Κυκλώνοντας την νεοελληνική λογοτεχνία
Η σύγχρονη συγκυρία δεν ευνοεί την λογοτεχνική κριτική, που ασφυκτιά στα στενά χωρικά όρια του τύπου, ακολουθεί λαχανιαστά την επικαιρότητα με την πλέον αυστηρή έννοια (ένα βιβλίο μηνών μπορεί να θεωρείται παλαιό) και συνθλίβεται μπροστά στην πρόκριση της παρουσίασης αμέτρητων εκδόσεων. Καλύτερα μια παράγραφος για καθένα από χίλια βιβλία, παρά χίλιες λέξεις για ένα βιβλίο: ιδού η βασική κατευθυντήρια αρχή. Έτσι ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης της λογοτεχνίας υποχρεούται να αρκεστεί σε σύντομα γενικόλογα και επιδερμικά σημειώματα που τελικά απλώς ενημερώνουν για την κυκλοφορία ενός βιβλίου και τίποτα παραπάνω. Τα λογοτεχνικά περιοδικά συχνά υπόκεινται σε παρεμφερείς περιορισμούς, για άλλους λόγους αλλά με το ίδιο αποτέλεσμα.
Στην περίπτωση της Νέας Εστίας το κριτικό κείμενο δικαιούται να εμβαθύνει στο υπό κρίση έργο και να λειτουργήσει ως ευπρόσδεκτος αναγνωστικός οδηγός πλοήγησης. Πολύ περισσότερο δε η εν λόγω κριτικός επιχειρεί μια γενικότερη επέκταση στο συνολικό έργο του συγγραφέα. Δεν πρόκειται όμως για μια γενικότερη θεωρητική ή δοκιμιακή προσέγγιση που ο πιθανώς «ανειδίκευτος» αναγνώστης θα δυσκολευτεί να παρακολουθήσει αλλά για μια εξαιρετικά ελκυστική – και από γλωσσική άποψη – εστίαση στο κείμενο (με συχνή παράθεση αποσπασμάτων που υποστηρίζουν τις σχετικές επισημάνσεις) κατά την οποία διατυπώνονται και ενδιαφέρουσες συνδέσεις με τα προηγούμενα έργα, εντοπίζονται γενικά χαρακτηριστικά και υποδεικνύονται ομοιότητες και διαφορές. Με τον τρόπο αυτό προτείνεται μια πανοραμική εικόνα της συνομιλίας των κειμένων του συγγραφέα αλλά και μια κριτική αποτίμηση ενός μεγάλου μέρους της σύγχρονης νεοελληνικής λογοτεχνίας, το οποίο μάλιστα σε μεγάλο βαθμό δεν έχει τύχει ειδικότερης μελέτης. Ας δούμε ενδεικτικά ορισμένα σημεία μερικών από τις τριάντα βιβλιοκρισίες του τόμου, που δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό από τον Μάρτιο του2006 έως τον Σεπτέμβριο του 2009, χρησιμοποιώντας την πλούσια γλώσσα της κριτικού.
Στην περίπτωση του Κώστα Βούλγαρη (Η περούκα της Σοφίας Νέρη) διαπιστώνεται η έμφαση στην «ανάγνωση» και ανάπλαση της εθνικής ιστορίας (με την τετραλογία του συγγραφέα να λειτουργεί ως υποσημείωσή της) και η διαρκής διατύπωση της απορίας για το πώς μπορεί το ιστορικό γεγονός να εξιστορηθεί, να προσπελαστεί από άλλες οδούς και να επαναπροσδιοριστεί ώστε να νοηματοδοτήσει τον παρόντα χρόνο. Συχνά δοκιμάζονται οι πιθανότητες επιβίωσης στο παρόν γεγονότων τετελεσμένων όχι όμως «ανενεργών» και αυτό που προσλαμβάνεται ως οριστικά ηττημένο μπορεί να διεκδικήσει μια δεύτερη ζωή. Η γλώσσα και η δομή αναδεικνύονται σε μείζονες μέριμνες τόσο κατά την αναζήτηση νέων εργαλείων κριτικής και έκφρασης όσο και ως σχόλια πάνω στην μεθοδολογία και τις ποικιλόχρωμες παρεμβάσεις βάσει των οποίων μορφώνονται οι αφηγήσεις του παρελθόντος προτού παραδοθούν ως εθνική ιστορία.
Οι θλιμμένες μορφές του Νίκου Χουλιαρά (Νερό στο πρόσωπο) συντρίβονται από επιλογές μη αναστρέψιμες, από την αξεπέραστη δυσκολία συναναστροφής και την πικρή επίγνωση ακρωτηριασμένων δυνατοτήτων. Καθώς βυθίζονται σε μια αρρωστημένη αδράνεια, στην ακινησία και τη στεγνότητα ασυντρόφευτων ημερών, η καθημερινότητα βιώνεται ως ψυχοφθόρα επανάληψη σκηνών αδιάφορων και ήδη παιγμένων και η ζωή τους μοιάζει με ισόβια κάθειρξη. Όμως ακόμα και μέσα στην παραλυτική τους απραξία επιβιώνουν ζώνες σκοτεινής συγκίνησης, στις οποίες τους οδηγεί η τριφυής δημιουργική υπόσταση του συγγραφέα (ζωγράφου, πεζογράφου, ποιητή). Στην λογοτεχνία της Κλαίρης Μιτσοτάκη (Σωρείτες) ο αναγνώστης αποκτά τη θέση ενός δυσεξιχνίαστου «εγώ» ενώ ο αφηγητής (ένας συνήθως εγγράμματος περιπατητής με «κεντροευρωπαϊκές» παραστάσεις) αποσύρεται στην κόγχη της μυθοπλασίας ελπίζοντας από εκεί να επηρεάσει τις θυμικές μετατοπίσεις των χαρακτήρων. Όμως είναι ο λόγος τελικά που στέφεται (ως) μόνος ήρωας των πεζογραφημάτων καθώς η συγγραφέας επιλέγει την έμμονη εμπιστοσύνη στην δυναμική των λέξεων και την εξαντλητικά κομψοεπή γραφή.
Σύνηθες μοτίβο στην πεζογραφία του Φαίδωνα Ταμβακάκη (Άδεια ξενοδοχεία), το ταξίδι επιβαρύνεται με την ανάγκη επούλωσης ψυχικών ελλειμμάτων και ημέρευσης υπαρξιακών αχθών. Μετατρέπεται σε μυσταγωγική διαδικασία ανακάλυψης αχαρτογράφητων εσωτερικών τοπίων, ανίχνευσης προσωπικών ορίων και αναζήτησης ενός ελκυστικότερου εαυτού. Από την άλλη, η παρουσία του αφηγητή – συγγραφέα περιγελά την αληθοφάνεια των συλλήψεων και απομυθοποιεί κάθε συγγραφική επινόηση. Παρατήρηση και καταγραφή προτάσσονται έναντι του αφηγούμενου και το θεατρικό στήσιμο υπαινίσσεται την εποπτεία του συγγραφέα. Ακόμα κι έτσι όμως προβάλλει η ιαματική επίδραση εξιστορήσεων (έστω και με τη μορφή εκμυστήρευσης πλαστών βιωμάτων και ή της υπόδυσης μιας πλασματικής ζωής) και η αδήριτη ανάγκη των μυθοποιήσεων ως αντίβαρων στις ποικιλόχρωμες ματαιώσεις που μας παραμονεύουν.
Τα πρόσωπα Μιχάλη Φακίνου (Αναμνήσεις ενός λωτοφάγου) σπανίως εγκατοικούν σε ένα μόνο μυθιστόρημα, καθώς ο συγγραφέας συχνά επαναχρησιμοποιεί παλιές συλλήψεις και ασκεί μια μορφή μυθοπλαστικής κλωνοποίησης. Η κριτικός εστιάζει στον εντοπισμό δανείων από προγενέστερες μυθιστορηματικές καταθέσεις και ξεχωρίζει τις περιπτώσεις που εκείνα αποβαίνουν λειτουργικά, όταν δηλαδή ξεφεύγουν από την ξερή επανάληψη και μετατοπίζονται από την αρχική τους θέση για να αποκτήσουν ένα άλλο νόημα μέσα σε διαφορετικά συμφραζόμενα. Από την άλλη, η στατικότητα της ανεξέλικτης μυθοπλασίας αντισταθμίζεται με την καταφυγή στο γκροτέσκο, τα εξωλογικά στοιχεία και τις κραυγαλέες ή συναρπαστικές εικόνες. Η ψυχαναγκαστική θρησκευτικότητα συχνά διακωμωδείται με γελοιογραφικές σκηνές θεολογικού περιεχομένου, ενώ το κεντρικό μοτίβο του θανάτου αποτελεί μια κατάδυση στο βυθό της ύπαρξης και μια τυχοδιωκτική περιπέτεια για την απολύτρωση ψυχικών τόπων.
Στο επίκεντρο της απόλυτα προσωπικής λογοτεχνικής γλώσσας του Σάκη Σερέφα (Το σπίτι υποδέχεται) τίθεται η περιφρόνηση κάθε μυθοπλαστικής συνέπειας και αληθοφάνειας, η σάτιρα των συγγραφικών τεχνικών και το ξεσκέπασμα του τεχνητού χαρακτήρα επινοήσεων. Η παρωδία της γραφής, των υλικών και των μέσων της έχει ως βασικό όχημα την βάναυση μεταχείριση της γλώσσας, την παραγνώριση της παραδεδεγμένης χρήσης της και τα ακραία γλωσσοπλαστικά τεχνάσματα, αλλά και πλείστα άλλα αποδεικτικά της ποιητικής καταγωγής του συγγραφέα. Ακόμα κι αν οι ηχοποίητες λέξεις και ο ειρωνικός γλωσσικός χειρισμός καταλήγουν σε ανεφάρμοστες λεκτικές ευρεσιτεχνίες και το αμάρτημα της λεξιλαγνείας συχνά τιμωρεί τον συγγραφέα, η γραφή παραμένει το πρωτεύον θέλγητρο των έργων του.
Η πλουσιόγλωσση και πολύτροπη ανάγνωση συνεχίζεται και στα βιβλία των Σωτήρη Δημητρίου, Δημήτρη Νόλλα, Μαρίας Μήτσορα, Γιώργου Μπράμου, Μένη Κουμανταρέα, Ιωάννας Καρυστιάνη, Σώτης Τριανταφύλλου, Άντζελας Δημητρακάκη, Αύγουστου Κορτώ, Δημήτρη Γκιώνη, Β.Χ. Κωνσταντίνου, Τάκη Σπετσιώτη, Δημήτρη Τζιόβα, Παύλου Μάτεσι, Κωστή Γκιμοσούλη, Μιχάλη Μακρόπουλου, Δημοσθένη Κούρτοβικ, Κωνσταντίνου Τζαμιώτη, Ηλία Μαγκλίνη, Γιώργου Σκαμπαρδώνη, Μαρίας Ευσταθιάδη, Νίκης Τρουλλινού και Μάρως Δούκα.
Εκδ. Πόλις, 2010, σ. 608.
Πρώτη δημοσίευση: Νέα Εστία, τεύχος 1846 (Ιούλιος – Αύγουστος 2011)
1 Σχόλιο to “Λίνα Πανταλέων – Αναγνωστικά Δικαιώματα. Κριτικά δοκίμια για τη λογοτεχνία”