Στάθης Γουργουρής – Ενδεχομένως αταξίες. Κείμενα ποιητικής και πολιτικής

Τα ηρεμιστικά του βάλτου και οι στοχασμοί της αφύπνισης

Στοχάζεται η λογοτεχνία; αναρωτιόταν ο συγγραφέας σε παλαιότερη συλλογή κειμένων (που παρουσιάσαμε εδώ)· αυτή τη φορά το πεδίο μετατοπίζεται στην ποιητική και την πολιτική και όσα μύρια περικλείουν αλλά κατά κάποιο τρόπο το ερώτημα παραμένει ίδιο. Άλλωστε οι επιμέρους τομείς της τέχνης του λόγου ή της σκέψης, της πολιτικής ή της ιστορίας, δεν αποτελούν παρά ενδεικτικές διαγραμμίσεις σ’ έναν ενιαίο χάρτη όπου όλα συνδέονται. Και ακριβώς αυτή είναι η αρετή των περισσότερων κειμένων του συγγραφέα: από την μία επικεντρώνουν σε ένα θέμα με πλήρη αυτονομία και από την άλλη το ανοίγουν προς όλες τις κατευθύνσεις, σε δοχεία συγκοινωνούντα που καταλήγουν σε μια ευρύτερη δεξαμενή. Και, βέβαια, το ερώτημα είναι πάντα έτοιμο να αντιστραφεί: τι στοχαζόμαστε εμείς μέσα από την πεζογραφία, την ποίηση, την πολιτική, την φιλοσοφία, την επικαιρότητα, την τρέχουσα καθημερινότητα.

Ας ξεκινήσω από την ανάγνωση μιας συγγραφέως που δεν έχει διαβαστεί αρκετά, της Μιμίκας Κρανάκη, και του σημαντικού της βιβλίου Φιλέλληνες (είκοσι τέσσερα γράμματα μιας Οδύσσειας). Ο Γουργουρής εκκινεί από τον Μπρεχτ που έλεγε ότι το πιο θλιβερό για μια κοινωνία είναι να έχει ανάγκη από ήρωες. Είναι μια κοινωνία που νοσεί: η ανάγκη της για ήρωες και ηρωισμούς υποδηλώνει την αδυναμία της να δράσει σύσσωμη και να μοιράσει την ευθύνη σε όλα της τα μέλη. Έτσι θυσιάζει κάποια επίλεκτα μέλη της στο βωμό της επωνύμου δόξας (συνήθως μεταθανάτιας), για να συγκαλύψει την συλλογική της ανεπάρκεια.

Στο επίπεδο παραγωγής και κατανάλωσης ηρώων η λογοτεχνία συμβαδίζει με την «πραγματικότητα», αλλά και μπορεί να περιγράψει τον τρόπο με τον οποίο εκμεταλλεύονται οι κοινωνίες τους ήρωές τους· πώς τους ανταμείβουν και πώς τους απωθούν; Και το εκτενές τόλμημα γραφής της Κρανάκη αναλαμβάνει την ευθύνη της κατάδυσης στην μεταπολεμική ελληνική ιστορία όπου ηρωισμός και θλίψη αναπόφευκτα συνυφαίνονται. Το μυθιστόρημα αφορά τους αριστερούς (κυρίως) επιστήμονες, διανοούμενους και καλλιτέχνες που διασώθηκαν κατά τον Εμφύλιο χάρη στην πρωτοβουλία της γαλλικής κυβέρνησης να τους χορηγήσει υποτροφίες για σπουδές στο Παρίσι (1945).

Η συγγραφέας ήταν μια από τους υποτρόφους αλλά εδώ το αναμφισβήτητο αυτοβιογραφικό στοιχείο δεν εμφανίζεται παρά ως σκιαγράφηση του ιστορικού πλαισίου μέσα στο οποίο τα πάντα λάμπουν ως μύθοι: όχι μόνο τα πρόσωπα αλλά και ο ίδιος ο Εμφύλιος, η μετανάστευση, η διασπορά, η Ευρώπη κ.ό.κ., και τυλιγμένος γύρω τους ο ίδιος ο μύθος της Αριστεράς. Οι ήρωές του είναι πραγματικά θλιμμένοι, όχι τόσο γιατί κουβαλούν το βαρύ πεπρωμένο του μετεμφυλιακού ελληνισμού όσο γιατί αναγνωρίζουν ότι αποτελούν τα εξιλαστήρια θύματα μιας ανεπαρκούς μυθολογίας. Και εφόσον η πλοκή του μυθιστορήματος στηρίζεται σε αυτό το τεράστιο χάος που επικρατεί στους κόλπους της ελληνικής Αριστεράς, η συγγραφέας παραδίδεται στον γνωστό αφοριστικό λόγο αυτών που είδαν τα οράματά τους να διαπομπεύονται από τους ίδιους τους συντρόφους τους εν ονόματι μιας μίζερης πολιτικής σκοπιμότητας.

Τελικά αυτοί οι ήρωες γίνονται υπότροφοι μιας αέναης μετατόπισης· μιας ιστορίας όπου η εξορία – ξενιτιά δεν είναι απλώς μια μόνιμη (εγ)κατάσταση αλλά και μια ολοένα και πιο α-νόητη σημασία. Οι πάτριες αναμνήσεις τους εναλλάσσονται με τους απάτριδες στοχασμούς και χωρίς ακριβώς να παύουν να είναι Έλληνες, γίνονται Φιλέλληνες. Όπως γράφει η συγγραφέας: Φιλέλληνες, όπως λες φιλό-σοφος ή φιλό-μουσος, αγαπάς τη σοφία, τη μουσική, χωρίς ούτε σοφός ούτε μουσικός να ’σαι. Εξ’ αποστάσεως. Άλλοι θα φτειάχνουνε τον κόσμο, τη ζωή, και συ, μακρινός εραστής, θα κάθεσαι να βλέπεις. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει και η άλλη φωνή μέσα στο μυθιστόρημα, πως κανένας άνθρωπος δεν είναι ξένος. Η αρνητική γραμματική της πιο οικουμενικής κατάφασης: Ξένος ουδείς, συνεπώς ούτε Οδυσσέας.

Οι πιστοί αναγνώστες του Πλανόδιου γνωρίζουμε τον συγγραφέα από τις ανεξάντλητες «πίσω» σελίδες του περιοδικού, όπου μαζί με άλλους ερευνητές, δοκιμιογράφους και συγγραφείς άνοιγε ακριβώς αυτή την βεντάλια των στοχασμών· στην προκείμενη περίπτωση με την στήλη Διαβατήρια, πέντε από τα οποία αναδημοσιεύονται εδώ. Το πρώτο μας ταξιδεύει στο «μετεμφυλιακό Βελιγράδι», στο τιτοϊκό ξενοδοχείο Μετροπόλ και σε μια αξέχαστη συνύπαρξη πρώην Γιουγκοσλάβων όλων των «εθνοτήτων», ανθρώπων που είχαν μάθει να ζουν με την απώλεια της χώρας τους· που περιφρόνησαν το καινούργιο τους διαβατήριο και δεν περιφέρονταν σαν ζωντανοί νεκροί στο νεκροταφείο των οραμάτων τους. Κανείς τους, αν και ά-εθνος ή άπατρις δεν ένοιωθε άπολις. Η συνάντηση δεν αποσκοπούσε σε κάποια ιεροτελεστία συμφιλίωσης. Τίποτα δεν χώριζε αυτούς τους ανθρώπους για να χρειάζεται να επαναστήσουν γέφυρες. Ή μάλλον, ό,τι τώρα τους χωρίζει – η αμείλικτη αλήθεια της Ιστορίας – τους είναι ξένο, επιβεβλημένο από κάποιους άλλους. Έχει φτάσει να τους ανήκει μόνο και μόνο επειδή τους αποκαλεί – τους αποκλείει ονομάζοντάς τους – Σέρβους, Κροατες, Μαυροβούνιους, Βόσνιους, Σλοβένους, Μακεδόνες, και εκεί ακριβώς έγκειται η εναντίωσή τους: στο βάπτισμα στο οποίο, παρά τη θέλησή τους, τους εξαναγκάζει ο εθνικισμός. [σ. 241 – 242]

Το τρίτο διαβατήριο αφιερώνεται στον τρομπετίστα Μάζεν Κερμπάτζ που το 20006 βγήκε στο μπαλκόνι του σπιτιού του για να παίξει τρομπέτα ντουέτο με τις βόμβες που έπεφταν στον απέναντι λοφίσκο [συμπληρώνοντας την τέχνη εν καιρώ πολέμω με τις εικαστικές και ιστολογιακές ανταποκρίσεις του] αλλά θα σταθώ περισσότερο στο δεύτερο, που αφορά τον Φιλ Όουκς, εκκινώντας από την τραγική εμφάνιση του στο Κάρνεγκι Χολ το 1969. Ο πιο στρατευμένος στιχουργός της παρέας των φολκ τροβαδούρων Ντύλαν και Μπαέζ, ο πιο πολιτικοποιημένος τραγουδοποιός της γενιάς του, απαγορευμένος σε κάθε ραδιοφωνική και τηλεοπτική αναμετάδοση, κατέρρευσε μετά το τραυματικό 1968 και τα πρωτοφανή επίπεδα βίας, πολιτικού διχασμού και κοινωνικής αποσύνθεσης, ύστερα από τα οποία η στρατευμένη αριστερά της αμερικανικής φολκ φαινόταν αδύναμη και αφελής. Άλλωστε ήταν ο μοναδικός μουσικός της επαναστατημένης νεολαίας που ήταν παρών στο μακελειό κατά την Συνέλευση του Δημοκρατικού Κόμματος στο Σικάγο.

Στην σκηνή δεν ανέβηκε ο άλλοτε προκλητικός και σαρκαστικός Όουκς αλλά ένας νεκροζώντανος άντρας με την λαμέ αμφίεση του Έλβις· ήταν η τελευταία του εμφάνιση προτού προχωρήσει στην ψυχασθένεια και την αυτοχειρία. Ο συγγραφέας αναζητά τα διαβατήριά του: την ανέστια ζωή του μοναχικού που αναζητά το πλήθος που άλλοτε τον επευφημεί και άλλοτε τον αποπέμπει, την μοναξιά που είναι ελεύθερος αέρας και αβάσταχτο βάρος συνάμα. Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στον Πατριώτη και τον Προδότη (όπως τιτλοφορούσε ένα 45άρι του) όταν η ηγεσία έχει προδώσει τις βασικές αξίες της χώρας και η προδοσία είναι η απώτατη πατριωτική πράξη; Ο Όουκς δεν σταματούσε να τραγουδά κατά του θανάτου εν ονόματι των νεκρών του Βιετνάμ με το άλλοθι μιας επικείμενης επανάστασης. Όμως οι συνεχείς δολοφονίες των ηγετών κάθε εστίας αντίστασης και η εξάπλωση της βίας τον έφεραν ενώπιον μιας αλήθειας: η αμερικανική κοινωνία στην ουσία της είναι μια κοινωνία θανάτου, μια κοινωνία φαντασμάτων που εξοντώνει οτιδήποτε θετικό. Και εξάγει θάνατο παντού γιατί τον παράγει εν αφθονία. Ο ίδιος έγραψε ως ημερομηνία θανάτου του το 1968, κι ας άντεξε λίγα χρόνια ακόμα, βλέποντας την δολοφονία του Βίκτορ Χάρα στην Χιλή, κυνηγημένος και επιτηρούμενος από τους πράκτορες του FBI, λογοκριμένος από τα Μέσα, ξεχασμένος από την Αμερική.

«Τα ηρεμιστικά του βάλτου» εκκινούν από την κατάρρευση του τείχους του Βερολίνου, άρα και της ψυχροπολεμικής σύλληψης της Ιστορίας. Η επανάσταση μεταδόθηκε από την τηλεόραση, άρα δεν γλίτωσε από το ζάπινγκ των θεατών και μετά από μερικά τρίλεπτα σπασμωδικού τηλεοργασμού χάθηκε στην γκρίζα άβυσσο πίσω από το προσωπείο της οθόνης. Τα τείχη γκρεμίστηκαν χωρίς ήχο κι εμείς βρισκόμαστε στην καρδιά της «σύγχρονης» κοινωνίας που θεσμοθετείται ως σύγχρονη βάσει των ιδεών του λεγόμενου Διαφωτισμού, έγκειται δηλαδή σε μια αδιάλλακτη ανθρωποκεντρική θεώρηση του κόσμου. Παύουμε λοιπόν να ψάχνουμε το νόημα της ύπαρξής μας σε κάποιο άγνωστο, μυστηριώδη χώρο στα χέρια ενός παντοκράτορος Άλλου και το ψηλαφούμε μέσα στις σκέψεις και τις πράξεις μας ως αναπόφευκτα κοινωνικά και ιστορικά όντα.

Πρόκειται για μια δραματική στροφή στην ανθρώπινη φαντασία που μας επαναθέτει την δυνατότητα μιας πραγματικής κοινωνικής αυτονομίας. Γνωρίζουμε άλλωστε ότι τα «σύγχρονα» επαναστατικά κινήματα βασίστηκαν ακριβώς σε αυτό το πρόταγμα της αυτονομίας αλλά και απέτυχαν επειδή η ίδια η κοινωνία «δεν έχει καταφέρει ακόμα να σηκώσει το βάρος της τεράστιας ευθύνης που θέτει η αυτονομία της, προδίδοντας στα ίδια της τα ευρήματα ιδιότητες θείες: την ορθολογικότητα ως υπέρτατο ον, την επιστήμη ως αλήθεια της Φύσης, το Έθνος ή το Κράτος ως εγγύηση πρόνοιας, το Κόμμα ως κλειδοκράτορα των νόμων…». Αλλά το πιο επαναστατικό παράδειγμα της διαφωτιστικής παράδοσης είναι ακριβώς η δυνατότητα της αυτοκριτικής! Τι συμβαίνει λοιπόν και η κοινωνία κλονίζεται από κάθε λογής εκρήξεις φανατισμού ο οποίος διακρίνεται από μια ενσυνείδητη επιλογή μεταφυσικών αξιών και οραμάτων αντί μιας στοχαστικής αναμέτρησης με την ιστορική περιστασιακότητα της ζωής; Η διανόηση και ο στοχασμός, γράφει ο Γουργουρής, είναι διαμετρικά αντίθετοι με τον μαζικό φανατισμό εν ονόματι μιας υπερβατικής ιδέας (εθνικισμός, φονταμενταλισμός κ.λπ.) και την μαζική παραίτηση από τα κοινά εν ονόματι μιας αυτοέγκλειστης τελετουργίας (καταναλωτισμός, τηλεχαύνωση κ.λπ.).

Με ανοιχτό τον προβληματισμό για την αυτονομία της κοινωνίας, φυλλομετρώ τον τόμο και στέκομαι στο κείμενο για την σημασιακή σχέση πόλης και ποίησης στον Χάιντεγγερ. Ποια είναι η πολιτική σημασία της ποίησης ιδιαίτερα μετά τις φιλοσοφικές συνέπειες του πλατωνικού διατάγματος για την απαραίτητη εξορία των ποιητών από την πόλη; Ο όρος «κοινωνία των πολιτών» χρησιμοποιείται εδώ με την αρχαία έννοια του αυτοκαθορισμού και της αυτονομίας της πόλης. Μπορεί ο φιλόσοφος να παραποίησε την αρχαιοελληνική σκέψη αλλά ταυτόχρονα και την επέκτεινε και την εμβάθυνε ριζικά. Η χαϊντεγγεριανή θεώρηση της αρχαίας σκέψης αποδίδει στην ποίηση θεμελιώδη στοχαστικό ρόλο. Άλλωστε παρά το γεγονός ότι ο ίδιος ανακοίνωσε το τέλος της φιλοσοφίας, ολόκληρο το έργο του καταπιάνεται με τον πρωταρχικό όρο ύπαρξής της, την πολιτική: ο συνεχής προβληματισμός της καθημερινής ζωής έξω από κάθε μεταφυσική υπέρβαση, μέσω της αυτονομίας της πόλης.

Εξαιρετικά ενδιαφέρον έχουν «Οι αντιφάσεις και αμφιθυμίες του Άγγελου Ελεφάντη». Ο άρτια καταρτισμένος ιστορικός και θεωρητικός της πολιτικής που έδρασε, μεταξύ άλλων, ως στοχαστής, συγγραφέας, σχολιαστής και μεταφραστής γαλούχησε τρεις τουλάχιστον γενιές με το περιοδικό Ο Πολίτης. Ο Πολίτης υπήρξε το κατεξοχήν φόρουμ ειδών όπου η πιο σύγχρονη τότε λογοτεχνική θεωρία ερχόταν σε επαφή με την ελληνική πραγματικότητα και την ελληνική λογοτεχνία αυτή καθαυτήν. Ο Γουργουρής (που, σημειωτέον, υπήρξε συνεργάτης του περιοδικού και δημοσίευε κείμενα με τα οποία διαφωνούσε ο Ελεφάντης αλλά ουδέποτε διανοήθηκε να μην δημοσιεύσει) θεωρεί ότι η δεινή αφοσίωση του Ελεφάντη στις αρχές του Διαφωτισμού και την μορφή του έθνους ως κύριο έδαφος συλλογικής πολιτικής πρακτικής τού κατέστησε δύσκολο να εκτιμήσει την ονομαζόμενη μεταμοντέρνα ή μεταδομική σκέψη.

Για τον Ελεφάντη το έθνος υπήρξε κληρονομιά του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης, που λειτούργησαν ως μαγματικές πηγές όλων των ευρωπαϊκών εθνικών φαντασιακών. Η επιτυχία των Γάλλων στοχαστών (Αλτουσέρ, Λακάν, Φουκώ, Ντερινά) στον αμερικανικό ακαδημαϊκό χώρο τού ήταν ανυπόφορη. Την έβλεπε σαν ιμπεριαλιστική πραγματικότητα, ένα είδος αναρρόφησης της αληθινής σκέψης από ένα αποστειρωμένο θεσμικό πλαίσιο που παρήγαγε ιδεολογικές μορφές προς όφελος των δομών της αυτοκρατορίας. Ακόμα και μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», όταν η αμφισβήτηση άγγιξε τον Διαφωτισμό, την καρτεσιανή λογική, την μορφή του έθνους και του πολίτη και όλα όσα απελευθέρωσαν τα ιδεώδη της Γαλλικής Επανάστασης ο Ελεφάντης αντιτάχθηκε σε αυτού του είδους τον ριζοσπαστισμό και δεν είχε υπομονή για τις διάφορες μετα – εθνικές κατηγορίες, για την μετα – αποικιακή σκέψη ή τις «φαντασιακές κοινότητες» του Μπένεντικτ Άντερσον και βέβαια παρέμενε συνεπής σε μια γκραμσιανή «αισιοδοξία της βούλησης». Και αναρωτιέται ο Γουργουρής…

…. πώς ένας στρατευμένος διεθνιστής – ως κομμουνιστής δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο – δίσταζε μπροστά σε νέες ιδέες και κινήματα που υπερβαίνουν τα εθνικά όρια και τις εθνικές ταυτότητες. Αναρωτιέται κανείς πώς ένας στοχαστής, ρασιοναλιστής σίγουρα αλλά με εξαίσια και λεπτή αίσθηση του ποιητικού, που ως ακτιβιστής ήταν γκραμσιανός, που ανδρώθηκε πολιτικά στους δρόμους του Παρισιού τον Μάη του ’68 με το σύνθημα «Η φαντασία στην εξουσία» έδειχνε τέτοια δυσπιστία προς την έννοια του φαντασιακού; [σ. 324]

Το κείμενο «Βάλτερ Μπένγιαμιν: φυσιοδίφης και φωτογράφος της ιστορίας» εστιάζει σε δυο ιδιαίτερες εκδόσεις για τον σπουδαίο στοχαστή, μια εκ των οποίων θα παρουσιάσουμε σύντομα (πρόκειται για την σημαντική ανάγνωση της διαλεκτικής του περί φωτογραφίας από τον Εντουάρντο Καντάβα, που κυκλοφόρησε από τις ίδιες εκδόσεις). Ο ερευνητής μέσα από ένα ιδιαίτερο λεξικό εννοιών καταδεικνύει ότι η φωτογραφία είναι φύσει «μπενγιανική» στην σχέση της με την ιστορία: είναι ταυτόχρονα σημείο σύνδεσης και διάρρηξης, ένας φωτοδιακόπτης μεταξύ ανάμνησης και θανάτου. «Το θεμελιακό ψευδές δίλημμα του Λούκατς», η Αμερική που είναι «αναπόφευκτα μερική», το Ιράκ που καθρεφτίζει το αμερικανικό σύμπλεγμα, η τηλεκατευθυνόμενη κοινωνία και τα θηράματά της, η νέα τάξη θυμάτων, ο «παράδοξος και τακτικός» Σεφέρης, ο «αλογάριαστος» Αναγνωστάκης, ο Γιώργος Χουλιάρας και ο Τάκης Σιμώτας, οι τσαρλατάνοι του ύφους, το «ασύλληπτο μυθιστόρημα» της εγχώριας τρομοκρατίας είναι μερικά ακόμη από τα θέματα πάνω στα οποία προβληματίζεται η ευρύτατη ματιά του συγγραφέα. Τα κείμενα έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά (Πολίτης, Δεκαπενθήμερος Πολίτης, Πλανόδιον, Σχεδία), εφημερίδες (Ελευθεροτυπία, Αυγή, Εποχή, Το Βήμα), συλλογικά θεματικά βιβλία, πρακτικά συνεδρίων και αλλού· άλλα υπήρξαν αντικείμενο διαλέξεων ή ήταν μέχρι σήμερα ανέκδοτα.

Εκδ. Νήσος, 2016 [Πολιτείες, 36], σελ. 404.

Στις εικόνες: Μιμίκα Κρανάκη [έργο της Άννας Φιλίνη], αναμνηστική φωτογραφία των διανοουμένων – επιβατών του πλοίου Ματαρόα το 1945 [Παρίσι, 1946 (Πανεπιστημιούπολη). Από αριστερά: Μέμος Μακρής, Γιώργος Καρούζος, Κατερίνα Καχραμάνη, Κώστας Παπαϊωάννου, N. Καχραμάνη, Ντούντα – Ζίζικα, άγνωστος, Μέμος Αλίκουλης (Αρχείο Μάνου Ζαχαρία)], Mazen Kerbaj, Phil Ochs, Martin Heidegger, Άγγελος Ελεφάντης [1976], Τριακοστός Πολίτης, Walter Benjamin κι ένα ξενοδοχείο πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού, μετέπειτα υπερεθνικής συνύπαρξης.

Σχολιάστε