20
Μάι.
12

Χρήστος Χρυσόπουλος – Φακός στο στόμα. Ένα χρονικό για την Αθήνα

Ο ουρανός που δεν μας προστατεύει

στο δικό μας μυαλό έχουμε συνδέσει την καθημερινότητα με το ερείπιο και έχουμε συνηθίσει στη θέα του ημιτελούς, του ανεπισκεύαστου και του όντως κατεστραμμένου. Γι’ αυτό ίσως δεν μας κάνουν εντύπωση τα έμβια, τα ανθρώπινα ερείπια γύρω μας. Να, λοιπόν, που έχουμε μεταβληθεί σε ένα μουσείο ερειπίων. […] Τα συντρίμμια που μας περιβάλλουν, όχι μόνο τα αρχαία, ακόμα και τα σπασμένα μάρμαρα στις πλατείες ή στις προσόψεις των ξενοδοχείων, τα σπασμένα φώτα, τα ξεριζωμένα σίδερα, τα ανθρώπινα ερείπια, γίνονται ο «καθρέφτης» στον οποίο διακρίνουμε  το είδωλό μας, καταλήγοντας πολλές φορές να μισούμε μια εκδοχή αυτού που βλέπουμε. Κι έτσι επιλέγουμε απλώς να μην κοιτούμε. [σ. 95 – 96]

1. Ο συγγραφέας και ο δρομέας

Η δουλειά του συγγραφέα μοιάζει σε πολλά με τον αγώνα του μαραθωνοδρόμου: ο δρομέας τρέχει μόνος, η διαδρομή καταλήγει στην αφετηρία, ο αγώνας γίνεται υπό αντίξοες συνθήκες. Πράγματι, η τέχνη του αποτελεί, όπως και στην περίπτωση του δρομέα, μια άσκηση ρυθμού, άλλοτε επιζητώντας την ταχύτητα (: στην ακαριαία μεταμόρφωση του βιώματος σε λέξεις) και άλλοτε το αντίθετό της (: στην συγκράτηση της έκφρασης και στην κούραση της σκέψης πάνω σ’ αυτό), ενώ συχνά ο αγώνας γίνεται χωρίς ελπίδα για νίκη. Κάπως έτσι η γραφή ενός χρονικού μοιάζει με μια σύντομη επιτάχυνση κατά τη διάρκεια ενός μαραθωνίου. Το τρέξιμο πίσω από τα γεγονότα ανταγωνίζεται την ωρίμανση της εντύπωσης, αμφότερα αποστρέφονται την πλοκή (μολονότι δεδομένη όπου υπάρχει γραφή) και τελικά το παροντικό βλέμμα φιλοδοξεί να διατηρήσει την δραστικότητά του και σε μεταγενέστερους χρόνους.

Κάπως έτσι, δρομέας της μιας ανάσας, ο Χρήστος Χρυσόπουλος εντάσσει τις  παραπάνω σκέψεις στον «επίλογο» ενός χρονικού που γράφτηκε τον Δεκέμβριο του 2011 ως χειρόγραφου κομματιού ενός μελλοντικού βιβλίου που συζευγνύει κείμενο, εικόνα και περιπλάνηση· ενός έργου που γράφτηκε μεμιάς και παραδόθηκε άμεσα στον εκδότη. Το χρονικό συνδυάζει παρατήρηση, συνομιλία, δοκίμιο και μυθοπλασία και αποδίδει ακριβώς την συγκυρία της πόλης [του] κατά την δεδομένη χρονική στιγμή.

2. Η πόλη των νέων φόβων

Στην πόλη μας ο αισθησιασμός μοιάζει να έχει αντικατασταθεί από την οδύνη.

Η μητροπολιτική τοπολογία, γράφει ο Χρυσόπουλος, δεν χαρακτηρίζεται πλέον από ένα προνομιακό σημείο όπου όλα τα γεγονότα συμβαίνουν αλλά από μια πρωτοφανή διασπορά προς κάθε γωνία της πόλης. Ταυτόχρονα όμως το γεγονός [αυτό που συμβαίνει] μεταμορφώνεται σε φόβο [αυτό που σημαίνει], που συχνά συναντιέται στα ίδια μέρη με την ηδονή [εκεί όπου συμβαίνουν περίεργα πράγματα]. Η πόλη τελευταία έχει σιωπήσει, έχει σκοτεινιάσει και ίσως γι’ αυτό ακούγεται τόσο έντονα ο νέος οξύς ήχος, η μεταλλική στριγγλιά από τα καροτσάκια πολυκαταστημάτων που σέρνουν οι περιπλανώμενοι ρακοσυλλέκτες. Αν επιτρέψουμε την άκριτη ταύτιση με τα γεγονότα, τότε είμαστε εκτεθειμένοι σε κάθε είδους μόλυνση, σε κάθε είδους φόβο και παρανόηση. Αν, από την άλλη, επιδιώξουμε την περίκλειστη προστασία από κάθε γεγονός (χωρίς στην ουσία να προστατευόμαστε από τον κίνδυνο), γινόμαστε αιχμάλωτοι της νοσταλγίας ενός φανταστικού αισθήματος ασφάλειας («τότε που αφήναμε τις πόρτες ξεκλείδωτες»), που όμως δεν υπήρξε ποτέ. [σ. 28]

3. Ο συγγραφέας περιπατητής του αστικού τοπίου

Δεδηλωμένος περιπατητής του αστικού τοπίου, ο συγγραφέας υποκύπτει για άλλη μια φορά στην σφοδρή επιθυμία να εγκαταλείψει το δωμάτιό του («των φαντασμάτων») για έναν περίπατο στην πόλη. Είναι άλλωστε απαραίτητο για τον οποιονδήποτε περιηγητή να εγγράφει στην προσωπική του ανάγνωση το οποιοδήποτε περιβάλλον και η κάθε διαδρομή να γίνεται η δική του διαδρομή, συνώνυμη της επινόησης και της προσωπικής μυθοπλαστικής κατασκευής. Η μοίρα του διαβάτη είναι να δημιουργεί ιδεατούς κόσμους όπου συγκατοικούν αληθινοί άνθρωποι και επινοημένοι χαρακτήρες. Η μοίρα του συγγραφέα είναι να επιστρέψει από την περιπλάνηση πασχίζοντας να τους διασώσει όλους ή όσους μπορέσει. [σ. 52]

Αλλά αδιάσπαστο πλέον κομμάτι της Αθήνας αποτελούν οι σκιώδεις υπάρξεις που αποφεύγουμε στους δρόμους, γυρνώντας το πρόσωπο ή αλλάζοντας την κατεύθυνση του περιπάτου μας. Αναπόφευκτα ο συγγραφέας σκοντάφτει στην πρώτη διπλωμένη ανθρώπινη ύπαρξη που μοιάζει με «γιγάντιο σαλιγκάρι» και δίνει την εντύπωση ενός «έμψυχου απορρίμματος». Αναρωτιέται κανείς αν ο ίδιος αντιλαμβάνεται την ύπαρξή του ως ανθρώπινο σκουπίδι… Το απροστάτευτο σώμα που κείται στο δημόσιο χώρο έχει, ως εικόνα, κάτι το βαθιά ανησυχαστικό – ένας αρχέγονος φόβος υποδεικνύει μια αγριότητα που υποτίθεται ότι είχε ξεπεραστεί ή έστω κατασταλεί από την οργανωμένη κοινότητα.

4. Ο συγγραφέας και ο άστεγος

Αυτό το βιβλίο δεν γράφεται μόνο από τον συγγραφέα. Ο άνθρωπος που ζει έξω γίνεται πρόθυμος συνομιλητής του (σε σημείο να εκφράζει μια ύστατη επιθυμία επικοινωνίας με τον κόσμο που δεν ζει έξω), μ’ έναν λόγο θρυμματισμένο, αλλά όχι περισσότερο θρυμματισμένο από του συγγραφέα και της πόλης [τους]. Στο κάθισμα μπροστά από το αμαξοστάσιο των λεωφορείων εκφράζονται τα συμπυκνώματα της εμπειρίας: Όταν πέσεις έξω είναι δύσκολο να ξανασηκωθείς. Δεν μπορείς να βγεις απ’ το πεζοδρόμιο. […] Άμα βγεις στο δρόμο, δεν μπορείς να επιστρέψεις στην κανονική ζωή. […] Μόλις δουν [ενν. η αστυνομία] άστεγο μόνο σε σηκώνουν και σου λένε να προχωρήσεις. Σα να μην έχεις δικαίωμα να σταθείς. Δεν ξέρω, γι’ αυτούς είναι σαν παιχνίδι. […] Υπάρχει μόνο μια κατεύθυνση κι αυτή είναι προς τα κάτω, όλο και πιο βαθιά, όλο και πιο βαθιά, και στο τέλος απλά μέχρι να πεθάνεις. […]

Οι άνθρωποι χωρίς σπίτι κοιμούνται οπουδήποτε, από τις εσοχές και τους ακάλυπτους κτιρίων μέχρι σε εγκαταλελειμμένα αυτοκίνητα, ξαποσταίνουν στα κινούμενα λεωφορεία, παρακαλούν για διαμονή στα νυχτερινά, μαθαίνουν πως τα καλάθια των αχρήστων στις στάσεις έχουν τα χρησιμότερα αποφάγια, «διαμένουν» πίσω από την δημόσια βιβλιοθήκη (ονομασία διπλής ειρωνείας), ξεκοιλιάζουν τα πεταμένα στρώματα από τα συρμάτινα ελατήρια, επιχειρούν να προφυλαχτούν από το κρύο μέσα στους κάδους απορριμμάτων. Ο δρόμος πληθαίνει από νέους κατοίκους, συνήθως πρόσφατους συνταξιούχους που αδυνατούν να πληρώσουν το ενοίκιο. Στην οσμή του ανθρώπινου σώματος ζέχνει μια κοινή μοίρα, την φράση δεν θέλω να συνεχίσω, αυτό δεν είναι ζωή δεν μπορεί να ακολουθεί καμία φράση.

Ο συγγραφέας θυμάται τον παράξενο, σχεδόν ειρωνικό παραλληλισμό:  το να είσαι συγγραφέας απαιτεί να παραδεχτείς ότι ένα μέρος σου θα παραμένει πάντοτε απροστάτευτο, δημόσιο, και ο καθένας μπορεί εύκολα να το ξεφυλλίσει. Αλλά πώς είναι να ζεις σε δημόσια θέα με όλη τη σημασία της λέξης; Πόσο εύκολα μπορεί να ανατραπεί η ισορροπία οδηγώντας έναν «κανονικό άνθρωπο» στο περιθώριο και κάποιον ήδη περιθωριοποιημένο στην άβυσσο; Και ο συγγραφέας ως συγγραφέας θα εστιάσει λαίμαργα το βλέμμα του στον γονατισμένο ή θα φοβηθεί μην του κλέψει την αξιοπρέπειά του; Κι όταν δεν τον ξαναβρεί στο συνηθισμένο του σημείο, θα ανησυχήσει μήπως τον εγκατέλειψαν οι δυνάμεις του ή θα ελπίσει πως τα κατάφερε; Τι να ευχηθεί; Να τον βρει αύριο στο ίδιο σημείο;

5. Καταγραφείς και καταγραφόμενοι

Σε κάθε σελίδα αναζητώ την δική μου θέση σ’ αυτή το χρονικό. Πού βρίσκομαι ο ίδιος ως αναγνώστης, ως διαβιών στην συγκεκριμένη πόλη των νέων αστέγων, ως περαστικός δίπλα από τα καταλύματά τους, πεζός διαβάτης της πεζής πραγματικότητας; Αν αποστρέψω το βλέμμα δειλιάζω; Αν προσποιηθώ πως δεν υπάρχουν απαλλάσσω την καθημερινότητά μου από ένα (παραπάνω) δυσάρεστο άγος/άλγος; Αν δεν γυρίσω το κεφάλι αλλά τους κοιτάξω με καθαρό βλέμμα είμαι περισσότερο γενναίος και διατείνομαι πως κοιτάζω στα ίσια το πρόβλημα; Στα πόσα ευθεία βλέμματα απαλλάσσομαι; Και ως προσωρινός ενδιάμεσος [αναγνώστης] μεταξύ χρονικογράφου και έκθετου της πόλης, σε ποια θέση είναι πιθανότερο να βρεθώ σε μια μελλοντική συγκυρία, του καταγραφέα ή του καταγραφόμενου; Ποια απατηλότητα με πείθει πως το πρώτο είναι πιθανότερο από το δεύτερο; Και πως η απάθεια της ενδιάμεσης ζώνης συνεπάγεται ασφάλεια;

6. Η επιστροφή του συγγραφέα στο γραφείο του

Ο συγγραφέας ΧΧ για άλλη μια φορά επέλεξε τον πιο σύνθετο τρόπο να (απο-, περι-, κατα-, εγ-, συγ-) γράψει την οιονεί πόλη, την ύπαρξή του στην πόλη και την ύπαρξη εκείνων κάπου ανάμεσα, δηλαδή τους τρεις διαφορετικούς άξονες που έχουν καρφωθεί εγκάρσια στον βίο μας. Όσον αφορά τον τρίτο (την παροντική και μελλοντική διάσταση του οποίου αδυνατούμε ή αποφεύγουμε να συλλάβουμε), θα μπορούσε να συγγράψει μια ευπώλητη νουβέλα των αστέγων ή ένα μυθιστόρημα των ανθρώπων του δρόμου και να εξαργυρώσει την συγγραφική ευαισθησία πάνω στο απαγορευμένο θέμα. Αλλά πιστός στην υβριδική του γραφή (που αυτή τη φορά απόλυτα την επιζητά η ίδια η «ιστορία») επιχειρεί να κυκλώσει και να κυκλωθεί από το θέμα, μέρος του οποίου αποτελεί ο ίδιος.  Και για μια ακόμη φορά έγραψε ένα βιβλίο που είναι αδύνατο να διαβαστεί μόνο μια φορά αλλά και να κλείσει: η τελευταία του σελίδα είναι η πρώτη ενός άλλου που δεν θα είναι μόνο έντυπο αλλά θα γράφεται σε κάθε νέα περιπλάνηση δική του και δική μας.

Κι όσο υπάρχει εκείνος ο άνθρωπος που με τον φακό στο στόμα, για να έχει τα χέρια ελεύθερα, έψαχνε (για) την επιβίωσή του στον κάδο των σκουπιδιών, εκκινώντας άθελά του το παρόν βιβλίο, δεν θα παύω να σκέφτομαι γι’ αυτόν πως, σε αντίθεση με τον απέραντο τίτλο εκείνου του βιβλίου του Πολ Μπόουλς (The Sheltering Sky), ούτε ο ουρανός δεν τον προστατεύει.

Η πόλη μοιάζει να έχει γυρίσει το μέσα – έξω. Όπως βάζουμε το χέρι για να γυρίσουμε μια κάλτσα. Όσα προορίζονταν κάποτε για τον προστατευμένο από το δημόσιο βλέμμα χώρο, όλα εκείνα που παρέμεναν κρυφά – ή μάλλον ιδιωτικά – μέσα στους τέσσερις τοίχους των σπιτιών, τώρα γίνονται δίχως καμιά προφύλαξη καταμεσής του δρόμου. Η κηδεμονία του σώματος, οι βασικές λειτουργίες όπως ο ύπνος και το φαγητό, οι διαπληκτισμοί και οι ερωτοτροπίες τώρα πλέον ξεχύνονται με απελπισία ολόγυρά μας, όχι με αιδημοσύνη ούτε με το θράσος της απόλαυσης, αλλά με έναν νευρικό σπασμό. [σ. 33-34]

Εκδ. Πόλις, 2012, σελ. 128, με σειρά φωτογραφιών του συγγραφέα (εκτός τεσσάρων που προέρχονται από το Athensville.blogspot.com).

Οι φωτογραφίες του δρόμου τραβήχτηκαν από τον συγγραφέα κατά τη διάρκεια των περιπλανήσεων για τη γραφή του βιβλίου (εκτός από τις δυο τελευταίες που είναι διαδικτυακές) και είναι ανέκδοτες.  Οι φωτογραφίες όπου εικονίζεται ο ίδιος συγγραφέας είναι από τους: Πέπη Λουλακάκη (1), Γ. Καμπούρη (2) και Σωκράτη Σπανού (video – still) (3).

Πρώτη δημοσίευση σε συντομότερη μορφή: εδώ.

Advertisement

2 Σχόλια to “Χρήστος Χρυσόπουλος – Φακός στο στόμα. Ένα χρονικό για την Αθήνα”



Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s


Μαΐου 2012
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 123456
78910111213
14151617181920
21222324252627
28293031  

Blog Stats

  • 1.138.704 hits

Αρχείο


Αρέσει σε %d bloggers: