς ίσκιους. Μελετάμε την τάξη των πραγμάτων, δίχως όμως να συλλαμβάνουμε την εσωτερική της δομή, λέει ο Μπράουν. Να γιατί αρμόζει στη φιλοσοφία μας να γράφεται μόνο με πεζά γράμματα, με τις συντομογραφίες και τα στενογραφήματα της εφήμερης φύσης, τις μοναδικές αναλαμπές της αιωνιότητας. [σ. 31]
Ανεβαίνω συντροφιά με τον Ζέμπαλντ στην παλιά πετρελαιοκίνητη αμαξοστοιχία, βουτηγμένη στην καπνιά και στη γλίτσα ως τα παράθυρα. Δρομολόγιο μέσα από τους αγρούς, τις τσιμινιέρα ενός εργοστασίου ζαχαρότευτλων, χλόη και κυματιστές καλαμιές. Ένα περιβάλλον που μοιάζει με παράξενο μάθημα στην ιστορία της εξέλιξης, η οποία κατά καιρούς έχει την τάση να επαναφέρει τα προγενέστερα στάδιά της με μια δόση αυτοσαρκασμού. Βλέπουμε τις πλωτές εξέδρες γεώτρησης στο Λόεστοφ, άλλοτε ελπιδοφόρες της ανάκαμψης, αργότερα στην υπηρεσία του υπαρκτού καπιταλισμού της Θάτσερ και αναπόφευκτα χρεωμένες στην κερδοσκοπία και καταποντισμένες στην χρεοκοπία. Κι όταν η βαρόνη εξαφανίστηκε έμειναν τα καρνάγια και τα εργοστάσια με λουκέτο…
…άλλο να διαβάζεις στις εφημερίδες για τα λεγόμενα unemployment blackspots και άλλο να βαδίζεις μια σκυθρωπή βραδιά ανάμεσα στις συστοιχίες των κατοικιών με τις ρημαγμένες προσόψεις και τους άχαρους κηπάκους, και φτάνοντας κάποτε στο κέντρο της πόλης να βρίσκεσαι περιστοιχισμένος από αίθουσες ηλεκτρονικών παιχνιδιών, λέσχες για μπίνγκο, πρακτορεία στοιχημάτων, βιντεοθήκες, παμπ με σκοτεινές εισόδους απ’ όπου ξεχύνεται η ξινή μυρωδιά της μπύρας, φτηνομάγαζα και αμφιβόλου ποιότητος ξενώνες….[σ. 56]
Αφήνουμε τις αποβάθρες του λιμανιού με τις δεκάδες μηχανότρατες δεμένες στους κάβους, άχρηστες και παροπλισμένες, και μπαίνουμε στους δρόμους της πόλης, τους πνιγμένους στα γαλάζια καυσαέρια της βενζίνης. Μια πόλη που έχει αφεθεί στο έλεος ενός αργόσυρτου μαρασμού, ενώ άλλοτε αποτελούσε ένα από τα σπουδαιότερα αλιευτικά λιμάνια του Ηνωμένου Βασιλείου αλλά και μια από τις ξακουστές λουτροπόλεις. Μένει η υπόστηλη προβλήτα, η πιο καλαίσθητη σε ολόκληρη την ανατολική ακτή, που κάποτε φιλοξενούσε αίθουσες και αναγνωστήρια και προπάντων μνήμες καλοκαιριών.
Κατεβαίνουμε νότια, παράλληλα με την παραλία όπου κάθε λογής πρόχειρα αντίσκηνα ακολουθούν το χείλος της θάλασσας. Θα έλεγε κανείς ότι εδώ, στο έσχατο άκρο της νήσου, έχουν καταλύσει οι τελευταίοι εναπομείναντες ενός νομαδικού λαού – από ένα τρανζιστοράκι ξεχύνεται ένας κακόηχος βραχνός θόρυβος, σαν να συνομιλούν μεταξύ τους τα βότσαλα καθώς τα σέρνει μπρος – πίσω το κύμα. […] Μάλλον μου φαίνεται ότι απλώς προτιμούν να βρίσκονται σε ένα μέρος όπου έχουν πίσω τους τον κόσμο και μπροστά τους την απόλυτη απεραντοσύνη. [σ. 67]
Εδώ γύρω, κάθε χρόνο, χιλιάδες τόνοι υδραργύρου, καδμίου και μολύβδου, βουνά ολόκληρα από λιπάσματα και παρασιτοκτόνα καταλήγουν μέσα από τους ποταμούς και τα ρέματα στον Γερμανικό ωκεανό. Ένα μεγάλο μέρος των βαρέων μετάλλων και των υπόλοιπων τοξικών ουσιών κατακάθεται στα αβαθή νερά της σύρτης του Ντόγκερ. Τα θηλυκά ψάρια εμφανίζουν σε όλο και μεγαλύτερο ποσοστό μεταλλαγμένα άτομα με αρσενικά γεννητικά όργανα και το τελετουργικό μέρος του ζευγαρώματος δεν είναι πλέον παρά ένας χορός θανάτου, εκ διαμέτρου αντίθετος με όσα έχουμε ποτέ διδαχτεί γύρω από το θαύμα της αναπαραγωγής και διαιώνισης των έμβιων όντων.
Ο δρόμος γεμάτος σταθμούς συλλογισμού· ερειπωμένα αρχοντικά, χέρσοι αγροί, χορταριασμένες επαύλεις, κοπάδια από χοίρους. Είναι άραγε τα ίδια ζώα στα οποία ο Κύριος πρόσταξε να εισέλθουν τα ακάθαρτα πνεύματα, με αποτέλεσμα η αγέλη να γκρεμιστεί στα απόκρημνα βράχια; Ο συγγραφέας αναρωτιέται κατά πόσο η φρικιαστική αυτή ιστορία ανταποκρινόταν στην περιγραφή ενός αξιόπιστου μάρτυρα. Διότι αν όντως συνέβησαν έτσι τα πράγματα ο Κύριος και Θεός μας είχε υποπέσει σε ένα τραγικό ιατρικό σφάλμα· ή μήπως επρόκειτο για μια παραβολή που είχε επινοήσει ο Ευαγγελιστής για να υπαινιχθεί ότι ο νοσηρός ανθρώπινος νους είναι πλασμένος για να ξεσπά μονίμως πάνω σε ένα άλλο είδος που εμείς οι ίδιοι το θεωρούμε κατώτερο και άξιο μόνο για να εξοντωθεί; [σ. 83]
Αυτός είναι ο τρόπος του Ζέμπαλντ, για τον οποίο έχουμε άλλωστε ήδη γράψει εδώ· συνδυάζει κάθε είδους κείμενο και θέμα με τρόπο τόσο συναρπαστικό, που στο γύρισμα κάθε σελίδας έχεις την ίδια επιθυμία να διαβάσεις το προσωπικό του ημερολόγιο, τις τοπογραφικές του πρόζες, τις ταξιδιωτικές του εντυπώσεις, τις μνημονικές του καταγραφές, τις προσωπικές του έρευνες, τα στοχαστικά του δοκίμια, τις ιστορικές του χρονογραφήσεις. Ο σπάνιος αυτός συγγραφέας εκκινεί από οτιδήποτε· μια απλή παρατήρηση, ένα πρόσωπο, ένα βλέμμα, ένα βιβλίο, ένα περιοδικό, μια ιδέα, μια έκλαμψη.
Όταν, για παράδειγμα, βρεθεί στο Σάουθοουλντ, θα εξομολογηθεί την απουσία κάθε διάθεσης να δοκιμάσει στα μαγειρεία της περιοχής και θα παραδεχτεί ότι προτίμησε να μπει στο πλησιέστερο φαστ φουντ, όπου όρθιος, κάτω από το ανελέητο φως το ταμείο ένιωθε σαν εγκληματίας καταζητούμενος σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης. Κι ύστερα στο ξενοδοχείο, θα αποκοιμηθεί με την βελούδινη πολυθρόνα μπροστά στην τηλεόραση, όπου παίζει ένα ντοκιμαντέρ για το BBC και τον μέχρι τότε άγνωστό του Ρότζερ Κέησμεντ.
Κι ο ταξιδιώτης μας θα αρχίσει να ερευνά την σπάνια ιστορία αυτού του προσώπου, όπως διαπλέκεται με τον Τζόζεφ Κόνραντ, κι έτσι θα γράψει μερικές απολαυστικές δοκιμιακές σελίδες για τον καπετάνιο συγγραφέα, ακολουθώντας τον μέχρι το Κονγκό… …ανάμεσα στους σωρούς από σκαμμένο χώμα και στα διάσπαρτα καλύβια με τις σκουριασμένες σκεπές από αυλακωτή λαμαρίνα, στο βάθος του γκρεμού όπου κυλά ορμητικά το ποτάμι…σε τούτη την αρένα που του θυμίζει νταμάρι, με το ακατάπαυστο βουητό από τους καταρράκτες να πλανιέται στην ατμόσφαιρα όταν, όπως παρατηρεί αργότερα διά στόματος Μάρλοου στην Καρδιά του σκότας, έξω από τις παρυφές της κατοικημένης ζώνης βρίσκεται ξάφνου σε ένα μέρος όπου έχουν αποτραβηχτεί για να πεθάνουν όσοι από τους εργάτες είναι κιόλας τσακισμένοι από τις αρρώστιες, την πείνα και τον κάματο. Σαν σφαγιασμένοι κείτονται εκειδά μέσα στο γκρίζο σκοτάδι, στον πάτο του φαραγγιού… Κι ύστερα, σε μια ατέλειωτη πορεία, θα έχει όλο το χρόνο να συνειδητοποιήσει ότι όσα μαρτύρια κι αν υφίσταται ο ίδιος δεν είναι αρκετά για να τον απαλλάξουν από την ενοχή που του επισύρει η παρουσία του και μόνο στο Κονγκό. [σ. 137, 138]
Εκείνος ο Ρότζερ Κέησμεντ θα είναι ο πρώτος που θα δώσει στη δημοσιότητα στοιχεία για τις μεθόδους και την έκταση των εγκλημάτων που διαπράχθηκαν εις βάρος των ιθαγενών στην πορεία της εξερεύνησης του Κονγκό – μια σειρά ιστοριών που επισκιάζουν ακόμα και την βιβλική ιστορία των Παθών. Άλλη μια ευκαιρία για τον συγγραφέα να εγκιβωτίσει την ιδιαίτερη ιστορία ενός ανθρώπου που τελικά καταδικάστηκε για εσχάτη προδοσία και εκτελέστηκε…
Από την Αικατερίνη της Σιένα στον υποκόμη Σατωμπριάν, από τα γραπτά του τελευταίου ως τις ταξιδιωτικές εντυπώσεις του Ντιντερό, από τους αλμυρόβαλτους του Μίντλτον ως τον ερεικώνα του Ντάνιτς με τον περίφημο ερειπωμένο ναό των αγίων Πάντων το χείλος της χαράδρας πάνω από την θάλασσα, από τον οίκο του Φ.Σ. Φιτζέραλντ μέχρι το ταπεινό σπίτι του αγρότη Άλεκ Γκάρραντ που εδώ και δεκαετίες μαστορεύει αργά αργά μια μακέτα του χαμένου Ναού της Ιερουσαλήμ, ο Ζέμπαλντ γράφει ταυτόχρονα τον κόσμο και για τον κόσμο και συγγράφει την αδιάσπαστη ενότητα όλων των ειδών του λόγου και όλων των λογιών τις σκέψεις.
Εκδ. Άγρα, 2009, μτφ. από τα Γερμανικά: Γιάννης Καλιφατίδης, σελ. 340, με δωδεκασέλιδες μεταφράσεις ξενόγλωσσων χωρίων [Die Ringe des Saturn, 1995].
Reblogged this on anastasiakalantzi50.