Η ευρηματική ποιητική μιας εναλλακτικής πεζότητας
Η ανάγνωση αυτών των διηγημάτων είναι μια ιδιαίτερη εμπειρία. Πρώτα χτίζεται ένα ένα στέρεο, εικονοπλασμένο και συνάμα φευγαλέο, ρευστό περιβάλλον ή γκρεμίζεται κάθε σκηνικό, αφήνοντας τους χαρακτήρες έκθετους, έρμαια στην φαντασιώδη ευρηματικότητα του συγγραφέα. Οι χαρακτήρες αιχμαλωτίζουν την προσοχή σου, προσκαλώντας τις καταλληλότερες λέξεις για να εξιστορήσουν ό,τι αξίζει να εξιστορηθεί, ξεκινώντας από την μέση, την άκρη, ή οπουδήποτε αλλού. Δεν μπαίνεις οποιαδήποτε στιγμή σε αυτές τις ιστορίες, συνιστώ πολλαπλές αναγνώσεις σε διαφορετικούς χρόνους. Άλλωστε τα ίδια τα διηγήματα έχουν πολλαπλές αναγνώσεις: τουλάχιστον ως προς αυτό διαθέτεις την έσχατη ελευθερία να επιλέξεις ερμηνείες ρεαλιστικές ή υπερεαλιστικές· μπορείς να κρατήσεις την ψίχα μιας γλυκόπικρης καθημερινότητας που απλά τιμάται με πραγματική λογοτεχνία, μπορείς και να σκάψεις για όσα υποκρύπτονται και υπονοούνται.
Θα επιχειρήσω να ξαναμπώ σ’ εκείνες που με προσκαλούν συχνά, μέσω του αφηγητή τους. Πρώτα κλείνομαι στο διαμέρισμα της εργατικής πολυκατοικίας κάπου πολύ μακριά από εδώ, για να μαντέψω παρέα με τον αφηγητή τις τρεις κοπέλες που μένουν δίπλα. Τις Κυριακές όπου όλοι ανασκουμπώνονται στην εθνικότητά τους εκείννες υποδέχονται έναν τεράστιο κύριο που κουβαλάει σακούλες, κι εμείς αναρωτιόμαστε τι κάνει εκείνος ο γίγαντας στα θολά τους σώματα σ’ αυτή την θαμπή πόλη, τι του μαγειρεύουν κι οι διάδρομοι είναι μονίμως σε μυρωδική καταχνιά και ποιες εικόνες καλύπτει η αιθάλη από τις κατσαρόλες. Μόνο μαντεύουμε μέσα από τους τοίχους από τσιγαρόχαρτο, όσα δεν λέγονται αλλά κάλλιστα γράφονται, για το τι συμβαίνει πίσω από την πόρτα που έχει το αυτοκόλλητο με τα χερουβίμ. Και κάποτε αυτός ο άντρας, που λέγεται πως είναι Αντβεντιστής της Εβδόμης Ημέρας αντιστρέφει τους όρους, αυτός είναι που ζηλεύει εμάς στην αιώνια Κυριακή μας, αυτός μαντεύει στους τοίχους το απολαυστικό μας κάπνισμα παρέα με τις τρεις γυναίκες και προσπαθεί να ξορκίσει τους ζηλευτούς καπνούς στα σώματά τους μαγειρεύοντας… (Το τάγμα των Σεραφείμ και Χερουβείμ προστατεύει αυτό το σπίτι).
Άλλοτε συνοδεύω τον αφηγητή εκεί που στου Ζωγράφου έχει μια τεράστια ανηφόρα που καβαλάνε τα αργά λεωφορεία [Οι λύκοι μιλούσαν τη γλώσσα της]. Τις πρώτες φορές του έμοιαζε κομμάτι από σκηνικό που δεν ανήκε σε κανέναν και κάποιος απλώς ξέχασε να ξεμοντάρει. Τώρα διασχίζει και πάλι τα καυτά πεζοδρόμια, προφανώς στο μέσο του καλοκαιριού, με τα ψώνια της λαϊκής για την γυναίκα που τον περιμένει στο σπίτι· κάποτε και περισσότερα από όσα του ζητάει, για να χαμογελάσει ο μανάβης, να μην γεμίσει η άσφαλτος λαχανικά. Στην άκρη της διαδρομής, εκείνη τον περιμένει φορώντας τα σεντόνια, κι αφού την ξετυλίγει στάζει πάνω της αμίλητος, για ώρα. Αν μπορώ να δω καθαρά, μετά από την τελετουργία των σωμάτων ακολουθεί εκείνη των αφηγήσεων· τότε είναι που ξεκινάει ακόμη μια ιστορία, με την ζέστη της μαγειρικής να θεριεύει την κάψα της αφήγησης. Σύντομα η ανεπάρκεια των αφηγήσεών του θα τον στείλει στον δρόμο κι ύστερα πάλι πίσω, σπίτι της, για το αφηγηματικό του κρεσέντο. Εκτός αν εκείνη τον έχει και πάλι προλάβει…
Κι ύστερα μπλέκομαι σε ιστορίες των φορτηγατζήδων όπου μια Δανάη γίνεται ολοένα και πιο όμορφη και περιμένει πάντα στο τέλος του δρομολογίου. Στο ξενοδοχείο το κρεβάτι τρίζει σε κάθε κίνηση κι εμείς τους ακούμε στο διπλανό δωμάτιο, την στιγμή που τελειώνουν και αντί για βογγητό, στα τελευταία χτυπήματα στον τοίχο, η φωνή του ακούγεται καθαρά: Το όνομά μου είναι λεγεών. Είναι άραγε ο ίδιος αυτοκινητιστής που θα διηγείται στα βενζινάδικα πως οι τοίχοι στα επαρχιακά ξενοδοχεία είναι μπουκωμένοι μέχρι την στιγμή που ένας τύπος λερός χτυπάει μια πιτσιρίκα στον τοίχο κραυγάζοντας εκείνες τις λέξεις, κι ύστερα θα φεύγει, μονολογώντας «αφού με πιστεύουν, έτσι θα έγινε»; (Το όνομά μου είναι λεγεών).
Κάποτε μπαίνω σε δυο ναούς· στον πρώτο για να παρακολουθήσω μαζί του την ακίνητη και υπνωτισμένη γυναίκα στον γυναικωνίτη κι ύστερα να τους ακολουθήσω ως τον Κολωνό, να αδειάσουν το σπίτι πριν κλείσουν τα σαράντα. Η τηλεόραση μένει στο κέντρο του σαλονιού κι αυτός με αγκαλιασμένος με το ψυγείο μέσα στο ασανσέρ, μόνος του στο ένα σπίτι, μαζί της στο άλλο. Κι είναι χάρη στο ψυγείο που ο χαμένος τους προσκαλεί σ’ ένα ύστατο δείπνο, οι τρεις τους (Ψυγείο). Στον δεύτερο, για να σταθώ διακριτικά ανάμεσα στον αφηγητή και την Σωτηρία, που ξένοι στην πολιτεία που τους διαβάζει, ανακαλύπτουν μια μικρή, απομονωμένη σαν σε κέντρο κυκλώνα πλατεία και εισχωρούν εντός του, σε μια ατμόσφαιρα που περιγράφεται με μοναδικό τρόπο και που υπό την καθοδήγηση ενός νεωκόρου, που ακούγεται σαν τηλεφωνητής σε υπερπόντια κλήση και αργότερα σαν κήρυγμα σε κασσέτα, αγγίζουν φιλήματα άλλων ανθρώπων και εμβάσματα άλλων κόσμων (Νεκροκεφαλή).
Και αγνοώ όσα αδιανόητα έχουν ήδη συμβεί και θα συμβούν αργότερα από την στιγμή που απαθανατίζεται στους Μεγάλους θηρευτές. Μόνο κρατώ πολύτιμο φυλαχτό τα λόγια του προσώπου που απευθύνεται στον αφηγητή: Να σκέφτεσαι λίγο και τους έρωτες που σε σκέφτονται, κι όσο κοντεύουνε οι μέρες, να κεντράρεις με το μικροσκόπιο στον πιο πολύχρωμο, αποκλείοντας τους άλλους που πεταρίζουν γύρω. Ανοίγοντάς τον σε προοπτική, σπάει ρόδι με αυτόν ένας κόσμος ολόκληρος, και παίρνει το σχήμα του ματιού σου, το βαθύ μαύρο που αγορίστικα σαν γελάς. Θέλει κι η αγάπη πότισμα, άγριο φυτό στις διακλαδώσεις του που χάνονται πουλιά, για εποχές ολόκληρες, δεν φτάνουν στα απέναντι φυλλώματα βουβοί κελαηδισμοί, θρόμβοι σφιχτοί στα σύρματα. Αποδημούν μονάχα, απορημένα. Ξανανταμώνουν με τα πρώτα σκάγια. [σ. 119]
Σε αυτούς τους ευφάνταστους εναγκαλισμούς του συνηθισμένου και του παράδοξου, σε ιστορίες τόσο απλές και τόσο ευρηματικές, η ποιητική γραφή αποτολμά να πεζογραφήσει εκείνα που πράγματι συμβαίνουν αλλά δεν βρίσκουν τις λέξεις, τα άλλα που θα μπορούσαν να συμβούν, και τα τρίτα, που, όσο απίθανα κι αν μοιάζουν, για φανταστείτε αν συνέβαιναν… Ορισμένα από τα είκοσι κείμενα δημοσιεύτηκαν στα περιοδικά Εντευκτήριο, Το Δέντρο, unfollow, στά ηλεκτρονικά περιοδικά Μπονζάι και diastixo.gr, στα ιστολόγια του Εντευκτηρίου και του ΕΚΕΒΙ και στον συλλογικό τόμο Συντηρητές Μνήμης.
Εκδ. Νεφέλη, 2015, σελ. 121
Δημοσίευση και σε: Mic.gr / Βιβλιοπανδοχείο, 193, με τίτλο Release the bats.
Η τελευταία φωτογραφία: Κούκλα από κρατούμενες φυλακών Θήβας.
Ο συγγραφέας στο Αίθριο του Πανδοχείου εδώ.
0 Σχόλια to “Θοδωρής Ρακόπουλος – Νυχτερίδα στην τσέπη”