Στη σάλα του Πανδοχείου, η κριτικός λογοτεχνίας και μεταφράστρια Τιτίκα Δημητρούλια ερωτά, ο Πανδοχέας απαντά, τα (δε)κατα καταγράφουν:
1. Τα ιστολόγια, ως κατεξοχήν χώροι αυτοέκφρασης και αυτοπαρουσίασης, ασχολούνται, αυτονόητα, και με τη λογοτεχνία. Για ποιους λόγους γοητευτήκατε προσωπικά από το νέο μέσο;
Φαντάστηκα το ιστολόγιό μου σαν ένα κατά κυριολεξία πανδοχείο φιλοξενίας των συγγραφέων που (με) ταξίδεψαν σε αμέτρητους μυθοπλαστικούς τόπους. Εφόσον δεν έχω πάψει να συνομιλώ μαζί τους, τώρα είναι σειρά μου να τους προσκαλέσω στο δικό μου προσωπικό σύμπαν. Αν η πατρίδα κάποιων από εμάς είναι η λογοτεχνία, τότε το ιστολόγιο εκτός από ημερολόγιο αναγνωστικών εμπειριών είναι και το σπίτι μας, ανοιχτό σε ομοιοπαθείς και ομοιογάλακτους.
Συνεπώς η αμιγώς προσωπική ώθηση (να βασανιστώ ακόμα περισσότερο στην έκφραση και στη γραφή, να γευτώ την εμπειρία της αισθητικής κατασκευής μιας σελίδας και κυρίως να μπω σε μια συνεχή διαδικασία μόρφωσης και πνευματικής βελτίωσης, εφόσον η σύνταξη και δημοσίευση βιβλιοκριτικών σημειωμάτων απαιτεί συνεχή επιστημονική – θεωρητική κατάρτιση και έρευνα) συνδυάστηκε με την «κοινωνική» επιθυμία να μοιραστώ αναγνωστικές ηδονές και σκέψεις.
Όπως συμβαίνει συχνά με την δημιουργία ενός εντύπου η πρώτη σκέψη που κάνει ο δημιουργός του είναι: «τι είδους έντυπο / κριτικό κείμενο θα ήθελε ο ίδιος να διαβάζει, τι θεωρεί πως λείπει από τα ήδη υπάρχοντα;». Πλοηγήθηκα με βάση τις απαντήσεις μου.
2. Θεωρείτε ότι τα ιστολόγια έχουν περάσει σε μια διαφορετική φάση; Μια φάση ενδεχομένως ενηλικίωσης; Συμβαδίζουν οι εξελίξεις στο διεθνές πεδίο με τις αντίστοιχες στο ελληνικό;
Η παραδοσιακή / έντυπη κριτική είναι περισσότερο απαραίτητη από ποτέ και δεν υποκαθίσταται από οιοδήποτε ιστολόγιο. Τα ιστολόγια προσθέτουν στοιχεία που εκ φύσεως η πρώτη δεν διαθέτει: μπορούν και καλύπτουν μεγαλύτερο μέρος της τρικυμιώδους βιβλιοπαραγωγής με πολύ συχνότερο ρυθμό και εμπλουτίζονται με αισθητικό – εικαστικό περίβλημα (φωτογραφίες, σκίτσα κ.λπ. των συγγραφέων ή και άλλες εικόνες). Επί της ουσίας, μπορεί να συμπληρώνουν την κριτική με περισσότερη ύλη και απόψεις, νέες οπτικές γωνίες και ερμηνείες, με κείμενα περισσότερο εύληπτα και ελκυστικά, να αναδεικνύουν έργα που δεν καλύφθηκαν, να ρίχνουν φως σε παλαιότερες εκδόσεις.
Επιπρόσθετα, εφόσον οι συνεντεύξεις με συγγραφείς σπανίζουν στα παραδοσιακά έντυπα, το κενό συμπληρώνεται από τα ηλεκτρονικά. Έχω διαπιστώσει μεγάλη προθυμία των ίδιων των λογοτεχνών να συνομιλήσουν για το έργο τους. Εξάλλου, για τους ίδιους είναι αν μη τι άλλο ενδιαφέρον να διαβάζουν ολοκληρωμένο κείμενο από κάποιον αναγνώστη με τον οποίο, διαφορετικά, δεν θα είχε ποτέ «συναντηθεί» με αυτό τον τρόπο. Σε όλα τα παραπάνω, η περιβόητη αναγνωστική, εμπειρική ή οποιασδήποτε άλλης φύσεως πρόσληψη των λογοτεχνικών κειμένων βρίσκει το κατεξοχήν πεδίο της.
Λέγεται πως η ύπαρξη των ιστολογίων ήταν εκείνη που μείωσε την αντίστοιχη αναγνωστική ύλη των εφημερίδων. Πιθανώς έτσι συνέβη στο εξωτερικό αλλά για την Ελλάδα αμφιβάλλω αν μπορεί να υποστηριχθεί κάτι τέτοιο. Είναι δυνατόν είκοσι το πολύ ιστολόγια να θεωρηθούν τόσο επαρκή ώστε να την υποκαταστήσουν; Ας μη γελιόμαστε: η περικοπή της λογοτεχνικής ύλης από τον Τύπο (που έτσι υποδεικνύει την ποιότητα των αναγνωστών που επιθυμεί να έχει) προηγήθηκε και πραγματοποιήθηκε για ευνόητους λόγους που ορίζει μια (όπως μας λένε) νέα οικονομική πραγματικότητα.
3. Αν διαπιστώνετε μια εξέλιξη στην πορεία των ιστολογίων, πώς την ορίζετε σε σχέση ειδικότερα με τα λογοτεχνικά ιστολόγια και τον περί βιβλίου λόγο;
Η ιλιγγιώδης ποσοτική αύξηση των ιστολογίων δεν σημαίνει αυτόματα και την αντίστοιχη ποιοτική τους βελτίωση. Σαφώς αυξάνονται οι εξαιρετικές και αξιανάγνωστες περιπτώσεις αλλά υπεισέρχονται και εδώ τα αρνητικά στοιχεία της μπλογκόσφαιρας όπως η κρυπτωνυμία χάριν εκτόνωσης ή κουτσομπολιού, η συντεχνιακή νοοτροπία και πρακτική, η προχειρότητα. Περισσότερο ενοχλητική κρίνεται, κατά τη γνώμη μου, η έλλειψη θεωρητικού υπόβαθρου που σε συνδυασμό με αυθαίρετα κριτήρια και μια απροκάλυπτη υποκειμενικότητα στερεί από ένα βιβλιόφιλο ιστολόγιο την αξιοπιστία του. Είναι αξιοσημείωτο, πάντως, πως κατά την συντριπτική τους πλειοψηφία τα σχετικά ιστολόγια του εξωτερικού είναι επώνυμα.
Εκεί που ένα μπλογκ ημερολογιακής μορφής και γενικώς προσωπικών εξομολογήσεων εξυπηρετεί ποικίλες κοινωνικές, ψυχολογικές, δημιουργικές, ναρκισσιστικές ή άλλες ανάγκες, η διατήρηση ενός λογοτεχνικού ιστολογίου προφανώς έχει άλλες παραμέτρους και απαιτήσεις και η δημιουργία του δεν είναι τόσο ελκυστική ή αποδοτική. Ακόμα και η ανατροφοδότηση από τους αναγνώστες του είναι περιορισμένη σε σχέση με τα υπόλοιπα, εφόσον και αυτή απαιτεί γνώσεις και εξοικείωση με το αντικείμενο.
4. Θεωρείτε ότι τα προβλήματα που καταγράφονται σε επίπεδο ηθικής και δεοντολογίας στα ιστολόγια, των λογοτεχνικών συμπεριλαμβανομένων, οφείλουν και/ή μπορούν να ρυθμιστούν; Και με ποιο τρόπο;
Κρίνω τις προτάσεις αυτορύθμισης των ιστολογίων ευγενείς αλλά ανέφικτες έως ουτοπικές. Δεν μπορώ να σκεφτώ άλλη μορφή ρύθμισης από την νομοθετική. Εκείνος που αποδεδειγμένα προσβάλλει, διαβάλλει, ενδύεται το όνομα ή την προσωπικότητα του άλλου, θα πρέπει να υφίσταται τις συνέπειες. Είναι αδιανόητο οποιοσδήποτε έχει προσωπικές διαφορές ή κάποτε απορρίφθηκε ένα έργο του από κάποιον εκδότη ή είναι απλώς μισογύνης (κάνοντας μια πρόχειρη κατηγοριοποίηση γνωστών μου περιπτώσεων) να βρίσκει ελεύθερο πεδίο εκτόνωσης σε ηλεκτρονικές σελίδες και να μένει ατιμώρητος. Αν είναι ικανός, ας καλλιεργήσει τις αντιρρήσεις του επώνυμα, με λόγο και επιχειρήματα. Αν η ηλεκτρονική κοινωνία είναι ένα παράλληλο πλην υπαρκτό πεδίο με την αντίστοιχη «πραγματική» τότε και το αδίκημα, γιατί περί αδικήματος πρόκειται, είναι το ίδιο. Ως πρώην νομικός έχω διαπιστώσει τα κενά στις ρυθμίσεις του ηλεκτρονικού εγκλήματος με την ευρεία έννοια. Χρειάζεται όμως ιδιαίτερη προσοχή στην νομοθετική διαχείριση του θέματος: από τα πρόσωπα που θα συντάξουν τις διατάξεις (όχι άλλοι άσχετοι με το θέμα παρακαλώ) μέχρι το ίδιο το περιεχόμενό τους (όχι άλλες ασάφειες, παραθυράκια και επιδερμικές ρυθμίσεις).
5. Μιλήστε μας για τα θετικά που αποκομίσατε από τη συμμετοχή σας στη νέα αυτή μορφή επικοινωνίας και μοιράσματος, στη συγκρότηση της «συλλογικής νοημοσύνης» όσον αφορά τον περί λογοτεχνίας λόγο.
Πάντα ήθελα να δω αν υπάρχουν και πού διατριβούν όλοι εκείνοι που στις στατιστικές ισχυρίζονται ότι διαβάζουν τακτικά. Εφόσον δεν τους βλέπω στα μέσα μεταφοράς, στα καφέ ή στα πάρκα, όπως θα μου άρεσε, θα έπρεπε να τους ξετρυπώσω από τα σπίτια τους. όπου, όπως υποπτευόμουν, κρύβονταν. Πράγματι, εκεί βρίσκονταν. Μόνο που η ζωντανή επικοινωνία μαζί τους είναι δύσκολη, ακριβώς επειδή τόσο ο βιβλιόφιλος ιστολόγος όσο και ο μανιώδης αναγνώστης επιλέγει στις ελάχιστες ελεύθερες ώρες του να διαβάζει και να γράφει, συχνά εις βάρος της κοινωνικότητάς του. Αποτέλεσμα, η επικοινωνία να περιορίζεται σε ευγενή γραπτά ηλεκτρονικά μηνύματα. Μην ξεχνάμε πως η επιθυμία της δια ζώσης επικοινωνίας δεν είναι αυτονόητη σε αυτές τις περιπτώσεις, ούτε αυτοσκοπός.
Όσον αφορά την «συλλογική» πλευρά, ένα ιδιαίτερα φιλόδοξο desideratum θα ήταν η δημιουργία μιας ευρύτερης αναγνωστικής κοινότητας, όπου λογοτέχνες, κριτικοί, ιστολόγοι και αναγνώστες συνομιλούν για την λογοτεχνία διασταυρώνοντας απόψεις και επιχειρήματα. Οι κριτικοί, κατά τη γνώμη μου, είναι αναμφίβολα απαραίτητοι σε αυτό το διάλογο. Διαπιστώνω πως, ενώ όλοι έχουμε καθοδηγηθεί σε μέγιστο βαθμό από την κριτική (αναπτύσσοντας βεβαίως ο καθένας με τη σειρά του τον δικό του «έμπιστο» κριτικό κύκλο) σπανίως εκφράζουμε την εκτίμησή μας στο πρόσωπό της. Υπάρχουν κριτικοί που δεν γνωρίζουν πόσο μας έχουν βοηθήσει με τις επιλογές τους – σε αντίθεση φυσικά με τους λογοτέχνες, πολλούς από τους οποίους οι ίδιοι μας σύστησαν.
Θα ήμουν ευτυχής αν τα λογοτεχνικά ιστολόγια αποτελέσουν δεξαμενές ή, καλύτερα, προσωπικά «περιβόλια» κειμένων, προτάσεων, πληροφοριών, ερμηνείας, προβληματισμού και διαλόγου, αποτελώντας αναπόσπαστο μέρος της ίδιας της λογοτεχνικής διαδικασίας.
Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό (δε)κατα, τεύχος 16, χειμώνας 2008. Αφιέρωμα στον ψηφιακό λόγο. Στις φωτογραφίες: Εξώφυλλα ορισμένων που τα ξεκίνησαν όλα.
0 Σχόλια to “Βιβλιοφιλικά Ιστολόγια”