Η σιωπή είναι ορισμένες φορές ισοδύναμη του ψεύδους, γιατί μπορεί να ερμηνευτεί σαν αποδοχή. Δεν θα μπορούσα να επιζήσω ενός διαζυγίου μεταξύ των λόγων μου και της συνείδησής μου, που ανέκαθεν είχαν εξαιρετική μεταξύ τους σχέση. […] Θα νικήσετε, αλλά δεν θα πείσετε. Θα νικήσετε γιατί υπερέχετε σε ζωώδη δύναμη, δεν θα καταφέρετε όμως να μεταπείσετε γιατί μεταπείθω σημαίνει πείθω. Και για να πείσεις χρειάζεται να διαθέτεις αυτό που σας λείπει: το δίκαιο και το ορθό στον αγώνα σας. [σ. 258 – 260]
Τον Οκτώβριο του 1936 ο φιλόσοφος Μιγκέλ ντε Ουναμούνο δίνει μια διάλεξη στο πανεπιστήμιο παρουσία στρατηγών και υπουργών του Φράνκο. Με το κουράγιο του ηλικιωμένου ανθρώπου που δεν έχει τίποτα να χάσει, με την αυστηρή αταραξία του στοχαστή, τον ήρεμο ηρωισμό εκείνου που έχει αποφασίσει να διατηρήσει την αξιοπρέπειά του μέχρι τέλους βγάζει ένα συγκλονιστικό λόγο και κατέρχεται από το βήμα μέσα σε μια θανατερή σιωπή. Δεν έχει σωθεί ούτε ίχνος από την πρωτότυπη ομιλία του αλλά απομένουν οι μαρτυρίες που ο Ασουλίν συνθέτει σ’ ένα κείμενο, υποστηρίζοντας πως στην ομιλία της Σαλαμάνκα αντηχεί η άρνηση του Ιωβ. Το μνημειώδες όχι ταυτίζεται με καθαίρεση από την θέση του και με επιβεβλημένο κατ’ οίκον περιορισμό. Η επερχόμενη βαρβαρότητα εξεγείρει και κατόπιν καταβάλλει τον ντε Ουναμούνο, που δεν έχει πια τη δύναμη να παλέψει και λίγο αργότερα πεθαίνει. Φαίνεται, γράφει ο Ασουλίν, πως ακόμα μπορεί να πεθάνει κανείς από θλίψη και αηδία.
Βρισκόμαστε στο μέσον ενός σύνθετου μα τόσο απολαυστικού βιβλίου, μιας ακόμα βιογραφίας του Πιερ Ασουλίν αλλά αυτή τη φορά βιογραφίας «μιας ιδέας, μιας υπόθεσης και μιας απουσίας». Στον εκτενέστατο, εξομολογητικό του πρόλογο – στην ουσία ένα οργανικό μέρος του βιβλίου, ισάξιο με τα υπόλοιπα εννιά – ο συγγραφέας μας αφηγείται με γλαφυρό τρόπο πώς αποφάσισε να ασχοληθεί με τον Ιώβ, με ποιο τρόπο τον στοίχειωσε ο «βασανιζόμενος δίκαιος» και σε τι μπελάδες μπήκε. Το βιβλίο του Ιώβ, αυτό το υποβλητικό μωσαϊκό διαπλεκόμενων ιστοριών και πεπρωμένων αντιπαρατίθεται στο Κακό πάνω από δύο χιλιετίες· είναι μια συλλογή ποιημάτων και προβλημάτων μαζί, ένα ναρκοπέδιο φυτεμένο αβέβαια νοήματα, που πρέπει πρώτα να μεταφραστούν, ύστερα να μπουν σε σειρά και τελικά να ερμηνευτούν. Οι σημειώσεις και τα σχόλια έχουν κατακυριεύσει το κείμενο, σε σημείο που ο αναγνώστης καταλήγει να αποδίδει στον Ιώβ τα του αντιγραφέα ή του σχολιαστή.
Ο Ιώβ σταδιακά χάνει τα παιδιά του, το σπίτι του και την περιουσία του. Η απάντηση του Θεού είναι από τις πλέον απρόσμενες: δεν οφείλει καν απάντηση γιατί ο ίδιος είναι η απάντηση. Πρόκειται για την ιστορία ενός ανθρώπου που δεν υπήρξε, δεν πλάστηκε αλλά κατασκευάστηκε επί τούτου για να ενσαρκώσει το πρόβλημα που θέτει. Ο ξακουστότερος περίλυπος των Γραφών πριν από άγιος που κατέστη παραβολή, υπήρξε άνθρωπος. Την ιστορία του άδικου πόνου ενός αθώου την συναντούμε ήδη στην ακκαδική λογοτεχνία στη αρχαία Μέση Ανατολή και στους παλαιότερους μύθους της Μεσοποταμίας. Ο Ιώβ δεν είναι Ισραηλίτης αλλά ξένος και ταυτόχρονα οικουμενικός.
Στο Βιβλίο του Ιώβ τα πάντα περνούν από τον λόγο που προηγείται των πάντων. Είναι το όχημα της δράσης. Είτε μονολογεί είτε συνομιλεί είτε παραμιλάει. Όμως οι λέξεις δεν αρκούν αν θέλει κανείς να συλλάβει μέχρι και τις παραμικρές του αποχρώσεις. Και αυτό μοιάζει να σχετίζεται κάπως με το ρίγος του ανθρώπινου βιώματος. Μια οσμή, χρώματα, αισθήσεις εξ ορισμού εκτός-κείμενου. [σ. 144]
Και αρχίζει ο Ασουλίν να ταξιδεύει, να διαβάζει, να συγκεντρώνει τις πλείστες αναγνώσεις του Ιώβ, να βυθίζεται στον Ιώβειο Κόσμο και παράλληλα να μας διηγείται κάθε στάση του· τις προσωπικές του συναντήσεις, όπως με τον συγγραφέα Ντάνιελ Μέντελσον, τον φιλόσοφο Σλαβόι Ζίζεκ και τον συγγραφέα και δημοσιογράφο Φρανσουά Νουρισιέ, καθηλωμένο σε αναπηρική καρέκλα στο νοσοκομείο, «με την αλγεινή μάσκα του Αντονέν Αρτώ», «ένας άνθρωπος όχι απελπισμένος αλλά άπελπις και ανέλπιστος»· τις συζητήσεις με επιστήμονες και ερευνητές βιβλικών σπουδών· τις παρακολουθήσεις θεατρικών παραστάσεων με παρεμφερές θέμα.
Διαβάζει τον Κίρκεγκωρ και τον Σατωβριάνδο, εντοπίζει τις αναφορές των Λουί – Φερντινάν Σελίν και του Εμίλ Σιοράν, προτείνει μεταφορές από έργα του Αλμπέρ Καμύ και Βασίλι Γκρόσμαν και είναι βέβαιος πως οι εφιάλτες του Κάφκα και οι κραυγές του Αρτώ απηχούν τους εφιάλτες και τις κραυγές του Ιώβ. Συγκεντρώνει τους ήρωες με πλείστα ιώβεια χαρακτηριστικά όπως ο περίφημος Φραντς Μπίμπερκοπφ στο Berlin Alezanderplatz του Άλφρεντ Ντέμπλιν και φυσικά τους ανθρώπους του Άουσβιτς, τον Πρίμο Λέβι αλλά και τον Πάουλ Τσέλαν που ενοχοποιεί τον Θεό προσάπτοντάς του ότι διέρρηξε τον δεσμό του με τον άνθρωπο στο Άουσβιτς. Διαβάζει το ιατρικό «σύνδρομο του Ιώβ», επισκέπτεται το νοσοκομείο Άγιος Ιώβ στην Ουτρέχτη, ακούει το τραγούδι The Sire of Sorrow (Job’s Sad Song) της Τζόνι Μίτσελ και το Don’t Explain της Billy Holiday, της Ιώβειας Μπίλλυ.
Από την χορεία του δεν θα μπορούσε να λείπει ο Γιόζεφ Ροτ που το το 1934 εκφράζει το μίσος του για τους Πρώσους και δεν συγχωρεί στους εθνικοσοσιαλιστές τα όσα έκαναν στην Αυστρία, την χώρα του ή τις αντισημιτικές διώξεις. Πνιγμένος στα χρέη, όχι μόνο χρημάτων αλλά και κεφαλαίων στους εκδότες και λέξεων στις εφημερίδες, ο Ροτ βυθίζεται στο ποτό, πεπεισμένος ότι η ζωή τον αδικεί κατάφωρα. Λίγα χρόνια νωρίτερα είχε κυκλοφορήσει το Ιώβ, το μυθιστόρημα ενός απλού Εβραίου, μια ειρωνική παραβολή που έγραψε στο μπιστρό όπου σύχναζε, μέσα στη θλίψη. Εκεί συνήθιζε να εφευρίσκει άλλες ζωές για τον εαυτό του, με το αλκοόλ ως προστασία και τους καπνούς ως πέπλα. Ο Ροτ, γράφει ο Ασουλίν, είναι ο Ιώβ. Αντί να τον αντιμετωπίσει ως ιστορικό πρόσωπο, προτιμάει να οικειοποιηθεί το κείμενο για να τον διαχειριστεί ως μύθο. Έτσι, τον μετατρέπει σε έναν από μας, καθώς περισσότερο τον ενδιαφέρει η δοκιμασία παρά ο τρόπος αντίδρασης.
Ο συγγραφέας θυμάται μια συνάντηση με τον λογοτέχνη και ζωγράφο Ζαν Ντεμελιέ, που θα είχε πεθάνει από την πείνα αν δεν τον βοηθούσε ο Μπέκετ, αγοράζοντας διακριτικά τα έργα του, όπως έκανε και με τόσους άλλους με τους οποίους μοιράστηκε διακριτικά το χρηματικό αντίτιμο του Νόμπελ. Κι όμως, ο ίδιος ο Μπέκετ στα τελευταία του, με κλονισμένη υγεία διώχνεται από το σπίτι του και αντί να πάει σε κάποιο ξενοδοχείο, εγκαθίσταται σε γειτονικό οίκο ευγηρίας, που συνεχίζει να επισκέπτεται και μετά την επιστροφή του. Ο Ιονέσκο επαναλαμβάνει συχνά πως ο Μπέκετ του θυμίζει τον Ιώβ και κάθε φορά που τον πιέζουν να μιλήσει για την πρωτοτυπία ονοματίζει το βασιλιά Σολομώντα, συγγραφέα του Εκκλησιαστή και τον Ιώβ για το Βιβλίο του Ιώβ. Αν διαβάσουμε προσεκτικά τα έργα του ίσως δούμε τον Ιώβ πάντα να τριγυρίζει εκεί κοντά, έτοιμος να θέσει το ερώτημα για το ποιος φέρει την ευθύνη του Κακού: ο Θεός ή ο άνθρωπος;
Η Μυριέλ Σπαρκ από την άλλη, η Βρετανή μυθιστοριογράφος των αγνωστικιστικών πεποιθήσεων που ασπάζεται τον καθολικισμό με την ελπίδα ότι θα καταφέρει α απαλλαγεί από την κατάθλιψη που την κατατρώει, ανοίγει ένα ντοσιέ για τον Ιώβ, και για τον άλλον της εαυτό ως Ιώβ, εκείνον που αισθάνεται σαν αδελφό εν καταθλίψει, όρο που χρησιμοποίησε επακριβώς για να περιγράψει την κατάστασή της και την θεραπευτική επίδραση του Βιβλίου.
Ο Ιώβ έχει γρανιτένια εμπιστοσύνη στον Θεό σε μια εποχή όπου κανένας κλήρος, κανένας θεσμός, μήτε ο ελάχιστος μεσολαβητής ή επαγγελματίας του Υψίστου δεν μεσολαβεί μεταξύ του πιστού και της πίστης του. Το βλέμμα του δεν προσηλώνεται στη Γη, αλλά προκαλεί τον Ουρανό. Του ζητεί να εξηγήσει την αυστηρότητά του. Το παράπονό του δεν εξασθενεί σε θρήνο: ορθώνεται εν είδει διαμαρτυρίας. [σ. 45]
Ο συγγραφέας με έκπληξη διαπιστώνει τις πολλαπλές και ποικίλες αναγνώσεις του κειμένου. Ακόμα και η μαρξιστική φιλοσοφία στάθηκε στην ακτινοβολία του Ιώβ μετά το τέλος των δοκιμασιών του, που είναι μεγαλύτερη από εκείνη του Θεού και που σηματοδοτεί μια νέα έξοδο: εκείνη του Ιώβ έξω από τον Θεό του. Ποτέ του, μας γράφει, δεν θα φανταζόταν πως ένας μαρξιστής φιλόσοφος που φυλακίστηκε λόγω των υποτιθέμενων διασυνδέσεών του με τον τρομοκρατία, ο Τόνι Νέγκρι, θα έφτανε μέχρι τον Ιώβ. Κι όμως, περιμένοντας να εκτίσει ποινή τριάντα χρόνων ο Νέγκρι έψαχνε ένα τρόπο να αντισταθεί στην βία, να ξεφύγει από την μιζέρια, να μην βουλιάξει στον πόνο. Δεν του απέμενε παρά η σκέψη μέσα από την ανάλυση του πόνου, και μετά τον Σπινόζα η ανακάλυψη του Ιώβ.
Το Ιώβ, η δύναμη της σκλαβιάς είναι μια φιλοσοφική και πολιτική παρέμβαση του Νέγκρι, που αντιλαμβάνεται πως εκείνο που λείπει από τον Ιώβ και που έκανε θαύματα στον Τζιάκομο Λεοπάρντι (το φιλοσοφικό ημερολόγιο του οποίου διάβαζε μέχρι τότε, το Ζιμπαλντόνε) είναι η ειρωνεία ή εκείνη η ικανότητα να παίρνει κανείς απόσταση από τα πάθη του χωρίς να χάνει στο ελάχιστο το κριτικό του πνεύμα. Και μονάχα το πάθος της δημιουργίας θα μπορούσε να ακολουθήσει την απώλεια του μέτρου. Αλλά η ταύτιση του Νέγκρι με τον Ιώβ δεν σταματάει εκεί: στη φυλακή το σώμα, που απουσιάζει από τον ελεύθερο ακτιβιστή και θεωρητικό, ξαναβρίσκει το μυαλό του. Και ελεύθερος πια ο Νέγκρι ολοκληρώνει το βιβλίο του, επιμένοντας πως ο Ιώβ δεν μετανοεί για κάποια ηθική ενοχή, αλλά μεταστρέφεται από τη μεταφυσική του αλαζονεία. Και «αν η έρημος του Ιώβ τελειώνει με τη θέαση του Θεού, οι ήττες και όλες οι φυλακίσεις των πολλών τελειώνουν με μια νέα εξέγερση».
Οι βίοι του Ιώβ είναι ένα πλήρες παλίμψηστο αναγνώσεων και ιδεών, αλλά κι ένας διπλός καθρέφτης έργου και δημιουργίας έργου, καθώς διαρκώς εναλλάσσει τα μικρά και εύληπτα φιλοσοφικά, θεολογικά και λογοτεχνικά του δοκίμια με προσωπικές εξομολογήσεις και αυτοβιογραφικές βινιέτες, και με την ίδια ιστορία της συγγραφής των αναγνώσεων, άρα αποτελεί κι ένα κείμενο πάνω στη βιογραφία, αυτό το «μυθιστόρημα με ευρετήριο», αυτό το μπάσταρδο είδος που ισχυρίζεται πως δανείζεται ταυτόχρονα από το μυθιστόρημα όσον αφορά τη συναρμογή των διαλόγων, από το αφήγημα όσον αφορά τη διαύγεια της αφήγησης, από την ερευνητική δημοσιογραφία όσον αφορά την τεχνική των ερωτήσεων, από τις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες όσον αφορά το εύρος των προοπτικών του, από την ιστορία όσον αφορά τη λατρεία των αρχείων, από το σενάριο όσον αφορά την αίσθηση της ελλειπτικότητας που το χαρακτηρίζει, από το δοκίμιο όσον αφορά το συνθετικό του πνεύμα. [σ. 424].
Εκδ. Πόλις, 2013, μτφ. Σπύρος Γιανναράς, σελ. 534, με 625 σημειώσεις [Pierre Assouline – Vies de Job, 2011].
Στις εικόνες: Pierre Assouline, Miguel de Unamuno, Paul Celan, Primo Levi, Joseph Roth, Eugene Ionesco, Muriel Spark, Antonio Negri, Antonio Negri, Pierre Assouline,
0 Σχόλια to “Pierre Assouline – Βίοι του Ιωβ”