Φλάβια Ζ. Ντράγκο – Γκουστάβο, το ντροπαλό φαντασματάκι

Από αόρατος, αξιοθέατος!

Δεν ξέρω πώς ξεκίνησε, αλλά οι δυο οικοδέσποινες του Πανδοχείου των Παιδιών σκεπάζονται με σεντόνια, πετσέτες και πάσης φύσεως υφάσματα και μετατρέπονται σε φαντασματάκια, βγάζοντας μάλιστα και διαπεραστικότατες φωνές. Απορώ μάλιστα πώς μπορούν και περπατάνε χωρίς να σωριάζονται την στιγμή που ορισμένα σκεπάσματα είναι ιδιαιτέρως αδιαπέραστα. Και αναρωτιέμαι από πού να έμαθαν να ασκούν την επιστήμη της Φαντασματικής, καθώς δεν συμπεριλαμβανόταν στους θεατρικούς μας ρόλους, δεν την είδαν σε κανένα βιβλίο, ούτε την θυμάμαι σε κάποιο κινούμενο σχέδιο. Αλήθεια! Ποιος ξέρει λοιπόν, ίσως τελικά κάποιο φαντασματάκι να έρχεται κάθε τόσο να μας επισκέπτεται ή να επικοινώνησε μαζί τους με κάποια από τις γλώσσες που μόνο τα παιδιά καταλαβαίνουν.

Έτσι όταν ένα άλλο μικρό φάντασμα εμφανίστηκε ως υποψήφιο μουσαφιράκι για την βιβλιοθήκη και τους υπόλοιπους χώρους του Πανδοχείου επιλέχτηκε με συνοπτικές διαδικασίες από τις οικοδέσποινές του. Και το όνομα αυτού: Γκουστάβο! Αξιαγάπητος συνδυασμός: η λευκότητα της ιδιότητάς του, η μικρότητα της μορφής του, η κοκκινάδα της αμηχανίας του. Μοναχοπαίδι ενός ευτραφούς πατρικού φαντάσματος και μιας μαμάς με ωραιότατο κρανίο και φούξια φουστάνια. Η πρώτη εικόνα της οικογένειας είναι αντιπροσωπευτική: ο Γκουστάβο περνάει ανάμεσα από τοίχους και σηκώνει διάφορα αντικείμενα στον αέρα, αιφνιδιάζοντας για άλλη μια φορά την μητέρα που βλέπει τον καφέ της να αιωρείται στο δωμάτιο.

Αλλά ο χαριτωμένος πρωταγωνιστής έχει ένα βασικό πρόβλημα: αδυνατεί ακριβώς να γίνει … πρωταγωνιστής ή έστω συμπαίκτης μιας μεγάλης συντροφιάς. Είναι υπέρ του δέοντος ντροπαλός και δεν μπορεί να συμμετάσχει στα παιχνίδια με τα άλλα τερατάκια, τα ονόματα των οποίων παραθέτω όπως ο ίδιος τα βάφτισα: χαριτωμένες νεκροκεφαλίτσες (μια με καπέλο καρυδότσουφλο, μια με γυμνό καύκαλο, μια με σγουρή περμανάντ) γατοκέφαλους και γατοκέφαλες, μια μικρή μάγισσα, μια γελαστή μορφή βατραχί αποχρώσεων, ένας μικρός γίγαντας εξίσου εύθυμος, ένας κολοκυθοκέφαλος αυτονόητα πορτοκαλής, ένα αδιευκρίνιστο ζωάκι και η κρυφή αγάπη του Γκουστάβο, η Άλμα, ένα κορίτσι χωρίς εμφανές πρόσωπο, μόνο με δυο γυαλάκια κι ένα στόμα.

Πώς συνέλαβε η Φλάβια Ντράγκο την ιδέα της δημιουργίας ενός τέτοιου χαρακτήρα; Όπως διαβάζω σε μια ενδιαφέρουσα συνέντευξή της (από εδώ), σε μια παλαιότερη διαδικτυακή συνομιλία είχε γράψει χαριτολογώντας ότι ο λόγος που τα φαντάσματα φοράνε σεντόνια είναι ότι είναι ντροπαλά. Φυσικά σύντομα αντιλήφθηκε την σοβαρότητα και την ισχύ της δήλωσής της. Ύστερα θυμήθηκε τον εαυτό της ως παιδί και την ύστερη βεβαιότητά της ότι το να είναι κανείς ντροπαλός δεν σημαίνει πως δεν επιθυμεί και δεν απολαμβάνει την παρέα των άλλων, αλλά ότι του φαίνεται δύσκολο να τους πλησιάσει.

Έτσι και ο Γκουστάβο: ντρέπεται που ντρέπεται να τους μιλήσει, αλλά και όταν τολμά να τους πλησιάσει δεν τον βλέπουν, όσες ευφυείς ιδέες κι αν έχει: τι κι αν γίνει λευκό μπαλόνι δίπλα στα μπαλόνια της Άλμας, ιστιοσανίδα στη θάλασσα, σεντόνι σε απλωμένη μπουγάδα, τίποτα! Αόρατος… Σε μία από τις ωραιότερες εικόνες του βιβλίου στέκεται πίσω από κάτι κάγκελα και χαζεύει την παρέα να χαίρεται το παιχνίδι τους. Τότε συλλαμβάνει την ιδέα να μοιραστεί μαζί τους αυτό που του αρέσει να κάνει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο: να τους παίξει βιολί. Έτσι τους στέλνει μια πρόκληση για ένα κονσέρτο στο νεκροταφείο, το βράδυ της ημέρας των νεκρών. Οι μέρες περνούν με αγωνία, οι γονείς του ετοιμάζονται να τον φωτογραφήσουν λίγο πριν την αναχώρησή του, η μεγάλη στιγμή φτάνει.

Αλλά προς μεγάλη του απογοήτευση, εκεί δεν βρίσκεται κανείς. Δεν μένει παρά να παίξει μόνος του το αγαπημένο όργανο. Και τότε γίνεται το φυσιολογικό θαύμα: καθώς μπορεί να λάμπει όποτε είναι χαρούμενος, αμέσως διακρίνεται από πολύ μακριά, ενώ την ίδια στιγμή η μουσική του φτάνει παντού. Έτσι καταφτάνουν όλα τα «τερατάκια», που τον έψαχναν εδώ κι εκεί και η συναυλία πραγματοποιείται με μεγάλη επιτυχία. Έκτοτε ο Γκουστάβο αποτελεί μέλος της παρέας, παρά τις όποιες κατά καιρούς δυσκολίες προκαλεί το γεγονός ότι παραμένει άφαντος και αφανής. Δεν πειράζει, και πάλι θα μετατραπεί σε ομπρέλα όταν βρέχει και σε χιονάνθρωπο όταν χιονίζει, και το χαμόγελό του θα αποδεικνύει πως έκανε το καλύτερο που μπορούσε και όλα πήγαν καλά.

Η Μεξικανή συγγραφέας και εικονογράφος, εξειδικευμένη πλέον σε ιστορίες και ζωγραφιές πλασμάτων από όλη την ιδιαίτερη μυθολογία των φαντασμάτων, των τεράτων και των αλλόκοτων πλασμάτων, μας εισάγει σε έναν κόσμο συγκεκριμένων έντονων χρωμάτων (κυρίως πορτοκαλί, φούξια, καφέ και γκρίζο) που αποδίδουν πλήρως αυτόν τον «μεταιχμιακό» κόσμο των αξιαγάπητων χαρακτήρων, οι οποίοι θα πρωταγωνιστήσουν με την σειρά τους σε άλλα βιβλία – ορισμένοι το έκαναν ήδη. Και ο Γκουστάβο της γίνεται ο ιδανικός ήρωας για μια ιστορία που εξιστορεί και ζωγραφίζει την μοναξιά, την αμηχανία, την ντροπή, την επιθυμία για φίλους, την τόλμη, την κοινωνικότητα, την συντροφιά, το θάρρος και το να είσαι πάντα ο εαυτός σου.

Ηλικίες: 4+, αλλά και εδώ η δίχρονη του κάστρου μας βρίσκεται στο στοιχείο της.

Εκδ. Ψυχογιός, 2023, σ. 40, μτφ. Πετρούλα Γαβριηλίδου [Flavia Z. Drago – Gustavo, the shy ghost, 2020]

Στην τελευταία εικόνα, αυτοπροσωπογραφία της συγγραφέως.

Δημοσίευση και στο Πανδοχείο των παιδιών, εδώ.

 

Μια σκέψη σχετικά μέ το “Φλάβια Ζ. Ντράγκο – Γκουστάβο, το ντροπαλό φαντασματάκι

Σχολιάστε